Μια διαφορετική κλήση υπερβολικής ταχύτητας - Point of view

Εν τάχει

Μια διαφορετική κλήση υπερβολικής ταχύτητας



Ο Ιάκωβος έριξε μία ματιά στο κοντέρ του αυτοκινήτου του πριν κόψει ταχύτητα: πήγαινε με 100 σε περιοχή με όριο ταχύτητας 50. 





Σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, αλλά όχι εντελώς έξω από το ρεύμα κυκλοφορίας. Άσε τον αστυνομικό να ανησυχεί για την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας σκέφτηκε. Ο αστυνομικός βγήκε από το περιπολικό. Ο Ιάκωβος δεν πίστευε στα μάτια του: ήταν ο Στέφανος από την εκκλησία.


Ο Ιάκωβος βούλιαξε στο κάθισμά του. Αυτό ήταν χειρότερο από πρόστιμο: ένας πιστός αστυνομικός να πιάνει έναν αδελφό από την εκκλησία και μάλιστα για υπερβολική ταχύτητα. Βγήκε από το αμάξι του και πλησίασε, ενώ αυτό δεν επιτρέπεται, τον άνθρωπο που έβλεπε κάθε Κυριακή και που δεν τον είχε δει ποτέ με στολή.

-Γεια σου, Στέφανε.

-Γεια σου, Ιάκωβε.

-Μάλλον με έπιασες στα πράσα, βιαζόμουν, ξέρεις να πάω στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου.

-Μάλλον, απάντησε μονολεκτικά ο αστυνομικός.

-Άστα βρε παιδί μου, τελευταία κάθομαι μέχρι αργά στο γραφείο. Φοβάμαι πως έτρεχα λίγο στο δρόμο.

-Καταλαβαίνω ότι γενικά το πατάς το γκάζι, του είπε ο αστυνομικός.

Ωχ. Αυτό δεν ήταν και τόσο καλό. Ώρα να αλλάξουμε σκέφτηκε ο Ιάκωβος και άλλαξε τακτική.

-Δηλαδή με πόσο λες ότι πήγαινα;

-Με 90. Κάθισε πάλι στο αυτοκίνητό σου, παρακαλώ, είπε σοβαρά ο αστυνομικός.

-Να σου πω Στέφανε, περίμενε λίγο. Το κοίταξα ακριβώς πριν με σταματήσεις. Σχεδόν άγγιζα τα 65.

-Σε παρακαλώ, Ιάκωβε μπες μέσα.

Θυμωμένος ο Ιάκωβος μπήκε απότομα στο αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα με δύναμη, έμεινε έτσι κοιτάζοντας εκνευρισμένος μπροστά. Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του. Είδε τον Στέφανο με ένα διπλωμένο χαρτί στο χέρι. Ο Ιάκωβος άνοιξε ελάχιστα το παράθυρο ίσα-ίσα για να χωρέσει η κλήση.

Ευχαριστώ πολύ! Δεν μπόρεσε να μην το πει με ειρωνία.

Ο Στέφανος γύρισε στο περιπολικό χωρίς άλλη κουβέντα, καθώς ο Ιάκωβος ξεδίπλωνε το χαρτί που του είχε δώσει για να δει πόσο θα του κόστιζε η κλήση που πήρε. Άρχισε να διαβάζει:

[Αγαπητέ μου Ιάκωβε, κάποτε είχα μία κόρη. Ήταν έξι χρονών όταν σκοτώθηκε από ένα αυτοκίνητο. Καλά το μάντεψες, κάποιος που έτρεχε. Ο οδηγός πλήρωσε το πρόστιμο, έκανε τρεις μήνες στη φυλακή, και μετά ήταν ελεύθερος. Ελεύθερος να αγκαλιάσει τις κόρες του και τις τρεις. Εγώ είχα μόνο μία και θα πρέπει να περιμένω να πάω στον ουρανό για να την αγκαλιάσω.
Προσπάθησα χίλιες φορές να συγχωρέσω αυτόν τον άνθρωπο που σκότωσε την κόρη μου. Χίλιες φορές νόμιζα ότι τα κατάφερα. Ίσως να τα κατάφερα, αλλά το χρειάζομαι ξανά. Ακόμη και τώρα. Προσευχήσου για μένα. Και πρόσεχε. Ο γιός μου είναι το μόνο που μου έχει μείνει. Στέφανος].

Ο Ιάκωβος γύρισε το κεφάλι του και μόλις που πρόλαβε να δει το περιπολικό που απομακρυνόταν. Το κοιτούσε μέχρι που εξαφανίστηκε. Ένα ολόκληρο τέταρτο μετά έφυγε και εκείνος, οδηγώντας πολύ αργά και ζητώντας από τον Θεό να τον συγχωρέσει.

Pages