«Εμένα πάντως μου φαίνεται», λέει βραχνά, «πως παρ’ όλα αυτά δεν ξέρεις παρά μια και μοναδική ιστορία, παιδί μου, την ιστορία του εκατοστού πρίγκιπα, που καταφέρνει να λύσει το αίνιγμα. Δεν ξέρεις όμως τίποτα για τις ιστορίες των προηγούμενων ενενήντα εννέα που χάθηκαν, επειδή δεν τα κατάφεραν».
Ο καθρέφτης μες στον καθρέφτη, Μίχαελ Έντε
Όλοι γνωρίζουν την ιστορία του Οιδίποδα. Επειδή εκείνος έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας. Αν δεν τα είχε καταφέρει θα ήταν ένας απ’ τους προηγούμενους 99 που χάθηκαν, και ποτέ δεν μάθαμε το όνομα τους.
Ο πρίγκιπας έγινε βασιλιάς επειδή έλυσε το αίνιγμα. Όμως ποιοι ήταν εκείνοι που προηγήθηκαν; Είναι ανώνυμοι, αλλά είναι ασήμαντοι;
Θα μπορούσε να γραφτεί μια ιστορία για κάποιον που έφτασε ως τη Σφίγγα και ηττήθηκε. Ποιοι ήταν οι γονείς του, πώς μεγάλωσε, πώς του δημιουργήθηκε η ανάγκη να αναμετρηθεί με το τέρας; Ήταν ματαιοδοξία ή μήπως αλτρουισμός; Ή μπορεί να ήταν η οργή ενός ανθρώπου που βαρέθηκε το τέρας και αποφάσισε να το αντιμετωπίσει, ακόμα κι αν ήξερε πως θα χάσει.
Πώς τον έλεγαν αυτόν τον άνθρωπο, τον αριθμό 73 απ’ τα θύματα της Σφίγγας;
Τι του είπε η μητέρα του όταν ξεκινούσε για τη Θήβα; Μήπως είχε γυναίκα και παιδιά;
Μπορεί να γύρισε στα παιδιά του και να τους είπε: «Έχω κουραστεί να ζω με τον φόβο. Ο φόβος δεν πρέπει στους ανθρώπους. Θα παλέψω μαζί της. Θα το κάνω για μένα -και για σας».
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε, τα παιδιά έκλαιγαν, αλλά ο αριθμός 73 ξεκίνησε για τη Θήβα. Στο δρόμο συνάντησε πολύ κόσμο. Όταν τους έλεγε πού πήγαινε, τι πήγαινε να κάνει, του δίναν την ευχή τους, για να τα καταφέρει και να τους λυτρώσει όλους.
Μια χήρα τον έβαλε στο σπίτι της κάποιο βράδυ.
«Ο άντρας μου χάθηκε», του είπε. «Πήγε κι αυτός να προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα. Ήταν ο αριθμός 42. Ποτέ δεν γύρισε. Μείνε εσύ, γίνε εσύ ο άντρας μου».
«Ο άντρας μου χάθηκε», του είπε. «Πήγε κι αυτός να προσπαθήσει να λύσει το αίνιγμα. Ήταν ο αριθμός 42. Ποτέ δεν γύρισε. Μείνε εσύ, γίνε εσύ ο άντρας μου».
Ο αριθμός 73 έγινε άντρας της για μια νύχτα. Μα το επόμενο πρωί συνέχισε.
Κάποια στιγμή συνάντησε μια γριά, που δύσκολα έβλεπε.
«Είσαι ο γιος μου;» τον ρώτησε. Όταν άκουσε τη φωνή του δεν απογοητεύτηκε. Σαν να ήξερε.
«Ο γιος μου πήγε να λύσει το αίνιγμα», του είπε. «Ήταν ο αριθμός 25. Ποτέ δεν γύρισε. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Απ’ όλους τους δρόμους του κόσμου, απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου, γιατί διάλεξε να πάει εκεί;»
«Για να λύσει το αίνιγμα», της απάντησε ο 73.
«Και γιατί έπρεπε να το λύσει;»
«Γιατί υπάρχει».
«Ο γιος μου πήγε να λύσει το αίνιγμα», του είπε. «Ήταν ο αριθμός 25. Ποτέ δεν γύρισε. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Απ’ όλους τους δρόμους του κόσμου, απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου, γιατί διάλεξε να πάει εκεί;»
«Για να λύσει το αίνιγμα», της απάντησε ο 73.
«Και γιατί έπρεπε να το λύσει;»
«Γιατί υπάρχει».
Ο 73 συνέχισε, μέχρι που βρέθηκε στη σπηλιά ενός σοφού -κι ενός σκύλου.
«Εσύ, που είσαι σοφός», του είπε, «γιατί δεν πηγαίνεις να λύσεις το αίνιγμα της Σφίγγας;»
«Δεν είμαι σοφός», είπε εκείνος. «Ανόητος είμαι και τίποτα δεν ξέρω».
«Τότε γιατί όλοι σε λένε σοφό;»
«Επειδή γνωρίζω πως δεν ξέρω. Εκείνοι νομίζουν ότι ξέρουν. Έχουν μια απάντηση για όλα. Εγώ έχω μόνο ερωτήσεις».
«Άρα δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Εγώ ψάχνω για την απάντηση».
«Σε ποια ερώτηση;»
«Δεν την ξέρω ακόμα».
«Δεν γνωρίζεις την ερώτηση και θες να σου πω την απάντηση;»
«Δεν είμαι σοφός», είπε εκείνος. «Ανόητος είμαι και τίποτα δεν ξέρω».
«Τότε γιατί όλοι σε λένε σοφό;»
«Επειδή γνωρίζω πως δεν ξέρω. Εκείνοι νομίζουν ότι ξέρουν. Έχουν μια απάντηση για όλα. Εγώ έχω μόνο ερωτήσεις».
«Άρα δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Εγώ ψάχνω για την απάντηση».
«Σε ποια ερώτηση;»
«Δεν την ξέρω ακόμα».
«Δεν γνωρίζεις την ερώτηση και θες να σου πω την απάντηση;»
Ο σοφός γέλασε με το φαφούτικο στόμα του. Ο σκύλος του γάβγισε κι εκείνος.
«Ο σκύλος μου ξέρει περισσότερα από μένα», είπε ο σοφός. «Αλλά εσύ είσαι χειρότερος κι απ’ τους άλλους που περάσαν. Ήρθε από δω ο αριθμός 19, καθώς κι ο 12. Εκείνοι είχαν προετοιμαστεί, χρόνια πολλά με τους σοφιστές. Ήξεραν να απαντάνε σε αινίγματα που δεν έχουν λύση. Ήταν σίγουροι πως θα τα καταφέρουν».
«Και δεν τα κατάφεραν;»
«Αν τα είχαν καταφέρει δεν θα ήταν μόνο αριθμοί. Θα ήξερες το όνομα τους κι ίσως να έγραφαν έργα γι’ αυτούς».
«Και δεν τα κατάφεραν;»
«Αν τα είχαν καταφέρει δεν θα ήταν μόνο αριθμοί. Θα ήξερες το όνομα τους κι ίσως να έγραφαν έργα γι’ αυτούς».
Ο αριθμός 73 σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη απ’ τα ρούχα του.
«Οπότε δεν μπορείς να με βοηθήσεις».
«Το έκανα ήδη».
«Πώς;»
«Γαβ!» έκανε ο σοφός
«Η απάντηση είναι… ο σκύλος;»
«Γαβ!»
«Το έκανα ήδη».
«Πώς;»
«Γαβ!» έκανε ο σοφός
«Η απάντηση είναι… ο σκύλος;»
«Γαβ!»
Ο σκύλος τους κοιτούσε παραξενεμένος. Μετά χασμουρήθηκε και ξάπλωσε.
Ο αριθμός 73 περπάτησε κι άλλο, μέχρι που έπεσε σε καταιγίδα. Για να κρυφτεί μπήκε σε μια στάνη. Εκεί ήταν το πρόβατα, ένας βοσκός κι ένα παιδί με πρησμένα πόδια. Σαν του είπε πού πήγαινε, ο βοσκός κούνησε το κεφάλι.
«Δεν είσαι ο πρώτος», του είπε.
«Το ξέρω», απάντησε ο αριθμός 73.
«Θα είσαι ο τελευταίος;»
«Δεν ξέρω».
«Και δεν φοβάσαι;»
«Κουράστηκα να φοβάμαι».
«Το ξέρω», απάντησε ο αριθμός 73.
«Θα είσαι ο τελευταίος;»
«Δεν ξέρω».
«Και δεν φοβάσαι;»
«Κουράστηκα να φοβάμαι».
Το παιδί με τα πρησμένα πόδια τον πλησίασε.
«Χθες είδα έναν πεθαμένο», του είπε.
«Συμβαίνει. Θα δεις κι άλλους.»
«Μου είπε ότι θα έρθεις».
«Ο πεθαμένος στο είπε;»
«Ναι».
«Πού τον είδες;»
«Στον ύπνο μου».
«Και πού με ήξερε;»
«Νομίζω ότι ήσουν εσύ», είπε το παιδί.
«Εγώ δεν έχω πεθάνει».
«Όχι ακόμα».
«Συμβαίνει. Θα δεις κι άλλους.»
«Μου είπε ότι θα έρθεις».
«Ο πεθαμένος στο είπε;»
«Ναι».
«Πού τον είδες;»
«Στον ύπνο μου».
