Σπίτι ακατάστατο.
Εσύ το λες ζωισμένο. Βιβλία στο πάτωμα. Τα παιδιά
στην τραπεζαρία.
Με τους φίλους τους. Ο μικρός με το κορίτσι του. Για
κοίτα. Γέλια – μια ξεχασμένη κατσαρόλα καίγεται. Μαχαιροπίρουνα χτυπάνε
ακόμα πού και πού πάνω στα κρύσταλλα. Μουσικές και μουσικές. Κυριακή
μεσημέρι – μια οικογένεια που σαν ανοιχτό όστρακο, αλλά προστατευμένη
φαίνεται. Κόκκαλα ψαριού πάνω στην παλισάνδρη της τραπεζαρίας. Ίχνη
λαδολέμονου στα όμορφα μουτράκια τους. Στο Β&Ο ο Πέρυ Μπλέικ σου.
Τους αρέσει.Στο καθιστικό μετά. Καναπέδες και τραπέζια προορισμένα να
υποδεχτούν φιλικά πόδια. Το πιν απ της οικογένειας οκλαδόν. Η όμορφή μου
αδυνατούλα με τα αθλητικά της.
Ώρα για ζάχαρες. Τα σορμπέ μου, δεν
μπορείς να πεις. Το καλύτερο σερβίρισμα της πόλης. Χρώματα ροζ και
βερντεμέντε. Λιωμένες σοκολάτες και κουλίς. Και λίγη άχνη. Να μας
συντρέξει το πνεύμα του Τζάσπερ Τζόουνς. Ψηλά τα ποτήρια. Κολονάτα
ποτήρια, κάθε μέρα γιορτή. Μικρή μου Φάνυ, μικρέ μου Αλέξανδρε, και εσύ
Ισμαήλ. Παίρνω αγκαλιά το μωρό με τα λακκάκια. Θα βγάλω λόγο. «Εμείς οι
Έκνταλ. Ίσως δεν είμαστε γεννημένοι για να κάνουμε σπουδαία πράγματα.
Ίσως δεν αφήσουμε ίχνος στον πλανήτη. Η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει και
χωρίς εμάς. Εμείς οι Έκνταλ είμαστε προορισμένοι για να υμνήσουμε τη
ζωή. Τη χαρά. Τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Το γέλιο ενός μωρού. Ένα
κρασί γεννημένο από ήλιους και όχι από καταχνιές. Τον έρωτα. Χορέψτε
τώρα. Οι Έκνταλ γιορτάζουν». Αυτό με τρελαίνει.
Η έξαψη της χαράς. Που ξεβάφει στα μάγουλα με το δεύτερο ποτήρι. Μετά το σώμα δεν αμύνεται. Λυμένοι οι ώμοι στα μαξιλάρια του καναπέ. Λυμένες κουβέντες. Τελείωσαν τα τασάκια. Αποτσίγαρα μέσα στο πιάτο τώρα πια. Εκεί που λίγο πριν κείτονταν έκπαγλες συνθέσεις. Ζάχαρη άχνη πάνω στην καραμέλα, πώς τη φτιάχνεις; Θα σου το εξηγήσω. Με κάθε λεπτομέρεια θα σου το εξηγήσω. Και ας μην τη φτιάξεις ποτέ. Απομεσήμερο – φλαμανδικό φως φωτίζει τα αστραφτερά μου. Και άλλοι καφέδες και άλλα αποτσίγαρα. Εν τη αταξία η τάξις. Πόσο καιρό έχω να το θυμηθώ;Όμως το είχα πάντα κατά νου. Λίγο διευθετημένα να είναι τα πράγματα της ψυχής – και σπρώχνει δίχως τύψεις τα ψίχουλα κάτω από το χαλί. Αύριο τα ψίχουλα.
Τώρα έχει ζωή. Σιγά μην
κάτσεις να μαζέψεις. Έχει ζωή. Και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια
σου από πάνω της. Η απόλυτη τάξη είναι –λένε– επιθυμία θανάτου. Πολλή
τάξη οι πεισιθάνατοι. Πολλά καλογυαλισμένα παρκέ οι απαρηγόρητοι.Τη
θυμάμαι να συγυρίζει μανιωδώς. Υστερικές γυναίκες, λέει ο δόκτωρ
Χάπινες. Αδικαίωτες, θυμοί πνιγμένοι μέσα σε αποστειρωμένες μπανιέρες.
Αν μπορούσαν να βράσουν και τα μωρά τους, θα τα έβραζαν με χαρά.
Αποστειρωμένο μωρό, καμιά μυρωδιά. Σαν ζωή όπως όπως.
Γυναίκες. Κάθε
φορά που επιθυμούν να σπάσουν κάτι, το γυαλίζουν. Όσο πληθαίνει η έσω
αταξία τόσο τα σπίτια των ανθρώπων νεκροτομεία. Και αυτές οι καινούριες
κουζίνες. Τις έχω άχτι. Δεν φτιάχτηκαν τυχαία έτσι. Ανοξείδωτες
κουζίνες. Ανοξείδωτα ντουλάπια. Ψυγειοκαταψύκτης ανοξείδωτος. Νομίζεις
πως θα τον ανοίξεις και θα ξεπροβάλει ένα πόδι με καρτελάκι.
