Φιλοσοφικές απόψεις - Point of view

Εν τάχει

Φιλοσοφικές απόψεις


1.Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Με τον όρο φιλοσοφία εννοώ την διατύπωση ερμηνευτικών πλαισίων για τα φαινόμενα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με τον άνθρωπο και συνθέτουν το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας.
Τα ερμηνευτικά αυτά πλαίσια ενσωματώνουν κριτήρια αληθείας.
Με βάση τα κριτήρια αυτά αποφασίζεται η αποδοχή ή η απόρριψη της ερμηνείας ενός επιμέρους φαινομένου όπως και η αναθεώρηση ή ακόμα και η αντικατάσταση του ίδιου του ερμηνευτικού πλαισίου.
Με τον όρο αλήθεια εννοώ απλά το κάθε φορά ισχύον ερμηνευτικό πλαίσιο και τις συμβατές με αυτό ερμηνείες των επιμέρους φαινομένων.
Η διατύπωση ή η αναθεώρηση ενός ερμηνευτικού πλαισίου συντελείται πάντα στα πλαίσια μιας δεδομένης στον τόπο και τον χρόνο γλώσσας ενώ η στερεότητα του εξαρτάται από την ποιότητα της γλώσσας στην οποία έχει διατυπωθεί.
Τα ερμηνευτικά πλαίσια που στηρίζονται στη γλώσσα των μαθηματικών είναι τα πιο στέρεα ,γιατί απλούστατα η γλώσσα των μαθηματικών είναι εκτός από μονοσήμαντη σχεδόν αμετάβλητη.
Από την άλλη μεριά επειδή τα μαθηματικά πλαίσια δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το σύνολο των φαινομένων που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο, διατυπώνονται επίσης ερμηνευτικά πλαίσια που στηρίζονται σε εκδοχές της γραπτής γλώσσας όπως ο πεζός λόγος , οι διάλογοι ή ακόμα και η ποίηση.
Έχει ειπωθεί ότι η φιλοσοφία είναι προϊόν κακής χρήσης της γλώσσας.
Φαντάζομαι ότι το νόημα δεν είναι ότι κάθε κακή χρήση της γλώσσας οδηγεί ακόμα και ακούσια σε φιλοσοφία.
Το νόημα είναι μάλλον ότι δεν μπορούμε να έχουμε άξια λόγου φιλοσοφία (στέρεο ερμηνευτικό πλαίσιο) επειδή η ποιότητα της μη μαθηματικής γλώσσας είναι αναγκαστικά κακή.
Αυτή η θέση δεν απορρίπτεται εύκολα. Αν δεχτούμε ότι η ικανότητα για ομιλία , που εμφανίζει το όρθιο θηλαστικό είναι έμφυτη και βασίζεται στην λειτουργία και ανάπτυξη ενός οργάνου αντίστοιχου με την λειτουργία του οργάνου της ακοής ή της όρασης, θα πρέπει να δεχτούμε ότι το όργανο αυτό έχει δυνατότητες περιορισμένες . Όπως πχ το ανθρώπινο αυτί ακούει μέρος μόνο από το σύνολο των ήχων έτσι και το γλωσσικό όργανο γλωσσοποιεί (λογοποιεί ) μέρος μόνο των γλωσσικών ερεθισμάτων.
Σε αυτό το σημείο όμως πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του γλωσσικού ερεθίσματος: Γλωσσικό ερέθισμα είναι οτιδήποτε προκαλεί στον άνθρωπο μία άμεση ή ετεροχρονισμένη ομιλητική αντίδραση και προέρχεται από το περιβάλλον γενικά, από άλλον άνθρωπο, ή από τον ίδιο τον άνθρωπο που εν προκειμένω σχετίζεται με τον ίδιο του τον εαυτό σαν να ήταν κάποιος άλλος.
Ο άνθρωπος είναι ζώο ομιλητικό με την έννοια ότι το όρθιο θηλαστικό αποκτά τα ουσιαστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά του μέσα από την ομιλητική του σχέση με τους άλλους ανθρώπους.
Μια μη ομιλητική σχέση δεν οδηγεί σε άνθρωπο και απόδειξη γι’ αυτό είναι οι περιπτώσεις παιδιών τύπου Μόγλη η ανθρωποποίηση των οποίων δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί η έμφυτη ικανότητα τους για ομιλία, μη ενεργοποιούμενη εγκαίρως, έπαψε να υπάρχει.
Για να είσαι λοιπόν άνθρωπος δεν αρκεί να είσαι απόγονος ανθρώπων αλλά πρέπει χωρίς καθυστέρηση να ενταχθείς σε ένα πλέγμα ομιλητικών σχέσεων με άλλους ανθρώπους.
Τόσο η ομιλητική σχέση με τους άλλους ως συνομιλία, όσο και η ομιλητική σχέση με τον εαυτό μας ως σκέψη βασίζονται σε μια προϋπάρχουσα, αν και διαρκώς μεταβαλλόμενη, συγκεκριμένη κάθε φορά εθνική γλώσσα, η οποία είναι το αποτέλεσμα της ιστορίας των ομιλητικών σχέσεων των κατόχων της.
Φυσικά το έμφυτο και κληρονομούμενο στοιχείο δεν είναι η συγκεκριμένη εθνική γλώσσα, αυτή αναπτύσσεται στον κάθε άνθρωπο ανάλογα με το εθνικό γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο αυτός μεγαλώνει.
Το έμφυτο στοιχείο είναι το λειτουργικό του γλωσσικού οργάνου το οποίο έχει την δυνατότητα να αναγνωρίζει την δομή μιας γλώσσας και να την αναπαράγει.
Είναι ένα είδος λογισμικού το οποίο είναι προγραμματισμένο να δέχεται εναλλακτικά συστήματα συνδυασμού πρωτογενών ηχητικών στοιχείων και το οποίο όταν έγκαιρα αρχίσει να τροφοδοτείται αποκλειστικά και συνεχώς με ένα από αυτά, το αναπαράγει αυτόματα χάνοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα της αυτόματης αναπαραγωγής κάποιου άλλου.
Έτσι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας δεν είναι πλέον αυτόματη διαδικασία αλλά αποτέλεσμα μιας ειδικής μαθησιακής διαδικασίας στην οποία κάποιος υποβάλλει τον εαυτό του.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν προηγήθηκαν τα ερμηνευτικά πλαίσια που βασίζονται στα μαθηματικά και η ενσωμάτωση σε αυτά κριτηρίων αληθείας ήταν αρχικά υπόρρητη. Τα κριτήρια αυτά στηρίζονταν εκτός από την εμπειρία, στην επίκληση της κοινής λογικής, δηλαδή στην επίκληση μιας λογικής χωρίς ρητά διατυπωμένους κανόνες.
Πρώτος ο Αριστοτέλης διατύπωσε κανόνες δείχνοντας ταυτόχρονα το δρόμο και στα ίδια τα μαθηματικά ,που ήδη από την εποχή του Ευκλείδη και την αξιωματική θεμελίωση τους αποτελούν, από κοινού με την πειραματική μέθοδο που θεμελιώθηκε αργότερα, το τελειότερο κριτήριο αληθείας.
Εδώ προκύπτει το ερώτημα αν το σύστημα των λογικών κανόνων έλκει την καταγωγή του από το έμφυτο γλωσσικό όργανο και είναι επομένως ενδογενές στην δομή των διαφόρων γλωσσών ή αντίθετα προκύπτει απλά από την απαίτηση ασφαλούς επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους. Είναι με άλλα λόγια οι άνθρωποι καταναγκασμένοι (προγραμματισμένοι) να εκφράζονται ορθολογικά εξαιτίας της ενδεχόμενης ‘λογικής’ δόμησης του γλωσσικού οργάνου ή η λογική έκφραση προκύπτει μέσα από την ανάγκη λειτουργικών ομιλητικών σχέσεων?