«Και πού με ήξερε;»
«Νομίζω ότι ήσουν εσύ», είπε το παιδί.
«Εγώ δεν έχω πεθάνει».
«Όχι ακόμα».
Ο βοσκός έβαλε στο αριθμό 73 τυρί και ψωμί να φάει.
«Παράξενο είναι το παιδί σου», του είπε σαν έφαγε.
«Δεν είναι δικό μου».
«Δεν είναι δικό μου».
Το πρωί ο αριθμός 73 ξεκίνησε για να πηγαίνει. Το παιδί τον περίμενε στην πόρτα.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Τι σημασία έχει; Μπορείς να με λες αριθμό 73».
«Δεν μ’ αρέσει. Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί. Και τ’ αρνιά μας, όλα τα λέω με τ’ όνομα τους».
«Αλλά τα σφάζεις».
«Πρέπει να φάμε».
«Θα έσφαζες κι εμένα; Αν πεινούσες;»
«Δεν είσαι αρνί. Ούτε πρόβατο».
«Ναι, είμαι άνθρωπος».
«Τι σημασία έχει; Μπορείς να με λες αριθμό 73».
«Δεν μ’ αρέσει. Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί. Και τ’ αρνιά μας, όλα τα λέω με τ’ όνομα τους».
«Αλλά τα σφάζεις».
«Πρέπει να φάμε».
«Θα έσφαζες κι εμένα; Αν πεινούσες;»
«Δεν είσαι αρνί. Ούτε πρόβατο».
«Ναι, είμαι άνθρωπος».
Αυτό ο αριθμός 73 το είπε σαρκαστικά: «Ναι, είμαι άνθρωπος».
«Είσαι. Άνθρωπος», του είπε το παιδί.
«Να προσέχεις τον πατέρα σου», του είπε ο αριθμός 73 κι έφυγε.
«Δεν είναι. Πατέρας μου».
«Να προσέχεις τον πατέρα σου», του είπε ο αριθμός 73 κι έφυγε.
«Δεν είναι. Πατέρας μου».
Έτσι είπε το αγόρι.
Λίγες ώρες μετά ο αριθμός 73 έφτασε στα τείχη της Θήβας. Εκεί καθόταν η Σφίγγα και ρωτούσε. Κι όποιος δεν ήξερε να απαντήσει έπεφτε στα νύχια της.
«Τι είναι…» ξεκίνησε να λέει το τέρας.
«Δεν ξέρω», την έκοψε ο αριθμός 73, πριν ν’ ακούσει το αίνιγμα.
«Τότε θα πεθάνεις», του είπε η Σφίγγα, και τέντωσε τα φτερά της για να πετάξει.
«Θα πεθάνω εγώ, κι άλλοι 26. Μπορεί περισσότεροι. Αλλά χωρίς εμάς δεν θα μπορούσε να έρθει ο εκατοστός».
«Ο πρώτος που ήρθε, ο αριθμός 1, μου είπε τα ίδια λόγια. Αλλά εσείς συνεχίζετε να ‘ρχεστε».
«Και θα συνεχίσουμε. Μέχρι που κάποιος θα λύσει το αίνιγμα. Κι αυτό θα γίνει. Όποιο κι αν είναι. Γιατί δεν υπάρχουν ερωτήσεις χωρίς απάντηση.»
«Άλλο σου είπε ο σοφός».
«Πού τον ξέρεις τον σοφό και τι λέει;»
«Αυτός σκέφτηκε το αίνιγμα», του είπε η Σφίγγα και του όρμηξε.
«Δεν ξέρω», την έκοψε ο αριθμός 73, πριν ν’ ακούσει το αίνιγμα.
«Τότε θα πεθάνεις», του είπε η Σφίγγα, και τέντωσε τα φτερά της για να πετάξει.
«Θα πεθάνω εγώ, κι άλλοι 26. Μπορεί περισσότεροι. Αλλά χωρίς εμάς δεν θα μπορούσε να έρθει ο εκατοστός».
«Ο πρώτος που ήρθε, ο αριθμός 1, μου είπε τα ίδια λόγια. Αλλά εσείς συνεχίζετε να ‘ρχεστε».
«Και θα συνεχίσουμε. Μέχρι που κάποιος θα λύσει το αίνιγμα. Κι αυτό θα γίνει. Όποιο κι αν είναι. Γιατί δεν υπάρχουν ερωτήσεις χωρίς απάντηση.»
«Άλλο σου είπε ο σοφός».
«Πού τον ξέρεις τον σοφό και τι λέει;»
«Αυτός σκέφτηκε το αίνιγμα», του είπε η Σφίγγα και του όρμηξε.
Έτσι πέθανε ο αριθμός 73. Και πέρασαν πολλα χρόνια, μέχρι να μεγαλώσει το παιδί που όλοι ξέρουν και το λένε Οιδίποδα.
Πηγή: sanejoker.info