Εκείνο που συνήθως πυροδοτεί την είσοδο του ζευγαριού σε μια συμβουλευτική ή ψυχοθεραπευτική διαδικασία είναι εκτενείς και ισχυροί μονόλογοι από την μεριά του ενός ή και των δύο συντρόφων.
Μέσα από αυτούς του μονολόγους οι σύντροφοι εκθέτουν ιστορίες σχετικές με την σχέση τους οι οποίες φαίνονται να μην ταιριάζουν, να μην συμφωνούν πια με τις αρχικές προθέσεις των συντρόφων, με του λόγους για τους οποίους αρχικά έγιναν ζευγάρι.
Τα ζευγάρια μιλούν για συναισθήματα εγκλωβισμένα σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα αλληλεπίδρασης τα οποία καθηλώνουν παρά εξελίσσουν την σχέση. Οι τόνοι τους δεν συμφωνούν και οι κινήσεις τους ούτε συγχρονίζονται ούτε συμβαδίζουν. Επίμονες και επιβλητικές δηλώσεις και ρητορικά ερωτήματα σφραγίζουν τους μονολόγους.
«Τι άνθρωπος είσαι εσύ!»/ «Πώς έχεις γίνει έτσι;»
«Σε βαρέθηκα!»/ «Με θεωρείς δεδομένη»
«Κουράστηκα!»/ «Δεν σε αντέχω άλλο»
«Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις…..»
«Παράτα με!»/ «Είσαι τελείως αδιάφορος»
«Τι μου λες τώρα!»/ «Καλά…εντάξει..»
Οι μονόλογοι, σφραγισμένοι από δηλώσεις όπως οι παραπάνω πολύ συχνά αποτελούν το επιμύθιο, τον επίλογο μιας βαθειάς οικειότητας. Η οικειότητα που μέχρι τώρα είχε στηρίξει την έναρξη ή και την συνέχιση μιας σχέσης με δημιουργικό – ερωτικό, υποστηρικτικό και οικογενειακό – νόημα γίνεται ο λόγος που ένας ή και οι δύο σύντροφοι παραγνωρίζουν, αποσιωπούν, κλείνουν τα μάτια και κυρίως τα αφτιά τους μπροστά σε λεπτές διαφοροποιήσεις/ αλλαγές του ενός ή της άλλης. Αυτό που υπονοείται στις παραπάνω δηλώσεις και τα ρητορικά ερωτήματα που σφραγίζουν τους μονολόγους των ζευγαριών είναι ένα «ξέρω τι θα πεις» ή «ξέρω τι θα κάνεις» ή «ξέρω τι λες από μέσα σου» ή «ξέρω τι εννοείς».
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι σύντροφοι μέσω της οικειότητάς τους προσκολλούνται στον κυρίαρχο ήχο του άλλου, σε εκείνον που ακούγεται συχνότερα και δυνατότερα, και ακυρώνουν τις δυνατότητες εμπλουτισμού της σχέσης που θα μπορούσαν να προκύψουν από την ανάγνωση [1]
Για να το πούμε αλλιώς μέσα από την οικειότητα κείνο που φθίνει είναι η δυνατότητα των συντρόφων να προσαρμόζουν τη ματιά τους, αλλά και τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, στις νέες οπτικές συνθήκες (π.χ. γέννηση παιδιού, παιδί στην εφηβεία, απώλεια εργασίας) και να αναγνώσουν όχι μόνο την θεματική πρόταση που εκείνος ή εκείνη προτάσσουν – συνειδητά ή ασυνείδητα – αλλά και τα «δευτερεύοντα» στοιχεία, τις λεπτομέρειες του συντρόφου τους. Αυτές οι λεπτομέρειες, που καθόλου δευτερεύουσας σημασίας δεν είναι, είναι που τελικά αναδεικνύουν το νόημα της λειτουργικής ή δυσλειτουργικής αλληλεπίδρασης των συντρόφων, και αυτές που αποτελούν μοναδικές εισφορές επίλυσης των συγκρούσεων, εμπλουτισμού ή επαναπροσδιορισμού της σχέσης – πιθανώς στο πέρας κάποιας τραυματικής για την σχέση εμπειρία όπως είναι η συνεχής δυσπιστία, η στιγμιαία απιστία ή η απρόσμενη εμφάνιση μιας καταθλιπτικής διαδικασίας ή κατάστασης.