Συμβαίνει συχνά να χρησιμοποιούμε λέξεις θεωρώντας δεδομένο ότι οι συνομιλητές μας εννοούν ακριβώς αυτό που θέλουμε να πούμε για να διαπιστώσουμε εκ των υστέρων ότι οι συνομιλητές μας δίνουν στις ίδιες αυτές λέξεις διαφορετικό νόημα.
Άλλες πάλι φορές ενώ δηλώνουμε με σαφήνεια κάτι συγκεκριμένο, αναμένουμε από τους συνομιλητές μας να καταλάβουν κάτι διαφορετικό, πράγμα που οι συνομιλητές μας ως εκ θαύματος το καταλαβαίνουν και αντιδρούν ανάλογα αδιαφορώντας για το τι κυριολεκτικά έχουμε δηλώσει.
Επίσης ερχόμενοι αντιμέτωποι με προκλητικές για την σκέψη μας καταστάσεις όπως πχ αυτές των λογικών παραδόξων του Ζήνωνος του Ελεάτη ή του Επιμενίδη, συνειδητοποιούμε την σχετική ανεπάρκεια του γλωσσικού οργάνου να λογοποιήσει τα δεδομένα της εμπειρίας με την έννοια ότι η σαφήνεια της εμπειρίας μετατρέπεται σε αμηχανία.
Τα παραπάνω είναι παραδείγματα της έλλειψης σαφήνειας που χαρακτηρίζει την μη μαθηματική γλώσσα, μιας έλλειψης που εμποδίζει την ανακάλυψη πιθανών αντιφάσεων στην δομή των μη μαθηματικών ερμηνευτικών πλαισίων καθιστώντας τα έτσι μη επαληθεύσιμα και επομένως αμφίβολης χρησιμότητας.
Αυτό μάλιστα είναι το λιγότερο αν σκεφτεί κανείς τις συνέπειες της κβαντικής μηχανικής, όπου η ίδια η εμπειρία, υποσκάπτοντας την βασικότερη προϋπόθεση της λογικότητας (την αρχή της ταυτότητας) αμφισβητεί την δυνατότητα της ανθρώπινης γλώσσας να παράγει περιγραφές του φυσικού κόσμου που να βγάζουν νόημα. Πράγμα που κατά την γνώμη μου είναι απλά η πιο ακραία έκφραση της ανεπάρκειας του γλωσσικού οργάνου.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη ανεπάρκεια υπονοεί μια κατάσταση πού είναι ‘όπως δεν θα έπρεπε’, που είναι έτσι ενώ θα έπρεπε να είναι αλλιώς.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι τόσο ο άνθρωπος όσο και το συνολικό περιβάλλον του υπάρχουν χάρη σε έναν δημιουργό, τότε η χρήση της λέξης αυτής , στην καλύτερη περίπτωση εκφράζει το κρυφό παράπονο γιατί δεν μας έφτιαξε καλύτερους.
Αν από την άλλη υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει δημιουργός τότε από την λέξη ανεπάρκεια θα πρέπει να αφαιρέσουμε κάθε αξιολογικό περιεχόμενο κατανοώντας την αποκλειστικά στην περιγραφική της διάσταση.
Κατανοώντας με άλλα λόγια ότι η πραγματικότητα που ‘βιώνεται’ στο ερευνητικό εργαστήριο με την διαμεσολάβηση μιας σειράς μηχανημάτων είναι μια ‘σιωπηλή’ πραγματικότητα, η οποία κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν θα αποτελούσε ποτέ πηγή γλωσσικών ερεθισμάτων και επομένως δεν αποτέλεσε ποτέ παράγοντα διαμόρφωσης της επάρκειας του γλωσσικού οργάνου.
2.ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ήδη όμως αγγίζουμε τον πυρήνα του γνωσιολογικού προβλήματος που κατά την γνώμη μου αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Για τον λόγο αυτό επιστρέφω στην εξέταση της έννοιας της ομιλητικής αντίδρασης και της ικανότητας για ομιλία γενικότερα.
Παραπάνω η ομιλία περιγράφεται ως αντίδραση σε ερεθίσματα χωρίς να τονίζεται η παρουσία του βουλητικού στοιχείου.
Αυτό λειτουργεί μέσω μιας διαδικασίας επιλογής ενός υποσυνόλου από το όλο των ερεθισμάτων , επιλογή που με τη σειρά της κάνει δυνατή μία κατά βούληση λεκτική εξωτερίκευση η οποία αποτελεί ένα είδος μιμητικής αναπαράστασης.
Η διαδικασία αυτή με τη σειρά της διευκολύνεται από την λειτουργία της μνήμης και την κατασκευή εννοιών, οι οποίες έννοιες είναι και αυτές το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επιλογής των ειδοποιητικών της εννοίας στοιχείων-ερεθισμάτων από τα υπόλοιπα.
Το βουλητικό τώρα στοιχείο διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση της βιολογίας της αυτοσυντήρησης και της αναπαραγωγής με την διαδικασία της ένταξης στο πλέγμα των ομιλητικών σχέσεων, διαδικασία που συχνά, αν όχι πάντα, έχει συγκρουσιακό χαρακτήρα.
Με βάση τα παραπάνω η έννοια της φιλοσοφίας ταυτίζεται αποκλειστικά με τη ερμηνεία φαινομένων του κόσμου.
Κάποιοι όμως θεωρούν ως το κύριο μέλημα της φιλοσοφίας, όχι το ‘πώς’ των φαινομένων, τον τρόπο ύπαρξης τους, αλλά το ‘γιατί’, ποιο το νόημα και ο σκοπός τους.
Έχει ειπωθεί μάλιστα ότι το νόημα του κόσμου βρίσκεται εκτός του κόσμου.
Αδιάφορα αν αυτό ισχύει ή όχι το σίγουρο είναι ότι το νόημα του κόσμου δεν μπορεί να βρίσκεται εκτός της γλώσσας .Πράγμα που συνεπάγεται ότι η γλώσσα περιέχει τον κόσμο.
Αυτό σίγουρα ξενίζει, μπορεί όμως να γίνει κατανοητό κατά αναλογία με τον τρόπο που ο Επίκουρος βλέπει την σχέση μας με τον θάνατο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Επίκουρο, ο θάνατος δεν υπάρχει όσο ήμαστε ζωντανοί και δεν μας αφορά όταν πεθάνουμε.
Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει στην περίπτωση της σχέσης μας με τον κόσμο, γιατί ανεξάρτητα από την αντικειμενικότητα του κόσμου, αυτός ούτως ή άλλως γίνεται αντιληπτός μέσα από τα γλωσσικά ερεθίσματα και ερμηνεύεται (νοηματοδοτήται) μέσω της επεξεργασμένης από το βουλητικό στοιχείο ομιλητικής αντίδρασης .
Με άλλα λόγια η διαδικασία της νοηματοδότησης της σχέση μας με τον κόσμο έχει αξία όσο υπάρχουμε , πραγματώνεται μέσω της γλώσσας και είναι αδιανόητη έξω από εμάς.
Διατηρούμε βέβαια την δυνατότητα αντί της λέξης γλώσσα να επιλέξουμε την λέξη λόγος επιλέγοντας ταυτόχρονα να νοηματοδοτήσουμε τον κόσμο με τον τρόπο που περιγράφεται από την φράση Εν αρχή ην ο Λόγος.
Στην περίπτωση αυτή, ο Λόγος περιέχει τον κόσμο χωρίς αυτό να μας ξενίζει, οπότε η γλώσσα και η ικανότητα για ομιλία εκλαμβάνονται αναγκαστικά ως δωρεά του Λόγου.
