Nektar und Ambrosia Von den Ausschweifungen der Götter
Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρόνια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτωμάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή. Έτσι, ενηλικιώθηκα αφουγκραζόμενος τους σακχαρομύκητες που δρούσαν μέσα στη μαγιά της μπίρας προκαλώντας τις περίφημες αλκοολικές ζυμώσεις. Όμως, σιγά σιγά, εξαιτίας της γαστρίτιδας που με ταλαιπωρούσε σαν προκαταβολή της θείας δίκης, παραιτήθηκα απ’ τη γλυκόπικρη γεύση της μπίρας, προτιμώντας τα λεγόμενα σκληρά ποτά, που εξάλλου ταίριαζαν στη βαναυσότητα με την οποία τιμωρούσα τον εαυτό μου ακριβώς για το ότι ήταν τόσο αδύναμος ώστε να πίνει του σκοτωμού. Δύσκολα θα ‘βρισκε κανείς πιο εύγλωττο παράδειγμα φαύλου κύκλου.
Το αλκοόλ, για το οποίο λέγονται καθημερινά στην τηλεόραση αμέτρητες
ασυναρτησίες από ψυχολόγους της κακιάς ώρας, είναι αυτό καθεαυτό ένας
φαύλος κύκλος, μια αιώνια κίνηση περιστροφής γύρω απ’ το δίπολο
μανία/κατάθλιψη. Σημειωτέον ότι το hangover είναι σωματικό μόνον στους
πρωτάρηδες, που ταλαιπωρούνται από πονοκέφαλο και ναυτία· απεναντίας,
στους έμπειρους πότες το hangover είναι αποκλειστικά ψυχικό, κυρίως
ανυπόφορη κακοκεφιά και ισχυρές μετασεισμικές δονήσεις με επίκεντρο τα
οχυρά της ενοχής. Το πρωινό της εκάστοτε επομένης, μέσα στην άβυσσο της
αυτολύπησης, δεν έχεις άλλη διέξοδο από το να αναζητήσεις κάποιο
φάρμακο για την ατονία και τα φρικτά μουδιάσματα της σκέψης σου και το
φάρμακο δεν είναι πλέον η ασπιρίνη, που θα περιόριζε το βάσανο της
αγγειοσυστολής όπως όταν ήσουν εικοσάρης, αλλά ένα διεγερτικό των
λιπόθυμων ψυχικών ίσκιων, οι οποίοι -καλώς τους!- ξυπνούν αμέσως μόλις
ακούσουν το κουδούνισμα απ’ τα παγάκια στο ποτήρι. Ξαναπίνεις σήμερα για
να μη θυμάσαι τι ήπιες χθες.
Και οι ίσκιοι είναι και πάλι ετοιμοπόλεμοι και η βραδιά θα ξετυλιχθεί
με τους ίδιους ηχηρούς καβγάδες, την ίδια εξουθενωτική ευφορία, τις
ίδιες παραισθήσεις μεγαλείου και, εντέλει, την ίδια σπουδαιοφανή
κατρακύλα στην αποβλάκωση, όπου ο χρήστης του αλκοόλ ζει αλυσοδεμένος.
Και πολλοί βιάζονται να του πουν ότι αν έκοβε το ποτό θα ελευθερωνόταν,
ενώ η αλήθεια είναι, αντίστροφα, ότι, ΑΝ ελευθερωνόταν, τότε ναι, θα
εγκατέλειπε το ποτό συνειδητοποιώντας πως η μέθη υπεδείκνυε απλώς μια
παρακαμπτήριο γύρω απ’ το φέρον υποστύλωμα του είναι του, αυτό που η
γερμανική γλώσσα, ας της αναγνωρίσουμε την πρωτιά, ονόμασε
dasUnbewusste, το ασυνείδητο.
Henri de Toulouse-Lautrec, «The Alcoholic, Father Mathias»
Tέτοια υπήρξε ανέκαθεν και η διαφορά μου, κατ’ ουσίαν
ιδιοσυγκρασιακή, απ’ τον φίλο μου τον Κωστή Παπαγιώργη, που αφήνει στα
γραπτά του να εννοηθεί το αυτονόητο, δηλαδή ότι το αλκοόλ οδηγεί σε
προβλήματα συνύπαρξης, ενώ για μένα, αντίθετα, είναι τα προβλήματα
συνύπαρξης που οδηγούν στο αλκοόλ, και όχι μόνον αλλά αποδεικνύονται οι
καλύτεροι ξεναγοί στα τοπία της κραιπάλης. Αναλόγως, κατ’ εμέ, η
αγοραφοβία, που συχνά πλήττει τους πρώην χρήστες αμέσως μόλις βγουν απ’
το λούκι, δεν αποτελεί αίτιο, όπως για τον Κωστή, αλλά αποτέλεσμα.
Δυστυχώς, είτε αρέσει είτε όχι, το αίτιο παραμένει φροϋδικής τάξεως και
ελάχιστα με ενδιαφέρει αν ο Φρόιντ θεωρείται ή όχι ξεπερασμένος. Εφόσον
το αλκοόλ έχει γίνει απαραίτητο, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι έχεις
βάλει στο στόμα σου τον μαστό μιας φαντασιακής μητέρας που η τρελή της
αγάπη, συγκεχυμένη και ανεπαρκής, θα σε δηλητηριάζει ισοβίως με την
αποζημίωση ενός είδους φυτικής νάρκης, η οποία υπόσχεται να αμβλύνει
τον ορίζοντα των συμβάντων μέχρι του σημείου να πιστέψεις ότι τα
νοσταλγείς. Και η παραπειστική αυτή νοσταλγία ισοδυναμεί με τη
βιοχημική έκρηξη του οινοπνεύματος των 40 βαθμών.
Αυτά ως προς το μπιμπερό. Από μια άποψη, δεν έχουν εντελώς άδικο
όσοι λένε ότι ο αλκοολικός μάχεται την πλήξη, αφού μοιάζει να κάνει
ειδικά αυτό, ωστόσο, στην πραγματικότητα, δεν αναζητάει παρά τη σβέση
των αντιστάσεων της ψυχής του, την εξουδετέρωση των ελατηρίων που
κινητοποιούνται με τη συγκίνηση. Αναζητάει τη στασιμότητα, άρα την άλλη
όψη της ίδιας εκείνης πλήξης που φαινομενικά απεχθάνεται. Από τα βάθη
αυτού του τέλματος, μια μυστική φωνή τον παροτρύνει να εύχεται συμβάντα
που θα χρησιμεύουν σαν έμμεσες διαβεβαιώσεις του ότι εξακολουθεί να
είναι ζωντανός. Όμως άπαξ και αντιληφθεί εκείνη τη ζωντανή ρίζα που
πάλλεται μέσα του κατά τη στιγμή της ευφορίας, τρομάζει αρκετά ώστε να
την πνίξει με μια ποσότητα επιπλέον αναισθητικού. Σ’ αυτόν τον
αποενεργοποιημένο τρόμο, που καταλήγει να τον απολαμβάνει κανείς αντί
παυσίπονου, ο ποιητής Ηλίας Λόγιος είχε δώσει το όνομα «πένθος του
ορυκτού».
Σαν τους περισσότερους φίλους μου, φερ’ ειπείν σαν τον Λάγιο ή τον
Κωστή ή τον Ίκαρο Μπαμπασάκη, ξόδεψα δεκαετίες πιστεύοντας, ή
μισοπιστεύοντας, ότι το αλκοόλ ήταν κάτι στο οποίο μπορούσαν να
πιστωθούν ηρωικοί θρύλοι και φλογερές επαναστάσεις κατά του
κομφορμισμού της μεσαίας τάξης, μεθυσμένες περιπέτειες ποιητών σαν τον
Ρεμπό και τον Βερλέν και ταξίδια σε παράλληλους, περιθωριακούς,
φαντασμαγορικούς κόσμους στρωμένους με πορφύρες. Γιατί αληθεύει ότι οι
άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυτούς που θέλουν να ακούν ιστορίες της πείνας
και σ’ εκείνους που προτιμούν τις ιστορίες της δίψας, κι εμείς ανήκαμε
στη δεύτερη κατηγορία.
Εντούτοις, το αλκοόλ, εκ των υστέρων το καταλαβαίνει κι ένας αφελής,
δεν είναι παρά το μείζον σύμπτωμα μιας σοβαρής διαταραχής και η παραφορά
τόσων και τόσων καλλιτεχνών που έζησαν με την έμπνευση τους να
πυρακτώνεται στις φωτιές που υποδαύλιζαν το αψέντι και το ουίσκι ή το
ρούμι ήταν, στην ουσία, μια δρακόντεια άμυνα των ψυχικών τους
αντισωμάτων -όπως καληώρα με τον Λάγιο. Σαν να λέμε, αν η ίδια κατάχρηση
γινόταν από κάποιον λιγότερο επιδέξιο στις συνομιλίες με τον θάνατο και
την τρέλα, αυτός θα καταντούσε απλώς πιο ανόητος απ’ ό,τι ήταν όταν
άρχισε να καλοπιάνει τον μπάρμαν ζητώντας ένα τελευταίο για τον δρόμο.
Σε πείσμα της γραμματικής, η αγάπη είναι αρσενική και ο έρωτας
θηλυκός αλλά το αλκοόλ είναι όντως ουδέτερο. Πίνοντας, επιδιώκουμε
ακριβώς την ουδετερότητα, έναν πλήρη συμψηφισμό αποχαύνωσης και
υπερδιέγερσης· το ανομολόγητο όνειρο του πότη είναι η κατάσταση
αιώρησης στον αφρό του θανάτου. Μ’ αυτό τον αντιπερισπασμό κατορθώνει να
παραβλέψει την απελπισία απ’ το ότι του έλειψε εκείνο που πρωτίστως και
πάντοτε λείπει, δηλαδή η πλησμονή, η περίσσεια έλλογων και
ισορροπημένων σχέσεων στοργής με τους γεννήτορες. Έτσι, το ποτό είναι
μια περιοχή πένθους όπου πενθείς για το φέρετρο, όχι για τον νεκρό. Όσο
λάθος είναι να πεις ότι η σύφιλη μεταδίδεται με το νανούρισμα, άλλο
τόσο σφάλλεις πιστεύοντας ότι ο πυρετός του αλκοόλ, μεταδίδεται από τις
κακές συναναστροφές.
Ευγένιος Αρανίτσης, κείμενο από την στήλη του «Παράδοξα», στην Ελευθεροτυπία.
[Ευχαριστώ: https://torafeio.wordpress.com/]