Οι ταυτισμοί του Διονύσου με το Χριστό δεν λύνουν τα προβλήματα για όλους. Είναι οι πιστοί των αρχαίων θεών από τη μία και του νέου θεού από την άλλη. Είναι ακόμη ανάμεσα και στους δύο οι φανατικοί, θύτες ή θύματα ή και τα δύο, κ’ οι διπλόπιστοι τέλος. Αγιογραφικές πηγές παραδίνουν τη μνήμη Χριστιανών αθλητών που μαρτυρεύουν στους βωμούς του Διονύσου. Πρώτος έρχεται ο συνοδός του Παύλου Τιμόθεος που σκοτώνεται στα διονυσιακά «Καταγώγια» της Εφέσου. Από τα άλλα παραδείγματα ξεχωρίζει, με τα διονυσιακά θαύματα που τη συνοδεύουνε, η άθληση της αγίας μάρτυρος Τρυφαίνης,θυγατέρας συγκλητικού και χριστιανής από την Κύζικο, κέντρο λατρείας του Ταυρόμορφου Διονύσου...
Κατά το μαρτυρολόγιο, δημοτελούς εορτής αγομένης τω Διονύσω, μπήκε στη μέση,διεχλεύαζε τα ιερά, κι ορμήνευε τα πλήθη να τ’ αποφεύγουν. Ακολουθούν τα κλασσικά μαρτύρια, που δεν μπορούν ωστόσο να τη θανατώσουνε, ώσπου ένας ταύρος την καρφώνει με τα κέρατά του. Μέσα από τη πηγή που αναδόθηκε στον τόπο του μαρτυρίου της αναθυμάται κανείς το νερό που ξεπηδά από το χτύπημα του θύρσου των Μαινάδων στη γη, και μέσα από το γάλα που καταπιάνουν γυναίκες και ζωντανά που πιουν από την πηγή της θανατωμένης από τον Ταύρο – Διόνυσο Χριστιανής, βλέπεις το γάλα π’ αναδίνουν οι θύρσοι από τη γη κι όχι λιγότερο τις νιόγεννες μαινάδες που βυζαίνουν αγριμόπουλα στους κόρφους.
Τα μαρτύρια όμως είναι πάντα σημάδια μιας θανατικής αγωνίας. Η αγωνία τούτη της αρχαίας θρησκείας σκηνογραφείται από τα ιερά που παρατιούνται και ρεύουνε˙ ή που γυρίζουν σ’ ιερά του νέου θεού˙ ή που γκρεμίζουνται από τους φανατισμένους. Την εικόνα της ερήμωσης και του παρατημού των Διονυσιακών ιερών την ξετυλίγει η «Αίθουσα των Μυστών» της Μήλου. Το δάπεδο με το λαμπρό μωσαϊκό του φτιάνεται στις αρχές του 3ουαιώνα. Στο πέρασμα του 4ου, ο τόπος συνάντησης των διονυσιακών μυστών, αμελιέται πρώτα, απαρατιέται ύστερα, τέλος γυμνώνεται από τα μαρμαρικά του. Το βγάλσιμο των πλακών ενός στυλοβάτη κάνει να πέσει από μόνο του το άγαλμα του ιεροφάντη. Ύστερα πέφτει η γύψινη οροφή κι από πάνω φτιάνεται ένα γήπεδο για καλλιέργεια που φύλαξε, καταχωμένο, ίσαμε τις μέρες μας και τ’ άγαλμα και τ’ ομορφότερο κομμάτι του δαπέδου.Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά …
Κάποιες σκηνές από τις άλλες τύχες των διονυσιακών ιερών εικονίζουν οι αγώνες του φανατικού στην Αίγυπτο επισκόπου Θεοφίλου. Είχε γυρέψει από το Θεοδόσιο ένα ναό του Διονύσου να τον γυρίσει σε ναό της χριστιανικής λατρείας. Γκρεμίζοντας τα αγάλματα και ξεσκεπάζοντας τα άδυτα του ναού, και φαλλούς και ει τι, εν τοις αδύτοις κεκρυμμένον, καταγέλαστον ην ή εφαίνετο, τό’βγαζε για να το πομπεύει το πλήθος. Αγριεμένοι οι Εθνικοί κυριεύουνε το Σεράπειο, απ’ όπου πιάναν μ’ επιδρομές τους Χριστιανούς, άλλους τους θυσιάζανε κι άλλους τους παλουκώνανε ή όπως αλλιώς τους σκοτώναν.
