Διαβάζουμε σε εθνολογικές μελέτες -και όχι στις λιγότερο σημαντικές- ότι ο άνθρωπος χρωστά τη γνώση της φωτιάς στο τυχαίο γεγονός ενός κεραυνού ή μιας πυρκαγιάς σε θαμνώδη έκταση· ότι η ανακάλυψη ενός θηράματος, που ψήθηκε τυχαία κάτω από αυτές τις συνθήκες, του αποκάλυψε το μαγείρεμα της τροφής του· ότι η εφεύρεση της κεραμικής προέκυψε από μια χούφτα πηλού, ξεχασμένου δίπλα στη φωτιά. Θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος πρέπει αρχικά να ζούσε μέσα σ’ ένα είδος χρυσού αιώνα της τεχνολογίας, όπου οι εφευρέσεις συλλέγονταν με την ίδια ευκολία όπως τα φρούτα και τα λουλούδια. Στο σύγχρονο άνθρωπο θα επιφυλάσσονταν η κόπωση του μόχθου και τα φώτα της μεγαλοφυΐας.
Αυτή η αφελής άποψη προέρχεται από την ολοκληρωτική άγνοια της πολυπλοκότητας και της ποικιλομορφίας των πράξεων που εμπεριέχονται στις πιο στοιχειώδεις τεχνικές. Για να κατασκευάσουμε ένα αποτελεσματικό εργαλείο από λαξευμένη πέτρα, δεν αρκεί να χτυπάμε πάνω σε μια πέτρα μέχρι που να σπάσει: το αντιληφθήκαμε καλά τη μέρα που προσπαθήσαμε να αναπαραγάγουμε τους βασικούς τύπους προϊστορικών εργαλείων. Τότε -και παρατηρώντας επίσης την ίδια τεχνική στους ιθαγενείς που ακόμη την κατέχουν- ανακαλύψαμε πόσο περίπλοκες είναι οι απαραίτητες διαδικασίες, που φτάνουν κάποτε μέχρι την προκαταρκτική κατασκευή πραγματικών «λαξευτικών εργαλείων»: σφυριά με αντίβαρο, για να ελέγχονται η πρόσκρουση και η κατεύθυνσή της· συστήματα απορρόφησης των κραδασμών, για να αποφεύγεται το σπάσιμο των κομματιών. Χρειάζονται επίσης πάρα πολλές γνώσεις για τον τόπο προέλευσης, τις μεθόδους εξόρυξης, την αντοχή και τη σύνθεση των υλικών που χρησιμοποιούνται, κατάλληλη μυϊκή άσκηση, γνώση των «κινήσεων του χεριού» κτλ.· με μια λέξη, μια πραγματική «λιθουργία» (κατεργασία του λίθου), η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, αντιστοιχεί στις διάφορες φάσεις της μεταλλουργίας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι φυσικές πυρκαγιές μπορούν καμιά φορά να φρυγανίσουν ή να ψήσουν κάτι· αλλά πολύ δύσκολα αντιλαμβανόμαστε (εκτός από την περίπτωση των ηφαιστειακών φαινομένων, που η γεωγραφική τους κατανομή είναι περιορισμένη) ότι μπορούν να βράσουν ή να ψήσουν στον ατμό. Όμως αυτές οι μέθοδοι μαγειρέματος είναι το ίδιο παγκόσμιες με τις άλλες. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να αποκλείουμε την πράξη της εφεύρεσης, η οποία σίγουρα απαιτήθηκε για τις τελευταίες μεθόδους, από τη στιγμή που θέλουμε να εξηγήσουμε τις πρώτες.
Η κεραμική προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα, αφού σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη πεποίθηση δεν υπάρχει τίποτε πιο απλό από το να πλάσουμε ένα κομμάτι από πηλό και να το σκληρύνουμε στη φωτιά. Ας δοκιμάσουμε. Κατ’ αρχάς πρέπει ν’ ανακαλύψουμε πηλό κατάλληλο για ψήσιμο- αν όμως για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητος ένας μεγάλος αριθμός φυσικών συνθηκών, καμιά δεν είναι επαρκής, διότι, αν ο πηλός δεν αναμειχθεί με ένα αδρανές σώμα, επιλεγμένο βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, δε δίνει μετά το ψήσιμο ένα χρηστικό δοχείο. Πρέπει να επεξεργαστούμε τις τεχνικές του πλασίματος που επιτρέπουν να δώσουμε σ’ αυτό το έργο τη δυνατότητα να διατηρήσει μια ισορροπία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και συγχρόνως να τροποποιήσουμε ένα πλαστικό σώμα που δεν «κρατάει»· τέλος, πρέπει ν’ ανακαλύψουμε την καύσιμη ύλη, τη μορφή του φούρνου, το βαθμό θερμοκρασίας και τη διάρκεια του ψησίματος, τα οποία θα επιτρέψουν να το κάνουν στερεό και αδιαπέραστο από κάθε κίνδυνο ραγίσματος, θρυμματισμού και παραμορφώσεων. Θα μπορούσαμε να πληθύνουμε τα παραδείγματα.
Όλες αυτές οι εργασίες είναι πάρα πολλές και ιδιαίτερα πολύπλοκες για να μπορέσει η τύχη να τις εξηγήσει. Καθεμιά από αυτές ξεχωριστά δε σημαίνει τίποτε, και μόνο ο συνδυασμός τους, τον οποίο φανταζόμαστε, επιθυμούμε, αναζητούμε και δοκιμάζουμε πειραματικά, επιτρέπει την επιτυχία του εγχειρήματος. Η τύχη αναμφίβολα υπάρχει, αλλά από μόνη της δε φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια περίπου ο δυτικός πολιτισμός γνώρισε την ύπαρξη του ηλεκτρισμού -τυχαία ανακάλυψη αναμφίβολα-, αλλά αυτό το τυχαίο γεγονός θα παρέμενε χωρίς αποτέλεσμα ως τις σκόπιμες και κατευθυνόμενες από υποθέσεις προσπάθειες των Ampere και Faraday. Η τύχη δεν έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στην εφεύρεση του τόξου, του μπούμεραγκ ή του φυσοκάλαμου, στη γένεση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, απ’ όσο στην ανακάλυψη της πενικιλίνης -από την οποία άλλωστε δεν ήταν απούσα, όπως ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε με προσοχή τη μεταβίβαση μιας τεχνικής από τη μια γενιά στην άλλη, που γίνεται πάντοτε με μια σχετική ευχέρεια χάρη στην καθημερινή παρατήρηση και εξάσκηση, από τη δημιουργία ή τη βελτίωση των τεχνικών στο πλαίσιο κάθε γενιάς. Οι τελευταίες προϋποθέτουν πάντοτε την ίδια επινοητική δύναμη και τις ίδιες επίμονες προσπάθειες εκ μέρους μερικών ατόμων, όποια κι αν είναι η ιδιαίτερη τεχνική που έχουν υπόψη τους. Οι κοινωνίες που ονομάζουμε πρωτόγονες δεν είναι λιγότερο πλούσιες σε ανθρώπους σαν τον Pasteur και τον Palissy από τις άλλες.
Θα ξαναβρούμε σε λίγο την τύχη και την πιθανότητα, αλλά σε μια άλλη θέση και μ’ έναν άλλο ρόλο. Δε θα τις χρησιμοποιήσουμε για να εξηγήσουμε αβασάνιστα τη γέννηση έτοιμων εφευρέσεων, αλλά για να ερμηνεύσουμε ένα φαινόμενο που τοποθετείται σε ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας: ότι δηλαδή, παρά μια δόση φαντασίας, εφευρετικότητας, δημιουργικής προσπάθειας, που εύλογα υποθέτουμε ότι παραμένει σχεδόν σταθερή στην πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας, αυτός ο συνδυασμός προσδιορίζει τις σπουδαίες πολιτισμικές μεταλλαγές μόνο σε μερικές περιόδους και σε ορισμένους τόπους.
Διότι, για να καταλήξουμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα, δεν επαρκούν οι καθαρά ψυχολογικοί παράγοντες: πρώτα πρώτα πρέπει να παρευρίσκονται με παρόμοιο προσανατολισμό σε επαρκή αριθμό ατόμων, έτσι που ο δημιουργός να εξασφαλίζει αμέσως ένα κοινό· κι αυτός ο όρος εξαρτάται και ο ίδιος από τη συνένωση ενός σημαντικού αριθμού άλλων παραγόντων, ιστορικής, οικονομικής και κοινωνιολογικής φύσης.
Για να εξηγήσουμε λοιπόν τις διαφορές στην πορεία των πολιτισμών, θα φτάναμε να επικαλεστούμε σύνολα αιτιών τόσο σύνθετα και τόσο ασυνεχή, τα οποία θα ήταν αδιάγνωστα είτε για πρακτικούς λόγους είτε ακόμη για θεωρητικούς λόγους, όπως η εμφάνιση διαταραχών που συνδέονται με τις τεχνικές της παρατήρησης και που είναι αδύνατο να αποφύγουμε.
Πράγματι, για να ξεμπερδέψουμε ένα κουβάρι από τόσο πολλά και λεπτά νήματα, θα χρειαζόταν οπωσδήποτε να υποβάλουμε την εξεταζόμενη κοινωνία (αλλά και τον κόσμο που την περιβάλλει) σε μια συνολική και αδιάλειπτη εθνογραφική μελέτη. Ακόμη κι αν δεν αναφερθούμε στο μέγεθος του εγχειρήματος, γνωρίζουμε ότι οι εθνογράφοι, οι οποίοι ωστόσο εργάζονται σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα, συχνά περιορίζονται στις παρατηρήσεις τους από ανεπαίσθητες αλλαγές, τις οποίες και μόνο η παρουσία τους αρκεί για να εισαγάγει στην ανθρώπινη ομάδα που αποτελεί αντικείμενο της μελέτης τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι στο επίπεδο των σύγχρονων κοινωνιών οι σφυγμομετρήσεις (polls) της κοινής γνώμης, ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα του είδους, μεταβάλλουν τον προσανατολισμό αυτής της γνώμης ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος της χρήσης τους, η οποία ενεργοποιεί μέσα στον πληθυσμό έναν παράγοντα αυτοεξέτασης που ως τότε έλειπε.
Αυτή η κατάσταση δικαιολογεί την εισαγωγή στις κοινωνικές επιστήμες της έννοιας τηςπιθανότητας, παρούσας ήδη εδώ και πολύ καιρό σε ορισμένους κλάδους της φυσικής - για παράδειγμα, στη θερμοδυναμική. Θα επανέλθουμε· προς το παρόν είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι η πολυπλοκότητα των σύγχρονων ανακαλύψεων δεν προέρχεται από το γεγονός ότι η ιδιοφυία είναι πιο συχνή ή πολύ περισσότερο διαθέσιμη στους συγχρόνους μας. Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει, αφού έχουμε αναγνωρίσει ότι
στο διάβα των αιώνων το μόνο που έχει να κάνει κάθε γενιά για να προοδεύσει είναι να προσθέσει ένα σταθερό αποταμίευμα στο κεφάλαιο που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές.
Τα εννιά δέκατα του πλούτου μας οφείλονται σε αυτές· κι ακόμη περισσότερο, αν, όπως αρέσει σε μερικούς να κάνουν, υπολογίσουμε τη χρονολογία εμφάνισης των βασικών ανακαλύψεων σε σχέση με την κατά προσέγγιση χρονολογία της αρχής του πολιτισμού. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η γεωργία γεννιέται στην πορεία μιας πρόσφατης φάσης, που αντιστοιχεί στο 2% αυτής της διάρκειας, η μεταλλουργία στο 0,7%, το αλφάβητο στο 0,35%, η φυσική του Γαλιλαίου στο 0,035% και ο δαρβινισμός στο 0,009%'. Η επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση της Δύσης εγγράφεται ολόκληρη σε μια περίοδο ίση με το μισό περίπου χιλιοστό της μέχρι τώρα ζωής της ανθρωπότητας. Μπορούμε λοιπόν να δείξουμε σύνεση προτού ισχυριστούμε ότι είναι προορισμένη να της αλλάξει τελείως τη σημασία.
Είναι επίσης αλήθεια -κι αυτή είναι η οριστική έκφραση που πιστεύουμε ότι μπορούμε να δώσουμε στο πρόβλημά μας- ότι όσον αφορά τις τεχνικές εφευρέσεις (και την επιστημονική σκέψη που τις καθιστά δυνατές) ο δυτικός πολιτισμός παρουσιάζεται περισσότερο συσσωρευτικός απ’ ό,τι οι άλλοι- αφού είχε στη διάθεσή του το ίδιο αρχικό νεολιθικό κεφάλαιο, κατάφερε να επιφέρει βελτιώσεις (αλφαβητική γραφή, αριθμητική και γεωμετρία), από τις οποίες εξάλλου λησμόνησε γρήγορα κάποιες- αλλά έπειτα από μια στασιμότητα, η οποία χοντρικά εκτείνεται σε δυο με δυόμισι χιλιάδες χρόνια (από την πρώτη χιλιετηρίδα π.Χ. ως το δέκατο όγδοο αιώνα περίπου), εμφανίστηκε ξαφνικά ως εστία μιας βιομηχανικής επανάστασης με την οποία μόνο η νεολιθική επανάσταση υπήρξε κάποτε ισοδύναμη ως προς το εύρος της, την παγκοσμιότητα και τη σπουδαιότητα των συνεπειών της.
Δυο φορές συνεπώς στην ιστορία της, και σε διάστημα δυο χιλιάδων περίπου χρόνων, η ανθρωπότητα κατόρθωσε να συσσωρεύσει πληθώρα εφευρέσεων προσανατολισμένων στην ίδια κατεύθυνση- κι αυτό το πλήθος, από τη μια μεριά, αυτή η συνέχεια, από την άλλη, συγκεντρώθηκαν σε αρκετά μικρό χρονικό διάστημα ώστε να επιτελεστούν υψηλές τεχνικές συνθέσεις· συνθέσεις που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στις σχέσεις που ο άνθρωπος διατηρεί με τη φύση και οι οποίες με τη σειρά τους κατέστησαν δυνατές άλλες αλλαγές. Η εικόνα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης, την οποία προκαλούν σώματα-καταλύτες, επιτρέπει την απεικόνιση αυτής της διαδικασίας, η οποία ως τώρα επαναλήφθηκε δύο και μόνο δύο φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Πώς δημιουργήθηκε αυτό;
Πρώτα πρώτα,' δεν πρέπει να λησμονούμε ότι άλλες επαναστάσεις, που παρουσιάζουν τα ίδια συσσωρευτικά χαρακτηριστικά, μπόρεσαν να εκδηλωθούν αλλού και σε άλλες εποχές, αλλά σε διαφορετικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Εξηγήσαμε παραπάνω γιατί η δική μας βιομηχανική επανάσταση μαζί με τη νεολιθική επανάσταση (η οποία προηγείται χρονικά, αλλά προέρχεται από τις ίδιες έγνοιες) είναι οι μόνες που μπορούν να εμφανιστούν ως τέτοιες, επειδή το δικό μας σύστημα αναφοράς επιτρέπει να τις υπολογίσουμε. Όλες οι άλλες αλλαγές, οι οποίες βεβαίως πραγματοποιήθηκαν, εμφανίζονται μόνο με αποσπασματικές ή εντελώς παραμορφωμένες μορφές. Δεν μπορούν να αποκτήσουν ένα νόημα για το σύγχρονο δυτικό άνθρωπο (πάντως όχι όλο το νόημά τους)· γι’ αυτόν μπορούν ακόμη να είναι σαν να μην υπήρχαν.
Έπειτα, το παράδειγμα της νεολιθικής επανάστασης (το μόνο που ο δυτικός άνθρωπος κατορθώνει να φανταστεί αρκετά καθαρά) πρέπει να του εμπνέει κάποια μετριοπάθεια όσον αφορά την υπεροχή που θα μπορούσε να προσπαθήσει να διεκδικήσει προς όφελος μιας φυλής, μιας περιοχής ή μιας χώρας. Η βιομηχανική επανάσταση γεννήθηκε στη δυτική Ευρώπη· στη συνέχεια εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και ύστερα στην Ιαπωνία· από το 1917 επιταχύνεται στη Σοβιετική Ένωση, αύριο αναμφίβολα θα ξεπροβάλει αλλού· από το ένα μισό του αιώνα στο άλλο λάμπει λιγότερο ή περισσότερο ζωηρά στο ένα ή στο άλλο κέντρο της. Τι γίνονται στην κλίμακα των χιλιετιών τα ζητήματα προτεραιότητας από τα οποία αντλούμε τόση ματαιοδοξία;
Για χίλια ή δυο χιλιάδες περίπου χρόνια η νεολιθική επανάσταση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα στη λεκάνη του Αιγαίου, στην Αίγυπτο, στην Εγγύς Ανατολή, στην κοιλάδα του Ινδού και στην Κίνα· και από τότε που χρησιμοποιούμε το ραδιενεργό άνθρακα για τον προσδιορισμό των αρχαιολογικών περιόδων υποψιαζόμαστε ότι η αμερικανική νεολιθική εποχή, αρχαιότερη απ’ ό,τι πιστεύαμε κάποτε, δεν πρέπει να ξεκίνησε πολύ αργότερα απ’ ό,τι στον Παλαιό Κόσμο. Είναι πιθανό ότι τρεις ή τέσσερις μικρές κοιλάδες μπορούν να διεκδικήσουν σ’ αυτό το διαγωνισμό μια προτεραιότητα μερικών αιώνων.
Τι γνωρίζουμε σήμερα γι’ αυτό;
Αντίθετα, είμαστε βέβαιοι ότι το ζήτημα της προτεραιότητας δεν έχει σημασία, ακριβώς επειδή η ταυτόχρονη εμφάνιση των ίδιων τεχνολογικών ανατροπών (που ακολουθήθηκαν από κοντά από κοινωνικές ανατροπές), σε τόσο μεγάλες εκτάσεις και σε τόσο απομακρυσμένες περιοχές, αποδεικνύει ότι αυτή δεν εξαρτάται από τη μεγαλοφυΐα μιας φυλής ή ενός πολιτισμού, αλλά από συνθήκες τόσο γενικές, που τοποθετούνται εκτός της συνείδησης των ανθρώπων. Ας είμαστε λοιπόν βέβαιοι ότι, αν η βιομηχανική επανάσταση δεν εμφανιζόταν πρώτα στη δυτική και τη βόρεια Ευρώπη, θα εκδηλωνόταν μια μέρα σ’ ένα άλλο σημείο της υδρογείου. Και αν, όπως είναι πιθανό, πρόκειται να εξαπλωθεί στο σύνολο της κατοικημένης γης, κάθε πολιτισμός θα εισαγάγει τόσες ιδιαίτερες συνεισφορές, που ο ιστορικός των μελλοντικών χιλιετιών δικαίως θα θεωρήσει ως ασήμαντο το ζήτημα να μάθει ποιος μπορεί, για έναν ή δυο αιώνες, να διεκδικήσει την προτεραιότητα για το σύνολο.
Έπειτα από αυτό, πρέπει να εισαγάγουμε ένα νέο περιορισμό, αν όχι ως προς την ισχύ, τουλάχιστον ως προς την αυστηρότητα της διάκρισης μεταξύ στάσιμης και συσσωρευτικής ιστορίας. Αυτή η διάκριση όχι μόνο σχετίζεται με τα ενδιαφέροντά μας, όπως ήδη δείξαμε, αλλά δεν κατορθώνει ποτέ να είναι ευκρινής. Στην περίπτωση των τεχνικών εφευρέσεων είναι απολύτως βέβαιο ότι καμιά περίοδος, κανένας πολιτισμός δεν είναι απόλυτα στάσιμος. Όλοι οι λαοί κατέχουν και μετασχηματίζουν, βελτιώνουν ή λησμονούν τεχνικές αρκετά σύνθετες ώστε να τους επιτρέπουν να κυριαρχήσουν στο περιβάλλον τους. Διαφορετικά, θα είχαν εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Η διαφορά δεν τοποθετείται λοιπόν ποτέ ανάμεσα σε συσσωρευτική και μη συσσωρευτική ιστορία· κάθε ιστορία είναι συσσωρευτική, με διαφορές ως προς το βαθμό. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι οι αρχαίοι Κινέζοι και οι Εσκιμώοι είχαν προχωρήσει πολύ στις μηχανικές τέχνες· και ελάχιστα έλειψε να φτάσουν στο σημείο όπου προκαλείται η «αλυσιδωτή αντίδραση», η οποία καθορίζει τη μετάβαση από έναν τύπο πολιτισμού σ’ έναν άλλο. Γνωρίζουμε το παράδειγμα της πυρίτιδας: οι Κινέζοι είχαν λύσει, από τεχνική άποψη, όλα τα προβλήματα που αυτή έθετε, εκτός από εκείνο της χρησιμοποίησής της σε μεγάλη κλίμακα. Οι αρχαίοι Μεξικανοί δεν αγνοούσαν τον τροχό, όπως λέγεται συχνά· τον γνωρίζουν πολύ καλά, ώστε να κατασκευάζουν ζώα με ρο-δάκια προορισμένα για παιδιά· τους ήταν αρκετό ένα επιπλέον βήμα για να φτάσουν στην άμαξα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πρόβλημα της σχετικής σπανιότητας (για κάθε σύστημα αναφοράς) «περισσότερο συσσωρευτικών» πολιτισμών σε σχέση με τους «λιγότερο συσσωρευτικούς» πολιτισμούς ανάγεται σε ένα γνωστό πρόβλημα, που προέρχεται από τον υπολογισμό των πιθανοτήτων. Πρόκειται για το ίδιο πρόβλημα που συνίσταται στον προσδιορισμό της σχετικής πιθανότητας ενός πολύπλοκου συνδυασμού ως προς άλλους συνδυασμούς του ίδιου τύπου αλλά λιγότερο πολύπλοκους.
Για παράδειγμα, μια σειρά δυο διαδοχικών αριθμών στη ρουλέτα (7 και 8, 12 και 13, 30 και 31, ας πούμε) είναι αρκετά συχνή· μια σειρά τριών αριθμών είναι ήδη σπάνια, μια σειρά τεσσάρων ακόμη περισσότερο. Και μόνο μια φορά σε έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό ρίψεων θα εμφανιστεί ίσως μια σειρά από έξι, επτά ή οκτώ αριθμούς σύμφωνη με τη φυσική σειρά των αριθμών. Αν η προσοχή μας είναι αποκλειστικά προσηλωμένη σε μακριές σειρές (για παράδειγμα, αν στοιχηματίζουμε σε σειρές πέντε συνεχόμενων αριθμών), οι πιο σύντομες σειρές θα ισοδυναμούν για μας με ακανόνιστες σειρές. Κι αυτό επειδή λησμονούμε ότι διαφέρουν από τις δικές μας μόνο κατά την αξία ενός μέρους, ενώ θεωρούμενες υπό μια άλλη γωνία παρουσιάζουν ίσως την ίδια μεγάλη κανονικότητα. Ας προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο τη σύγκρισή μας. Ένας παίκτης που θα μετέφερε όλα τα κέρδη του σε όλο και πιο μακριές σειρές θα μπορούσε να απογοητευτεί, έπειτα από χιλιάδες ή εκατομμύρια ρίψεις, μη βλέποντας ποτέ να εμφανίζεται η σειρά των εννέα συνεχόμενων αριθμών, και θα σκεφτόταν ότι θα έκανε καλά να σταματήσει το συντομότερο. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι ένας άλλος παίκτης, ακολουθώντας την ίδια τακτική στοιχήματος, αλλά σε σειρές άλλου τύπου (για παράδειγμα, ένα σταθερό ρυθμό εναλλαγής μεταξύ κόκκινου και μαύρου ή μεταξύ μονών και ζυγών), δε θα έβλεπε με χαρά συνδυασμούς με νόημα εκεί όπου ο πρώτος παίκτης θα διέκρινε μόνο την ακαταστασία.
Η ανθρωπότητα δεν εξελίσσεται προς μια μοναδική κατεύθυνση. Και αν, σε ένα ορισμένο επίπεδο, φαίνεται στάσιμη ή ακόμη οπισθοδρομική, αυτό δε σημαίνει ότι από μια άλλη άποψη δεν είναι ο χώρος σπουδαίων μετασχηματισμών.
Ο μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος του δέκατου όγδοου αιώνα Hume προσπάθησε κάποτε να διαλύσει το ψευδοπρόβλημα που θέτουν πολλοί άνθρωποι όταν αναρωτιούνται γιατί όλες οι γυναίκες δεν είναι όμορφες, αλλά μόνο μια μικρή μειοψηφία. Δεν είχε καμιά δυσκολία να δείξει ότι το πρόβλημα δεν έχει κανένα νόημα. Αν όλες οι γυναίκες ήταν τουλάχιστον τόσο όμορφες όσο η ομορφότερη, θα τις βρίσκαμε συνηθισμένες και θα κρατούσαμε αυτό το κοσμητικό επίθετο για τη μικρή μειοψηφία που θα ξεπερνούσε το κοινό πρότυπο. Με την ίδια λογική, όταν ενδιαφερόμαστε για έναν ορισμένο τύπο προόδου, επιφυλάσσουμε τον έπαινο στους πολιτισμούς που την πραγματοποιούν στον υψηλότερο βαθμό και παραμένουμε αδιάφοροι απέναντι στους άλλους. Έτσι, η πρόοδος αποτελεί πάντοτε το μέγιστο της προόδου υπό μια έννοια προκαθορισμένη από την προτίμηση του καθενός.