«Η διαθήκη» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1884, και ένα χρόνο αργότερα ενσωματώθηκε στο μυθιστόρημα Ο φιλαράκος. Το ρεαλιστικό αυτό διήγημα εστιάζεται στον διάλογο ενός ζευγαριού, για να καυτηριάσει με οξύτατο σαρκασμό τον φαρισαϊσμό, την απληστία και τον αμοραλισμό της σύγχρονής του αστικής κοινωνίας.
Κάτω από τη λεπτή κρούστα της αστικής ευπρέπειας αποκαλύπτεται η αποτελμάτωση των ανθρώπινων σχέσεων: οι πρωταγωνιστές του διηγήματος είναι δύο αποξενωμένα όντα που συμβιώνουν (και ενδεχομένως ζουν) χωρίς λόγο, ενώ «το ένα υποψιάζεται, οσμίζεται, καραδοκεί ασταμάτητα το άλλο». Κομπάρσοι σε μια σκοτεινή κωμωδία που έχει χάσει κάθε επαφή με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, οι χαρακτήρες του Μωπασσάν (εδώ: ο κ. Σερμπουά) εμφανίζονται καταδικασμένοι να ακροβατούν ανάμεσα στη βλακεία και το ψέμα, τη δουλοπρέπεια και την αρπακτικότητα, ενώ προσποιούνται (στους άλλους, αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό) ευαισθησία, ανωτερότητα και ηθική ακεραιότητα.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΣΕΡΜΠΟΥΑ αποτελείωναν το γεύμα τους, με ύφος δύσθυμο, ο ένας απέναντι στον άλλο.
Η κυρία Σερμπουά, μια μικροκαμωμένη ξανθούλα με ροδαλή επιδερμίδα, γαλανά μάτια, απαλές κινήσεις, έτρωγε αργά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι της, σαν να την απασχολούσε μια θλιβερή κι επίμονη σκέψη.
Ο Σερμπουά, ψηλός, δυνατός, με φαβορίτες και ύφος υπουργού ή επιχειρηματία, φαινόταν νευρικός και συλλογισμένος.
Τελικά είπε, σαν να μονολογούσε:
«Είναι πολύ παράξενο στ’ αλήθεια!»
«Τι πράγμα, καλέ μου;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Που ο Βωντρέκ δε μας άφησε τίποτα».
Η κυρία Σερμπουά κοκκίνισε· κοκκίνισε απότομα, σαν να απλώθηκε ξαφνικά ένα ροζ πέπλο στο δέρμα της από το λαιμό προς το πρόσωπο, και είπε:
«Ίσως υπάρχει καμιά διαθήκη στο συμβολαιογράφο. Μα πού να το ξέρουμε;»
Έδειχνε όμως στην πραγματικότητα να το ξέρει. Ο Σερμπουά απάντησε: «Ναι, είναι πιθανό. Γιατί εν τέλει ο εργένης μας αυτός ήταν ο καλύτερος φίλος και για τους δυο μας. Δεν ξεκολλούσε απ’ το σπίτι μας, έτρωγε εδώ τα βράδια μέρα παρά μέρα. Ξέρω πολύ καλά πως σου έκανε πολλά δώρα και πως αυτό ήταν ένας τρόπος, μεταξύ άλλων, να ξεπληρώνει τη φιλοξενία μας· όμως, μα την αλήθεια, όταν έχεις φίλους σαν κι εμάς, τους σκέφτεσαι στη διαθήκη σου. Είναι βέβαιο πως, εάν είχα αισθανθεί εγώ άρρωστος, θα είχα κάνει κάτι γι’ αυτόν, μολονότι εσύ είσαι η φυσική κληρονόμος μου».
Η κυρία Σερμπουά είχε τα μάτια κατεβασμένα. Και καθώς ο σύζυγός της λιάνιζε ένα κοτόπουλο, φύσηξε τη μύτη της όπως τη φυσάμε όταν κλαίμε.
Εκείνος εξακολούθησε: «Εν τέλει είναι πιθανό να υπάρχει μια διαθήκη στο συμβολαιογράφο και κάποιο μικρό κληροδότημα για μας. Δε θα μ’ ενδιέφερε κάτι το σπουδαίο· ένα ενθύμιο, απλώς ένα ενθύμιο, μια σκέψη, για να πειστώ ότι ένιωθε στοργή για μας».
Τότε η γυναίκα του είπε με διστακτική φωνή: «Εάν θέλεις, μετά το φαγητό, πάμε στου κυρίου Λαμανέρ και θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα».
«Ναι, δεν βλέπω τίποτα καλύτερο» είπε εκείνος.
Και καθώς είχε δέσει μια πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό του, για να μη λερώσει με σάλτσα τα ρούχα του, έμοιαζε μ’ έναν αποκεφαλισμένο που μιλούσε, με τις ωραίες φαβορίτες του να ξεχωρίζουν μαύρες πάνω στο λευκό ύφασμα και το πρόσωπό του σαν ενός μετρ ντ’ οτέλσε μεγάλο οίκο.
Όταν μπήκαν στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ, παρατηρήθηκε κάποια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους υπαλλήλους, κι όταν ο κύριος Σερμπουά έκρινε σκόπιμο να πει το όνομά του, παρόλο που τον γνώριζαν πολύ καλά, ο πρώτος γραμματέας σηκώθηκε με ολοφάνερη προθυμία, ενώ ο δεύτερος χαμογελούσε.
Και οδήγησαν τον κύριο και την κυρία Σερμπουά στο γραφείο του αφεντικού.
Το αφεντικό ήταν ένα στρουμπουλό ανθρωπάκι, με κεφάλι σαν σφαίρα καρφωμένη σε μιαν άλλη σφαίρα, η οποία στηριζόταν σε δύο τόσο μικρά, τόσο κοντά πόδια, που σχεδόν έμοιαζαν κι αυτά με δύο σφαίρες.
Χαιρέτησε, τους κάλεσε να καθίσουν και, ρίχνοντας στην κυρία Σερμπουά ένα φευγαλέο συνωμοτικό βλέμμα, τους είπε:
«Τώρα μόλις εσκόπευα να σας γράψω για να σας παρακαλέσω να περάσετε από το γραφείο μου ώστε να σας γνωστοποιήσω τη διαθήκη του κυρίου Βωντρέκ που σας αφορά».
Ο κύριος Σερμπουά δεν άντεξε και είπε: «Το περίμενα».
Ο συμβολαιογράφος πρόσθεσε:
«Θα σας αναγνώσω αυτό το κείμενο, που είναι άλλωστε σύντομο».
Πήρε ένα χαρτί που βρισκόταν μπροστά του και διάβασε:
«Ο υπογεγραμμένος Πωλ Εμίλ Συπριέν Βωντρέκ, έχων σώας τας φρένας, εκφράζω εδώ την τελευταία μου θέληση.
»Επειδή ο θάνατος μπορεί να μας πάρει οποιαδήποτε στιγμή, επιθυμώ διά παν ενδεχόμενο να λάβω τα μέτρα μου, και γι’ αυτό συντάσσω τη διαθήκη μου, η οποία θα κατατεθεί στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ.
»Καθώς δεν έχω άμεσους κληρονόμους, αφήνω ολόκληρη την περιουσία μου, που αποτελείται από χρηματιστηριακές αξίες ύψους τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων και ακίνητα ύψους εξακοσίων χιλιάδων περίπου φράγκων στην κυρία Κλαιρ Ορτάνς Σερμπουά, χωρίς καμιά εκ μέρους της υποχρέωση ή οποιονδήποτε άλλο όρο. Την παρακαλώ να αποδεχθεί τη δωρεά αυτή ενός πεθαμένου φίλου εις ένδειξιν μιας αφοσιωμένης, βαθιάς και προσήκουσας στοργής.
Εγένετο εν Παρισίοις τη 15η Ιουνίου 1883
υπογραφή: Βωντρέκ»
υπογραφή: Βωντρέκ»
Η κυρία Σερμπουά είχε χαμηλώσει το κεφάλι και παρέμενε ακίνητη, ενώ ο άντρας της κοίταζε εμβρόντητος μια το συμβολαιογράφο και μια τη γυναίκα του.
Ο κύριος Λαμανέρ, ύστερα από μια στιγμή σιωπής, είπε:
«Εξυπακούεται, κύριε, ότι η σύζυγος σας δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το κληροδότημα χωρίς τη συγκατάθεσή σας».
Ο κύριος Σερμπουά σηκώθηκε. «Ζητώ πίστωση χρόνου για να το σκεφθώ» είπε.
Ο συμβολαιογράφος, που χαμογελούσε με κάποια δόση πονηριάς, υποκλίθηκε: «Καταλαβαίνω τους λόγους που μπορεί να σας κάνουν να διστάζετε, αγαπητέ κύριε. Ο κόσμος κάνει μερικές φορές κακόβουλες κρίσεις. Θέλετε να ξανάρθετε αύριο, την ίδια ώρα, για να μου δώσετε την απάντησή σας;»
Ο κύριος Σερμπουά υποκλίθηκε: «Ναι, κύριε, ες αύριον».
Χαιρέτησε με τσιριμόνιες, πρόσφερε το μπράτσο του στη γυναίκα του, που ήταν κατακόκκινη σαν παπαρούνα και κρατούσε τα μάτια της πεισματικά χαμηλωμένα, και βγήκε με τόσο επιβλητικό ύφος που οι γραμματείς σάστισαν.
Μόλις επέστρεφαν στην κατοικία τους, ο κύριος Σερμπουά έκλεισε την πόρτα και είπε με στεγνή φωνή:
«Ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Η γυναίκα του, που έβγαζε το καπέλο της, στράφηκε με ένα τίναγμα:
«Τι; Εγώ;»
«Ναι, εσύ!… Δεν αφήνει κανείς ολόκληρη την περιουσία του σε μια γυναίκα χωρίς να…»
Εκείνη είχε γίνει κάτωχρη και τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς προσπαθούσε να δέσει τις μακριές κορδέλες για να τις εμποδίσει να σέρνονται στο πάτωμα.
Μετά από λίγη σκέψη είπε: «Για στάσου… Είσαι τρελός… είσαι τρελός… Εσύ ο ίδιος δεν περίμενες, μόλις πριν από λίγο, ότι θα… θα σου… ότι θα σου άφηνε κάτι;…»
«Ναι, μπορούσε να μου αφήσει κάτι… εμένα,… τ’ ακούς; σ’ εμένα, αλλά όχι σ’ εσένα…»
Τον κοίταξε κατάματα με τρόπο βαθύ και παράξενο, σαν να ’θελε να βρει κάτι εκεί μέσα, να ανακαλύψει το άγνωστο εκείνο του Όντος που δεν εξιχνιάζεται ποτέ και μόλις που μπορούμε να μαντέψουμε αστραπιαία, σε στιγμές που ο άλλος δε φυλάγεται, έχει αφεθεί ή δεν προσέχει, και είναι σαν ν’ αφήνει μισάνοιχτες πόρτες προς τα μυστηριώδη εσώψυχά του· και είπε αργά:
«Νομίζω εντούτοις πως… αν…, πως θα φαινόταν τουλάχιστον παράξενο, ένα τόσο σπουδαίο κληροδότημα εκ μέρους του.. σ’ εσένα».
«Γιατί;» έκανε εκείνος απότομα, σαν άνθρωπος που διαψεύστηκε στις προσδοκίες του.
«Γιατί έτσι» είπε εκείνη κι έστρεψε το κεφάλι της, σαν να την είχε καταλάβει κάποια αμηχανία· ύστερα σώπασε.
Ο άντρας της άρχισε να πηγαινοέρχεται με γρήγορα βήματα.
«Δε θα δεχτείς κάτι τέτοιο, υποθέτω!» της είπε.
«Ασφαλώς» αποκρίθηκε εκείνη αδιάφορα. «Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αξίζει τον κόπο να περιμένουμε ως αύριο· μπορούμε να ειδοποιήσουμε αμέσως τον κύριο Λαμανέρ».
Ο Σερμπουά στάθηκε μπροστά της, κι έμειναν να αλληλοκοιτάζονται για λίγο στα μάτια από πολύ κοντά, προσπαθώντας να δουν, να μάθουν, να καταλάβουν, να ανακαλύψουν μέσα στον άλλο, να αναμετρηθούν ως τα μύχια της σκέψης, μέσα σε μιαν από αυτές τις εναγώνιες και βουβές αναζητήσεις δύο όντων που, αν και ζουν μαζί, εξακολουθεί να αγνοεί το ένα το άλλο, αλλά που το ένα υποψιάζεται, οσμίζεται, καραδοκεί ασταμάτητα το άλλο.
Ύστερα, απότομα, πλησίασε κοντά κοντά και της πέταξε με χαμηλή φωνή:
«Έλα, ομολόγησε πως ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους: «Τι κουτός που είσαι!… Ο Βωντρέκ μ’ αγαπούσε, σίγουρα, όμως δε μ’ έκανε ποτέ δική του…, ποτέ».
«Λες ψέματα, δεν είναι δυνατό» είπε εκείνος χτυπώντας το πόδι.
«Όμως έτσι είναι» του απάντησε ήρεμα.
Εκείνος βάλθηκε πάλι να βαδίζει· ύστερα, σταματώντας και πάλι, είπε:
«Εξήγησέ μου τότε, γιατί αφήνει όλη του την περιουσία σ’ εσένα».
«Είναι πολύ απλό» είπε εκείνη νωχελικά. «Όπως έλεγες κι εσύ προ ολίγου, οι μόνοι φίλοι του ήμασταν εμείς, και ζούσε εξίσου στο σπίτι του και στο σπίτι μας, και τη στιγμή που έκανε τη διαθήκη του εμάς σκέφτηκε. Έπειτα, από αβροφροσύνη, έβαλε το όνομά μου στο χαρτί, αφού το όνομά μου του ήρθε, εντελώς φυσικά, την ώρα που έγραφε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που σ’ εμένα έκανε δώρα κι όχι σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Είχε τη συνήθεια να μου φέρνει λουλούδια, να μου δίνει, κάθε 5 του μηνός, ένα μπιμπελό, επειδή γνωριστήκαμε κάποια 5η του Ιουνίου… Το ξέρεις καλά. Εσένα δεν σου έδινε σχεδόν ποτέ τίποτα· δεν του περνούσε καν από το νου. Στις γυναίκες και όχι στους συζύγους προσφέρουν δωράκια. Ε, λοιπόν, σ’ εμένα άφησε το τελευταίο του δώρο κι όχι σ’ εσένα, τίποτα το απλούστερο».
Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο φυσική, που ο Σερμπουά προς στιγμήν αμφέβαλε, αλλά είπε: «Έτσι είναι. Όμως αυτό θα κάνει πολύ κακή εντύπωση. Οι πάντες θα πίστευαν πως κάτι τρέχει. Δεν μπορούμε να δεχθούμε».
«Τότε, λοιπόν, ας μη δεχθούμε, καλέ μου. Τούτο σημαίνει ένα εκατομμύριο λιγότερο για την τσέπη μας, αυτό είν’ όλο».
Εκείνος βάλθηκε να μιλάει, όπως σκέφτεται κανείς φωναχτά, χωρίς ν’ απευθύνεται άμεσα στη γυναίκα του.
«Μάλιστα, ένα εκατομμύριο —είναι αδύνατο—, θα χάναμε την υπόληψή μας —τόσο το χειρότερο—, θα ’πρεπε να μου είχε αφήσει εμένα το μισό, αυτό θα τακτοποιούσε τα πάντα».
Και κάθισε, σταύρωσε τα πόδια και βάλθηκε να πασπατεύει τις φαβορίτες του, όπως έκανε σε στιγμές μεγάλης περισυλλογής.
Η κυρία Σερμπουά είχε ανοίξει το καλαθάκι του εργοχείρου της, από το οποίο τράβηξε την άκρη ενός κεντήματος, και είπε ενώ άρχιζε να εργάζεται:
«Εμένα δε με νοιάζει. Πρέπει να το σκεφτείς εσύ».
Εκείνος έκανε πολλή ώρα ν’ απαντήσει, κατόπιν είπε διστακτικά:
«Να, θα υπήρχε, ας πούμε, ένας τρόπος, αν μου παραχωρούσες παραδείγματος χάριν τη μισή κληρονομιά, με δωρεά εν ζωή. Είμαστε άκληροι, μπορείς να το κάνεις. Έτσι θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου».
«Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά, πώς θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου;» τον ρώτησε με σοβαρότητα.