Ένας φιλόσοφος ανάμεσά τους Ολύμπιος τους φανάτιζε να μη λογαριάζουν τον θάνατο διαφεντεύοντας τους θεούς των πατέρων τους και τους παρηγορούσε για τους χαλασμούς των ειδώλων. Ομοιώματα από ύλη φθαρτή, τους έλεγε, μπορεί να χαλαστούν, μα οι δυνάμεις που τα κατοικήσανε ξαναγυρίζουνε στα ουράνια. Όμως μια νύχτα ο Ολύμπιος άκουσε να ψέλνεται μέσα στο ναό το Αλληλούϊα και, καθώς οι πύλες ήταν κλειστές και κανέναν δεν έβλεπε, κατάλαβε το μήνυμα, παράτησε κρυφά τους συντρόφους του και ξέφυγε στην Ιταλία. Οι Εθνικοί λιγοψυχούν, οι Χριστιανοί κυριεύουν το Σεράπειο κι αρχίζουν την καταστροφή του (391 μΧρ).
Στους ίδιους καιρούς θα καταστρέφεται και το διονυσιακό ιερό στη Μυρρινούσα της Πάτμου, μα ο θρύλος αναγυρίζει την καταστροφή στον Ιωάννη. Οι δώδεκα μιαροί ιερείςτου Διονύσου χτυπούνε και δένουνε τον απόστολο και μπαίνουν στο ιερό για τα όργια της γιορτής τους: Τότε, στενάξας ο Ιωάννης είπεν “Κύριε Ιησού Χριστέ, καταπέσει το ιερόν του Διονύσου”˙ και ευθέως κατέπεσεν και εθανάτωσε τους δώδεκα ιερείς.
Μα ενώ οι φανατικοί, θύματα ή θύτες ή και τα δύο, λύνουν το πρόβλημα με το σπαθί, τη φωτιά ή το σφυρί, οι άλλοι, οι Διπλόπιστοι, δεν μπορούν να το λύσουν με τίποτα, γιατί το πρόβλημα είναι οι ίδιοι. Έχουμε εντυπωσιακά παραδείγματα Χριστιανών που ποτέ δεν ξέκοψαν ολότελα από τις όχθες της αρχαίας θρησκείας˙ εκείνο όμως που παρασαστίζει είναι του Νόννου. Ο ποιητής της απέραντης εποποιίας των «Διονυσιακών», παραφράζει σε δακτυλικούς εξαμέτρους το ευαγγέλιο «κατά Ιωάννην». Η παράφραση είναι έργο ευλαβικού χριστιανού˙ τα «Διονυσιακά» του έργο Εθνικού βαθύτατα ποτισμένου από τους χυμούς της αρχαίας θρησκείας. Ενώ, έτσι, το ευαγγέλιο με πολλή αποστέγνωση μπαίνει στους αρχαϊκούς εξαμέτρους του, η διονυσιακή θρησκεία δίνει στην εποποιία του κομμάτια άξια της αρχαίας ποίησης που το «λάλον» ύδωρ της έχει, από αιώνες, στερέψει.
Τον αγώνα του να φέρει με τους εξαμέτρους του τον Ιησού στον κόσμο των αρχαίων θεών, τον κρίνει ο ίδιος ο Μουσαγέτης Διόνυσος, που ξέρει πως πολλοί Χριστιανοί λατρεύουν ακόμη τη μεγαλόδωρή του θεϊκότητα και πως, στο ζυγάρισμά τους ανάμεσα στην παλιά και στη νέα θρησκεία, το μαρτύριό τους δεν είναι λίγο. Αναθυμάται κανείς τους διπλόπιστους του Μεσαίωνα που, χωρίς να παύουν να’ ναι Χριστιανοί, ξαναγυρίζανε στ’ απομεινάρια των αρχαίων θρησκειών, τα χωνεμένα πια στη Σατανολατρεία …
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΣ», ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1985