Ο σύγχρονος φιλόσοφος Τζορτζ Στάινερ ερευνά με ψυχραιμία και αμεροληψία τη σκέψη, τη γλώσσα και τη δράση του Martin Heidegger.
Εχει φανατικούς οπαδούς και εξίσου φανατικούς πολέμιους. Οι πρώτοι τον θεωρούν «τον πιο επιφανή φιλόσοφο ή κριτικό της μεταφυσικής από την εποχή του Καντ και μέλος της ολιγάριθμης εκείνης ομάδας των σημαντικότερων δυτικών στοχαστών όπου ανήκουν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ντεκάρτ, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτς». Οι αντίπαλοί του πιστεύουν ότι «τα έργα του είναι μια λόχμη αδιαπέραστης πολυλογίας· τα ερωτήματα που θέτει είναι κίβδηλα· τα αξιώματα που προβάλλει είναι είτε λαθεμένα είτε κοινότοπα». Ο λόγος για τον Γερμανό φιλόσοφο Martin Heidegger, τον άνθρωπο που κατηγορήθηκε ως υποστηρικτής του ναζισμού, κάτι για το οποίο δεν έδωσε ποτέ απάντηση ή ερμηνεία. Ο Τζορτζ Στάινερ, ο σύγχρονος φιλόσοφος και στοχαστής, ερευνά με σεβασμό, ψυχραιμία και αμεροληψία όλες τις πτυχές της σκέψης, της γλώσσας και της δράσης του Heidegger. Στέκεται στα σημαντικότερα έργα του, κυρίως στο «Είναι και Χρόνος», στον τρόπο με τον οποίο καταδύθηκε στην ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, στη μαγεία του ως δασκάλου, για να προσπελάσει όσα θεωρούνται δύσκολα και αδιαπέραστα στη σκέψη και κυρίως στη γλώσσα του.
Ο σκοπός του Τζορτζ Στάινερ δεν είναι να πάρει θέση «υπέρ» ή «κατά», αλλά να κατανοήσει. Τον χαρακτήρα του, την προσωπικότητά του, τη σχέση του με τον ναζισμό, τους λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε απροσπέλαστος. Στο βιβλίο του με τίτλο «Heidegger», από το οποίο η «Κ» προδημοσιεύει εκτενή αποσπάσματα, ο Στάινερ επιχειρεί, με τον κατανοητό όσο και γοητευτικό τρόπο του, να μιλήσει για μία από τις μεγαλύτερες μορφές της φιλοσοφικής σκέψης στoν 20ό αιώνα. Και ομολογεί αβίαστα ότι «υπήρξε ένας ακούραστος περιπατητής σε τόπους αφώτιστους».
Η ίδια η γλώσσα ομιλεί μέσω του ανθρώπου
Η χαϊντεγκεριανή «αποφασιστικότητα» περιέχει κάτι περισσότερο από μια απλή μυστικιστική νύξη περί αφοσίωσης και elan (ορμής) για αυτοθυσία και αυτοπροβολή, η οποία κηρύσσεται από τον Φύρερ και από τους «σκληροπυρηνικούς» ακολούθους του. Και οι δύο επιτάσσουν την εξύψωση της προσωπικής μοίρας με τη μορφή μιας εθνικής και φυλετικής αποστολής, η οποία αναλύεται στο «Είναι και Χρόνος». Και στους δύο υπάρχει, κατά τρόπο εύλογο, αλλά και ουσιαστικό, μια έξαρση του θανάτου ως επιδιωκόμενο αποκορύφωμα και ολοκλήρωση της ζωής. Εδώ υπάρχει πάλι ένα εγελιανό και ταυτοχρόνως νιτσεϊκό υπόβαθρο. Εάν, όπως ο Heidegger υποστηρίζει, η ιστορία κατά την παραδοσιακή, κριτικά αποτιμώμενη, έννοια, είναι άνευ νοήματος, τότε αυτή η έλλειψη νοήματος πρέπει να εκφραστεί παραστατικά και να δειχτεί ότι οδηγεί σε ένα αδιέξοδο. Στη χιτλερική ανασύνθεση του ιστορικού παρελθόντος, στην «αποκαλυπτική» επιταγή μιας ολότελα καινούργιας αρχής στο γερμανικό πεπρωμένο, ο Heidegger μπορούσε να βρει μια επιβεβαίωση του δικού του, πιο τεχνικού, πιο εσωτεριστικού αντιιστορισμού.
Φρασεολογία
Αλλά, πάνω απ’ όλα, υπάρχει το ιδίωμα του «Είναι και Χρόνος» και η φρασεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Και τα δύο, αν και σε εμφανώς διαφορετικά επίπεδα, εκμεταλλεύονται την κλίση του γερμανικού πνεύματος προς την υπαινισσόμενη αδιαφάνεια, την ικανότητά του να προσδίδει σε (συχνά κενές ή ημιτελείς) αφηρημένες έννοιες μια φυσική παρουσία και ένταση. Υπάρχει στη χαϊντεγκεριανή θέση, που καθαυτή είναι μεταφορική και ταυτοχρόνως γοητευτική, ότι δεν είναι ο άνθρωπος που ομιλεί εκεί όπου η γλώσσα είναι πολύ αποτελεσματική, αλλά ότι η «ίδια η γλώσσα ομιλεί μέσω του ανθρώπου», ένα δυσοίωνο τεκμήριο των αποτυπωμάτων της χιτλερικής έμπνευσης, της ναζιστικής χρήσης της ανθρώπινης φωνής ως μιας τρομπέτας που παίζεται από υπερμεγέθεις, θεϊκούς μεσάζοντες πέραν της αδύναμης θέλησης ή της κρίσης του λογικού ανθρώπου. Ο ναζισμός συναντά τον Heidegger ακριβώς εκείνη τη στιγμή της σκέψης του που το ανθρώπινο ον παραγκωνίζεται από το επίκεντρο του νοήματος και του Είναι. Το ιδίωμα του αμιγώς «οντολογικού» αναμειγνύεται με εκείνο του απάνθρωπου.
Αλλά, όσο εμετικές κι αν είναι οι κινήσεις και οι δηλώσεις του Heidegger κατά τη διάρκεια του 1933–34, είναι εντούτοις μετριοπαθείς. Είναι η απόλυτη σιωπή του για τον χιτλερισμό και το Ολοκαύτωμα μετά το 1945 που είναι σχεδόν αφόρητη.
Κάθε σοβαρή σχολή σκέψης των μέσων του 20ού αιώνα, φιλελεύθερη ή συντηρητική, κοσμική ή θεολογική, κοινωνική ή ψυχολογική, έχει επιδιώξει να κατανοήσει τα φαινόμενα της γενοκτονίας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης μέσω της απότομης και βίαιης εισβολής στο ανθρώπινο ημερολόγιο της εποχής της κόλασης. Το αξίωμα ότι το Αουσβιτς και το Belsen οροθετούν κάποιο σημείο μηδέν στην κατάσταση και στον ορισμό του ανθρώπου είναι πλέον μια κοινοτοπία. Για έναν φιλόσοφο, για έναν Γερμανό αυτόπτη μάρτυρα, για ένα σκεπτόμενο ανθρώπινο ον, το οποίο διαθέτει αισθήματα και το οποίο έχει εμπλακεί στα σχετικά γεγονότα, το να μη λέει απολύτως τίποτα είναι ισοδύναμο με συνενοχή. Γιατί πάντα συνεργούμε μ’ εκείνο που μας αφήνει αδιάφορους. Υπάρχει λοιπόν κάτι που μπορεί κανείς να πει για να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει την απόλυτη σιωπή κάποιου, του οποίου τα όψιμα έργα, σύμφωνα με τον Martin Buber, «πρέπει να ανήκουν στην αιωνιότητα»; Μόνον οι εικασίες είναι πιθανές. Οι κατηγορίες για αντισημιτισμό είναι, σε σχέση με το μέγεθος αυτής της περίπτωσης, επουσιώδεις, αλλά επίσης, πιστεύω, ψευδείς. Υπήρξε αδύνατο να βρω αντιεβραϊκά αισθήματα ή δηλώσεις στα έργα του Heidegger, ακόμα και σ’ εκείνα που έχουν δημόσια και πολιτική λειτουργία – ένα γεγονός το οποίο ευθύς εξαρχής τον απομακρύνει από το κύριο ρεύμα του ναζισμού. Εάν ο Heidegger ήταν από ορισμένες εμφανείς απόψεις ένας αξιόλογος άνδρας, ένας δάσκαλος του οποίου η γλωσσο-φιλοσοφική δράση κυριολεκτικά υπερτερεί έναντι ποικίλων όψεων του σύγχρονου προβληματισμού, ήταν ταυτοχρόνως και ένας πολύ μικροπρεπής άνθρωπος. Περιχαράκωσε την ύπαρξή του μέσα στα όρια μιας μικρής λατρευτικής κλίκας και, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, πίσω από ένα φράγμα κολακείας. Οι έξοδοί του ήταν γενικά λίγες και προσεκτικά οργανωμένες.
Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε το κουράγιο ή τη μεγαλοψυχία που χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει το πολιτικό του παρελθόν και το ερώτημα το σχετικό με την υιοθέτηση της βαρβαρότητας στη Γερμανία. Αν και ενεπλάκη στην ανατροπή της παραδοσιακής μεταφυσικής, αν και κατέγραψε μια ριζοσπαστική και αντιακαδημαϊκή αντίληψη για τη σκέψη, ο Heidegger ήταν ταυτοχρόνως ένας Γερμανός Ordinarius, που διέθετε μια μακρόχρονη, αδιατάρακτη θέση κύρους, ανίκανος, είτε συναισθηματικά είτε πνευματικά, να αντιμετωπίσει, ή να «δια-στοχαστεί» όπως θα το έθετε ο ίδιος, την εύκολη κατάρρευση των γερμανικών ακαδημαϊκών και πολιτιστικών θεσμών μπροστά στη ναζιστική πρόκληση.
Επιπλέον, καθώς κάποιος εξετάζει την πορεία του Heidegger, με την εξαιρετική οικονομία κινήσεων και την ικανότητα να παράγει έναν θρύλο (υπάρχουν εδώ συγκεκριμένα σημεία επαφής με την πορεία του Wittgenstein), το χαρακτηριστικό που αναδύεται καταλυτικά είναι εκείνο της δαιμόνιας, της «χωριάτικης πανουργίας».
Το κλειστό στόμα και τα μικρά μάτια φαίνονται να κοιτούν τον ερωτώντα μέσα από μια χιλιετή κληρονομιά επιδέξιας σιωπής. Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα και το ρόλο του σ’ αυτά, ο Heidegger μπορεί να διαισθάνθηκε ότι η άρνηση να πει οτιδήποτε – ακόμα κι εκεί, και κυρίως εκεί, που θα μιλούσε από καθέδρας για την παγκόσμια πολιτική και τον αμερικανοσοβιετικό υλισμό– θα ήταν μακράν η καλύτερη στάση. Σ’ αυτό πρέπει, δικαίως, να προσθέσουμε την πιθανότητα το μεγέθος της καταστροφής και των συνεπειών της για τη συνέχεια του δυτικού πολιτισμού να είχε φανεί στον Heidegger, όπως και σε άλλους συγγραφείς και στοχαστές, απολύτως πέραν κάθε λογικού σχολίου. Αλλά θα μπορούσε τουλάχιστον να είχε πει ακριβώς αυτό, και το ενδιαφέρον που έδειξε για την ποίηση του Celan δείχνει ότι είχε πλήρη επίγνωση αυτής της επιλογής.
Μέσα από κυκλικά μονοπάτια
Ο Martin Heidegger είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος του θάμβους, ο άνθρωπος του οποίου το δέος εμπρός στο απόλυτο γεγονός ότι είμαστε αντί του δεν είμαστε, έχει θέσει ένα ακτινοβόλο εμπόδιο στο μονοπάτι του εμφανούς. Η σκέψη του είναι εκείνη που κάνει ακόμη και τη στιγμιαία υπεροψία εμπρός στο γεγονός της ύπαρξης ασυγχώρητη. Είναι στο ξέφωτο του δάσους στο οποίο τα κυκλικά μονοπάτια τον οδηγούν, αν και δεν φτάνουν ποτέ σ’ αυτό, που ο Heidegger έθετε το αξίωμα της ενότητας της σκέψης, της ποίησης και εκείνης της υπέρτατης πράξης περηφάνιας και ευφροσύνης των θνητών που αποτελεί η εκδήλωση ευγνωμοσύνης, η ευχαριστία. Και αυτή σίγουρα δεν είναι μια ευτελής μεταφορά για να καθοδηγήσει κανείς τη ζωή του.
Διάδοχος του Husserl
Ο Heidegger γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίοιυ 1899 στο Messkirch, στην περιοχή του Μέλανα Δρυμού της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Πέθανε στο Messkirch ογδόντα έξι χρόνια αργότερα. Ο πατέρας του ήταν ιεροφύλακας σε Καθολική εκκλησία και τα πρώτα χρόνια της ζωής του Martin ήταν διαποτισμένα από καθολικισμό.
Σπούδασε στο Φράιμπουργκ δίπλα στον νεοκαντιανό Heinrich Rickert και στον Edmund Husserl, τον πατέρα της φαινομενολογίας. Πήρε το διδακτορικό του το 1914 και απαλλάχτηκε από την στρατιωτική υπηρεσία για λόγους υγείας. Το 1915, εξελέγη λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Από το 1920 ώς το 1923, ο Heidegger ήταν βοηθός του Husserl στο Φράιμπουργκ, μια σχέση που, σύμφωνα με τα γερμανικά ακαδημαϊκά ήθη, υπονοεί στενή προσωπική και ιδεολογική συνάφεια, καθώς και την προοπτική της διαδοχής. Διαδέχθηκε τον Husserl στην έδρα της Φιλοσοφίας του Φράιμπουργκ και η εναρκτήρια διάλεξή του ήταν «Τι είναι Μεταφυσική;». Δίδαξε στο ίδιο πανεπιστήμιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1944. Τα συμμαχικά στρατεύματα τον απάλλαξαν από τα διδακτικά καθήκοντά του για την περίοδο 1945 - 1951. Ο καθηγητής Heidegger αποσύρθηκε το 1959.
Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ακαδημαϊκής του ζωής, ο Heidegger περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο Todtnauberg, ένα καταφύγιο στον Μέλανα Δρυμό, του οποίου το συμβολικό όνομα και η απομόνωση έγιναν συνώνυμα του ιδιαίτερα κλειστού χαρακτήρα της προσωπικής ζωής του Heidegger και των εικόνων δάσους που σημαδεύουν τη γραφή του. Ταξίδεψε ελάχιστα. Το 1929 πήγε στο Νταβός, δύο ή τρεις φορές στην Προβηγκία και το 1967 στην Ελλάδα.
Ιnfo
Το βιβλίο του Τζoρτζ Στάινερ «Heidegger» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Πατάκης» σε μετάφραση Ασημίνας Καραβαντά και επιστημονική επιμέλεια Γκόλφως Μαγγίνη.
" Kαθημερινή"