Στην Αθήνα την παλιά, ζούσαν συναρπαστικά! - Point of view

Εν τάχει

Στην Αθήνα την παλιά, ζούσαν συναρπαστικά!


Τα καμπαρέ, τα… ξεκουβαλήματα, τα γλέντια, οι καύσωνες, οι παλιές διαφημίσεις και πολλά ακόμη άγνωστα περιστατικά




Πώς δροσίζονταν καλοκαιριάτικα με καύσωνα στην παλιά Αθήνα; Το ξέρατε ότι αρχές κάθε Σεπτέμβρη η μισή πόλη μετακόμιζε; Πώς γλεντούσαν οι Κυψελιώτες το 1935; Ποια ήταν τα «σουξέ» της παλιάς Αθήνας που χρησιμοποιούνταν για κόρτε και καντάδες, στη διασκέδαση των νέων της εποχής, στις ταβέρνες και τα νυχτερινά κέντρα; Τι γινόταν στην παλιά Αθήνα όταν άνοιγαν τα σχολεία; Γιατί «μερσί» και όχι «ευχαριστώ»; Τι γινόταν στα παρασκήνια των καμπαρέ της πόλης; Πώς ήταν οι παλιές διαφημίσεις;


Ένα συναρπαστικό ταξίδι στο παρελθόν και, συγκεκριμένα, στην Αθήνα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, προσφέρει ο συγγραφέας Θωμάς Σιταράς, ο οποίος, με απίστευτο μεράκι, επικεντρώνει την έρευνά του στην καθημερινότητα και τους ανθρώπους της ελληνικής πρωτεύουσας της εποχής εκείνης.


«Οι παλιοί Αθηναίοι είχαν ωραία κοινωνική συνοχή και αυτό τους έβγαινε, με την έννοια ότι ήταν ευφυέστατοι, τους άρεσε το χιούμορ, να πειράζουν ο ένας τον άλλον, πολλές φορές σκάρωναν έμμετρα με τα οποία περιγράφανε την καθημερινότητα. Οι ιστορίες από την παλιά Αθήνα έχουν κάτι το σπιρτόζικο, κάτι το χιουμοριστικό που πιστεύω ότι το έχουμε κι εμείς ανάγκη», δηλώνει στο newsbeast.gr ο συγγραφέας των βιβλίων Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται. 1834-1938» και «Πόθοι και πάθη στην Παλιά Αθήνα». Ο ίδιος διαχειρίζεται και μια ιστοσελίδα, την paliaathina.com, η οποία ανανεώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες για την καθημερινότητα των ανθρώπων της πόλης. Τον άλλο μήνα μάλιστα, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το τρίτο του βιβλίο, «Τα ανάλεκτα της παλιάς Αθήνας».


Η παλιά Αθήνα






Η παλιά Αθήνα, όπως εξηγεί ο κ. Σιταράς, λογίζεται από το 1834 που η πόλη ορίστηκε ως πρωτεύουσα. «Επομένως ξεκινά από το 1834 με την απελευθέρωση της Αθήνας και τελειώνει το 1940, όταν ξεκινάει ο πόλεμος. Εκεί σταματάμε γιατί μετά έχουμε τη νεότερη ιστορία». Αυτό το διάστημα το χωρίζουμε νοερά σε τέσσερις περιόδους, αναφέρει: Η 1η είναι η οθωνική περίοδος που ξεκίνησε το 1834 έως το 1862 που έφυγε ο Όθωνας, από το 1862 έως το 1880 που την ονομάζουμε ρομαντική περίοδο, από το 1880 μέχρι το 1910-1915 που είναι η Μπελ Επόκ, κατ’ αντιστοιχία με τη Γαλλία, και το 1910-1915 έως το 1940 που είναι η μεταπολεμική περίοδος.