Τι είναι όμως αυτό που μεταμορφώνει την οικειότητα σε ένα τέτοιο μοτίβο αλληλεπίδρασης – πρόβλημα για τον έναν ή και τους δύο συντρόφους;
Οι πρόσφατες επιστημονικές αναφορές συνοψίζουν τους παράγοντες που επηρεάζουν το μοτίβο αλληλεπίδρασης και την σχέση μεταξύ συντρόφων/ συζύγων ως εξής:
«το θρήσκευμα, η εθνικότητα, η παρουσία ψυχοπαθολογίας, η ύπαρξη παιδιών και η ηλικία τους, το επίπεδο της δέσμευσης (συγκατοίκηση/ γάμος), το φύλο των συντρόφων, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η προσωπικότητα, συναισθηματικές διεργασίες, γνωστικές διεργασίες, οι συμπεριφορές και οι λεκτικές αλληλεπιδράσεις, η σεξουαλικότητα και η σεξουαλική συμπεριφορά»
Η σύνθεση των παραπάνω παραγόντων – με τις διαστάσεις που υπονοούνται σε αυτούς – μαρτυρά ότι: ο/η σύντροφος ή ο/η σύζυγός μας δεν είναι «ένας» ή «μία»:
Αντίθετα…
…είναι ο άνθρωπος που νομίζουμε ότι είναι, ότι δεν είναι ή ότι θα έπρεπε να είναι,
…είναι ο άνθρωπος που νομίζει ο ίδιος ή η ίδια ότι είναι, ότι δεν είναι ή ότι θα έπρεπε να είναι
…είναι ο άνθρωπος που νομίζει η κοινωνία (η θρησκεία, η πολιτεία, ο πολιτισμός) ότι είναι, ότι δεν είναι ή ότι θα έπρεπε να είναι
…είναι ο άνθρωπος που νομίζουν τα παιδιά του/της ότι είναι, ότι δεν είναι ή ότι θα έπρεπε να είναι
…είναι ο άνθρωπος που νομίζουν ή νόμιζαν οι γονείς του/της ότι είναι, ότι δεν είναι ή ότι θα έπρεπε να είναι,
…είναι ο άνθρωπος που έχει γίνει και γίνεται μέσα από την αλληλεπίδρασή του/της με εμάς και του άλλους ανθρώπους στην κοινωνία που ζει.
Οι παρατηρήσεις αυτές καταδεικνύουν ότι η σχέση μεταξύ συντρόφων είναι δυνατόν να εμπεριέχει πολλών ειδών αντιφάσεις, η σχέση των οποίων, ο συνδυασμός τους μπορεί είτε να οδηγήσει σε σύγκρουση (εμφανή ή όχι), είτε να οδηγήσει σε μια «πλούσια» μουσική συμφωνία. Και ίσως πρέπει να πούμε ότι τις πλούσιες μουσικές συμφωνίες απαρτίζουν τεσσάρων ειδών συγχορδίες – μείζονες, ελάσσονες, αυξημένες και ελαττωμένες – οι οποίες κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: σύμφωνες και διάφωνες συγχορδίες.
Δεν είναι τόσο οι διαφορές στην προσωπικότητα, στην πολιτισμική αλλοτρίωση, τις αξίες, την θρησκεία ή εκείνα που ο καθένας από τους συντρόφους φέρει ως προσωπική ή κοινωνική κληρονομιά που έχουν σημασία, αλλά τι κάνει το κάθε ζευγάρι με τις διαφορές αυτές.
Πώς μπορούν τα ζευγάρια να συνεργαστούν στην δημιουργία της δικής τους συμφωνίας; Πώς δημιουργούμε ένα πλαίσιο όπου οι άνθρωποι μπορούν να μιλήσουν και κυρίως να ακούσουν με τρόπους που θα προάγουν τη σύζευξη και όχι την διάζευξη;
Νομίζουμε ότι μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου αυτού δίνει κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Όμως η αναλυτικότερη επεξεργασία τους είναι κάτι που θα μας απασχολήσει σε επόμενο κείμενο.