«Νοικιάσαμε και δυαράκι. Μαζί επιλέξαμε εκείνο τον καναπέ. Θυμάσαι;
Σου έλεγα, να πάρουμε μπεζ, ουδέτερο χρώμα, όμως, εσύ επέμενες στο έντονο κόκκινο. Όπως ο έρωτας μας, μου έλεγες και με φιλούσες.
Περάσαν τα χρόνια και χάσαμε τους έρωτες μας. Έχω γίνει, αυτό που βλέπουν τα μάτια σου και τα μάτια σου δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητο κομμάτι της καρδιάς σου, αλλά κούμπωναν απόλυτα το ένα με το άλλο.
Ξέρεις, θέλω να φύγω, γιατί τα μάτια δε κουμπώνουν πιά με τη καρδιά μου. Εκείνη σ’αγαπά, σε έχει συνηθίσει δεν μπορεί χωρίς να σε βλέπει όμως εκείνα τα μάτια πολύ ρεαλιστικά έχουν γίνει, τα άτιμα.
Δεν μπορώ να τα αλλάξω, δεν κρύβεται το βλέμμα, δεν συνηθίζουν οι ζωές στα χιλιοπερπατημένα μονοπάτια. Δεν ανεβαίνει η αδρεναλίνη απλώς σε ένα περίπατο.
Κάποτε σε αυτό το περίπατο ένιωθα σα να κάνω ελεύθερη πτώση. Τόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου όταν με άγγιζες και τώρα σε ένα τίποτα να αναζητώ το κάτι.
Σε δανεικά να ψάχνω τα δικά μου και τελικά να ανακαλύπτω ότι δεν έχω τίποτα να μου ανήκει, σε όλα αυτά.
Είπα ότι θα φύγω, δε θα κοιτάξω τα μάτια σου που με κρατάνε και θα αφεθώ σε ένα «όπου με πάει» που με φωνάζει εδώ και καιρό.
Αλλά, είναι και ο κόκκινος καναπές, δε θα βρούμε πουθενά να τον πουλήσουμε, για να τον χαρίσουμε ούτε λόγος. Εδώ βέβαια θα μου πεις, χαρίσαμε έναν ολόκληρο έρωτα.
Δε θέλω όμως, να ξαπλώνω σε αυτό τον καναπέ. Ποτέ δεν μου άρεσε το κόκκινο και εάν τότε σε είχα αφήσει να τον επιλέξεις ήταν επειδή δεν ήθελα να σου χαλάσω χατίρι.
Ούτε σήμερα θέλω να σε πληγώσω. Όμως, το να μένω είναι μιας μορφής κοροϊδία.
Ανάθεμα, την αναποφασιστικότητά μου, ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους αποχαιρετισμούς. Μια ζωή συμβιβαζόμουν και προκαλούσα τους άλλους ώστε να βάλουν εκείνοι την τελεία.
Απο το σχολείο ακόμα μόνο κόμματα έβαζα, τελείες ποτέ. Τι και εάν φώναζε η μάνα μου, πως όταν κάτι τελειώνει βάζουμε τελεία.
Γραμματικοί κανόνες και κουραφέξαλα. Τη ζωή μου μια ζωή στον αέρα την είχα, πως θα την στρίμωχνα σε κανόνες και μάλιστα γραμματικούς;
Είπες, ότι θα έβαζες αγγελία να πουλήσεις τον καναπέ, τελικά το δέχτηκες, ακόμη και εάν δεν μίλαγα εκείνο το βράδυ.
Θυμάμαι, έπαιζε Πασχαλίδη στο ράδιο.
«Νιώθω τα μάτια σου να με τραβάνε πίσω, σαν Βυθισμένες Άγκυρες», τα δικά μου μάτια δεν τραβούσαν για πουθενά. Είχαν καρφωθεί στο κενό και κοιτούσαν μόνο κάτω.
Δεν έχουμε μάθει να φεύγουμε οι άνθρωποι. Συμβιβαζόμαστε στις ζωές μας, τις χλιαρές και μένουμε εκεί να αναρωτιόμαστε τι φταίει. Δεν έχουμε καν το θάρρος να ξεστομίσουμε την αποχώρησή μας.
Προσπαθούσα να σε κάνω να καταλάβεις, αλλά δε μιλούσα.
Μεγάλα ψέματα σε αθώες καθημερινότητες που σιγοβράζουν της ζωής μας το παρακάτω.
Γεμίσαμε τα βράδια με κρεβατομουρμούρα, τα ίδια βράδια που κάποτε γεμίζαμε με πάθος.
Είπες, ότι προσπάθησες, αλλά ο έρωτας δε θέλει προσπάθειες.
Μας είχε απλώς φύγει.
Χιλιάδες σκέψεις φωνάζουν να μείνεις κι ένα εκατομμύριο να φύγεις. Εσύ στη μέση του πουθενά σα να συμμετέχεις στο παιχνίδι με το σχοινί. Σχοινί εσύ και αντίπαλοι η αγάπη και ο έρωτας, να σε τραβάνε μιά από εδώ και μιά από εκεί.
Με μια καρδιά σε αταξία, δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας η κοινή σας ζωή.
«Βγαίνω στο δρόμο και σκουπίζω τα αίματά σου
κι όσα σου είπα δεν μπορώ να τα πιστέψω
να μην ξεχάσεις να πιαστείς απ’ τα όνειρά σου
να μην φοβάσαι η ζωή είναι μπροστά σου
πόσες βλακείες είπα για να ξεμπερδέψω»
Έκλεισες το ραδιόφωνο και κοίταξα την εφημερίδα «Πωλείται καναπές κόκκινος, τιμή ευκαιρίας».
Πέννυ Πηττά