Εκείνος θύμωσε απότομα: «Είσαι πραγματικά ανόητη. Θα πούμε πως κληρονομήσαμε εξ ημισείας. Και θα είναι αλήθεια. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι η διαθήκη ήταν στο όνομά σου».
Εκείνη τον ξανακοίταξε με διεισδυτικό βλέμμα: «Όπως θέλεις, είμαι έτοιμη».
Τότε ο Σερμπουά σηκώθηκε και ξανάρχισε να περπατάει.
Έμοιαζε και πάλι να διστάζει, αν και το πρόσωπο του αχτινοβολούσε:
«Όχι… ίσως είναι προτιμότερο να αποποιηθείς εντελώς… είναι πιο αξιοπρεπές… ωστόσο… έτσι δε θα έχει κανείς τίποτα να πει… Οι πιο ενάρετοι άνθρωποι θα αναγκαζόντουσαν να κάνουν πίσω… Ναι, έτσι τακτοποιούνται τα πάντα…»
Στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του: «Που λες, ελαφίνα μου, θα πάω μόνος μου στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ για να τον συμβουλευτώ και να του εξηγήσω το ζήτημα. Θα του πω ότι προτίμησες αυτή τη λύση από ευπρέπεια, για να μην μπορούν να κουτσομπολεύουν. Από τη στιγμή που αποδέχομαι το μισό αυτής της κληρονομιάς, είναι ολοφάνερο πως είμαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνω, πως είμαι ενήμερος της κατάστασης, πως τη θεωρώ ξεκάθαρη, άμεμπτη. Είναι σαν να σου ’λεγα: "Αποδέξου την κι εσύ, καλή μου, αφού την αποδέχομαι εγώ, ο σύζυγός σου". Ειδάλλως, αληθινά, δε θα ’ταν σωστό».
«Όπως θέλεις» πρόφερε απλά η κυρία Σερμπουά.
Εκείνος συνέχισε, μιλώντας τώρα με στόμφο: «Ναι, μοιράζοντας την κληρονομιά, όλα εξηγούνται πολύ εύκολα. Κληρονομούμε ένα φίλο που δε θέλησε να κάνει διάκριση ανάμεσά μας, δε θέλησε να μας ξεχωρίσει, που δε θέλησε να μοιάζει πως έλεγε: "Προτιμώ τον ένα ή τον άλλο μετά το θάνατό μου, όπως έκανα κι όταν ζούσα". Και να ’σαι βέβαιη, πως αν το ’χε σκεφτεί, αυτό θα ’κανε. Δεν σκέφτηκε, δεν πρόβλεψε τις συνέπειες. Όπως το ’πες τόσο καλά, σ’ εσένα χάριζε πάντα τα δώρα του. Σ’ εσένα θέλησε λοιπόν ν’ αφήσει ένα τελευταίο ενθύμιο».
Εκείνη τον σταμάτησε έχοντας κάπως απαυδήσει: «Εντάξει, κατάλαβα. Δε χρειάζονται τόσες εξηγήσεις. Πήγαινε αμέσως στο συμβολαιογράφο».
«Έχεις δίκιο. Πηγαίνω» πρόφερε εκείνος κοκκινίζοντας, σαστισμένος ξαφνικά.
Πήρε το καπέλο του και. πλησιάζοντάς την, της πρότεινε τα χείλη για να τη φιλήσει, ενώ ψιθύριζε:
«Θα τα πούμε σε λίγο, χρυσή μου».
Ύστερα ο Σερμπουά έφυγε με χαρούμενο ύφος.
Και η κυρία Σερμπουά παράτησε το εργόχειρο της κι άρχισε να κλαίει.
GUY DΕ MAUPASSANT (Διέππη 1850 – Πασσύ 1893). Γάλλος διηγηματογράφος. Ως τα τριάντα του υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του δημόσιου τομέα και έζησε ζωή ανέμελη και έντονη. Η γνωριμία του με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ στάθηκε καθοριστική για τη στροφή του στη λογοτεχνία. Έγραψε πάνω από τριακόσια διηγήματα, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους διηγηματογράφους. Πέθανε σε άσυλο από γενική παράλυση, συνέπεια της σύφιλης και των νευρικών κλονισμών που τον βασάνιζαν.
via