Το τελευταίο πρέπει να είναι προφανές γιατί διαφορετικά αν η γλώσσα είναι δημιούργημα του κόσμου τούτου τότε ο Λόγος είναι περιττός και επομένως η όποια νοηματοδότηση του κόσμου με βάση τον Λόγο ένα απλό καπρίτσιο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να επαινέσει κανείς την εσωτερική συνέπεια του πλατωνικού συστήματος των ιδεών και της έννοιας της αλήθειας ως ανάμνησης του Λόγου και των ενεργειών του.
Πράγμα που φυσικά δεν μπορεί να συμβεί με ερμηνευτικά πλαίσια που ενώ βρίσκουν το νόημα του κόσμου εκτός αυτού, θεωρούν ταυτόχρονα την ικανότητα για ομιλία (άρα και σκέψη) ως προϊόν του κόσμου τούτου.
Επίσης δεν μπορεί να συμβεί με εκείνα τα ερμηνευτικά πλαίσια, που ενώ θεωρούν την ικανότητα για ομιλία, λειτουργία της αθάνατης ψυχής και επομένως δωρεά του Λόγου ,ή θεωρούν ταυτόχρονα τον Λόγο να είναι γενικά απρόσιτος στον άνθρωπο ή όταν τον θεωρούν προσιτό αυτό να συμβαίνει μόνο μέσα από ‘άλογους’ μυστικιστικούς δρόμους.
Έως τώρα διακρίναμε τα διάφορα ερμηνευτικά πλαίσια στη βάση του είδους της γλώσσας με την οποία έχουν διατυπωθεί και μιλήσαμε για μαθηματική και μη μαθηματική γλώσσα. Προκύπτει όμως ότι μια διάκριση με βάση τον τρόπο που κάθε ερμηνευτικό πλαίσιο τοποθετείται στο ερώτημα ποιος δημιουργεί ποιόν – ο Λόγος τον κόσμο ή ο κόσμος τον λόγο – θα ήταν χρησιμότερη. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να καταγράψουμε το σύνολο των πιθανών τρόπων:
1.Ο Λόγος δημιουργεί τον κόσμο και δωρίζει τμήμα του Εαυτού Του στον άνθρωπο. Επομένως του δωρίζει την δυνατότητα να γνωριστεί απ’ αυτόν.
Με τον τρόπο αυτό η νοηματοδότηση του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης συνίσταται στην προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον Λόγο ενώ η επιτυχία της προσπάθειας αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο τον άνθρωπο.
2.Ο Λόγος δημιουργεί τον κόσμο αλλά εφοδιάζει τον άνθρωπο όχι με Τμήμα του Εαυτού Του αλλά με κάτι διαφορετικό, το οποίο όμως δίνει στον άνθρωπο την ίδια δυνατότητα για γνώση του Λόγου, με την διαφορά, ότι η επιτυχία της προσπάθειας του ανθρώπου δεν εξαρτάται αυτή τη φορά από τον ίδιο αλλά από την θέληση του Λόγου. Η οριστική δωρεά του Λόγου γίνεται έτσι κατά χάριν και εκ των υστέρων αλλά η νοηματοδότηση του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης συντελείται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στην περίπτωση 1.
Και στην πρώτη και στην δεύτερη περίπτωση ο άνθρωπος –άσχετα αν αυτό ίσχυσε ή όχι στην ανθρώπινη ιστορία- ενθαρρύνεται να γνωρίσει ταυτόχρονα και τον κόσμο, είτε γιατί μέσω της γνώσης αυτής θα βοηθηθεί να γνωρίσει τον Λόγο, είτε γιατί αποδίδεται σε αυτήν καθ’ αυτήν την γνώση του κόσμου ξεχωριστή αξία ,είτε τέλος για λόγους αξιοποίησης της γνώσης αυτής για την βελτίωση της ανθρώπινης ζωής.
Επίσης και στην πρώτη και στην δεύτερη περίπτωση ο Λόγος λειτουργεί ως η ρυθμιστική αρχή των κοινωνικών (ομιλητικών) σχέσεων. Ως η αρχή που ορίζει το σωστό και το λάθος ,το ηθικό και το ανήθικο.
3.Λόγος και κόσμος είναι αδιαχώριστοι . Ο διαπιστούμενος διαχωρισμός τους είναι αυταπάτη. Η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης συνίσταται στην προσπάθεια για την υπέρβαση της αυταπάτης και στην συνακόλουθη βίωση της ενότητας. Για την υπέρβαση αυτή προτείνονται εναλλακτικά είτε η απονέκρωση των αισθήσεων(η απομόνωση των γλωσσικών ερεθισμάτων) είτε η επίταση της λειτουργίας τους.
4.Κόσμος και μια ιδιαίτερη μορφή λόγου, ( θεοί που κατοικούν στα μεσοδιαστήματα του κόσμου), υπάρχουν παράλληλα και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού και των συνεπειών του νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη.
5.Ο κόσμος δημιουργεί τον λόγο που στην συγκεκριμένη περίπτωση ταυτίζεται με την ανθρώπινη ομιλία και σκέψη. Άρα κάθε προσπάθεια για την εδραίωση του νοήματος του κόσμου έξω από το ανθρώπινο υποκείμενο είναι παράλογη. Το εάν ο κόσμος έχει νόημα και ποιο είναι αυτό, το αποφασίζει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά.
3.ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η τρίτη περίπτωση είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ασχολείται με το πρόβλημα της ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων γιατί και οι σχέσεις αυτές εντάσσονται στον χώρο της αυταπάτης.
Στην τέταρτη και πέμπτη περίπτωση, η ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και ο ορισμός του σωστού και του λάθους θεωρείται ότι βασίζεται σε κάποιο είδος σύμβασης, ανεξάρτητα εάν το σύνολο ή μέρος των συμβαλλομένων θεωρεί ότι δεν πρόκειται για σύμβαση αλλά για επιταγή του Λόγου.
Η κάθε φορά ισχύουσα σύμβαση προκύπτει μέσα από την πορεία των κοινωνικών σχέσεων και εκφράζει τόσο τον βαθμό της αυτονομίας τους ,δηλαδή τον βαθμό συνειδητοποίησης από τους συμβαλλόμενους ότι η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων αποτελεί σύμβαση και όχι έξωκοσμική (θεϊκή) επιταγή ,όσο και το είδος των σχέσεων (αναγκαστικών ή ελεύθερων ) που οι συμβαλλόμενοι έχουν, αφ’ ενός μεταξύ τους, αφ’ ετέρου με το υπόλοιπο (εκτός σύμβασης) ανθρώπινο γένος και εκ τρίτου με το φυσικό περιβάλλον.

Ειδικά η τέταρτη περίπτωση που από όσο γνωρίζω εκφράσθηκε αποκλειστικά από τον Επίκουρο και τους μαθητές του, αν και αποτέλεσε σημαντικότατη πηγή έμπνευσης για την εξέλιξη των φυσικών επιστημών και μέσω αυτών για την διαμόρφωση γενικά των νεωτερικών ερμηνευτικών πλαισίων ( περίπτωση 5) δεν φαίνεται να έπαιξε κάποιον άμεσο ρόλο στην εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων τουλάχιστον μέχρι την εποχή της αμερικανικής επανάστασης και της διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η περίπτωση αυτή που ίσως αποτελεί την πιο πρώιμη έκφραση συνειδητοποίησης της ανθρώπινης αυτονομίας, χαρακτηρίστηκε επίσης από το γεγονός ότι όταν διατύπωσε απόψεις για την κοινωνική συμβίωση δεν το έκανε με την μορφή κανόνων, δηλαδή ως κάτι που επιβάλλεται απ’ έξω, αλλά με την μορφή επικλήσεων στο ίδιο όφελος. Με τον τρόπο αυτό απέκτησε το πλεονέκτημα να δίνει νόημα στο παρόν και εντός του κόσμου αλλά και το μειονέκτημα να είναι τελείως ακατάλληλη να χρησιμοποιηθεί από όσους κατά καιρούς προβάλλουν την αξίωση να καθορίζουν τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης .
Η ακαταλληλότητα αυτή μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις περιπτώσεις εκείνες που είτε το επίπεδο αυτονομίας των συμβαλλομένων είναι χαμηλό είτε η διάθεση για επανακαθορισμό της κοινωνικής σύμβασης βρίσκεται σε έξαρση.
Την παραπάνω πρόταση δεν μπορώ να την στηρίξω λογικά πιστεύω όμως ότι στηρίζεται μέσα από την εμπειρία των κοινωνικών σχέσεων.
Επίσης συνηγορεί υπέρ αυτής, το γεγονός ότι αυτού του είδους την ανάγκη για αντικειμενική –εκτός της υποκειμενικής αυθαιρεσίας-θεμελίωση των όρων της νέας σύμβασης περιέργως επικαλούνται και αυτοί που κατά τα λοιπά ασπάζονται τα ερμηνευτικά πλαίσια που λογικά την αποκλείουν.
Αυτό συμβαίνει, γιατί κανείς δεν μπορεί να προβάλει με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας ως επιχείρημα για την αναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων την προσωπική του αυθαίρετη θέληση.
Θα έλεγα πιο απλά ότι όπως στις περιπτώσεις που το διακύβευμα των διαφωνιών μεταξύ προσώπων είναι μικρό και τα πρόσωπα μπορούν κάλλιστα να λύσουν την διαφωνία μόνα τους και στην προσπάθεια τους αυτή εκφράζουν ανεμπόδιστα και με άμεσο τρόπο τις αντιτιθέμενες θελήσεις τους ενώ στις περιπτώσεις που το διακύβευμα είναι μεγάλο καταφεύγουν στα δικαστήρια και υποχρεώνονται να εκφράζουν τα αιτήματα τους επικαλούμενοι κάποιες ‘αντικειμενικές’ και’οικουμενικές’ αρχές. Έτσι και κατά αναλογία, στις περιπτώσεις που οι κοινωνικές σχέσεις είναι ελεύθερες και ο βαθμός αυτονομίας των συμβαλλομένων μεγάλος ,τα αιτήματα τους παρουσιάζονται απλά ως τέτοια, ενώ όταν οι κοινωνικές σχέσεις είναι αναγκαστικές και ο βαθμός αυτονομίας των συμβαλλομένων μικρός, τα αιτήματα των συμβαλλομένων παρουσιάζονται αναγκαστικά ως εκφράσεις αντικειμενικών και οικουμενικών αρχών.
Το αντίθετο θα σήμαινε απλά ή την άνευ όρων παράδοση των ασθενέστερων εκ των συμβαλλομένων στους ισχυρότερους ή την αποκάλυψη της αυθαιρεσίας και την επακόλουθη μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος των ισχυρών.
Από τα παραπάνω προκύπτει πρώτον ότι υπάρχει διασύνδεση μεταξύ χαμηλού βαθμού αυτονομίας και ανελεύθερων σχέσεων και δεύτερον αποκαλύπτεται η δυσκολία του να απεμπλακεί η διαδικασία της διατύπωσης ενός ερμηνευτικού πλαισίου από τις προσπάθειες διατήρησης ή αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων.
Αυτή η δυσκολία άλλωστε φαίνεται από το γεγονός, ότι οι αντιλήψεις που συγκροτούν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο, δεν επικρατούν ποτέ ολοκληρωτικά και στο σύνολο τους ,με αποτέλεσμα, ή τα διάφορα ερμηνευτικά πλαίσια να εμφανίζουν λογικές αντιφάσεις στο εσωτερικό τους ή να εμφανίζονται με μια πολυσυλλεκτική και αλλοιωμένη, πλην όμως κοινωνικά λειτουργική εκδοχή.
Η πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτού του φαινομένου είναι η προσπάθεια διαχωρισμού των φυσικών επιστημών από την φιλοσοφία και η περιχαράκωση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής τους με τρόπο που η επιστήμη να μην μπορεί να διεκδικήσει την αρμοδιότητα του ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων.
Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει εκ των πραγμάτων στην φιλοσοφία γιατί προκειμένου να αναληφθεί με επιτυχία, ή θα πρέπει να εδράζεται στην ύπαρξη του Λόγου ως βεβαιωμένο γεγονός ή να αφήνει το ενδεχόμενο της ύπαρξης Του ανοικτό ή να εδράζεται σε κάποιο ακαθόριστο πλην όμως πειστικό υποκατάστατο (πχ η ιστορική νομοτέλεια , το πεπρωμένο της φυλής κοκ).
Αυτό με την σειρά του εκφράζει τον ίλιγγο που καταλαμβάνει τις ανθρώπινες κοινωνίες την στιγμή που θα βιώσουν το καινό, είτε της ανυπαρξίας του Λόγου είτε της ΄αδιαφορίας’ Του και το ενδεχόμενο να υποχρεωθούν να αναγνωρίσουν στην πρώτη περίπτωση την πραγματικότητα της αυτονομίας τους και στην δεύτερη την πραγματικότητα της κατά Χάριν ελευθερίας τους.

4.ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ



Οι διάφοροι κοινωνικοί σχηματισμοί (το είδος των κοινωνικών σχέσεων και ο βαθμός αυτονομίας που ενσωματώνουν) παρουσιάζουν στην πράξη μια τεράστια ποικιλομορφία. Για τον λόγο αυτό οι απόπειρες για την κατηγοριοποίηση τους σε λίγους βασικούς τύπους, έχουν αποδειχτεί μεθοδολογικά χρήσιμες.
Τα κριτήρια τώρα για την κατάταξη ενός συγκεκριμένου σχηματισμού στον ένα ή στον άλλο τύπο είναι συνήθως, ή τεχνολογικά-οικονομικά ή πολιτιστικά.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Μαρξ, δεν έχουμε απλά και μόνο την περιγραφή των ιστορικά διαμορφωμένων βασικών τύπων αλλά την διατύπωση ενός ερμηνευτικού πλαισίου για την νομοτελειακή διαδοχή τους μέσα στην ιστορία..
Ανεξάρτητα τώρα αν και κατά πόσο μια τέτοια νομοτέλεια όντως λειτουργεί, το εμπειρικά βεβαιωμένο γεγονός είναι ότι στον πλανήτη γη και στον ίδιο χρόνο, διάφοροι κοινωνικοί σχηματισμοί λειτουργούσαν και λειτουργούν παράλληλα επηρεάζοντας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ο ένας τον άλλον.
Για παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσον η επικράτηση της φεουδαρχίας στην Ευρώπη εκφράζει απλά την νομοτελειακά προκαθορισμένη αντικατάσταση του αρχαίου δουλοκτητικού συστήματος ή εξηγείται καλύτερα από τον βαθύτατο επηρεασμό του αρχαίου κόσμου από άλλους σύγχρονους με αυτόν κόσμους. Συγκεκριμένα από τον επηρεασμό που άσκησαν, ο κόσμος των γερμανών βαρβάρων (πρωτόγονος κοινοτικός τρόπος παραγωγής ),ο κόσμος των βαρβάρων της στέπας (ασιατικός νομαδικός τρόπος παραγωγής) και ο κόσμος της μέσης ανατολής (ασιατικός γεωργικός τρόπος).Θα μπορούσε επίσης να αναρωτηθεί αν εξηγείται ακόμα καλύτερα από έναν συνδυασμό των δύο, δηλαδή την ταυτόχρονη δράση της ενδογενούς νομοτέλειας από την μια και την επίδραση των προαναφερθέντων ’εξωγενών’ παραγόντων από την άλλη.