Πώς ξεκίνησε όμως το ενδιαφέρον του για την παλιά Αθήνα; 


«Ξεκίνησε όταν έγραψα ένα βιβλίο για τα εμπορικά καταστήματα και, ψάχνοντας να βρω εικόνες, φωτογραφίες από τα παλιά, βρήκα ένα βιβλίο το οποίο λεγόταν "Ξενοδοχεία παρ’ Έλλησιν", δηλαδή ξενοδοχεία στους παλιούς Έλληνες, στην παλιά Αθήνα εννοούσε. Και ήταν τόσο χαριτωμένα τα κειμενάκια που συνόδευαν διαφημιστικά τα διάφορα ξενοδοχεία, που σκέφτηκα αμέσως ότι θα ήταν πολύ ωραίο να μεταφέρω αυτή την ωραία εικόνα και προς τα έξω, όχι μόνο στους λίγους που την ξέρουν.


Ένα από τα πιο γνωστά ζαχαροπλαστεία της παλιάς Αθήνας έγραψε τη δική του ιστορία στους κοσμικούς κύκλους της πόλης (1924)


Από την άλλη μεριά, πάντα μου άρεσε η έννοια της οδού Αθηνάς, της οδού Αιόλου, κάτω στο Μοναστηράκι και πάντα ένιωθα ότι δεν έχουμε και πάρα πάρα πολλές μαρτυρίες γύρω από την καθημερινή ζωή αυτών των ανθρώπων. Έχουμε για τα σπίτια, για τα μνημεία, αλλά όχι για αυτό που λέμε καθημερινότητα. 


Ξεκίνησα σιγά σιγά, βρήκα πάρα πολύ υλικό στις βιβλιοθήκες της Βουλής που είναι στο Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν και στην κεντρική βιβλιοθήκη του δήμου Αθηναίων στον Σταθμό Λαρίσης και από εκεί ξεκίνησα σιγά σιγά και όπως λένε "τρώγοντας έρχεται η όρεξη"».




Ο κ. Σιταράς στηρίχθηκε περισσότερο στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής «διότι βρήκα ότι αυτά που γράφονταν εκεί είναι πρωτότυπα, ζωντανά, ήταν αυτά που απεικονίζουν την καθημερινότητα. Έτσι λοιπόν θα έλεγα ότι στηρίχθηκα 80% σε εφημερίδες και περιοδικά και 20% σε βιβλία. Να μην ξεχνάμε ότι στις εφημερίδες τότε γράφαν όλοι οι συγγραφείς και οι λόγιοι της εποχής, τα πιο μεγάλα ονόματα, ήταν πολύ διαδεδομένα μεταξύ των άλλων και τα χρονογραφήματα, όπου με πολύ γλαφυρό τρόπο παρουσιάζονταν θέματα της καθημερινότητας».


Μια βόλτα στα καμπαρέ της Αθήνας






«Πόσες ξένες "αρτίστες" μας επισκέπτονται κάθε χρόνο; Πόσες είνε οι ξανθειές, καστανές, μελαχροινές, ρούσσες και… ποικιλόχρωμες γόησσες που ξετρελλαίνουν τους γλεντζέδες της Αθήνας; Αυτό το ερώτημα έχει τεθή πολλές φορές στα χείλη των παντοειδών θαυμαστών της «νυκτερινής διεθνούς των γυναικών», έγραφε το «Νέον Φως», το 1936.


Στο ίδιο άρθρο, διευκρινιζόταν, μεταξύ άλλων: «Η ζήτησις των αρτιστών γίνεται εις δύο κυρίως περιόδους οπότε υπογράφονται και τα σχετικά κοντράτα-όπως διεθνώς αποκαλούνται τα συμβόλαια. Την άνοιξι για την θερινή σαιζόν και το φθινόπωρο για την χειμερινή. Και ενδιαμέσως όμως εργάζονται οι ατζέντες κυρίως δε όταν τους ζητηθή "μια εξαιρετική εις χάριν και γοητείαν εμφάνισις καλλιτέχνιδος". Αυτό γίνεται εις δύο περιπτώσεις εντελώς αντίθετες: Όταν ένα κέντρο δεν πηγαίνει καλά και όταν «δουλεύει με φούρια» -κατά την σχετική έκφρασι. Στην πρώτη περίπτωσι η πρόσκλησις μιας "περιφήμου καλλιτέχνιδος" γίνεται για τόνωσι του ενδιαφέροντος των γλεντζέδων και στην δευτέρα για να συγκρατηθή η πελατεία η οποία πάντα θέλει κάτι το καινούργιο…


Αν θελήσετε να μάθετε από ποια μέρη της υφηλίου προέρχονται οι γόησσες των νυκτερινών κέντρων ασφαλώς θα νομίσετε ότι διδάσκεσθε παγκόσμια γεωγραφία. Υπερήφανες Εγγλέζες, χαριτωμένες Γαλλίδες, τσαχπίνες Ουγγαρέζες, γλυκύτατες Βιεννέζες, λάγνες Ισπανίδες, ευγενικές Γερμανίδες, φλογερές αραπίνες, μελαγχολικές Ανατολίτισσες και θερμές –παρά την ψυχρότητα του κλίματος της πατρίδος των- Σκανδιναυές, αποτελούν την Βαβυλωνία των φυλών, που προσφέρουν το κέφι αρκεί να τους προσφερθή μια σαμπάνια, ένα κοκτέϊλ, ένα ουϊσκυ…


Για την συγκέντρωσι όλων αυτών των γυναικών υπάρχουν εκτός από τους κατά τόπους ατζέντες και διεθνή πρακτορεία, τα οποία είνε έτοιμα σε κάθε στιγμή να στείλουν οιανδήποτε ποσότητα και οιασδήποτε ποιότητος αρτίστες. Ένα ολιγόλογο τηλεγράφημα αρκεί: "Χρειαζόμαστε ένα καλό μπαλλέτο με τρεις ξανθές και τρεις μελαχροινές χορεύτριες. Επίσης μια ντιζέζ". Αυτό είνε. Σε λίγες ημέρες οι γόησσες θάχουν καταπλεύσει δια να σκορπίσουν το κέφι και τον έρωτα».


Τα… ξεκουβαλήματα





Το πανδαιμόνιο και τα ευτράπελα της μετακόμισης της μισής Αθήνας στις αρχές κάθε Σεπτεμβρίου αποτυπώνει ένας άρθρο της εφημερίδας «Πατρίς», το 1930.


«Σεπτέμβριος. Ώρες είνε να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον εχαρακτήριζε: Καλέ!... τα ξεκουβαλήματα! Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα στις γειτονιές! Ήτο ο μην των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο; Ποιος δεν είχε κουβαλήματα;


Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε ευρυνθή κατά το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη "σερμαγιά" του εις ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικώτερον κατάστημα δια να αφήση το "παλιό" εις κανένα πλανόδιον μικροπωλητήν, ο οποίος πάλι με την σειράν του είχε προοδεύσει εις το αλισιβερίσι του.


Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τας αρχάς του έτους είχεν αυξήσει κατά μίαν μονάδα ενώ… "με τη δύναμι του Θεού" ευρίσκετο και "άλλο" στο δρόμο, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον εφρόντιζε να βρή και να αλλάξη σπίτι, μολονότι ευτυχισμένο εκείνο που κατείχεν αφού εκεί έγιναν οι γάμοι και οι χαρές.


Άλλοι πάλιν όταν συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν μέσα σ’ ένα σπίτι κατά το διαρρεύσαν διάστημα, κατέφευγον στην προχειροτέρα των λύσεων: "ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού".


Η γεροντοκόρη, εις τας ανοίξεις της οποίας είχε προστεθή ακόμη ένα φθινόπωρον, έκρινε απαραίτητον να ξεσηκώση ολόκληρον την οικογένειάν της στα ξεκουβαλήματα: "ίσως αλλάξη το γούρι".


Έτσι είχαν και οι παπάδες δουλειά. Μπακράτσια, πετραχείλια, αγιασμούς από ένα σπίτι στ’ άλλο.


Το κάτω της γραφής ο καθείς έπρεπε κάτι να μετακομίση. Εν ανάγκη να μετατοπίση τα υπάρχοντα, να μετακομίση έστω και από το ένα δωμάτιον στο άλλο τα λίγα ή πολλά έπιπλα».


Οι «Παυσανίες» και οι «Θεσιθήρες»





Όταν ζητάμε από τον κ. Σιταρά να ξεχωρίσει μία από τις τόσες πολλές ιστορίες της παλιάς Αθήνας, επιλέγει εκείνη της πλατείας Κλαυθμώνος. Όπως λέει, στην πλατεία Κλαυθμώνος που ήταν το υπουργείο Οικονομικών υπήρχε ένα καφενεδάκι όπου πήγαιναν αυτοί που τους διώχνανε από το Δημόσιο, γιατί τότε ήταν πολύ διαδεδομένα να χάνει κανείς τη θέση του σαν δημόσιος υπάλληλος, δεν υπήρχε η προστασία που υπάρχει σήμερα. Όταν λοιπόν άλλαζε η κυβέρνηση, άλλαζαν σε μεγάλο βαθμό οι υπάλληλοι που δούλευαν στο κράτος. Αυτοί λοιπόν που δούλευαν στο υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Κλαυθμώνος –που λέγεται έτσι γιατί έκλαιγαν κατά κάποιο τρόπο γιατί έχαναν τη θέση τους- εκεί λοιπόν υπήρχε το καφενεδάκι που τους παρηγορούσε πουλώντας πικρό καφέ, δηλαδή καφέ χωρίς ζάχαρη.


Αυτούς τους έλεγαν περιπαικτικά «Παυσανίες», διότι κολλάγανε πολύ εύκολα παρατσούκλια στην παλιά Αθήνα. Οι άλλοι που ήθελαν τη θέση τους λέγονταν «Θεσιθήρες», δηλαδή κυνηγούσαν τις θέσεις αυτών που λέγονταν «Παυσανίες» και που τις έχαναν. Εκεί λοιπόν στην πλατεία Κλαυθμώνος έπεφτε πολύ δάκρυ.


Η «μάχη» για τις δημόσιες τουαλέτες και οι σταυροί στα σπίτια




Μια άλλη ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας αφορά τις δημόσιες τουαλέτες στην παλιά Αθήνα. Όπως σημειώνει, από το 1880-1890 και μετά το Παρίσι ήταν και η υπ’ αριθμόν μία πρωτεύουσα του κόσμου. Ό,τι λοιπόν γινόταν στο Παρίσι, το έβλεπαν στην Αθήνα και προσπαθούσαν να το αντιγράψουν. Το σύνθημα που έλεγαν ήταν «μαζί με τη Γαλλία για άλλα μεγαλεία». Ένα από αυτά που έβλεπαν είναι ότι υπήρχαν δημόσιες τουαλέτες στο Παρίσι όπου κανείς μπορούσε να κάνει τη φυσική του ανάγκη. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Με αφορμή το 1896 που γινόντουσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, είπαν ότι πρέπει να φέρουν τουλάχιστον καμιά δεκαριά και να τα τοποθετήσουν στην Αθήνα, αφού θα έρχονταν τόσοι ξένοι. Υπήρχαν λοιπόν κάποιες τουαλέτες που ήρθαν από τη Γερμανία και μάλιστα δουλεύανε με λάδι για να καθαρίζονται γιατί δεν υπήρχε τότε τρεχούμενο νερό. Ο δήμος αποφάσισε να τις αντιμετωπίσει σε διάφορα κεντρικά σημεία της Αθήνας και έγινε τότε μεγάλη μάχη για το πού τελικά θα τοποθετηθούν γιατί κανείς δεν τις ήθελε.

Τελικά στήθηκαν κάποιες, μία στη Βαρβάκειο Αγορά, μία προς την Ομόνοια, μία κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μόλις τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες τις καταστρέψανε γιατί δεν ήθελαν να έχουν τέτοιο πράγμα κοντά στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Η μόνη που αφήσανε –είναι ενδεικτικό αν θέλετε του πώς λειτουργούσαν οι Έλληνες- ήταν αυτή που είχαν βάλει κοντά στο υπουργείο Οικονομικών ούτως ώστε να κάνουν εκεί τη φυσική τους ανάγκη.


Επειδή δεν υπήρχαν αυτές οι τουαλέτες παντού, ο κόσμος πήγαινε όπου υπήρχαν θάμνοι και γωνίες, κυρίως άντρες. Αυτό μύριζε και ενοχλούσε τα σπίτια και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να το απαγορεύσουν, ζωγραφίζανε σταυρούς έξω από τα σπίτια, οι οποίοι απομάκρυναν τους ευσεβείς και πιστούς Αθηναίους από το να ουρούν.


Καλοκαίρια με καύσωνα στην παλιά Αθήνα



«Η εφετεινή ζέστη προμηνύεται αγρία και παρομοίαν δεν ενθυμούνται οι παλαιότεροι! Αλλά πως και που λοιπόν να δροσισθή κανείς; Οι Αθηναίοι με τα κολλάρα ξεκούμπωτα, με τα σακκάκια στο χέρι τις περισσότερες φορές, εκστρατεύουν αλλόφρονες εις αναζήτησιν δροσιάς. Αι εξοχικαί εκδρομαί αυξάνονται και πληθύνονται, καλαθούνες, κεφτεδάκια, βραστά αυγά, ψάρια μαρινάτα και δρόμο προς τα πέρατα», έγραφε «Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», το 1926.

Σε άλλο σημείο, το άρθρο ανέφερε: «Αλλά οι περισσότεροι δεν ευπορούν και φυσικά δεν διαθέτουν τα μέσα της υψηλής διασκεδάσεως. Είνε αυτοί που ξημεροβραδυάζονται στο σπητάκι τους, εκεί που οι τοίχοι καίνε σαν φρέσκο παξιμάδι από το πρωί έως το βράδυ εκτεθειμένοι στο κάμα του καλοκαιριού. Εδώ οι άνθρωποι φλέγονται και διψούν, θέλουν δροσιά. Ο πλανόδιος παγοπώλης αναμένεται εις την συνοικίαν σαν Θεός και όταν αντηχήση η φωνή του γίνεται συναγερμός. Ομηρικός αγών διεξάγεται και στις βρυσούλες της γειτονιάς, με τα πάσης φύσεως δοχεία που τοποθετούνται εις ατελεύτητον ουράν. Ο κόσμος αλληλοσυμπλέκεται και όλοι εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες του νεροκράτη…

Πολλοί καταφεύγουν σε μικρά παραλιακά μαγαζάκια στημένα ως είδος παράγκας, τα περισσότερα από Καστέλλας μέχρι Πικροδάφνης. Εδώ η γκαζόζα του πάγου παίρνει και δίνει ενώ η τερψιλαρύγγιος ρετσινούλα υποκαθιστά όλα τα μεγαλεία με την πιπεράτη γεύσι της. Τύφλα νάχουν όσοι έχουν εγκαταστήσει μεγαλοπρεπείς παγωνιέρες στα μέγαρά τους και κάθε πρωί ξεφορτώνει τις στάμνες τους ο κοντοβράκης νερουλάς του Μαρουσιού, ή φθάνουν στο ζεμπίλι οι μποτίλλιες της Σαρίζης και του Βισσύ. Ουζάκι, μπυρίτσα, μεζές και το θερμόμετρον κατεβαίνει υπό το μηδέν. Η ζέστη δεν έχει καμμίαν θέσιν όταν υπερισχύση το κέφι που φέρνει το πιοτό».


















Pages