Σχεδόν κάθε μέρα της ζωής μου βλέπω ανθρώπους που βρίσκονται στο τελικό στάδιο του καρκίνου. Έχοντας αντικρίσει τόσους ασθενείς πριν το τέλος να ρωτάνε με αγωνία, «Τι σήμαινε η ζωή μου;» , θεωρώ πως κατά κάποιο τρόπο έχω να δώσω μία απάντηση.
Τείνω να πιστεύω πως, αν υπάρχουν κάποιοι πραγματικοί λόγοι που ζούμε, αυτοί είναι πως υπάρχουμε για να δείχνουμε τα συναισθήματα που μας χαρακτηρίζουν σαν ανθρώπους, να αγαπάμε και να αγγίζουμε τις ζωές των άλλων, να ξέρουμε πως κάναμε έστω και μία ζωή να αναπνέει ευκολότερα επειδή απλά υπάρχουμε.
Σε μεγάλο βαθμό, το νόημα της ζωής ενός ανθρώπου μεταλλάσσεται στην ερώτηση: «Πόσο πολύ έχω αγαπήσει;». Τότε ο κόσμος βρίσκει την ελπίδα στην αγάπη. Κάποιος με αγάπησε και τον ή την αγάπησα κι εγώ και όλες αυτές οι αναμνήσεις που κουβαλάμε μαζί θα αχνοφέγγουν μέσα στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας και ακόμα παραπέρα.
Όταν μιλάω με ηλικιωμένους ανθρώπους που αργοσβήνουν, κανένας δεν αναφέρεται στα υλικά αγαθά που απέκτησε ή στη μικρή επιτυχία που είχαν στη ζωή τους. Αναφέρονται σε πράγματα που δεν έκαναν ενώ θα έπρεπε, με τους ανθρώπους που αγαπάνε.
Θυμάμαι μια ανύπαντρη δασκάλα η οποία είχε συνειδητοποιήσει πως η ζωή της ήταν πλούσια. Όπως μου είχε πει «Ξέρω πως έχω αγγίξει τις ζωές κάποιων ανθρώπων και αυτοί έγιναν καλύτεροι που με γνώρισαν.»
Ήταν και ένας έμπορος που πέθαινε από καρκίνο στο στομάχι. Είχε μετανιώσει που δεν παντρεύτηκε ποτέ, όμως μου αποκάλυψε πως είχε πολλούς φίλους. Ταξίδευε πολύ και είχε κατορθώσει να βρει το νόημα της ζωής του μέσα από τους ανθρώπους που συναντούσε.
Ο κόσμος με ρωτάει κάποιες φορές πως το αντέχω όλο αυτό. Κλαίω πολύ. Αγαπάω τους ανθρώπους, πενθώ στην απώλειά τους και συνεχίζω με τον επόμενο.
Leah de Roulet, κοινωνική λειτουργός
και σύμβουλος ασθενών
που πάσχουν από καρκίνο.