Προ 40 χρόνων και πλέον είχε επισημανθεί, από τον Άγγελο Τερζάκη, σε μια από τις βαρυσήμαντες επιφυλλίδες του στον ημερήσιο Τύπο, το σύνδρομο της αθρόας συγγραφής και εκδόσεως λογοτεχνικών βιβλίων, και δη ποιητικών. Το εύλογο ερώτημα «γιατί γράφουν τόσοι πολλοί;» είχε εγείρει ενστάσεις και είχε προκαλέσει συζητήσεις, χωρίς, βέβαια, να δοθεί κάποια πειστική απάντηση, κυρίως από τους ενιστάμενους. Η στερεότυπη και αφόρητα αόριστη ερμηνεία σχετικά με «την ανάγκη για έκφραση» του καθενός, δεν φώτιζε το θέμα ενός κόσμου που ως πληθυσμιακή ποσόστωση ήταν (και παραμένει) υπέρογκος εάν συγκριθεί με τον αριθμό συγγραφέων άλλων χωρών...
Αν και πέρασε πολύς χρόνος από τότε και οι συνθήκες σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής άλλαξαν, το ίδιο φαινόμενο συνεχίζει, σχεδόν αμετάλλακτο. Με τη διαφορά ότι οι αυτοεκδόσεις έχουν αισθητά μειωθεί, γιατί πολλές εκδοτικές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν τη δημοσιοποίηση παντός βιβλίου έναντι πληρωμής.
Έτσι, τη θέση του παλιού τυπογράφου, ο οποίος εκτελούσε και χρέη εκδότη, σήμερα καλύπτει ο «οίκος» με το αζημίωτο.
Στο πιο πρόσφατο παρελθόν το ίδιο συνέβαινε αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Τότε ένας ή περισσότεροι «ευπώλητοι» συγγραφείς έλυναν το οικονομικό πρόβλημα του εκδότη, ο οποίος, εάν είχε και ευρύτερο ποιοτικό σχεδιασμό, μπορούσε να συμψηφίσει κέρδη και ζημίες με τον συγκεκριμένο προγραμματισμό.
Στη συγκυρία μας παρατηρείται μια μικτή πολιτική, θα λέγαμε, η οποία, μαζί με τις ειδικές συμφωνίες μεταξύ εκδοτών και συγγραφέων, τονώνει την αγορά του βιβλίου από ποσοτική άποψη. Έτσι οι αριθμοί, στην κυριολεξία ευημερούν, σε πείσμα της οικονομικής και πολιτιστικής ύφεσης.
Υπό τον αστερισμό αυτό δεν παρουσιάζεται κανένα έμφραγμα στην κυκλοφορία παντός λογοτεχνικού προϊόντος, αφού οι θύρες των εκδοτικών είναι ανοιχτές με τους προηγούμενους όρους.
Κάποτε είχε τεθεί το ερώτημα για το φαινόμενου του εκδοτικού πληθωρισμού. Στις μέρες μας υπάρχει απάντηση χωρίς να ρωτά κανείς … Με άλλα λόγια: υπάρχουν δεδομένα για τα οποία δεν απαιτείται έλεγχος και διερώτηση. Οι συναλλακτικές πρακτικές και ο δημοκρατικός πλουραλισμός, ακόμα και στην Τέχνη, έχουν επιβάλει ένα φαινόμενο ως απολύτως φυσιολογικό και αναπότρεπτο.
*
Τον θάνατο κάποιου σταρ του παλκοσένικου ή της τηλεοπτικής ευτελούς σκηνής ανακοινώνουν τα ΜΜΕ με επισημότητα, προσφέροντας άφθονο χρόνο και μεγάλη έκταση στο γεγονός. Αντίθετα, η απώλεια ενός διανοούμενου περνά συχνά τηλεγραφικά στις δευτερεύουσες ειδήσεις ή δεν σχολιάζεται καθόλου, κυρίως από την, κινητικότατη ως προς τα μικροπολιτικά, τηλεόραση. Η πρόσφατη εκδημία του πανεπιστημιακού και σημαντικού σολωμιστή Γιώργου Βελουδή, ενός από τους τελευταίους μοναχικούς «περιπατητές» των δρόμων της Αθήνας, στα ίχνη του Μιχάλη Κατσαρού και του Τζούλιο Καΐμη, είχε και αυτή από πλευράς δημοσιότητος τη γνωστή μεταχείριση.
Εάν και οι πιο μικρές λεπτομέρειες των τελευταίων ημερών τηλεοπτικών και άλλων αστέρων της αγοράς απασχολούν τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, οι συγκλονιστικές πλευρές της τύχης, όχι των εσχάτων αλλά των ματαθανάτιων στιγμών ενός μοναχικού διανοούμενου είναι σαφώς αμελητέες από τα μίντια. … Το γεγονός ότι η σορός του Γιώργου Βελουδή παρέμεινε αζήτητη στο νοσοκομείο ενώ οι αρμόδιοι αναζητούσαν σε εκδότες και πανεπιστήμια κάποιον να την παραλάβει, είναι δραματική μυθοπλασία και όχι δημοσιογραφικό θέμα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ», ΤΕΥΧΟΣ 197 – 198