Αν συνυπολογίσουμε μάλιστα στην όλη εξίσωση και τον βαθύτατο επηρεασμό που προηγουμένως είχαν υποστεί ο κόσμος της μέσης ανατολής και οι γερμανοί βάρβαροι από τον ελληνικό και τον Ρωμαϊκό κόσμο αντίστοιχα, καταλαβαίνουμε αφ’ ενός πόσο δύσκολος είναι ο εντοπισμός της κύριας εξηγητικής συνισταμένης για την εμφάνιση του συγκεκριμένου αυτού ιστορικού φαινομένου και αφ’ ετέρου την μείωση που υφίσταται η ερμηνευτική αξία ενός πλαισίου που θα ήθελε να αντιλαμβάνεται την αιτιότητα στον χώρο της ιστορίας με τον τρόπο που αυτή λειτουργεί στο χώρο της μηχανικής.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς τον Ιστορικό Υλισμό μέσα σε μία παράγραφο ούτε είναι αυτός ο στόχος μου.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμα και αυτός που αρνείται την ύπαρξη και λειτουργία της όποιας ιστορικής νομοτέλειας δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει την αναλυτική δύναμη του συγκεκριμένου ερμηνευτικού πλαισίου.
Γι’ αυτό το λόγο και εγώ θα αναγνωρίσω πρόθυμα τις δεδομένες εξαρτήσεις μου από την μαρξιστική ανάλυση και ορολογία δηλώνοντας όμως ταυτόχρονα ότι δεν αποδέχομαι την άποψη ότι η πορεία των διαφόρων κοινωνικών σχηματισμών στην ιστορία είναι προκαθορισμένη.
Θα δηλώσω επίσης προκαταβολικά, ότι στο ερμηνευτικό πλαίσιο που προτείνω υποβαθμίζεται ο ρόλος της ταξικής πάλης και της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων παραγωγικών σχέσεων και αναβαθμίζεται ο ρόλος της πάγιας και διαχρονικής επιδίωξης της αυτοσυντήρησης εκ μέρους όλων των ιστορικών υποκειμένων.
Στο υπό διατύπωση ερμηνευτικό πλαίσιο η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης λειτουργεί στα πλαίσια των κοινωνικών σχηματισμών ως το ‘πρώτο κινούν’ των διαφόρων μορφών της κοινωνικής δράσης χωρίς όμως γι’ αυτόν τον λόγο να αποτελεί ερμηνευτική αρχή και εργαλείο πρόβλεψης για τις πιθανές εκβάσεις αυτής της δράσης.
Έννοιες άμεσα συνδεδεμένες με την αυτοσυντήρηση είναι οι έννοιες της βίας και της εξουσίας: Η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης μετατρέπεται σε τάση για έλεγχο του περιβάλλοντος και μοιραία καταλήγει σε άσκηση βίας.
Η βία άλλοτε απροκάλυπτη και άλλοτε συγκεκαλυμμένη διαμορφώνει το βαρυτικό πεδίο εντός του οποίου με χαοτικό τρόπο κινούνται ,από στοιχειώδη σωμάτια (οικογένειες ή άτομα) και πλανήτες (κοινωνικές τάξεις) μέχρι πλανητικά συστήματα (έθνη) και γαλαξίες (πολιτισμικά σύνολα). Επίσης η δυναμική αυτή κατάσταση συμπληρώνεται από αδράνειες. Οι αδράνειες αυτές εκφράζονται με αντίρροπες στη βία δυνάμεις, των οποίων τα αποτελέσματα παρουσιάζονται με την μορφή πρόσκαιρων ή μονιμότερων συνομαδώσεων επιμέρους υποκειμένων , με την μορφή προσχωρήσεων υποκειμένων σε ήδη διαμορφωμένες ομάδες, με αποχωρήσεις υποκειμένων από κάποιες ομάδες και την προσχώρηση τους σε άλλες με την ολοκληρωτική καταστροφή υφιστάμενων ομάδων ή με την υπαγωγή τους στην επιρροή άλλων μεγαλύτερων ή ισχυρότερων και τελικά ακόμα και με την εκδήλωση φαινομένων υπέρβασης της ίδιας της θεμελιώδους τάσης για αυτοσυντήρηση. Φαινομένων δηλαδή όπου ένα ανθρώπινο υποκείμενο προκειμένου να εξασφαλίσει την διατήρηση της οικείας ομάδας επιλέγει να θυσιάσει τον εαυτό του.
Κάτω από αυτό το πρίσμα αποκαλύπτεται η σχετικότητα της μαρξιστικής έννοιας της ταξικής συνείδησης. Αυτή η έννοια αποκτά αξία μόνο στην περίπτωση που οι κοινωνικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από τέτοια στατικότητα ώστε οι γενεές της καταπιεζόμενης κοινωνικής τάξης να ζουν η μία μετά την άλλη μέσα σε απαράλλακτα ανυπόφορες συνθήκες και το ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων αυτών να εμφανίζεται σαν κλειστό σύστημα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι πιθανόν ως μόνη διέξοδος για την αυτοσυντήρηση να παρουσιάζεται η εκ των ένδον ανατροπή του συστήματος και επομένως η ανάπτυξη της ‘ταξικής συνείδησης’.
Λέω πιθανόν γιατί η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ως πιθανότερο, την ανάπτυξη μιας νοοτροπίας αποδοχής των πραγμάτων ως έχουν.
Σπανίως όμως οι κοινωνικές συνθήκες έχουν τέτοια στατική μορφή. Η συνήθης κατάσταση τους είναι πολύ πιο κινητική και επομένως οι διέξοδοι που προσφέρονται στην αυτοσυντήρηση είναι πολλαπλοί.
Επίσης το σχήμα, σύμφωνα με το οποίο οι παραγωγικές δυνάμεις εμποδίζονται στην παραπέρα ανάπτυξη τους από το είδος των παραγωγικών σχέσεων με τελικό αποτέλεσμα την αναπόφευκτη αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, στο βαθμό που δεν συσχετίζεται με το κατά πόσον καλύπτονται ή όχι οι υλικές ανάγκες, δηλαδή με το κατά πόσον ή όχι προσφέρονται διέξοδοι στην αυτοσυντήρηση στα πλαίσια ενός δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού(δεδομένου είδους παραγωγικών σχέσεων), είναι μεταφυσικό.
Αυτό επιβεβαιώνεται από την μεγάλη πλειοψηφία των ευρισκόμενων σε απομόνωση κοινωνικών σχηματισμών του πλανήτη όπου η στασιμότητα των κοινωνικών σχέσεων είναι ο κανόνας και το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων παραμένει σταθερό επί χιλιετίες. Επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι η ιλιγγιώδης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τα τελευταία 150 χρόνια άφησε την ουσία των κοινωνικών σχέσεων ανέπαφη.
Αντίθετα όταν η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης εκδηλώνεται μέσα σε συνθήκες που και επιτρέπουν και υπαγορεύουν την τάση της εξασφάλισης έναντι μελλοντικών κινδύνων και την συνακόλουθη προσπάθεια για την αύξηση της οικονομικής δύναμης ,η πιθανότητα για την βελτίωση των τεχνολογιών και των μεθόδων παραγωγής αυξάνεται.
Άρα θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ειδική ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων μάλλον και όχι να θεωρούμε την ανάπτυξη τους δεδομένη και αιτία αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ιαπωνία, μια χώρα που αν και βρισκόταν σε μια κατάσταση απομονωμένης στασιμότητας , επειδή είχε αναπτύξει μια νοοτροπία πολεμικής ετοιμότητας ,μπόρεσε αντιλαμβανόμενη με όρους αυτοσυντήρησης τον κίνδυνο από την Δύση, να αναπτύξει με εντυπωσιακό τρόπο τις παραγωγικές της δυνάμεις.
Η διατύπωση κριτηρίων για την κατασκευή μιας άλλης τυπολογίας των διαφόρων κοινωνικών σχηματισμών στα πλαίσια του προτεινόμενου ερμηνευτικού πλαισίου είναι σκόπιμη προκειμένου να εξασφαλίσουμε μεστές νοήματος περιγραφές της πραγματικότητας των διαφόρων κοινωνικών σχηματισμών.
Πριν απ’ αυτό θα προσδιορίσουμε το περιεχόμενο των πέντε όρων που θα χρησιμοποιήσουμε ως κριτήρια κατάταξης:
1.Τον όρο οικονομική βία. Με τον όρο αυτό εννοώ τις ετεροβαρείς σχέσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της έλλειψης διαπραγματευτικής ικανότητας του ενός μέρους των συμβαλλομένων, συνήθως εξ’ αιτίας της ένδειας του και σε συνθήκες απουσίας εξαναγκασμού άλλου τύπου.
2. Τον όρο εξωοικονομική βία. Με τον όρο αυτό εννοώ την άσκηση βίας με σκοπό την απόκτηση οικονομικού οφέλους.
3. Τον όρο ελευθερία. Με τον όρο αυτό εννοώ τόσο τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε μια ανθρώπινη κοινωνία και το ευρύτερο φυσικό και ανθρωπογενές (άλλες κοινωνίες )περιβάλλον της όσο και τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στα μέλη της. Κατ’ αυτήν την έννοια, μια κοινωνία είναι ελεύθερη όταν τα μέλη της δεν υφίστανται εξαναγκασμούς προερχόμενους είτε από τα άλλα μέλη της ίδιας κοινωνίας είτε από το ευρύτερο περιβάλλον και ανελεύθερη όταν υφίστανται τέτοιους εξαναγκασμούς. Επίσης εδώ διευκρινίζεται ότι η έννοια της ελευθερίας συμβιβάζεται με την ύπαρξη οικονομικής βίας.
4.Το δίπολο όρων Αυτονομία-Ετερονομία.Με τους όρους αυτούς εννοώ τον βαθμό που τα μέλη μιας κοινωνίας συνειδητοποιούν ή δεν συνειδητοποιούν το γεγονός ότι η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων αποτελεί σύμβαση και όχι εξωκοσμική επιταγή.
5.Τον όρο ιερότητα .Με τον όρο αυτό εννοώ τον χαρακτήρα της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον(φυσικό και ανθρωπογενες). Δηλαδή το κατά πόσον θεωρεί τον εαυτό του μέρος του ή όχι, το κατά πόσον θεωρεί ορθό και δίκαιο να το εξουσιάζει θέτοντας ή όχι περιορισμούς στην εκμετάλλευση του.O όρος εδώ γενικότερα χαρακτηρίζει την διάθεση του ανθρώπου να βάλει όρια στην αυτονομία και την ελευθερία του και πηγάζει από τις δυνάμεις αδρανείας στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω.
Τώρα μπορούμε να κατατάξουμε τους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς με βάση τους συνδυασμούς και την δοσολογία που οι παραπάνω πέντε όροι παρουσιάζονται σ’ αυτούς:
1.Ιερότητα, ετερονομία ,έλλειψη ελευθερίας, απουσία οικονομικής και εξωοικονομικής βίας.
2.Ιερότητα, ετερονομία, έλλειψη ελευθερίας , κυριαρχία εξωοικονομικής βίας ,μικρή παρουσία οικονομικής βίας.
3.Ιερότητα, αυτονομία, συνύπαρξη ελευθερίας και ανελευθερίας , συγκυριαρχία οικονομικής βίας και εξωοικονομικής βίας.
4.Έλλειψη ιερότητας ,αυτονομία, ελευθερία, σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της οικονομικής βίας.
5.Έλλειψη ιερότητας, ετερονομία, ελευθερία ,συγκυριαρχία οικονομικής και
εξωοικονομικής βίας.
6.Έλλειψη ιερότητας ,αυτονομία, έλλειψη ελευθερίας ,εξωοικονομική βία.
Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται κοινωνίες τροφοσυλλεκτών – κυνηγών και νομάδων κτηνοτρόφων οι οποίες δεν είναι σε θέση να παράγουν αξιόλογα πλεονάσματα μέσων συντήρησης.
Οι κοινωνίες αυτές χαρακτηρίζονται από μια άμεση εξάρτηση από το φυσικό περιβάλλον . Είναι κοινωνίες ετερόνομες. Αν και οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τους χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από απουσία καταναγκασμών οι κοινωνίες αυτές είναι ανελεύθερες εξ’ αιτίας της πλήρους εξάρτησης τους από το περιβάλλον. Η ετερονομία τους συνίσταται επίσης στην συντριπτική παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος που επιβάλλει την ‘τάξη’ του στο εσωτερικό των κοινωνικών σχέσεων που συνήθως έχουν μια μαγική-ιεροπρακτική διάσταση.
Η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης από τα μέλη αυτών των κοινωνιών συναρτάται με την ικανότητα τους να λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο θεωρείται ιερό και εκδηλώνεται σε ελάχιστα ανταγωνιστικές συνθήκες. Επίσης εκδηλώνεται μέσα από το σεβασμό των κοινωνικών θεσμίσεων, οι οποίες σπανίως αμφισβητούνται.
Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται οι αρχαίες γεωργικές αλλά και οι φεουδαρχικές κοινωνίες που έχουν ιεραρχική δομή και ικανότητα να παράγουν σημαντικά πλεονάσματα.
Τα πλεονάσματα αυτά τα νέμονται διάφορες ολιγάριθμες ελίτ οι οποίες εξουσιάζουν την μεγάλη μάζα των αγροτών από την οποία τα αποσπούν με την χρήση εξωοικονομικής βίας. Αν και η εκμετάλλευση του περιβάλλοντος μέσω των αρδευτικών μεθόδων είναι εκτεταμένη εν τούτοις η αίσθηση της ιερότητας παραμένει ισχυρή με αποτέλεσμα να συμβάλει με καθοριστικό τρόπο στην διαμόρφωση συνθηκών ετερονομίας. Το γεγονός αυτό διευκολύνει την διατήρηση του κοινωνικού καθεστώτος το οποίο ήδη αμφισβητείται από την πλευρά των αγροτών που επιδιώκουν την αυτοσυντήρηση τους προσπαθώντας να κατακρατήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από το προϊόν που παράγουν.
Στα περιθώρια ή παράλληλα με τις κοινωνίες της δεύτερης κατηγορίας διαμορφώθηκαν επίσης και κοινωνίες με τα χαρακτηριστικά αυτών της τρίτης κατηγορίας. Οι αρχαίες ελληνικές πόλεις αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνιών που μετά από έντονους κοινωνικούς ανταγωνισμούς κατακτούν ένα είδος ισορροπίας στα πλαίσια δημοκρατικών ή ολιγαρχικών συνταγμάτων. Εδώ αν και διατηρείται η αίσθηση του ιερού, επειδή οι ευρύτερες κλιματικές και γεωγραφικές συνθήκες έχουν διαμορφώσει ανθρώπους που προκειμένου να επιβιώσουν στηρίζονται στην δημιουργική τους πρωτοβουλία (εμπόριο ναυτιλία) μάλλον παρά στην παθητική μίμηση των τρόπων που το φυσικό περιβάλλον επιβάλλει, πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία ένα καθεστώς ανθρώπινης αυτονομίας. Στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος η ελευθερία του πολίτη συμβιώνει με την ανελευθερία του δούλου και η χρήση της εξωοικονομικής βίας σε βάρος του δούλου με την ύπαρξη οικονομικής βίας σε βάρος του φτωχότερου πολίτη είτε μέσω της χρήσης της μισθωτής εργασίας είτε μέσω της τοκογλυφίας. Άλλο παράδειγμα τέτοιων κοινωνιών είναι οι πόλεις της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και ιδιαίτερα οι ιταλικές πόλεις κράτη.
Στην τέταρτη κατηγορία ανήκουν τα βασίλεια της οικονομικής βίας ,δηλαδή οι καπιταλιστικές κοινωνίες στην χρυσή περίοδο της ακμής τους .Εδώ το παραγόμενο πλεόνασμα οφείλεται στην μισθωτή εργασία και η απόσπαση του συντελείται αυτόματα στα πλαίσια της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου. Η έλλειψη ιερότητας, η λειτουργία του συμβολαίου, η πολιτική και οικονομική ελευθερία αποτελούν τα θεμέλια της νεωτερικής φιλελεύθερης κοινωνίας. Διωγμένοι από την γη και αποξενωμένοι από το παραγόμενο προϊόν οι εργάτες πλήρως εξαρτημένοι σε ότι αφορά την αυτοσυντήρηση τους από την ένταξη τους σε μια μισθωτική σχέση στην καλύτερη περίπτωση αγωνίζονται για την βελτίωση των όρων αυτής της σχέσης .
Στην πέμπτη κατηγορία ανήκουν οι όψιμες καπιταλιστικές κοινωνίες του σήμερα που αντιμετωπίζοντας προβλήματα στην διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης αναζητούν διέξοδο στην χρησιμοποίηση μεθόδων εξωοικονομικής βίας (φορολογία).Κρίσιμο κατά την άποψη μου χαρακτηριστικό στοιχείο των κοινωνιών αυτών είναι η μετάβαση τους σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ετερονομίας σύμφωνα με το οποίο η ρύθμιση της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας δεν γίνεται αντιληπτή σαν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων αλλά σαν το αποτέλεσμα της λειτουργίας των ‘φυσικών νόμων’ της αγοράς. Οι κοινωνίες αυτές παρουσιάζουν έτσι το εξής παράδοξο: ενώ έχουν χάσει κάθε αίσθηση ιερότητας γενικά, ταυτόχρονα επιδεικνύουν τεράστιο σεβασμό στην ιερή αγορά τους.
Η αγορά και ιδιαίτερα η ανεμπόδιστη εκδήλωση της ρυθμιστικής και κανονιστικής της λειτουργίας έχει αναχθεί στην μοναδική ιερή τους αξία. Αυτό δε την στιγμή που στην πράξη ο τρόπος λειτουργίας της καμία πλέον σχέση δεν έχει με την παραδοσιακή καπιταλιστική αγορά της χρυσής εποχής.
Η αγορά σήμερα επί της ουσίας και μέσα από το φούσκωσε – ξεφούσκωσε των χρηματιστηριακών αγορών, λειτουργεί ως μία ακόμα μέθοδος εξωοικονομικής βίας και ως συμπληρωματικό στοιχείο στην βοηθητική της καπιταλιστικής συσσώρευσης λειτουργία που βασικά επιτελεί η φορολογία και η εν γένει διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού .
Η τεράστια πρόοδος των παραγωγικών δυνάμεων , ο καταμερισμός της εργασίας και η πλήρης αποξένωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων από τον πρωτογενή τομέα , διαμορφώνουν ως κύριες διεξόδους για την αυτοσυντήρηση τους, είτε την ένταξη σε μια μισθωτική σχέση είτε την απόκτηση εκείνων των προϋποθέσεων που τους εξασφαλίζουν την προστασία του κοινωνικού κράτους είτε σπανιότερα την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Στην έκτη κατηγορία ανήκουν οι κοινωνίες του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτών των κοινωνιών ήταν το είδος της αυτονομίας τους.
Το στοιχείο δηλαδή, ότι ενώ οι άνθρωποι είχαν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η θέσμιση του τρόπου ζωής τους ήταν αποτέλεσμα κριτηρίων που κάποιοι επίσης άνθρωποι (όχι θεοί ή προφήτες) είχαν επιλέξει, εν τούτοις παραιτήθηκαν από το δικαίωμα τους να συνδιαμορφώνουν αυτά τα κριτήρια υπέρ μιας ιερατικής κάστας.
Η συνηθισμένη διέξοδος για την αυτοσυντήρηση των ανθρώπων αυτών υπήρξε η διαφθορά και η υποταγή στην κάστα.
Παραπάνω εφαρμόστηκαν τα κριτήρια της προτεινόμενης τυπολογίας σε παραδείγματα κοινωνιών που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν στα στάδια μετεξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας όπως προβλέπονται στο σχήμα του ιστορικού υλισμού.
Εν τούτοις η συγκεκριμένη τυπολογία δεν προβληματίζεται από τα δεδομένα της εμπειρίας ούτε διαμορφώνει αντιλήψεις ‘κανονικότητας’.
Αυτό γιατί απλούστατα δεν ενδιαφέρεται να προβάλει τις προλήψεις της σ’ αυτήν.
Μία ‘εξωτική κοινωνία’ πχ, ενώ πιθανόν να προβλημάτιζε για το που,(σε ποιο στάδιο), πρέπει να ενταχθεί με βάση το μοντέλο του ιστορικού υλισμού,-κλασικό παράδειγμα εδώ οι κοινωνίες της Ασίας, της Αιγύπτου συμπεριλαμβανομένης, και η φιλολογία περί ‘Ασιατικού’, ‘υδραυλικού’ ή δεν ξέρω εγώ τι άλλου τρόπου παραγωγής, -δεν προβληματίζει την προτεινόμενη τυπολογία γιατί η εν λόγω ‘εξωτική κοινωνία’ οπωσδήποτε και σε κάθε περίπτωση θα μπορεί να ταξινομηθεί με βάση τα πέντε κριτήρια.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αναρωτηθεί ποια η χρησιμότητα μιας τυπολογίας που εκ των προτέρων παραιτείται από την προσπάθεια να εξηγήσει και στην καλύτερη περίπτωση φιλοδοξεί ‘απλά’ να περιγράψει.
Η απάντηση εξαρτάται από την βασιμότητα του παρακάτω ισχυρισμού:
Ισχυρίζομαι ότι το είδος (η ιδιο-συν-κρασία) του ανθρωπολογικού τύπου που παράγεται από κάθε συγκεκριμένη ανθρώπινη κοινωνία ,αντανακλά την οντολογική ουσία και την ιδιαίτερη ποιότητα των ομιλητικών-κοινωνικών σχέσεων και προσδιορίζεται κατ’ αρχήν από την δοσολογία των πέντε κριτηρίων. Η κάθε φορά δοσολογία υπ’ αυτήν την έννοια αποτελεί το DNA κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας.
Θα μπορούσαμε τώρα να ορίσουμε ως πρόοδο και πολιτισμό, τον βαθμό συμμετοχής των στοιχείων της ελευθερίας και της ιερότητας σε κάθε συγκεκριμένη δοσολογία, προϋποθέτοντας αξιωματικά ότι τα στοιχεία αυτά είναι που προσδίδουν ποιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και επομένως παράγουν τον καλύτερο ανθρωπολογικό τύπο, έτσι θα μπορούσαμε αντίστοιχα να ορίσουμε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία ως περισσότερο ή λιγότερο προοδευτική και πολιτισμένη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η έννοια του πολιτισμού θα αναφερόταν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά μάλλον παρά σε τοποθέτηση σε κάποια βαθμίδα της ιστορικής κλίμακας .
Αυτού του είδους η τυπολογία ,επιτρέποντας την σύγκριση κοινωνιών που βρίσκονται σε διαφορετικούς χρόνους επιτρέπει επίσης την απαλλαγή από την βασική πρόληψη που σχετίζεται με την γραμμική αίσθηση του χρόνου και η οποία συνίσταται στην αντίληψη ότι το πέρασμα του χρόνου από μόνο του οδηγεί σε περισσότερο πολιτισμένες κοινωνίες.
Σημειώνεται εδώ ότι η κριτική στην έννοια της γραμμικής αίσθησης του χρόνου δεν έχει να κάνει με άρνηση της ιστορικότητας των φυσικών, ακόμα και των κοσμολογικών φαινομένων (πόσο μάλλον των κοινωνικών),απλά έχει να κάνει με την κριτική αντιμετώπιση της ψυχολογίας που προκύπτει από την σύγχυση της κοσμοϊστορικής και της ανθρώπινης κλίμακας χρόνου.
Στο σημείο αυτό έχει νομίζω ενδιαφέρον να δούμε την συμμετρική ομοιότητα ανάμεσα στο κοσμοείδωλο του Χριστιανισμού αλλά και των άλλων Αβρααμικών θρησκειών από την μια και σε αυτό του Μαρξισμού από την άλλη.
Στο μεν πρώτο ο ιστορικός χρόνος αρχίζει με την δημιουργία και την τοποθέτηση του Ανθρώπου στον παράδεισο συνεχίζεται με το προπατορικό αμάρτημα και την έξωση, τις πρώτες επεμβάσεις του Θεού- Λόγου στην ιστορία (Αβραάμ Μωυσής) την καθοριστική επέμβαση δια της ενανθρωπίσεως Του και τελειώνει με την Ανάσταση των νεκρών και τον αιώνιο παράδεισο.
Στο δε δεύτερο ο ιστορικός χρόνος αρχίζει με τον ‘παράδεισο’ του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος ,συνεχίζεται με την δημιουργία και την ατομική ιδιοποίηση των συλλογικά παραγόμενων πλεονασμάτων και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο(δουλοκτητικό, φεουδαρχία, καπιταλισμός), την καθοριστική εμφάνιση του εργατικού-σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κινήματος και της ‘επιστημονικής’ θεωρίας του(Μαρξισμός κλπ) και τελειώνει με τον αιώνιο παράδεισο της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η ομοιότητα είναι εντυπωσιακή, απλά αντί της θείας πρόνοιας έχουμε την ιστορική νομοτέλεια.
Μία ενδιαφέρουσα συνέπεια της ομοιότητας αυτής που πηγάζει από την κοινή γραμμική αίσθηση του χρόνου είναι ότι και τα δύο κοσμοείδωλα μοιραία καταλήγουν σε εσχατολογία.
5. ΤΟ ΝΟΗΜΑ



Έχοντας περιγράψει τις βασικές συνιστώσες μιας τυπολογίας για τους κοινωνικούς σχηματισμούς η οποία ενσωματώνεται στο προτεινόμενο ερμηνευτικό πλαίσιο είναι χρήσιμο να δούμε πως το προτεινόμενο ερμηνευτικό πλαίσιο απαντά στο βασικό ερώτημα του 2ου κεφαλαίου.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μια παραλλαγή του 4ου ,του Επικούρειου τρόπου, συγκεκριμένα:
H αναχώρηση του Θεού-Λόγου στα μεσοδιαστήματα του κόσμου γίνεται αντιληπτή ως έκφραση της αγάπης Του.
H προσευχή των ανθρώπων, έχει νόημα και αξιολογείται θετικά μόνο από την στιγμή που στοχεύει ακριβώς στην παραμονή Του στα μεσοδιαστήματα.
Η εκτροπή της προσευχής σε προτροπή Του να εμπλακεί στα του κόσμου, ισοδυναμεί με αυτό που ο ελληνικός λαός αποδίδει με την έκφραση ‘τρίβεται στην γκλίτσα του τσοπάνη’.
Η ελπίδα ότι ο Θεός – Λόγος θα ασχολείται με τα προσωπικά προβλήματα του καθενός αδιαφορώντας ταυτόχρονα για τα εγκλήματα του καθενός είναι έκφραση ακραίας ανευθυνότητας.
Από την στιγμή που η βούληση Του είναι άγνωστη, η έστω και με έμμεσο τρόπο προεξόφληση του τρόπου που Αυτός θα ανταποκριθεί στις διάφορες προσευχές και επικλήσεις συνιστά, έστω και εξ’ αμελείας αδικοπραξία εις βάρος του ανθρωπίνου γένους.
Αυτό γιατί οι συχνές επικλήσεις αυξάνουν την πιθανότητα ο Θεός- Λόγος τελικά να εγκαταλείψει τα μεσοδιαστήματα και να δώσει λύση αντίστοιχη με αυτή που έδωσε τον καιρό του Νώε ,κάτι που κάποιοι άνθρωποι πιθανόν να μην επιθυμούν.
Από την στιγμή που η ανθρώπινη υπόσταση είναι συνάρτηση των ομιλητικών σχέσεων, όποια πράξη θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη και την εξέλιξη των σχέσεων αυτών είναι ο ορισμός της αμαρτίας.
Επομένως το ‘γενηθήτω το θέλημα σου’ από την στιγμή που εμπεριέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει την καταστροφή του φορέα των ομιλητικών σχέσεων είναι πράξη ανίερη.
H νοηματοδότηση τώρα της σχέσης μιας ατομικής ύπαρξης (μιας προσωπικότητας) με τον κόσμο- με δεδομένη την βεβαιότητα του θανάτου και επίσης δεδομένη την αμφιβολία για το εάν η καταστροφή του υλικού φορέα της προσωπικότητας ισοδυναμεί και με την καταστροφή της ίδιας της προσωπικότητας- όταν συντελείται στα πλαίσια μιας εσχατολογικής αντίληψης έρχεται αντιμέτωπη με σημαντικές ψυχολογικές φορτίσεις.
Με άλλα λόγια η βεβαιότητα για την καταστροφή του υλικού φορέα της προσωπικότητας, ανεξάρτητα αν για κάποιους είναι ακριβώς αυτό ενώ για κάποιους άλλους ισοδυναμεί με την καταστροφή της ίδιας της προσωπικότητας, δεν οδηγεί συνήθως σε μια ήρεμη αντιμετώπιση αυτού του βαθειά προσωπικού γεγονότος για τον απλούστατο λόγο ότι ασυναίσθητα συσχετίζεται με την πιθανότητα της καταστροφής της οικείας ομάδος ή και ευρύτερα του ανθρώπινου γένους.
Ο θάνατος επί μέρους ανθρώπων, συγγενών και φίλων όπως και η βέβαιη προοπτική του δικού μας θανάτου είναι κάτι που αντιμετωπίζεται παρ’ όλη την αίσθηση ματαιότητος που το συνοδεύει, η προοπτική όμως της καταστροφής του φορέα των ομιλητικών σχέσεων που κάποιος επί μέρους άνθρωπος εντάσσεται είναι κατάσταση αδιανόητη και αφόρητη, κατάσταση όπου η αίσθηση της ματαιότητας και της απουσίας νοήματος κορυφώνεται.
Επομένως η αρνητική ψυχολογία και το άγχος που προκύπτουν σαν αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης στην προοπτική του φορέα των ομιλητικών σχέσεων στον οποίο θεωρούμε ότι εντασσόμαστε (Ελλάδα Ευρώπη Πλανήτης),είναι η πηγή για την εναγώνια αναζήτηση νοήματος και η αιτία που μας κάνει να μοιάζουμε με το κακοποιημένο παιδί που όταν του προσφέρουν ένα παιχνίδι, το αρνείται προσπαθώντας να καταλάβει το νόημα και την υστεροβουλία της χειρονομίας.
Προτιμότερο νομίζω είναι για το παιδί να δεχτεί το παιχνίδι και ακόμη προτιμότερο να καλέσει και τους φίλους του για να το παίξουν παρέα.
Το νόημα του κόσμου επομένως δεν βρίσκεται εκτός του κόσμου αλλά εντός του κόσμου των σχέσεων.


via

Pages