Μια ψυχή με
καρτελάκι, δεν τη βλέπει κανείς. Πρέπει να το φωνάξει. Να διαφημίσει το
θάνατό της. Ανοίγει φούρνους η νεκρή ψυχή, καθαρίζει, περιφέρεται. Υγρό
που σκοτώνει τα βακτηρίδια του φούρνου. Μα ο φούρνος δεν έχει
βακτηρίδια. Καμιά σημασία. Πες πως έχει. Πανάκεια τα νεκρά βακτηρίδια,
ειδικά του φούρνου, για την ψυχή της γυναίκας. Που καθαρίζει λες και δεν
πρόκειται να ξαναλερώσει. Ποτέ, κανένας, τίποτα.
Σερβίρω καφέ, αδειάζω
τα τασάκια, θυμάμαι ένα μονόπρακτο του Χάινερ Μύλλερ. Η ηρωίδα του
γύρισε σπίτι της. Έκανε τα τηλεφωνήματα της επόμενης μέρας. Διευθέτησε
τους λογαριασμούς. Άδειασε τα ντουλάπια της. Τα έφτιαξε. Καθάρισε το
ψυγείο. Έκανε παρκέ. Ξεσκόνισε. Κάθισε μετά στην πολυθρόνα της. Με ένα
πλεκτό. Είδε λίγη τηλεόραση. Και πριν πέσει στα ατσαλάκωτα σεντόνια της
κατάπιε εκατό υπνωτικά. Συγύρισε τα κουτιά πριν πέσει. Ύστερα ο
ανεξύπνητος.
Επιθυμία θανάτου η απόλυτη τάξη. Όταν είσαι μέσα σου χάλια,
λέει η μικρή σκορπίζοντας απλόχερα τα ψίχουλά της, το μάτι σου στέκει
μόνο στο ελάττωμα. Ανύπαρκτη ζωή, ρυπαρή ζωή, ζωή-ύβρις. Τότε
ανακαλύπτεις παντού το ρύπο. Απορρυπαντικά. Για τις νεκρές ψυχές
εφευρέθηκαν. Είσαι μέσα σου καλά, το παιδί σου ζωγραφίζει τους τοίχους,
στέκεις, κοιτάς, χαίρεσαι. Κάνεις μαζί του σύντομες φιλοσοφικές
συζητήσεις πάνω στη φύση του ναΐφ αρνιού. «Ωραία το σχεδίασες. Χωρίς
ουρά, ακόμα καλύτερο. Έλα να βάλουμε από πάνω και αστέρια».
Στο σπίτι των
Έκνταλ οι τοίχοι περιμένουν. Τον πιο μικρό να σηκωθεί να ζωγραφίσει.
Στο σπίτι των Έκνταλ, το μισοκάθαρο από γιορτή σπίτι, δεν ζει πια το
φοβισμένο κοριτσάκι. Τριών χρόνων και φώναζε: «Το παιδί θέλει να πάει
στο χώμα. Το παιδί σας θέλει να πάει στο χώμα». Ό,τι έβλεπε έξω από το
συγυρισμένο σπίτι, χώμα το έλεγε. Το σιντριβάνι ήταν χώμα. Τα βότσαλα
στον κήπο, χώμα και αυτά. Χώμα η ταράτσα. Χώμα τα δέντρα και τα άλλα
σπίτια. Σταυροκοπιούνταν οι οικείοι. Μακάβριο παιδί, όλο «αφήστε με να
πάω στο χώμα».
Γρουσούζικο παιδί. Μέσα στο σπίτι οι νεκροί. Πορτρέτα
πεθαμένων. Στιλβωμένα ασημικά. Πολυθρόνες-σαρκοφάγοι. Σπίτι-τεφροδόχος.
Και την Κυριακή, πάντα ψάρι. Νεκρό δείπνο. Σιωπή στο τραπέζι. Πουθενά
κόκαλα ψαριού. Κανένα ίχνος από ψίχουλο. Ο παππούς επόπτευε από το
κάδρο. Τότε το παιδί τρόμαζε και όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα. Στο
χώμα καλύτερα».Τώρα δεν θέλει, παρά τα φύλλα του φθινοπώρου. Να
παραδέρνουν στο παρκέ της. Χωρίς τις θήκες τα CD. Η θεωρία της, των
καλών ημερών… Πως τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας.
Δεν
γίνεται να σε κληρονομεί ο καναπές σου. Είναι βλακεία.Στο σπίτι των
Έκνταλ, τα πόδια όλων πάνω στο τραπέζι. Το κρασί ξεβάφει το ξύλο
τριανταφυλλιάς. Τόσο το καλύτερο, θα θυμάμαι για πάντα το μεσημέρι της
Κυριακής. Που ακούμπησες το ποτήρι σου στο σεκρετέρ μου και ξέβαψε. Όσο
θα υπάρχει σεκρετέρ εγώ θα το θυμάμαι. Μέχρι να ξεχαστεί στην άκρη του
και ένα τσιγάρο σου αναμμένο. Και το σεκρετέρ να πάρει φωτιά. Και τότε
ακόμα μεγαλύτερη χαρά στο σπίτι των Έκνταλ.
Δύο τζάκια. Το ένα, το
σεκρετέρ. Η τριανταφυλλιά καίγεται δύσκολα, θα αντέξει πιο πολλές ώρες η
φωτιά. Εκτός και αν θέλουμε περισσότερη φλόγα. Πιάσε το οινόπνευμα. Αν
θέλετε μπορούμε και την άλλη εβδομάδα να κάψουμε κάτι. Μέχρι να
βαρεθούμε τις φωτιές και να αρχίσουμε να πετάμε νερά.
Ήρεμη γυναίκα,
χαρούμενη. Είκοσι δύο χρόνων. Είχε έναν τρόπο να ευγνωμονεί – ποιον, δεν
ήξερε. Για τη μέρα που της χαρίστηκε. Ένα πρωί ξυπνάει, παραγγέλλει ένα
φορτηγό με βότσαλα. Στρώνει το υπνοδωμάτιο. Πάνω κρεβάτι μπρούντζινο.
Με ουρανό. Με γάζες. Ανοιχτά παράθυρα και το κρεβάτι ταξιδεύει. Ήρεμος
άντρας, χαρούμενος κι αυτός. Είχε έναν τρόπο να την ευγνωμονεί. Για τα
όνειρα που αφειδώς εφεύρισκε. Για να του τα χαρίσει.
Κουβέντα για
γδαρμένα πέλματα – ο άντρας. Χαρούμενη αυτή. Ξερά βότσαλα και το
δωμάτιο, άλλοτε παραλία, άλλοτε καλύβα από πέτρα του Σουφ.Ήρεμη γυναίκα,
χαρούμενη. Και έφτασε μέρα που το είδε. Εκείνο το αποτσίγαρο. Πεταμένο
πίσω από ένα δέντρο. Ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Έπρεπε να ψάξεις πολύ για
να το διακρίνεις. Γύρω τάξη νεκρική. Επιθυμία θανάτου. Μόνο το
αποτσίγαρο. Το εκτός του οπτικού της πεδίου αποτσίγαρο. Δεν
πολυφαινόταν. Αλλά υπήρχε. Το είχαν δει και άλλοι νεκροί.
Βροχές
διέλυσαν το φίλτρο, λίγος καπνός στη ρίζα του δέντρου. Το αποτσίγαρο.
Βγήκε και το μάζεψε. Ένα αποτσίγαρο και μια ζωή τη χωρίζει από κείνη τη
μέρα.Στο σπίτι των Έκνταλ, ημέρα Κυριακή, τα αποτσίγαρα μέσα στις
γλάστρες. Καμιά φορά, όταν βαριέται, και στο ποτήρι μέσα. Ήμερες ψυχές,
διασαλευμένη η έξω τάξη. Πού βρίσκεται η χαμένη κάλτσα; Στη χώρα με όλες
τις χαμένες κάλτσες. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Υπάρχει κάπου μια χώρα που
μεταναστεύουν οι αταξινόμητες, αδιευθέτητες κάλτσες. Όλες μαζί. Το
προτιμούν από το να πνίγονται η μία μέσα στην άλλη. Βράδυ, και στο σπίτι
των Έκνταλ γυναίκα ήρεμη σέρνει ένα πιάτο στο κρεβάτι της. Ψάχνω για
την κασέτα σου, βρίσκω μιαν άλλη. Πρόγευμα στο Τίφανυς. Τρώει τον κόσμο
να ανακαλύψει τα χαμένα της παπούτσια η ηρωίδα. Βρίσκει μόνο το ένα.
«Μπες μέσα, γείτονα. Ψάξε κι εσύ. Κροκοδειλένια μαύρη γόβα. Βρες τη
μου».Έχεις δίκιο, φίλε.
Όσο υπάρχει έστω και ένας καλός γείτονας,
αδύνατον να χαθεί μια γόβα. Ηρωίδα χαρούμενη, ακατάστατη. Το άρωμά της
στο γραμματοκιβώτιο μέσα. Για να μη χάνεται στο μπάνιο. Να σου πω μια
καληνύχτα και να κλείσω. Νύσταξα; Καληνύχτα, φίλε. Έχε απόψε το κινητό
δίπλα σου, φίλε. Μην ονειρευτώ αβαεία με παγκάρια και τρομάξω. Φίλε,
Φάνυ, Αλέξανδρε, καλώς ήρθατε πίσω στο σπίτι των Έκνταλ.
Μαλβίνα Κάραλη