Είναι αλήθεια ότι οι συζητήσεις για το πρόσωπο του Χριστού και τη μοναδικότητα που εμφανίζει ήταν της «μόδας» κυρίως στα τέλη του περασμένου αιώνα και τις αρχές του 20ου στην Ευρώπη, με αρκετή δε καθυστέρηση (όπως πάντα) κάλυψαν και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα. Αφετηρία αυτών των συζητήσεων υπήρξαν οι αμφισβητήσεις της Θεότητάς του από τον ευρωπαϊκό ορθολογισμό, μέσα στην ατμόσφαιρα της έπαρσης που οι επιστημονικές επιτυχίες του είχαν προσπορίσει. Σ’ αυτό το κλίμα θα πρέπει να ενταχθεί και ο προβληματισμός του Καζαντζάκη, αν και ποτέ ευτυχώς δεν άφησε τον ορθολογισμό να χρωματίσει εντελώς την αναζήτησή του.
Ας το δούμε πιο συγκεκριμένα. Δύο είναι, νομίζω τα βασικά προβλήματα, για τα οποία εγκαλείται το συγκεκριμένο έργο. Το πρώτο αφορά το αν υπήρξε ή όχι έρωτας και σεξουαλικότητα στον Ιησού Χριστό. Πολλοί είναι εκείνοι που θα εύχονταν να υπήρχε, αφού είναι θέμα που «γαργαλάει» τ’ αυτιά, ξυπνά το ενδιαφέρον και ανατρέπει την δήθεν κατεστημένη άποψη. Πολλοί επίσης φρίττουν και μόνο στο άκουσμα ενός τέτοιου βλάσφημου ενδεχόμενου.
Γιατί ο έρωτας και η σεξουαλικότητα δεν συναντώνται στον Χριστό; Η απάντηση μας βοηθάει να καταλάβουμε πόσο ψηλά τοποθετεί τη σεξουαλικότητα η Εκκλησία, σε σχέση με όσους την εξυμνούν ονομάζοντάς την απλώς «φυσιολογική», «ανθρώπινη» ανάγκη.
Αλλά η σεξουαλικότητα, σαν δώρο του Θεού, συμπλέκεται στενά με τον έρωτα. Αν και μετά τη «πτώση» του ανθρώπου τίποτα δεν παραμένει αμόλυντο από την «επιθυμία», δηλαδή από τη διάθεση εγωϊστικής κατακτήσεως της απόλαυσης, όμως δεν παύει η σεξουαλικότητα να αισθητοποιεί την ανάγκη για έρωτα, τον πόθο για κοινωνία με τον άλλο.
Αυτή η κοινωνία είναι η ολοκλήρωση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δικαιώνεται σαν πρόσωπο, όταν έρχεται σε σχέση με τον άλλο, όταν ο έρωτας βρει το αντικείμενό του και αγωνίζεται να ωριμάσει και να καλλιεργήσει αυτή τη σχέση. Χωρίς αυτό, ο άνθρωπος μένει ανικανοποίητος, εκτός από εκείνους τους λίγους με τη μοναχική κλίση.
Καταλαβαίνουμε τώρα πως τα δεδομένα αυτά είναι ασύμβατα στο πρόσωπο του Χριστού. Κι αυτό γιατί το πρόσωπο του Χριστού δεν χρειάζεται τον έρωτα για να ολοκληρωθεί. Ζει την αρτιότητα και πληρότητα, γι’ αυτό μπορεί και σώζει. Δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε αναγκαιότητα, ούτε και από τον έρωτα.
Σε τελευταία ανάλυση, ο Χριστός δεν ερωτεύτηκε, γιατί υπήρξε ο μόνος που μπορούσε να αγαπά και με το βάθος και τη καθολικότητα που αγαπά. (Για τον ίδιο λόγο «συλλαμβάνεται» από τη Παναγία μη φυσιολογικά. Όχι από περιφρόνηση στη φυσιολογική οδό, την οποία ο ίδιος τίμησε και η Εκκλησία τιμά στο Μυστήριο του γάμου. Αλλά μόνο για να σπάσει την αλυσίδα της αναγκαιότητας. Γιατί, τι νόημα θα είχε ο ερχομός του, αν οι φυσικοί νόμοι εξακολουθούσαν να τον κρατούν δέσμιο όπως τους άλλους ανθρώπους; Δεν ήρθε να διδάξει κάτι νέο, αλλά να δώσει κάτι νέο, να σημάνει την έξοδο από τη φυλακή του κόσμου αυτού, να εγκαινιάσει δηλαδή το θαύμα και τη Χάρη).
Αν η ανάγκη να αποκαθηλώσουμε τον Χριστό από τη θεϊκή του φύση αποτελεί το άλλοθι για να αγνοήσουμε τις εντολές του ή να επιλέξουμε όσες μας βολεύουν (π.χ. τις ειρηνιστικές μόνο), τότε τα πράγματα είναι σοβαρά. Θεωρώ πολύ πιθανό αυτόν τον κίνδυνο· πρώτον, διότι και στην τέχνη το κοινό έχει διαμορφώσει νοοτροπία καταναλωτή· δεύτερον, διότι οι κοινωνικοί μηχανισμοί έχουν αφοσιωθεί στο να αποτρέψουν τον σημερινό άνθρωπο πάση θυσία από τη βαθύτερη ενασχόληση με τον εαυτό του.
Σανίδα σωτηρίας η ταινία, για όσους θέλουν να φιμώσουν εκείνα που ξυπνά μέσα τους η ύπαρξη της Εκκλησίας, για όσους θέλουν να τελειώνουν επιτέλους με την αναχρονιστική φωνή της. Κι έτσι θα απολαμβάνουν την εμπειρία ότι είδαν τον «Τελευταίο πειρασμό», όταν θα έχουν επιστρέψει στα «ίδια», στη καθημερινή τους εξαθλίωση. Επιτέλους, φτάνουν πια οι σαλονίστικες ενασχολήσεις και η τεχνοκρατική ανατομία της Σταυρώσεως.
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ
«Ελευθεροτυπία», 31 Οκτωβρίου 1988
Σημείωση Συντάκτου: Το άρθρο του π. Βασίλειου Θερμού γράφτηκε με αφορμή τον τότε θόρυβο που είχε ξεσπάσει από την προβολή της ταινίας στην Ελλάδα, «Ο Τελευταίος πειρασμός» του Μάρτιν Σκορτσέζε, που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη.