Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Σεβασμιοτάτου, θά προσπαθήσουμε νά ποῦμε γιατί χάνουμε τή χαρά μας. Ἐπιτρέψτε μου ν’ ἀρχίσω μέ κάποια γραπτά κείμενα τοῦ π. Παϊσίου, τοῦ ἀειμνήστου καί μακαριστοῦ ὁσίου Γέροντος, τά ὁποῖα δέν τά ἔγραψε ὁ ἴδιος, ἀλλά τά κατέγραψαν, ὅπως αὐτός τά δίδαξε.
– Γιατί χάνουμε τή χαρά μας;
Ὁ ἅγιος π. Παΐσιος ἔλεγε ὅτι μία αἰτία πού ὁ ἄνθρωπος σήμερα δέν ἔχει χαρά εἶναι τό γεγονός ὅτι δέν θυσιάζεται. Δέν ἔχει ἀποφασίσει νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀπό τή φιλαυτία του. Στήν ἐποχή μας σπανίζει ἡ θυσία.
«’Ζαλούρα εἶναι τά παιδιά’ μοῦ εἶπε μιά γυναίκα, πού τά εἶχε ὅλα, ἀλλά χαρά δέν εἶχε. Βαριέται νά ἔχει παιδιά. Ὅταν μιά μάνα σκέφτεται ἔτσι εἶναι ἕνα ἄχρηστο πράγμα, λέει ὁ π. Παΐσιος. Γιατί οἱ μανάδες κανονικά ἔχουν ἀγάπη καί ἡ ἀγάπη ἔχει μέσα της καί τή χαρά».
Ἡ χαρά, νά τό ποῦμε αὐτό ἐξ’ ἀρχῆς, εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5,22), αὐτά μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος. Ἡ ἀληθινή χαρά λοιπόν εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέ μπορεῖ κανείς νά ἔχει χαρά ἄν δέν ἔχει ἐνεργό μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα.
– Πῶς χάνουμε ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα; Πῶς ἀπενεργοποιοῦμε πιό σωστά τό Ἅγιο Πνεῦμα;
Ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ὅταν δέ λειτουργοῦμε σωστά ψυχικά ἤ σωματικά, εἴτε καί στά δύο. Διότι αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν λειτουργεῖ σωστά ψυχικά, οὔτε καί σωματικά λειτουργεῖ σωστά. Ὅταν ἁμαρτάνει λοιπόν εἴτε μέ τήν ψυχή εἴτε μέ τό σῶμα εἴτε καί μέ τά δύο.
Ἄς ξαναγυρίσουμε στόν π. Παΐσιο:
«Μπορεῖ μιά κοπέλα πρίν κάνει οἰκογένεια, νά τήν ξυπνάει ἡ μάνα της στίς δέκα ἡ ὥρα τό πρωί. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού θά γίνει μάνα καί θά ἔχει νά ταΐζει τό παιδί της, νά τό πλένει, νά τό καθαρίζει, δέν κοιμᾶται οὔτε τήν νύχτα, γιατί παίρνει μπρός ἡ μηχανή».
Ἀρχίζει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἡ κοπέλα συγκεκριμένα στό παράδειγμα τοῦ γέροντα, νά βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του. Νά θυσιάζεται. Νά πατάσσει τό κορυφαίο πάθος στόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἡ φιλαυτία. Τήν ἀγάπη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τήν ἄλογη ἀγάπη, τήν κακή ἀγάπη πού ἔχει στό σῶμα του. «Νά μήν κουραστῶ, νά μήν πονέσω, νά μήν ἀρρωστήσω..» Αὐτό οἱ Πατέρες τό ὀνομάζουν ‘φιλαυτία’. Ἡ φιλαυτία εἶναι τό κορυφαῖο πάθος πού ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του, ν’ ἀγαπήσει τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί ν’ ἀγαπήσει καί τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή βέβαια.
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει θυσία, δέν γκρινιάζει, δέν βαριέται· χαίρεται. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι», στό νά ἀποφασίσει ὁ ἄνθρωπος νά θυσιαστεῖ, δηλαδή νά βγεῖ ἀπό τόν ἐγωισμό του. «Αὐτή ἡ γυναίκα», πού ἔλεγε ‘ζαλούρα εἶναι τά παιδιά’ «ἄν ἔλεγε ‘Θεέ μου, πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω; Δέν μοῦ ἔδωσες μόνο παιδιά, ἀλλά καί πολλά ἀγαθά» γιατί εἴπαμε αὐτή ἡ γυναίκα τά εἶχε ὅλα.
«‘Πόσοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν τίποτε καί ἐγώ ἔχω τόσα σπίτια, ἔχω καί ἀπό τόν πατέρα μου περιουσία, ὁ ἄνδρας μου παίρνει μεγάλο μισθό, βγάζω καί δύο μισθούς ἀπό τά ἐνοίκια, καί δέν ταλαιπωροῦμαι. Πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω, Θεέ μου; Δέν τά ἄξιζα ἐγώ αὐτά τά πράγματα’, ἄν σκεφτόταν ἔτσι, θά ἔφευγε μέ τήν δοξολογία ἡ κακομοιριά».
Ἐξίσου καθοριστικό γιά τόν ἄνθρωπο ὥστε ξανά νά καταλήξει στή λύπη εἶναι ὅταν δέν δοξάζει, δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό καί δέν προσεύχεται. Ἔρχεται ἡ ἀπουσία τῆς χαράς. Ἄς θυμηθοῦμε ὁ Δαβίδ ὁ προφήτης, ὁ Δαβίδ ὁ Μέγας τί ἔλεγε; «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην» (ψαλμ. 76,4). Μόνο ὅταν θυμόμαστε τό Θεό, ἔχουμε εὐφροσύνη καί χαρά.
Ἕνα ἀπό τά κύρια στοιχεία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ὁ νοῦς. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ἀπό τό Θεό, ὁ ἄνθρωπος χάνει τή χαρά του καί πέφτει σέ μιά κατάσταση λύπης.
«Ἄν σκεφτόταν ἔτσι», λοιπόν αὐτή ἡ γυναίκα καί δοξολογοῦσε τόν Θεό «θά ἔφευγε ἡ κακομοιριά. Καί μόνο δηλαδή ἄν εὐχαριστοῦσε τόν Θεό μέρα-νύχτα, θά ἤτανε ἀρκετό».
Συζητᾶνε παρακάτω μέ τόν γέροντα:
– Ἡ θυσία, Γέροντα, δίνει χαρά.
– Ὥ, χαρά! Αὐτήν τήν χαρά τῆς θυσίας δέν τήν γεύονται σήμερα οἱ ἄνθρωποι, γι’αὐτό εἶναι βασανισμένοι. Δέν ἔχουν ἰδανικά μέσα τους· βαριοῦνται πού ζοῦν.
Ἀκοῦς καί τά νέα παιδιά νά λένε καί νά γράφουν στά ἔδρανα -ἐκεῖ στό πανεπιστήμιο πού ἔβλεπα- ‘βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι’.
Γιατί βαριοῦνται τά παιδιά;
Διότι ἀκριβῶς ἔχουν ἐγκλωβιστεῖ μέσα σ’ αὐτό τό μεγάλο πάθος πού λέγεται φιλαυτία, δηλαδή φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, ἐγωισμός καί ὑπερηφάνεια. Μόνο στόν ἑαυτό τους καί τίποτα ἄλλο. Μόνο στόν ἑαυτό μας. Δέν ἀσχολούμαστε μέ κανέναν ἀλλον. Καμία σκέψη νά θυσιαστῶ γιά τόν ἄλλον.
«Ἡ λεβεντιά, ἡ αὐταπάρνηση, εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη στόν ἄνθρωπο».
Γιατί νά κάνω κάτι γιά τόν ἄλλον ἄν δέν ὑπάρχει ἀγάπη;
«Παλιά, στά χωριά πήγαιναν τήν νύχτα νά ἀνοίξουν ἀθόρυβα κανέναν δρόμο», νά μήν τούς δοῦνε οἱ ἄλλοι, «γιά νά τούς συγχωρᾶνε, ὅταν πεθάνουν».
Τήν ἴδια παράδοση εἴχαμε καί στό Ἅγιον Ὄρος. Νά φτιάχνουμε τά μονοπάτια, χωρίς νά μᾶς βάζει κανένας, χωρίς νά πληρωνόμαστε! Δηλαδή ἔστελνε ὁ Γέροντας τόν ὑποτακτικό νά διορθώσει τό μονοπάτι, νά βγάλει τίς πέτρες, νά μπορεῖ νά περπατάει ἄνετα κάποιος διαβάτης.
«Τώρα σπάνια συναντᾶς αὐτό τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἔβλεπα καί ἐκεῖ στό Ὄρος σέ μιά λιτανεία τούς μοναχούς, περνοῦσαν κοντά ἀπό μιά βάτο καί σκάλωναν τά ἐπανωκαλύμμαυχά τους σ” ἕνα κλωνάρι».
Τό ἐπανωκαλύμμαυχο εἶναι τό κουκούλι πού φοράει πάνω ἀπό τό σκοῦφο ὁ μοναχός. «Κανείς δέν τό ἔσπασε, γιά νά διευκολύνει καί τούς ἄλλους· ὅλοι ἔσκυβαν, γιά νά μή σκαλώσουν. Μετάνοια στήν βάτο ἔβαζαν! Νά ἦταν τουλάχιστον ἡ Ἁγία Βάτος, θά ταίριαζε»!
Στό Σινά θά ταίριαζε. Κάνει καί χιούμορ ὁ Γέροντας!
«Ἀλλά καθένας λέει: ‘Άς τό τακτοποίησει ὁ ἄλλος καί ἐγώ ἄς κάνω τήν δουλειά μου’. Μά γιατί νά μήν τό κάνεις ἐσύ, ἀφοῦ τό εἶδες πρῶτος; Ἔτσι κάνουν οἱ κοσμικοί πού δέν πιστεύουν στόν Θεό». Ἐπειδή εἶναι κλεισμένοι στόν ἐγωισμό τους. «Τί νά τήν κάνω τέτοια ζωή; Χίλιες φορές νά πεθάνω. Σκοπός εἶναι ὁ καθένας νά σκέφτεται τόν ἄλλον, τόν πόνο τοῦ ἄλλου».
Εἶναι αὐτό πού πολύ ὡραῖα λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος “μηδεὶς ζητείτω τὸ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος” (Α΄Κορ. 10,24), καθένας νά ζητάει τό συμφέρον τοῦ ἄλλου καί ὄχι τό δικό του. Τότε ἔχει ἀληθινή χαρά γιατί ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἀγαπάει σύμφωνα μέ τήν πρώτη ἐντολή: ν’ ἀγαπήσεις πρῶτα τόν Θεό καί μετά καί τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτό σου.
«Στήν πνευματική ζωή ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι στό ν’ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Καί ξέρεις τί χαρά νιώθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θυσιάζεται; Δέ μπορεῖ νά ἐκφράσει τή χαρά πού νιώθει. Ἡ ἀνώτερη χαρά βγαίνει ἀπό τήν θυσία. Μόνον ὅταν θυσιάζεται, συγγενεύει μέ τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι θυσία. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό “δῶ ζεῖ τόν Παράδεισο ἤ τήν κόλαση. Ὅποιος κάνει τό καλό, ἀγάλλεται, διότι ἀμείβεται μέ θεϊκή παρηγοριά. Ὅποιος κάνει τό κακό, ὑποφέρει».
Εἶναι σκόπιμο νά γνωρίζουμε ὅτι ὅλες οἱ ἐντολές πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Χριστός μας εἶναι ἐντολές πού ὁδηγοῦν στήν ἀληθινή χαρά. Στή μόνιμη χαρά, στήν ἀναφαίρετη χαρά, πού δέν συγκρίνεται μέ καμιά χαρά τοῦ κόσμου τούτου.
Εἴπαμε λοιπόν μιά αἰτία πού χάνουμε τή χαρά μας εἶναι ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωισμός, ἡ ἔλλειψη τοῦ πνεύματος τῆς θυσίας. Ἐπίσης εἶναι καί ἡ ἀπουσία τῆς δοξολογίας στό Θεό. Ἡ ἀπουσία τῆς προσευχῆς.
Μιά ἄλλη αἰτία πού χάνουμε τή χαρά μας εἶναι οἱ πτώσεις, οἱ ἁμαρτίες. Ὁπότε ἔρχεται ἡ λύπη.
Ἀλλά ρωτᾶνε πάλι τόν Γέροντα:
– Ὅταν κανείς μετά ἀπό μία πτώση του στενοχωριέται πολύ, αὐτό προέρχεται πάντα ἀπό ἐγωισμό;
«Ὄχι πάντα. Μπορεῖ νά προέρχεται καί ἀπό φιλότιμο. Καί ὅταν ἡ στενοχώρια εἶναι πολλή καί προέρχεται μόνο ἀπό καθαρό φιλότιμο». Σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐγώ τώρα λύπησα τόν Θεό καί ἐνδεχομένως τό Γέροντά μου, τόν πνευματικό μου καί ἔκανα κακό ὄχι μόνο στόν ἑαυτό μου, ἀλλά καί σ’ ὅλη τήν ἐκκλησία. Γιατί ὅταν ἁμαρτάνουμε, δέ σφάλλουμε μόνο στόν ἑαυτό μας, ἀλλά σφάλλουμε σ’ ὅλο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό ὅποῖο ἀνήκουμε, πού εἶναι ἡ ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ λύπη ἀπό φιλότιμο, τό ὁποῖο εἶναι καλό πρᾶγμα, πολύ καλό πρᾶγμα.
«Ὅταν λοιπόν ἡ στενοχώρια εἶναι πολλή καί προέρχεται μόνο ἀπό καθαρό φιλότιμο, τότε καί ἡ Θεία παρηγοριά εἶναι πολλή καί δυνατή καί τονώνει ὄχι μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα».
– Καί πῶς θά καταλάβω Γέροντα, ἄν στενοχωριέμαι ἀπό φιλότιμο;
– Ὅποιος στενοχωριέται ἀπό φιλότιμο, ρίχνει τό βάρος ἐπάνω του.
Δέ λέει φταίει ὁ ἄλλος, φταίει ὁ κόσμος…φταῖνε οἱ γονείς μου, ἡ κακή ἀνατροφή πού πῆρα. Ἐγώ λέει φταίω.
«Ὅποιος ὅμως στενοχωριέται ἀπό ἐγωισμό, ρίχνει τό βάρος στούς ἄλλους καί λέει ὅτι τόν ἀδικοῦν… Θίγεται ὁ ἐγωισμός του, κατεβάζει τά μοῦτρα, δέν μιλάει…»
Προσέξτε κι ἕνα ὡραῖο παράδειγμα πού δίνει ὁ Γέροντας γιά νά καταλάβουμε κι ἐμεῖς πῶς τήν παθαίνουμε..
«Νά, σήμερα δύο ἀδελφές ἔκαναν μιά ζημιά. Ἔκανα καί στίς δύο παρατήρηση. Καί οἱ δύο λυπήθηκαν καί ἔσκυψαν τό κεφάλι. Ἡ μία ὅμως λυπήθηκε ἀπό φιλότιμο, γιατί μέ στενοχώρησε μέ τή ζημιά πού ἔκανε, ἐνῶ ἡ ἄλλη λυπήθηκε ἀπό ἐγωισμό. Ἡ πρώτη ντρεπόταν ἀκόμα καί νά μέ κοιτάξει. Ἡ ἄλλη, γιά νά μή χάσει τήν ὑπόληψή της, πῆγε ἀμέσως νά δικαιολογηθεῖ».
Θυμηθεῖτε τόν Ἀδάμ: ‘ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες’. Δέν εἶπε: ἐγώ φταίω Κύριε συγχώρεσέ με. Ἐσύ φταῖς δηλαδή! Ἄν δέ μοῦ ἔδινες αὐτή τή γυναίκα ἐγώ δέ θ’ ἁμάρτανα. Πάει καί στήν Εὔα ὁ Θεός καί τί λέει ἡ Εὔα; ‘Τό φίδι’. Πού πάλι, Ἐσύ ἔφτιαξες τό φίδι. Τελικά καί οἱ δυό δικαιολογήθηκαν καί τά φόρτωσαν στό Θεό.
Αὐτή ἡ λύπη εἶναι ἡ κακή λύπη. Εἶναι λύπη ἀπό ἐγωισμό. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει ἐγωισμός, ὁ ἄνθρωπος στίς πτώσεις του χάνει τή χαρά του. Ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχει ἐγωισμός, ὁ ἄνθρωπος καί στήν πτώση του βοηθιέται, ὠφελεῖται. Σκέφτεται : ‘νά ὀρίστε, τέτοιος εἶμαι, τέτοια κάνω’. Δέ φτάνει ν’ ἀπελπιστεῖ καί νά πάθει αὐτή τήν καταθλιπτική λύπη. Λυπᾶται λίγο, στενοχωριέται, ἀλλά μέσα του ἔχει καί τήν ἐλπίδα καί ξέρει ὅτι ὁ Θεός πού εἶναι οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος, θά τόν συγχωρέσει, ὅταν θά πάει νά μετανοήσει. Γι’ αὐτό δέ χάνει στό βάθος τήν εἰρήνη του καί τή χαρά του. Τήν χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀναλύσαμε παραπάνω.
«Ἡ ἄλλη γιά νά μή χάσει τήν ὑπόληψή της πῆγε ἀμέσως νά δικαιολογηθεῖ, χωρίς νά ἐξετάσει πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ζημιά. Σκέφθηκε: ‘Ξέπεσα στά μάτια τῶν ἄλλων δέν θά μ’ ἔχουν πιά ἐμπιστοσύνη. Πῶς νά δικαιολογήσω τώρα τό σφᾶλμα μου, γιά νά μή χάσω τήν ὑπόληψή μου;».
Τό ἴδιο δέν παθαίνουμε κι ἐμεῖς;
«Ἄν ἀναγνώριζε τό σφᾶλμα της καί ἔπαιρνε τό βάρος ἐπάνω της, θά εἶχε μέσα της παρηγοριά. Αὐτή ὅμως προσπάθησε νά δικαιολογηθεῖ, γι’ αὐτό ἀνάπαυση μέσα της δέν εἶχε».
Ὅποιος δικαιολογεῖται δέ βρίσκει χαρά καί ἀνάπαυση. Ὅποιος ὅμως ἀναγνωρίζει τό σφᾶλμα του βρίσκει τήν ἀληθινή χαρά, πού κρύβεται μέσα στήν ἀληθινή μετάνοια.
«Ὅταν δικαιολογούμαστε, δίνουμε χώρο στόν διάβολο, ὁπότε ἔρχεται, μᾶς κάνει λεπτή ἐργασία καί μᾶς στενοχωρεῖ ἐνῶ, ὅταν παίρνουμε ὅλο τό βάρος ἐπάνω μας, τότε καί ὁ Θεός μᾶς παίρνει ὅλο τό βάρος. Ἄς κανονίσουμε λοιπόν ποιό ἀπό τά δύο θά διαλέξουμε: τήν ταπείνωση πού δίνει ἀνάπαυση» καί φέρνει τήν ἀληθινή χαρά, «ἤ τόν ἐγωισμό πού φέρνει στενοχώρια, ἄγχος καί ταραχή»;
Τέταρτο αἴτιο πού χάνουμε τή χαρά μας εἶναι ἡ ἀχαριστία. Ὁ ἀχάριστος εἶναι πάντα λυπημένος.
– Γέροντα, γιατί πολλοί ἄνθρωποι, ἐνῶ τά ἔχουν ὅλα, νιώθουν ἄγχος καί στενοχώρια;
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν μεγάλο ἄγχος. Δέν τό λέω κατ’ ἐκτίμηση δική μου, τό λένε ἐπίσημες στατιστικές. Οἱ ἐπιστήμονες ἀναφέρουν τεράστια ποσοστά, 50% καί παραπάνω ἀπό τούς Ἕλληνες πού ὑποφέρουν ἀπό ἄγχος.
«Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο μέ μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια, λύπη, ἐνῶ τίποτε δέν τοῦ λείπει, νά ξέρετε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός».
Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό λοιπόν εἶναι βασικότατο αἴτιο λύπης. Αὐτός εἶναι καί ὁ κύριος λόγος πού οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν χάσει τή χαρά τους.
Ἀκόμα καί τώρα τά Χριστούγεννα, γιά τί νομίζετε μιλᾶνε;
– Γιά τήν ‘κατάθλιψη τῶν Χριστουγέννων’!
Ἄκουσον, ἄκουσον ἀπό τίς πιό χαρούμενες γιορτές τοῦ χρόνου πού εἶναι τά Χριστούγεννα μαζί μέ τό Πάσχα, οἱ χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι Ἑλληνες νά νιώθουνε λύπη καί κατάθλιψη!
Ἀναφέρονται σέ αὐξημένη κατάθλιψη τήν περίοδο τῶν ἑορτῶν. Ὑπάρχει καί εἰδική ὁρολογία στά ἀγγλικά. Τό λένε ‘Christmas Blues’ δηλαδή ‘κατάθλιψη τῶν Χριστουγέννων’. Γιατί αὐτό; Γιατί ἀκριβῶς δέ ζοῦμε Χριστούγεννα μέ Χριστό. Δέ ζοῦμε τό ἀληθινό νόημα τῆς γιορτῆς, ἀλλά τή ζοῦμε κοσμικά. Τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά ἐπιδειχθοῦμε, πῶς θά ἱκανοποιήσουμε τά πάθη μας. Ἀλλά ὅταν ἱκανοποιεῖς τά πάθη σου, δέν ἔρχεται χαρά. Ἔρχεται τό ‘ταγκαλάκι’, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος καί σοῦ δίνει λύπη, γιατί ὁ διάβολος πάντα θέλει τόν ἄνθρωπο καταθλιμμένο, ποτέ χαρούμενο. Μόνο ὁ Χριστός μᾶς δίνει τή χαρά καί θέλει νά εἴμαστε πάντοτε χαρούμενοι. Γι’ αὐτό μᾶς δίνει τίς ἐντολές του, πού εἶναι ἐντολές χαροποιές.
«Ὅποιος τά ἔχει ὅλα καί ὑλικά ἀγαθά καί ὑγεία καί ἀντί νά εὐγνωμονεῖ τόν Θεό, ἔχει παράλογες ἀπαιτήσεις καί γκρινιάζει, εἶναι γιά τήν κόλαση μέ τά παπούτσια», λέει ὁ π. Παΐσιος.
«Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει εὐγνωμοσύνη, μέ ὅλα εἶναι εὐχαριστημένος. Σκέφτεται τί τοῦ δίνει ὁ Θεός κάθε μέρα καί χαίρεται τά πάντα. Ὅταν ὅμως εἶναι ἀχάριστος, μέ τίποτε δέν εἶναι εὐχαριστημένος, γκρινιάζει καί βασανίζεται μέ ὅλα. Ἄν, ἄς ποῦμε, δέν ἐκτιμάει τήν λιακάδα καί γκρινιάζει, ἔρχεται ὁ Βαρδάρης καί τόν παγώνει. Δέν θέλει τήν λιακάδα, θέλει τό τουρτούρισμα πού προκαλεῖ ὁ Βαρδάρης».
– Τί θέλετε νά πεῖτε μ’ αὐτό Γέροντα;
«Θέλω νά πῶ ὅτι, ἄν δέν ἀναγνωρίζουμε τίς εὐλογίες πού μᾶς δίνει ὁ Θεός καί γκρινιάζουμε, ἔρχονται οἱ δοκιμασίες καί μαζευόμαστε κουβάρι. Ὄχι, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅποιος ἔχει αὐτό τό τυπικό, τήν συνήθεια τῆς γκρίνιας, νά ξέρει ὅτι θά τοῦ ἔρθει σκαμπιλάκι ἀπό τόν Θεό, γιά νά ξοφλήσει τουλάχιστον λίγο σ’ αὐτήν τήν ζωή. Καί ἄν δέν τοῦ ἔρθει σκαμπιλάκι, αὐτό θά εἶναι χειρότερο, γιατί τότε θά τά πληρώσει ὅλα μιά καί καλή στήν ἄλλη ζωή».
Ὑπάρχει καί ἀκόμα μιά αἰτία πού χάνουμε τή χαρά μας, ἡ κακή συνήθεια, ἡ συνήθεια τῆς γκρίνιας.
– Ἡ γκρίνια, Γέροντα, μπορεῖ νά εἶναι συνήθεια;
– Γίνεται συνήθεια, γιατί ἡ γκρίνια φέρνει γκρίνια καί ἡ κακομοιριά φέρνει κακομοιριά. Ὅποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριά καί ἀποθηκεύει ἄγχος. Ἐνῶ, ὅποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται τήν θεϊκή χαρά καί τήν αἰώνια εὐλογία. Ὁ γκρινιάρης, ὅσες εὐλογίες κι ἄν τοῦ δώσει ὁ Θεός, δέν τίς ἀναγνωρίζει. Γι’ αὐτό ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τόν πλησιάζει ὁ πειρασμός, τόν κυνηγάει συνέχεια ὁ πειρασμός καί τοῦ φέρνει ὅλο ἀναποδιές, ἐνῶ τόν εὐγνώμονα τόν κυνηγάει ὁ Θεός μέ τίς εὐλογίες Του».
Κάνει κρύο; Δόξα σε τόν Θεό. Κάνει ζέστη; Δόξα σε τόν Θεό. Ἔχεις ὑλικά ἀγαθά; Δόξα σε τόν Θεό. Ἔχεις φτώχεια; Πάλι δόξα σε τόν Θεό. Ὑπάρχει οἰκονομική κρίση; Δόξα σε τόν Θεό καί θά δεῖς ὁ Θεός θά σέ κυνηγάει μέ τίς εὐλογίες Του!
«Ἡ ἀχαριστία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τήν ὁποία ἤλεγξε ὁ Χριστός. ‘Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;’ (Λουκ. 17,17), εἶπε στόν λεπρό πού ἐπέστρεψε νά Τόν εὐχαριστήσει».
Οἱ ἄλλοι γιατί δέν ἦρθαν; Βλέπετε πού ὁ Θεός ζητάει τήν εὐχαριστία; Ὄχι βέβαια γιά τόν ἴδιο, ἀλλά πάλι γιά τή σωτηρία μας. Ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπό να Τόν ἀγαπήσουμε, εἶναι ἀπαραίτητο νά μάθουμε νά Τόν εὐχαριστοῦμε καί νά Τόν δοξολογοῦμε.
«Ὁ Χριστός ζήτησε τήν εὐγνωμοσύνη ἀπό τούς δέκα λεπρούς ὄχι γιά τόν ἑαυτό Του ἀλλά γιά τούς ἴδιους, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη ἐκείνους θά ὠφελοῦσε».
Ἄλλη αἰτία πού χάνουμε τή χαρά μας, εἶναι αὐτός καθεαυτός ὁ διάβολος. Χωρίς ἄλλη αἰτία ὁ ἴδιος ὁ διάβολος μπορεῖ νά μᾶς φέρει λύπη, τή λεγόμενη δαιμονική λύπη. Ὄχι βέβαια ἐντελῶς ἀναίτια. Προφανῶς ἔχουμε δώσει ἀφορμές, ἔχουμε δώσει κάποια δικαιώματα.
– Γέροντα, γιατί πέφτω ἀπότομα ἀπό τήν χαρά στήν λύπη;
«Τό ἀπότομο πέρασμα ἀπό τήν χαρά στήν λύπη τίς πιό πολλές φορές εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Τό ταγκαλάκι μέ τήν κακία του πολεμάει πολύ τόν ἄνθρωπο, ἰδίως τόν εὐαίσθητο καί χαρούμενο στήν φύση του, πού θέλει νά ζήσει πνευματική ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ δουλειά του: θέλει νά μᾶς βλέπει λυπημένους καί νά χαίρεται. Γιατί ὅμως νά ἀφήνουμε τό ταγκαλάκι νά κάνει τήν δουλειά του; Ἡ χαρά δέν εἶναι καλύτερη ἀπό τήν λύπη; Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι καλύτερη ἀπ’ τήν κακία»;
– Γέροντα, ὁρισμένες φορές πέφτω σέ λύπη , χωρίς νά ξέρω τήν αἰτία.
«Τό ταγκαλάκι δέν θέλει κανένας νά χαίρεται. Καί αὐτούς πού ἔχουν λόγο νά στεναχωρηθοῦν καί αὐτούς πού δέν ἔχουν, βρίσκει τρόπους νά τούς στενοχωρεῖ».
Καί κυρίως ξέρετε πῶς μᾶς στενοχωρεῖ ὁ πονηρός;
Μέ τούς λογισμούς. Πόσοι καί πόσοι ἄνθρωποι δέν βασανίζονται μέ τούς λογισμούς. Δέν ἀκολουθοῦν τήν ἐκκλησιαστική ζωή, τή μυστηριακή ζωή, τήν ἐξομολόγηση, ὥστε μέ τήν καθοδήγηση τοῦ φωτισμένου πνευματικοῦ νά μάθουν ν’ ἀντιμετωπίζουν τούς λογισμούς καί νά μήν τούς κλέβει τό ταγκαλάκι τή χαρά.
Σοῦ σπέρνει ἕνα λογισμό καί σέ κάνει ἄνω κάτω. Λόγου χάρη, ἕνα βλάσφημο λογισμό. Νομίζεις ὅτι θά πέσει κεραυνός νά σέ κάψει. Ἄν ὅμως πᾶς στόν πνευματικό θά σοῦ πεῖ : ‘Παιδάκι μου αὐτό δέν εἶναι τίποτα. Δέν εἶναι δική σου ἁμαρτία. Εἶναι τοῦ διαβόλου’. Ὁπότε θά ἡσυχάσεις. Ὁσο ὅμως ὁ ἄνθρωπος μένει μακριά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική – πνευματική ζωή: τή μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, βασανίζεται ἀπό τόν πονηρό. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ταλαίπωροι ἀντί νά πᾶνε στόν πνευματικό, πᾶνε στόν ψυχολόγο, στόν ψυχίατρο. Καί αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἐγωισμοῦ μας.
Σκέφτεται γιατί νά ταπεινωθῶ νά πάω στόν παπά;
«Θά πάω στόν ἐπιστήμονα. Ἐμεῖς εἴμαστε μοντέρνοι ἄνθρωποι. Ἡ ἐπιστήμη τά ἔχει λύσει ὅλα».
Δέν τά ἔχει λύσει ὅλα! Δέν θά ὠφεληθεῖς ἄν πᾶς στόν ψυχίατρο ἀντί στόν πνευματικό. Μάλλον θά βλαφτεῖς. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ μακαριστός ὁ π. Πορφύριος: ‘Τί εἶστε ’σεις βρέ;’ Λέει. ‘Ἄκου λέει ψυχίατροι!’
Ποιός εἶναι ὀ ψυχίατρος;
Ὀ Χριστός εἶναι ὁ ψυχίατρος. Ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Οἱ ἴδιοι τώρα ἔχουν ἀρχίσει καί τό καταλαβαίνουν αὐτό καί ἀλλάζουν τό ὄνομά τους καί δέ λέγονται πλέον ψυχίατροι, ἀλλά γιατροί τοῦ νευρικοῦ συστήματος. Διότι δέν εἶναι δυνατόν μέ τά χάπια νά ἐπηρεάσει κανείς τήν ψυχή. Ἐπηρεάζει τό νευρικό σύστημα καί ὄχι τήν ψυχή.
«Ἐκεῖνο πού βλέπω σέ ἐσένα εἶναι ὅτι ἀφορμή ζητάει νά σέ ἀπογοητεύσει. Σέ μπερδεύει ὅλο καί περισσότερο μέ λεπτές κλωστές. Ἐάν σέ μπέρδευε μέ σπάγκο, τέλος πάντων, θά ἔλεγα ὅτι ἔχεις λίγο δίκαιο, ἀλλά ἐσύ τίς λεπτές κλωστές τίς βλέπεις γιά χοντρά σκοινιά καί στενοχωριέσαι».
Τί θέλει νά πεῖ ὁ Γέροντας;
Μεγαλοποιοῦμε αὐτά τά ἐλάχιστα, τά μικρά, μέ τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά μᾶς δέσει ὁ διάβολος.
«Μή βασανίζεσαι χωρίς νά ὑπάρχει λόγος, γιατί δίνεις χαρά στό ταγκαλάκι καί στενοχωρεῖς τόν Χριστό».
Ὑπάρχει καί μία ἄλλη λύπη πού ἔρχεται ἀπό τήν κατάθλιψη καί ἀποτελεῖ τήν ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς μας καί ὅσο περνᾶνε τά χρόνια αὐξάνεται. Ὁ παγκόσμιος ὀργανισμός ὑγείας λέει ὅτι τό 2030 ἡ κατάθλιψη θά εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἀναπηρίας στόν κόσμο. Δηλαδή ἡ κατάθλιψη θά ξεπεράσει ἀκόμα καί τά καρδιαγγειακά ἐπεισόδια καί τούς καρκίνους.
Ποῦ ὀφείλεται ἡ κατάθλιψη;
Ὁ μακαριστός π. Πορφύριος ἔλεγε ξεκάθαρα ὄτι τό κύριο αἴτιο τῆς κατάθλιψης καί ὅλων αὐτῶν, πού τά λέμε ‘ψυχολογικά’, -τά λένε ψυχολογικά, ἐμεῖς στήν ἐκκλησία δέν τά λέμε ψυχολογικά, ἀλλά τά λέμε ἀκηδία, τά λέμε δαιμόνιο τῆς ἀκηδίας, δαιμόνιο τῆς λύπης, δαιμόνιο τῆς ὀργῆς, τοῦ θυμοῦ-, εἶναι ὁ ἐγωισμός. Λόγω τοῦ μεγάλου ἐγωισμοῦ πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι, ὁ ὁποῖος αὐξάνει ὅλο καί περισσότερο, γι’ αὐτό αὐξάνει καί ἡ κατάθλιψη ὅλο καί περισσότερο. Αὐξάνει ὁ ἐγωισμός, αὐξάνει καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό πού εἶναι ἡ χαρά καί ἡ ζωή. Ὁ Θεός μᾶς τό εἶπε ὅτι «Ἐγώ ἔχω τήν ἀληθινή χαρά. Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀληθινή χαρά, Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀληθινή ζωή, Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀληθινή εἰρήνη». Ὅσο ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τήν πηγή τῆς χαράς καί τῆς εἰρήνης, τόσο ἀποκτάει τή λύπη καί τήν κατάθλιψη.
Γράφει ἕνας ἅγιος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς σέ μιά γυναίκα πού ταλαιπωρεῖται ἀπό βαριά θλίψη.
«Γράφεις ὅτι σέ ταλαιπωρεῖ κάποια ἀκατανίκητη καί ἀνεξήγητη θλίψη. Σωματικά εἶσαι ὑγιής, τό σπίτι γεμάτο, ἀλλά ἡ καρδιά ἄδεια. Γιά τήν ἀκρίβεια ἡ καρδιά σου εἶναι γεμάτη ἀπό σκοτεινή θλίψη. Ἀναγκάζεσαι νά πηγαίνεις σέ χορούς καί σέ γιορτές, ἀλλά αὐτό σοῦ μεγαλώνει τή θλίψη».
Προσπαθοῦσε μέ τήν κοσμική ζωή, χωρίς νά μετανοεῖ, νά διασκεδάσει τή θλίψη της, ὅπως καί πολλοί ἄνθρωποι. Τό ρίχνουνε στό τσιγάρο, στό ποτό, στίς καταχρήσεις, στίς ἡδονές, ὅμως ἡ χαρά δέν ἔρχεται.
«Πρόσεχε καλά γιατί αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Μπορεῖ νά νεκρώσει πλήρως τήν ψυχή. Τέτοια θλίψη ἡ ἐκκλησία μας, τήν βλέπει ὡς θανάσιμο ἁμάρτημα».
Ἡ λύπη εἶναι ἕνα ἀπό τά ὀχτώ θανάσιμα ἁμαρτήματα.
«Ὑπάρχουν δύο εἴδη θλίψης, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου: «Ἡ γάρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δέ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται»(Β΄ Κορ. 7,10). Ἐσύ ὀφθαλμοφανῶς», τῆς λέει, «ὑποφέρεις ἀπό τό δεύτερο εἶδος θλίψης».
Ἀπό τήν λύπη τήν κατά κόσμο, τήν κατά διάβολο θά λέγαμε κι ὄχι ἀπό τήν κατά Θεόν.
«Ἡ κατά Θεόν θλίψη κυριεύει τόν ἄνθρωπο ὅταν ὁ ἄνθρωπος θυμᾶται τίς ἁμαρτίες του».
Αὐτή ἡ λύπη εἶναι εἰρηνική ἔχει μέσα της ἐλπίδα, ἔχει μέσα της τή χαρά, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο αὐτό. Ζεῖ ὁ χριστιανός μιά κατάσταση πού λέγεται ‘χαρμολύπη’ καί ἔχει τήν παρηγορία, τήν παράκληση τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ μας «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. 5,4).
Ποιοί βρίσκουνε παρηγοριά ὅσο κι ἄν ἀκούγεται ἀντιφατικό;
Αὐτοί πού πενθοῦν. Ἀλλά πενθοῦν κατά Θεόν, ὄχι κατά κόσμο. Κατά κόσμο στίς κηδεῖες μπορεῖ νά φτάσουν σέ ἀκραία φαινόμενα, αὐτή ὅμως δέν εἶναι εὐάρεστη λύπη. Αὐτή εἶναι δαιμονική λύπη. Ἡ κατά Θεόν λύπη εἶναι τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας κι αὐτό τό πένθος ἔχει μέσα τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ καί τή χαρά. Ἡ ἀληθινή χαρά ἔρχεται μέσα ἀπό τό κατά Θεόν πένθος, ἀπό τήν ἀληθινή μετάνοια, ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας, πού καθαρίζουν τήν ψυχή καί ἡ καθαρή ψυχή κατόπιν χαίρεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως εἴπαμε, ὁ ἄνθρωπος νιώθει τήν κατά Θεόν θλίψη ὅταν θυμᾶται τίς ἁμαρτίες του καί λόγω αὐτοῦ ὁδηγεῖται στή μετάνοια καί ἀποθέτει τίς ἁμαρτίες του στό Θεό.
«Ἤ ἀκόμα ὅταν κάποιος θλίβεται γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων», τό ὁποῖο εἶναι ἀνώτερη κατάσταση. Νά κλαίει κανείς γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.
«Ἤ ὅταν κάποιος δείχνει ζῆλο γιά τήν πίστη στόν Θεό, ἀλλά βλέπει μέ λύπη του, τήν ἀποχώρηση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πίστη». Πάσχουν οἱ Προφῆτες. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, θρηνεῖ. Γιατί θρηνεῖ; Γιά τήν ἁμαρτία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τήν ἁμαρτία τοῦ Ἰσραὴλ.
«Τέτοια θλίψη ὁ Θεός τήν μετατρέπει σέ χαρά. Ὅπως περιγράφει ὁ Παῦλος, οἱ Ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ ἀληθινοί δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι «ὡς λυπούμενοι ἀεί δέ χαίροντες»(Β΄Κορ. 6,10). Φαίνονται ἐξωτερικά ὅτι λυποῦνται, ἀλλά στήν πραγματικότητα χαίρονται πάντοτε καί μέσα στίς ἐξωτερικές θλίψεις ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει χαρά.
Ἀκόμα καί μέσα στήν κρίση τώρα πού βιώνουνε οἱ περισσότεροι Ἕλληνες ὡς κάτι κακό, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ τήν βιώνουν ὡς κάτι καλό, ὡς κάτι εὐλογημένο. Γιατί; Γιατί ἔχουν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί λένε ἀφοῦ τό παραχώρησε ὁ Θεός εἶναι σίγουρα γιά τό καλό μας. Πράγματι εἶναι γιά τό καλό μας. Πολλοί ἄνθρωποι μέ καλή διάθεση, βοηθιοῦνται ἀπ’ αὐτό. Συστέλλονται τά πάθη, ἀναγκαστικά μέν, ἀλλά βοηθιοῦνται κι αὐτοί, νά τά συστείλουν καί ν’ ἀποκοποῦν ἀπ’ αὐτά λόγω τῆς κρίσεως. Χαίρονται οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ γιατί αἰσθάνονται τή δύναμη καί τήν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καί λαμβάνουν παρηγοριά ἀπό τό Θεό. Γι’ αὐτό λέει κι ὁ ψαλμωδός «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην»(ψαλμ. 76,4). Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ προσεύχονται, θυμοῦνται τό Θεό καί ἔχουν αὐτή τήν ἄληκτη εὐφροσύνη.
«Ἡ ἅγια θλίψη μοιάζει μέ τά σύννεφα, μέσα ἀπό τά ὁποῖα λάμπει τό φῶς τῆς παρηγοριᾶς. Ἐνῶ ἡ δική σου θλίψη», τῆς λέει αὐτῆς τῆς γυναίκας πού ἔχει προφανῶς κατάθλιψη, θά τό λέγαμε μέ σύγχρονο ὅρο «μοιάζει», ἡ θλίψη σου, «ὡς ἔκλειψη ἡλίου». Σάν νά ἔχει σβήσει ὁ ἥλιος. Ἔχει ἀπελπισία δηλαδή ἡ λύπη σου.
«Μᾶλλον θά ἔχεις πολλά μικρά ἀδικήματα καί ἁμαρτίες, τά ὁποῖα θεωροῦσες ἀσήμαντα, καί ἔτσι δέν ἐξομολογήθηκες καί δέν μετανόησες γιά αὐτά. Σάν ἀράχνη, πού πολλά χρόνια εἶναι στά μάτια, τώρα ἁπλώθηκε γύρω ἀπό τήν καρδιά σου, καί ἔφτιαξε φωλιά γιά αὐτήν τή μεγάλη θλίψη, τήν ὁποία οἱ κακές δαιμονικές δυνάμεις κακοεργῶς στηρίζουν μέσα σου».
Συναντοῦμε ἀνθρώπους πού ἐνδεχομένως θεωροῦνται τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιάζονται πολλά χρόνια καί ὅμως δέν ἔχουν τή χαρά τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουνε ἄγχος, ἔχουνε λύπη, ἔχουνε κατάθλιψη. Αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι δέν ἔχει γίνει σωστό ξεκαθάρισμα στήν ψυχή τους. Δέν ἔχει γίνει καλό -θά λέγαμε- ξεσκόνισμα. Οἱ λίγες καί οἱ μικρές ἁμαρτίες ὅταν συσσωρεύονται, σκοτεινιάζουν τήν ψυχή. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέ μετανοήσει γιά ὅλα, ὁ διάβολος ἔχει τά δικαιώματά του. Τά κρατάει τά δικαιώματά του, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος καί βασανίζει τόν ἄνθρωπο μέ τή λύπη.
«Γι᾿ αὐτό ξαναδές ὁλόκληρη τή ζωή σου, κάνε μία ἐνδελεχή ἐνδοσκόπηση τοῦ ἑαυτοῦ σου», κοίταξε καλά μέσα σου τῆς λέει «καί ἐξομολογήσου τά πάντα». Ἔρχονται ἐνίοτε ἄνθρωποι μεγάλης ἠλικίας δυστυχῶς πού ἔχουν ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματα γιά χρόνια καί νομίζουν ὅτι δέν εἶναι τίποτα. Ὅμως εἶναι πολύ σημαντικά. Φτάνουν στήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς τους καί δέ βγαίνει ἡ ψυχή τους ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Αὐτό συμβαίνει ἀπό φιλανθρωπία καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μήπως τήν τελευταία στιγμή, τέλος πάντων, θελήσουν καί καθαρίσουν τήν ψυχή τους.
«Μέ τήν ἐξομολόγηση θά καθαρίσεις τόν οἶκο τῆς ψυχῆς σου καί θά τόν ἀερίσεις. Καί θά εἰσέλθει μέσα σου ὁ φρέσκος καί καθαρός ἀέρας τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ». Ἄν δέν φύγει πλήρως ἡ βρωμιά, δέν ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα νά πλημμυρίσει τήν ψυχή μας.
«Ἀμέσως μετά ξεκίνα νά πράττεις πάντα τό καλό. Ξεκίνησε μέ τό νά δίνεις ἐλεημοσύνη ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Θυμήσου, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ». Ὄχι γιά ν’ ἀρέσεις στόν κόσμο, ὄχι φανερά, ἀλλά κρυφά. «Ὁ Χριστός θά τό δεῖ αὐτό καί γρήγορα θά σέ ἀνταμείψει μέ τή δωρεά τῆς χαρᾶς. Θά σοῦ δωρίσει ἀνείπωτη χαρά, τήν ὁποία μόνον Αὐτός χορηγεῖ, καί τήν ὁποία καμία θλίψη, οὔτε βάσανο, οὔτε δαιμονική δύναμη δέν μπορεῖ νά συσκοτίσει. Διάβαζε τό ψαλτήρι. Αὐτό ἀποτελεῖ βιβλίο γιά θλιμμένες ψυχές, βιβλίο παρηγοριᾶς».
Ἔχει ἕνα ὡραιότατο περιστατικό ὁ Ἅγιος Πορφύριος μέ ἕνα παιδί πού εἶχε πάει στό μοναστήρι του. Εἶχε κατάθλιψη, τά ’κανε ἄνω κάτω ὅλα στό σπίτι του καί οἱ γονεῖς του στήν ἀπελπισία τους, τό ὁδήγησαν στόν π. Πορφύριο. Ἔμεινε τό παιδί στό μοναστήρι, ἄρχισε νά ἀσχολεῖται ἐκεῖ μέ τόν κῆπο, νά κάνει διακονήματα καί ξέφυγε ἀπό τήν κατάθλιψη. Τοῦ πέρασαν ὅλα καί ἦταν μιά χαρά. Ὅμως κάποια μέρα γύρισε πάλι ὁ πονηρός. Τόν πείραξε βάζοντας του λογισμούς. Δέχτηκε τούς λογισμούς τό παιδί καί πάει στό Γέροντα καί λέει:
– Γέροντα θά φύγω.
– Ἔ, τοῦ λέει, τώρα θά φύγεις;
– Τώρα λέει θά φύγω, δέ μπορῶ, δέν ἀντέχω, παραγνωριστήκαμε.
Κάπως ἔτσι τοῦ εἶπε…
– Ἔ, καλά, λέει ὁ Γέροντας. Δέν τοῦ εἶπε ‘μή φεύγεις’. Μόνο νά τώρα, λέει, ἐγώ τώρα θέλω νά κοιμηθῶ, μπορεῖς νά μοῦ διαβάσεις λίγο τό ψαλτήρι; Γιατί ἔχω μιά συνήθεια μόλις ἀκούω τό ψαλτήρι κι ἀφοσιώνομαι, μετά μέ πιάνει ὁ ὕπνος.
– Ποῦ θέλεις νά σοῦ διαβάσω; Του λέει τό παιδί.
– Ἔ, λέει, ὅπου θέλεις. Ἄνοιξε, μόνο νά διαβάζεις καθαρά.
Ἄρχισε λοιπόν καί διάβαζε τό παιδί :
– ‘Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου, Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου..’(ψαλμ.26,1), διάβασε λίγο ἀκόμα, μετά κλείνει τό ψαλτήρι καί λέει:
– Γέροντα;
– Τί ἔπαθες, τοῦ λέει.
– Δέ θά φύγω, τοῦ λέει, ἄλλαξα γνώμη.
– Λέει, τί ἔπαθες, τί ἔγινε;
– Τί ἔγινε, λέει. Ὁρίστε ἐγώ τί ἔκανα τώρα; Διάβασα λίγο ψαλτήρι καί μοῦ ’φύγαν ὅλα. Μοῦ φύγαν ὅλοι οἱ λογισμοί, λέει, Γέροντα.
Κι ἄρχισε μετά νά βρίζει τούς ψυχιάτρους. «Βρέ τούς παλιογιατρούς, βρέ τούς παλιοψυχιάτρους, τούς παλιονευρολόγους», ἔλεγε. «Δίνουνε στούς ἀνθρώπους ναρκωτικά, ἀντί νά τούς λένε ὅτι ἡ αἰτία εἶναι ὅτι ἔχουν φύγει ἀπό τό Θεό οἱ ἄνθρωποι. Ὁρίστε», λέει, «ἐγώ τί ἔκανα τώρα; Λίγο προσευχήθηκα καί ἔφυγαν ὅλα».
Αὐτό εἶναι ζωντανότατο περιστατικό καί ἀποδεικνύει πόσο καλό κάνει ἡ προσευχή στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Πολύ ὀρθά ὀνομάζουν τήν προσευχή ἀναπνοή τῆς ψυχῆς. Γιά σκεφτεῖτε ἕναν ἄνθρωπο νά τοῦ κλείσεις τό στόμα καί τή μύτη, νά μή μπορεῖ νά πάρει ἀνάσα! Σκάει ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι εἶναι κι ὁ ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται.
Ἕνας πού δέν προσεύχεται μπορεῖ νά ἔχει χαρά;
Εἶναι ἀδύνατον.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἐν πολλοῖς ἐπειδή ἔχουν φύγει ἀπό τό Θεό, ἔχουν πέσει σέ πολύ μεγάλη κατάθλιψη. Ἕνας στούς εἴκοσι ἀνθρώπους πέρασε ἕνα ἐπεισόδιο κατάθλιψης τόν προηγούμενο χρόνο. Ἄλλες ἐκτιμήσεις ἀνεβάζουν τήν κατάθλιψη σέ 10%. Τό 10% τῶν ἀνθρώπων κάθε χρόνο ἔχουν κατάθλιψη. Νά τό ποῦμε συνοπτικά: ἕνας στούς δέκα ἀνθρώπους πάσχει ἀπό κατάθλιψη παγκοσμίως καί ἕνας στούς πέντε ἔχει νοσήσει ἀπό κατάθλιψη στή διάρκεια τῆς ζωῆς του. Δηλαδή πολύ συχνό φαινόμενο. Ὄχι μόνο ἡ κατάθλιψη, ἀλλά καί γενικότερα ἡ λύπη μαστίζει τούς ἀνθρώπους.
Κοιτάξτε τί ἔλεγε ἕνας ἐπιφανής, σύγχρονος, πολύ ἐπιτυχημένος καί παγκοσμίου φήμης συγγραφέας -θά τόν ἔχετε ἀκούσει- ὁ Οὐμπέρτο Ἔκο : «Δεν πιστεύω στήν εὐτυχία, πιστεύω μόνο στήν ἀνησυχία», ἀκοῦστε τί λέει τό 2008, «Ὅσοι λένε ὅτι εἶναι εὐτυχισμένοι στήν ζωή τους εἶναι ἠλίθιοι», συγνώμη γιά τή λέξη, ἀλλά ἔτσι τό λέει. «Ἡ πραγματική εὐτυχία εἶναι ἡ ἀνησυχία».
– Εἶναι σωστά πράγματα αὐτά πού λέει; Εἶναι ἰσορροπημένα;
Ἄν ἡ εὐτυχία εἶναι ἡ ἀνησυχία, τότε ὅλος ὁ κόσμος θά ἔπρεπε νά πλέει σε πελάγη εὐτυχίας! Γιατί ὅλοι σήμερα εἶναι ἀνήσυχοι. Δέ βλέπεις ἄνθρωπο ἥσυχο. Σπάνια νά συναντήσεις ἄνθρωπο ἥσυχο. Τό ἄγχος καί ἡ ταραχή εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, ἡ ἀληθινή εὐτυχία δύσκολα συναντᾶται σήμερα, γιά νά μήν ποῦμε εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτη.
Μία ἄλλη ἐπίσης ἠθοποιός, ἐπώνυμη κι αὐτή, τί ἔλεγε;
«Μέ φοβίζει ἡ δική μου κούραση. Ἡ δική μου ἀπάθεια. Προσπαθῶ τουλάχιστον σ’ ἕναν ἰδιωτικό χῶρο ν’ ἀνταποκριθῶ ὅσο πιο ἀνθρώπινα μπορῶ. Τό κατορθώνω; Περισσότερο» καί προσέξτε ἐδῶ τί λέει, «μέ θλίβει τό γῆρας τῆς ψυχῆς. Ὁ μαρασμός της». Γερασμένες ψυχές. Νεκρωμένες ψυχές θά λέγαμε ἐμεῖς. Γιατί, πολύ ἁπλά ὅταν ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τό Θεό καί ἀπενεργοποιεῖ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή κι αὐτή νεκρώνεται.
Ὅλα αὐτά τί ἐπιβεβαιώνουνε;
Ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ κοσμικά, ὅταν ἀγαπήσει τόν κόσμο, ὅταν θέλει ν’ ἀνήκει στόν κόσμο καί ὄχι στό Θεό, βασανίζεται καί τελικά νεκρώνεται. Ζῶντας σύμφωνα μέ τήν κοσμική νοοτροπία, ὑποτασσόμενος στά πάθη, πού συνιστοῦν αὐτό πού λέμε «κόσμο» δηλαδή στή φιληδονία, στή φιλοδοξία καί στή φιλαργυρία, ζεῖ ἀναγκαστικά καί τά ἀποτελέσματα τῶν παθῶν, πού εἶναι ἡ λύπη, ἡ κατάθλιψη, ἡ ἀνία, ἡ ψυχική γήρανση, ὁ ψυχικός θάνατος!
– Πῶς δημιουργεῖται ἡ λύπη;
Τά εἴπαμε λίγο τά αἴτια μέ τά παραδείγματα, ἀλλά τώρα μποροῦμε νά τά συνοψίσουμε. Εἴπαμε ὅτι ἡ χαρά εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἑπομένως ἡ λύπη εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας, τῆς ἀπενεργοποίησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας.
Πότε χάνουμε ἤ ἀπενεργοποιοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα;
Ὅταν δέ λειτουργοῦμε σωστά τήν ψυχή μας καί τό σῶμα μας. Ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει εἴτε κατά τό λογιστικό, κατά τό νοῦ, εἴτε κατά τό θυμικό, κατά τό θυμό του, εἴτε κατά τήν ἐπιθυμία του. Μέ τά τρία αὐτά μέρη τῆς ψυχῆς, τό νοῦ, τό λογιστικό δηλαδή, ὅταν δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται, ὅταν δέ δοξολογεῖ τό Θεό, ὅταν δέν ἀγαπάει τό Θεό, λοιπόν, καί τό θυμικό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὀργίζεται ἄλογα, ὅταν ὀργίζεται χωρίς τό σωστό λόγο -καί σωστός λόγος ὀργῆς εἶναι μόνο γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τό Θεό καί τόν πλησίον, ποτέ τόν ἑαυτό μας-, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης ἔχει ἐπιθυμίες, ἔχει θελήματα ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καί στήν κατάσταση τῆς λύπης. Οἱ Πατέρες μᾶς τό λένε ξεκάθαρα : ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται, ἔχει λύπη.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὀργίζεται, ταράσσεται τό θυμικό του δηλαδή, πάλι ἔχει λύπη. Ἡ ὀργή ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή λύπη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει διάφορες ἐπιθυμίες καί πολλά θελήματα, ὀδηγεῖται στή λύπη γιατί ἡ ἐπιθυμία, ὅπως λένε οἱ Πατέρες φέρνει μία ἡδονή μέσα στόν ἄνθρωπο, ἐγωιστική ἡδονή. Τά αὐτονομημένα θελήματα, τά ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ φέρνουνε μιά μικρή εὐχαρίστηση στόν ἄνθρωπο στήν ἀρχή, ἡ ὁποία ὅμως αὐτή ἡδονή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τό θέλημά του, ἔχει ὡς ἀπότοκο, ὡς ἀποτέλεσμα τή λύπη. Μᾶς τά ἔχουνε πεῖ αὐτά οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἡ λύπη, ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἁμαρτωλή ἡδονή ἐμπεριέχουν τήν ὀδύνη. Ἡ ἐπιθυμία λοιπόν φέρνει τήν ἡδονή καί ἡ ἡδονή φέρνει τήν ὀδύνη, φέρνει τή λύπη.
Τέλος ὑπάρχει καί τό αἴτιο τῆς ἄμεσης δαιμονικῆς ἐνέργειας, γιά τό ὁποῖο μιλήσαμε, ὅπου ἐπιτίθεται ὁ διάβολος χωρίς ἕνα προφανές αἴτιο. Ἄν και ὑπάρχει τό αἴτιο, ἀλλά εἶναι κρυμμένο. Δέ μπορεῖ εὔκολα νά τό ἐξιχνιάσει ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ συχνότερη αἰτία τῆς λύπης εἶναι ἡ ματαίωση μιάς ἤ περισσοτέρων ἐπιθυμιῶν, καθώς καί τῆς ἡδονῆς πού συνάπτεται μ’ αὐτή τήν ἐπιθυμία.
Αὐτή εἶναι ἡ πιό συχνή αἰτία πού χάνουμε τή χαρά μας. Ποιά;
Τό ὅτι ἔχουμε ἐπιθυμίες. Θά πεῖς δέν πρέπει νά ’χω ἐπιθυμίες; Δέν πρέπει νά θέλω; Δέν πρέπει νά ἐπιθυμῶ; Πρέπει νά θέλεις αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστός μας νά λέμε στό ‘Πάτερ ἡμῶν’ τόσο συχνά ‘γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, ἀλλιῶς θά μᾶς ἔλεγε νά λέμε γιά νά εἴμαστε εὐτυχισμένοι ‘γενηθήτω τό θέλημά σας’. Δέν μᾶς εἶπε ἔτσι. Μᾶς εἶπε ἄν θέλετε νά εἶσθε χαρούμενοι, νά λέτε γενηθήτω τὸ θέλημά Μου. Ὅταν γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὁ ἄνθρωπος γίνεται εὐτυχισμένος. Ἄν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄλλα θελήματα, ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει λύπη. Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι καταστροφικά, ὁ Θεός δέν τοῦ ἱκανοποιεῖ αὐτά τά θελήματα καί πολύ καλά κάνει. Διότι ὡς Πατέρας, μᾶς ἀγαπάει. Ὁ ἄνθρωπος θυμώνει, ὀργίζεται, ἀπογοητεύεται, γιατί; Γιατί δέν τοῦ ἔχουν γίνει τά θελήματά του.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι γιατί ἔχουν κατάθλιψη λόγω τῆς κρίσεως;
Γιατί δέ μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν τά θελήματά τους. Ποιά θελήματά τους ὅμως; Τά κατά Θεόν θελήματα; Θέλουν νά κάνουν ἐλεημοσύνη γι’ αὐτό ζητᾶνε λεφτά; Ὄχι, γιά νά ἱκανοποιήσουν τά πάθη τους. Γιά νά γλεντήσουν ὅπως γλεντοῦσαν πρίν, γιά νά ἐπιδειχτοῦν, ὅπως ἐπιδεικνύονταν πρίν, ὅταν δέν ὑπῆρχε κρίση δηλαδή καί γιά νά λειτουργήσουνε πάλι ἁμαρτωλά ἱκανοποιώντας τά δικά τους ‘θέλω’. Ὁ Θεός πολύ καλά κάνει καί μᾶς στερεῖ τή δυνατότητα αὐτή, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά μή χάσουμε τήν αἰώνια ζωή.
Ἀποδεικνύει ἔτσι, ἡ κακή αὐτή λύπη, προσκόλληση, τοῦ προσώπου τό ὁποῖο προσβάλλει, στά αἰσθητά ἀγαθά καί στίς ἀξίες τοῦ κόσμου. Δηλαδή ὅταν ὁ ἄνθρωπος λυπᾶται ἐπειδή δέν ἱκανοποιοῦνται κάποια θελήματά του, τί ἀποδεικνύει; Ὅτι εἶναι κολλημένος στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου γιατί τά θελήματά μας –πού εἶναι ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ- εἶναι θελήματα ἐγωιστικά, ὑλιστικά, κοσμικά, τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος. Γι’ αὐτό καί ἡ λύπη αὐτή συνδέεται μέ ὅλα τά πάθη, καθώς αὐτά περιλαμβάνουν (ἐμπεριέχουν, εἶναι συνυφασμένα μέ) τήν σφοδρή ἐπιθυμία. Νά, λοιπόν, πῶς στό βάθος τῆς κατάθλιψης, τῆς μή κατά Θεόν λύπης, κρύβονται ὅλα τά πάθη καί πίσω τους οἱ δαίμονες.
Ἡ λύπη εἶναι μία δύναμη πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Προσέξτε, ἡ λύπη εἶναι ἕνα -ὅπως λένε οἱ Πατέρες- ἀδιάβλητο πάθος, δηλαδή ἕνα πάθος, τό ὁποῖο δόθηκε μετά τήν πτώση στόν ἄνθρωπο γιά νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκφράζει τή μετάνοιά του. Νά λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του.Νά μετανοεῖ, νά δακρύζει καί νά καθαρίζει τήν ψυχή του. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος, μέ τή συνεργεία βέβαια καί τοῦ διαβόλου, τήν ὑποκίνηση τοῦ διαβόλου, αὐτή τή δύναμη πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, τῆς λύπης, τή χρησιμοποιεῖ κακῶς καί λυπᾶται, ὄχι γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιατί δέ γίνονται τά ἐγωιστικά του θελήματα καί πέφτει στήν κατάθλιψη. Ἔτσι ἐρμηνεύεται ἡ κατάθλιψη.
Διαπιστώνουμε ἀκριβῶς τή μεγάλη ἐξάπλωση τῆς κατάθλιψης στήν ἐποχή μας διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάρα πολλά ἐγωιστικά θελήματα, τά ὁποῖα εἶναι ἀνικανοποίητα καί κάνει κακή χρήση τῆς λύπης. Ὁ Θεός τοῦ ἔχει δώσει τή λύπη γιά νά μετανοεῖ καί ὁ ἄνθρωπος τή χρησιμοποιεῖ γιά νά καταστραφεῖ. Συνεπῶς τήν κάνει ἁμαρτωλή.
Ὅπως ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει τό ἀδιάβλητο πάθος τῆς πεῖνας. Ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν εἶχε αὐτό τό ἀδιάβλητο πάθος δέ θά ζοῦσε. Δέν θά ἔτρωγε κανένας, ἄν δέν πεινοῦσε. Ἀλλά ὅταν τό ὑπερικανοποιήσεις αὐτό τό πάθος ἤ τό στρέψεις σέ ἄλλη κατεύθυνση, δηλαδή δέν τρῶς γιά νά ζήσεις, ἀλλά ζεῖς γιά νά τρῶς, τότε τό πάθος ἀπό ἀδιάβλητο, γίνεται διαβλητό, γίνεται ἁμαρτωλό. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τή λύπη. Τή στρέφουμε σέ ἄλλη κατεύθυνση ἐγωιστική. Ἀντί νά τή στρέψουμε καί νά τή χρησιμοποιήσουμε γιά νά πλησιάσουμε τό Θεό, τή χρησιμοποιοῦμε γιά νά θρηνήσουμε οὐσιαστικά τά ἀποτυχημένα θελήματά μας καί νά ἐγκλωβιστοῦμε ἀκόμα περισσότερο στόν ἐγωισμό μας.
«Ὁ ἐγωισμός φέρνει πάντα λύπη, φέρνει πάντα ἄγχος. Ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια»,ἔλεγε ὁ μακαριστός ὁ π. Παΐσιος«εἶναι τό Γενικό Ἐπιτελεῖο ὅλων τῶν παθῶν» ἐκεῖ εἶναι ἡ ρίζα καί ἡ βαθύτερη αἰτία πού χάνουμε τή χαρά μας οἱ χριστιανοί.
Ἐπειδή βλέπω ὅτι ἡ ὥρα συμπληρώθηκε, θά πῶ μόνο ἕνα τελευταῖο. Εἶναι ἕνα παράδειγμα μ’ ἕναν ἅγιο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἤτανε πάντοτε εἰρηνικός καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά εἶχε φτάσει καί σέ μία χαριτωμένη κατάσταση νά κάνει θαύματα. Τό ἀκόμα πιό σημαντικό εἶναι ὅτι καί ὁ ἴδιος δέ μποροῦσε νά τό καταλάβει, νά τό ἐξηγήσει. Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος πῶς κάνει θαύματα. Ἕνας ἄλλος μοναχός τόν πλησίασε γιατί ἤθελε νά ἐξιχνιάσει τό μυστήριο γιατί δέν τόν βλέπανε νά κάνει κάτι ἰδιαίτερα ἔκτακτο, οὔτε ἔκανε μεγάλες νηστεῖες, οὔτε κάτι διαφορετικό, ζοῦσε ὅπως ὅλοι οἱ μοναχοί. Ἤτανε ὅμως πάντοτε εἰρηνικός, πάντοτε χαρούμενος καί μέ τό πού τόν ἀκουμποῦσαν γινόντουσαν καλά.
– Καί ἐγώ ὁ ἴδιος ἐκπλήττομαι πού μπορῶ νά τούς δίνω τήν ὑγεία τους, ἀπάντησε ὁ μοναχός στή σχετική ἐρώτηση. Ντρέπομαι πού τά ἐνδύματά μου ἔχουν ἰαματική δύναμη, γιατί ἐγώ οὔτε μέ τή νηστεία, οὔτε μέ ἄλλα ἀσκητικά, μοναστικά ἀγωνίσματα, ἀξιώθηκα νά λάβω τέτοιο δῶρο ἀπό τόν Θεό.
– Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, εἶπε ὁ προεστός (ὁ Γέροντας). Ἐμεῖς βλέπουμε ὅτι εἶσαι ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος καί σέ σένα δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά σέ ξεχωρίζει ἀπό τήν τάξη τῶν ὑπολοίπων πατέρων.
Στή συνέχεια ὁ προεστός ἀποφάσισε νά ἐξιχνιάσει τό μυστήριο, ὁπότε ἄρχισε νά τόν ρωτάει περισσότερα πράγματα καί ὁ μοναχός ἀπάντησε:
– Θυμήθηκα κάτι σχετικό μέ τό ἔλεος πού μοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό.
Προσέξτε δέν λέει ὅτι τό κατάφερα ἐγώ. Ὁ Θεός μοῦ τό ἔδωσε. Κοιτάξτε τί τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.
– Ἐγώ, λέει, σταθερά σέ ὅλα συντονίζω τό θέλημά μου μέ τό Θεῖο θέλημα. Ποτέ καί τίποτα δέ φέρνω στή σκέψη μου πού θά ἐναντιωνόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οὔτε μία σκέψη, ὄχι νά κάνει κάτι ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μιά μικρή ἁμαρτιούλα! Τίποτε.. οὔτε σκέψη.
– Ποτέ δέν τρομάζω μπροστά σέ ἀπρόβλεπτα γεγονότα, τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά κλονίσουν τό νοῦ μου καί νά ἐξασθενίσουν τήν καρδιά μου. Ποτέ καί γιά τίποτε δέν παραπονέθηκα στούς ἄλλους, οὔτε τούς φανέρωσα τή θλίψη μου. Τό ἴδιο καί ὅσα εὐτυχή συμβάντα τύχουν στή ζωή μου, δέν μ’ εὐχαριστοῦν σέ τέτοιο βαθμό πού νά εὐθυμῶ περισσότερο ἀπό ὅ,τι τόν ὑπόλοιπο καιρό. Ὅλα τά δέχομαι ἐξίσου, ὡς σταλμένα ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τόσο τά εὐχάριστα, ὅσο καί τά δυσάρεστα γιά μένα.
Αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παύλος «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8). Θλίψεις θά ἔχουμε ὅλοι, ἐξωτερικές δηλαδή συν-θλίψεις, θά λέγαμε, πιέσεις ἀπό τά γεγονότα, ἀπό ἀνθρώπους κ.λ.π. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι αἰτία νά στενοχωρηθοῦμε, νά βλαφτοῦμε ἐσωτερικά καί νά χάσουμε τήν ἐσωτερική εἰρήνη καί χαρά. Αὐτό ἀκριβῶς λέει κι ἐδῶ ὀ ἅγιος αὐτός μοναχός.
– Δέν προσεύχομαι στόν Θεό γιά νά πραγματοποιηθοῦν ὅλα σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία μου, ἀλλά θέλω σέ ὅλα νά γίνεται τό ἅγιο θέλημά Του. Μ” αὐτόν τόν τρόπο τίποτε δέν μέ εὐχαριστεῖ ἰδιαίτερα, τίποτε δέν μέ συντρίβει καί δέν μέ συγχύζει καί τίποτε δέν μέ κάνει εὐτυχισμένο, ὅπως μόνο αὐτό τό ἴδιο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι′ αὐτό σέ ὅλες μου τίς προσευχές γιά ἕνα μόνο παρακαλῶ τόν Θεό: Νά γίνεται πάντοτε καί ὁλοκληρωτικά σέ μένα καί σέ ὅλα τά πλάσματά Του τό Θεῖο θέλημα.
Ὁ ἡγούμενος τοῦ κοινοβίου παρά πολύ θαύμασε τά λόγια τοῦ μοναχοῦ καί ἀπευθυνόμενος σ” αὐτόν τόν ρώτησε:
– Ἀγαπημένε μου ἀδελφέ! Πές μου τί αἰσθάνθηκες ἐχθές τήν ὥρα πού συνέβη πυρκαγιά στό μοναστήρι μας;
Κάηκε ἕνα μέρος τοῦ μοναστηριοῦ.
– Στ” ἀλήθεια δέν λυπήθηκες μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους, ὅταν ὁ κακός ἄνθρωπος ἔβαλε φωτιά στά μοναστηριακά οἰκοδομήματα καί κάηκε πολύ ἀπό τό σιτάρι μας;
– Δέν θά κρύψω, ἀπάντησε ὁ μοναχός, ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ζημιά τοῦ μοναστηριοῦ δέν μοῦ προκάλεσε τήν παραμικρή θλίψη, ἐπειδή ἔχω τή συνήθεια γιά ὅλα, καί γιά τά θλιβερά καί γιά τά εὐχάριστα, νά εὐχαριστῶ τό Θεό καί ἥσυχα νά δέχομαι καί τοῦτο καί τό ἄλλο.
Δηλαδή καί τίς ἐξωτερικές θλίψεις καί τίς ἐξωτερικές χαρές. Ὅλα ἥσυχα, ἀφοῦ ὅλα εἶναι ἀπό τόν καλό Θεό. Δέν ὑπάρχει κάτι κακό, πού νά μᾶς δώσει ὁ Θεός.
– Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι αὐτό πού συνέβη σέ μᾶς, συνέβη σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κατευθύνει τά πάντα πρός ψυχική ὠφέλεια. Γι′ αὐτό ἀκριβῶς δέν μεριμνῶ καί δέν σκέπτομαι τίποτε σχετικά μ” αὐτό. Λίγο ἤ πολύ ἐμεῖς ἔχουμε τό ψωμί μας καί τά ὑπόλοιπα γιά τή διατροφή μας, γιατί πιστεύω δυνατά ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ καθέναν ἀπό ἐμάς νά τόν χορτάσει, τόσο μέ ἕνα ψίχουλο, ὅσο καί μέ ἕνα ὁλόκληρο ψωμί. Ἔτσι λοιπόν ἐγώ ἤρεμα, χωρίς καμιά σύγχυση, περνῶ τή ζωή μου».
Κατάπληκτος ἀπό τά λόγια τοῦ μοναχοῦ ὁ ἡγούμενος γιά πολύ ἀκόμα καιρό συζητοῦσε μαζί του, προσπαθῶντας νά ἀναγκάσει τόν ἀδελφό νά παρουσιάσει ἀκόμα πιό πολύ τόν τρόπο πού σκεφτότανε καί πού ζοῦσε.
Μεταξύ πολλῶν ἀπαντήσεων τοῦ εἶπε ὁ μοναχός καί αὐτό τό ὁποῖο εἶναι πολύ σπουδαῖο:
– Κατά τήν καθημερινή προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο προόδευσα στήν ὑπακοή μου σ” Αὐτόν, ὥστε, ἄν ἀπό πρίν γνώριζα ὅτι ὁ Θεός ἐξάπαντος προόριζε νά μέ στείλει στήν κόλαση, τότε ἐγώ δέν θά ἐπιχειροῦσα νά κάνω τίποτα ἐναντίον Του.
Ἄν ἤθελε ὁ Θεός νά μέ βάλει στήν κόλαση, θα ’λεγε «νά ’ναι εὐλογημένο, νά πάω Κύριε, ἀφοῦ κι ἐκεῖ εἶσαι Ἐσύ.». Παντοῦ εἶναι ὁ Θεός καί στήν κόλαση εἶναι. Ἄρα καί ἐκεῖ καλά θά εἶναι, ἀφοῦ εἶναι τό θέλημά Σου νά πάω ἐκεῖ.
– Σοῦ λέω ἀκόμη ὅτι, ἀκόμη κι ἄν ἦταν δυνατόν σέ μένα ν’ ἀλλάξω αὐτή τή Θεία ἀπόφαση λέγοντας ἕνα «Πάτερ ἡμῶν» -σοῦ λέω ἀλήθεια-, δέν θά τολμοῦσα νά τό κάνω αὐτό, ἀλλά ἀκόμη πιό ἔντονα θά προσευχόμουν στόν Θεό, ὥστε νά ἐνεργήσει σέ μένα σύμφωνα μέ τό Πανάγιο θέλημά Του καί νά μοῦ δωρίσει τή Χάρη Του πού θά μέ ἐνισχύει εἰς τούς ἀπέραντους αἰῶνες, γιά νά μή σκέπτομαι ὅ,τιδήποτε ἀντίθετο στό ἅγιό Του θέλημα.
Μετά ἀπό παρατεταμένη σιωπή λέει, τέλος, ὁ ἡγούμενος στό μοναχό:
– Πορεύου, περιπόθητε πάτερ, πορεύου καί ἐκπλήρωσε φιλότιμα τήν ὑπόσχεσή σου στόν Θεό, ὅπως μοῦ τήν ἐξέθεσες. Ἐσύ βρῆκες τόν οὐρανό ἔξω ἀπό τον οὐρανό.
Ἀκριβῶς αὐτό εἶναι στό χέρι ὅλων μας. Ἄν τό ἔκανε αὐτός, ὅλοι μποροῦμε νά τό κάνουμε ἔφοσον τό θελήσουμε. Δηλαδή ν’ ἀφήσουμε ὅλα τά δικά μας θελήματα καί νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε καί ἡ χαρά μας δέ θά χάνεται ποτέ.
Τῷ δέ Θεῷ δόξα, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Ὁμιλία τοῦ π. Σάββα
(Στόν Ἱ. Ν. Ἁγίων Πέτρου καί Παύλου, Γιαννιτσῶν)
Ἀκοῦστε ἐδῶ τήν ὁμιλία: