Καταχωνιασμένα ρούχα στην ντουλάπα που μαζί τους παίρνουν στιγμές κι εμπειρίες που δε γυρίζουν πίσω. Σαν τους ανθρώπους κι αυτά έκαναν ένα βήμα πίσω, να δώσουν τη θέση τους αλλού. Σε νέες καταστάσεις, σε φρέσκιες φάτσες. Πορεία προς τα εμπρός που δεν ακολουθούν όλοι. Χάνεις κόσμο στη διαδρομή, συναντάς νέο, κάνεις ένα ξεσκαρτάρισμα και συνεχίζεις να προχωράς ακάθεκτος.
Σύντροφοι σε στιγμές αθώες, σε χρόνια ανέμελα, μετατρέπονται σε απλούς γνωστούς. Περαστικοί που συναντιούνται τυχαία στο δρόμο και δεν έχουν τι να πουν. Άλλοτε κάνεις πως δεv τους βλέπεις, αλλάζεις πεζοδρόμιο κι επιταχύνεις το βήμα σου για να αποφύγεις τη συνάντηση. Άλλοτε χαιρετάς τυπικά με μια εγγλέζικη ευγένεια κι ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον για τη ζωή τους.
Κι ύστερα ένα «τα λέμε» κι ένα «να πιούμε κανένα καφέ». Χέρια υψώνονται, χαμόγελα στολίζονται και πλάτες αντικρίζουν η μία την άλλη. Ξέρεις καλά πως δε θα τα πείτε, πως δε θα πιείτε κανένα καφέ, πως ένας θεός ξέρει πότε θα ξανασυναντηθείτε.
Δε γνωρίζει τον αριθμό του τηλεφώνου σου, ίσως ούτε και τη διεύθυνσή σου. Δεν ξέρει πια εάν είσαι καλά, εάν χώρισες, εάν κοιμάσαι τα βράδια. Δεν υπάρχει πια στη ζωή σου κι εσύ στη δική του. Δεν έχετε τίποτα κοινό αλλά ούτε και χρόνο για να διαπιστώσετε αν ισχύει. Γίνατε ξένοι.Ίσως από επιλογή. Ίσως κι από ταχύτητα. Χάνονται οι άνθρωποι που θέλουν να χαθούν ή που εσύ τους δείχνεις το σήμα της εξόδου.
Ένα σωρό καφέδες που δεν ήπιαμε ποτέ. Άλλοι τόσοι που ποτέ δε θα πιούμε.
Η ατάκα πάντα έτοιμη στην άκρη της γλώσσας να κλείσει τη συζήτηση και να βγάλει τους συνομιλητές απ’ τη δύσκολη θέση.Συνένοχοι στο ίδιο ψέμα. Ο ένας κόβει κι ο άλλος ράβει κι ας ξέρουν και οι δύο πως τα λόγια τους τα παίρνει ο αέρας.
Ίσως για λίγα δευτερόλεπτα πειστείς κι εσύ που το ξεστομίζεις πως θα ήθελες να τον ξαναδείς. Θα ήθελες να ακούσεις τι έχει να σου πει και πώς είναι η ζωή του μετά από χρόνια. Ίσως από ενδιαφέρον, ίσως από κουτσομπολιό. Ίσως κι επειδή κάποτε με αυτόν τον άνθρωπο μοιράστηκες κομμάτια της ζωής σου.
Κάποτε. Παλιά. Ούτε θυμάσαι ποιος ήσουν τότε. Ούτε θυμάσαι ποιος είναι αυτός απέναντι. Πέρασε στα αζήτητα σαν το τζιν σου στο βάθος της ντουλάπας. Κάποτε το έλιωνες, το γούσταρες, δεν έκανες ρούπι μακριά του. Κι έπειτα άλλαξες εσύ, άλλαξαν και οι άλλοι.
Έγιναν φίλοι στα αζήτητα και καφέδες που ποτέ δεν ήπιαμε.