Ο βασιλιάς Αρθούρος ήταν πολύ στενοχωρημένος.
Πριν από μερικές βδομάδες είχε νικηθεί σε μονομαχία από κάποιον γίγαντα, ο οποίος του είχε χαρίσει τη ζωή με μια προϋπόθεση: σε ένα μήνα θα έπρεπε να του απαντήσει στην ερώτηση «Τι είναι αυτό που επιθυμεί πιο πολύ μια γυναίκα;».
Στην αντίθετη περίπτωση ο Αρθούρος θα έχανε το βασίλειό του και θα γινόταν σκλάβος του γίγαντα.
Στις μέρες που ακολούθησαν τη μονομαχία ο Αρθούρος είχε συναντήσει χιλιάδες γυναίκες και είχε πάρει εκατοντάδες απαντήσεις: άλλες του είχαν πει ότι επιθυμούσαν τα πλούτη, τη δόξα, τα λούσα, άλλες έναν όμορφο ιππότη, άλλες τον έρωτα, τα ταξίδια, το να φτιάξουν οικογένεια και άλλες έδιναν διαφορετικές απαντήσεις.
Κι όμως ο βασιλιάς, υποσυνείδητα, φοβόταν ότι καμιά από αυτές δεν ήταν η ολοκληρωμένη απάντηση που θα του εξασφάλιζε το βασίλειο και την ελευθερία.
Κάποιο σούρουπο συνάντησε σε ένα δάσος μια χωριατοπούλα κι αποφάσισε να τη ρωτήσει κι αυτήν χωρίς πολλές ελπίδες βέβαια, γιατί τι θα μπορούσε να ξέρει μια απλή χωριατοπούλα που δεν το ήξεραν οι πριγκίπισσες;
Την καλησπέρισε αφηρημένα και της έκανε την ερώτησή του.
— Θα σου απαντήσω, του αποκρίθηκε εκείνη, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα μου κάνεις όποια χάρη σου ζητήσω. Ξαφνιάστηκε με την απαίτηση της ο βασιλιάς και, για πρώτη φορά, έπεσε με προσοχή πάνω της το βλέμμα του. Ήταν το πιο αξιολύπητο πλάσμα που είχε δει ποτέ: καμπούρα, άσχημη, κουτσή, με τα πιο φτωχικά ρούχα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο Αρθούρος όμως δεν είχε πια επιλογή, την ίδια νύχτα έληγε η προθεσμία με τον γίγαντα και συμφώνησε να της κάνει όποια χάρη του ζητήσει.
— Αυτό που επιθυμεί πιο πολύ μια γυναίκα είναι να τη σέβονται σαν άνθρωπο, απάντησε εκείνη. Ο Αρθούρος την ευχαρίστησε, την επαναβεβαίωσε για τον όρκο του και έτρεξε στο σημείο που θα συναντούσε τον γίγαντα. Εκείνος, όταν άκουσε αυτό που του είπε ο βασιλιάς, παραδέχτηκε ότι ήταν αλήθεια και του χάρισε το βασίλειο και την ελευθερία του. Χαρούμενος ξαναγύρισε στην κοπέλα και, αφού την ευχαρίστησε πάλι για τη βοήθεια της, της ζήτησε να του πει ποια είναι η χάρη που θέλει από αυτόν.
— Να με παντρέψεις με έναν από τους ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας.
Αυτό δεν το περίμενε ποτέ ο βασιλιάς: ποιος από τους φημισμένους ιππότες του θα καταδεχόταν να παντρευτεί ποτέ μια τόσο άσχημη γυναίκα; Παρ’ όλα αυτά την ανέβασε στο άλογό του και, μετά από μακρινή πορεία, έφτασαν στο παλάτι του.
Πραγματικά, όταν ρώτησε τους ιππότες δείχνοντας τη γυναίκα ποιος θέλει να την παντρευτεί για να υλοποιήσει τον όρκο του, όλοι χαμήλωσαν το κεφάλι για να αποφύγουν το βλέμμα του.
Όλοι εκτός από έναν: τον ανιψιό του Γκαουέην.
— Εγώ θα παντρευτώ την κυρία, δήλωσε αποφασιστικά. Οι γάμοι έγιναν το ίδιο βράδυ με όλο το βαρύ κλίμα που θα περίμενε κάποιος από ένα τόσο αταίριαστο ζευγάρι.
Αργά τη νύχτα οι μελλόνυμφοι αποσύρθηκαν στον γαμήλιο κοιτώνα.
Ο Γκαουέην κάθισε δίπλα στη φωτιά κοιτώντας τις φλόγες της και δίπλα του κάθισε η σύζυγός του.
— Δεν αντέχει ο αγαπημένος μου σύζυγος να μου ρίξει ούτε ένα βλέμμα; ρώτησε εκείνη.
Ο Γκαουέην γύρισε το βλέμμα του και έμεινε εμβρόντητος: δίπλα του καθόταν η πιο ωραία γυναίκα που είχε συναντήσει στη ζωή του και για την οποία θα μπορούσε να παλέψει με χιλιάδες ιππότες για να την κατακτήσει.
— Μην παραξενεύεσαι, καλέ μου, του είπε αυτή. Υπήρχε μια κατάρα για εμένα να είμαι η πιο άσχημη γυναίκα του κόσμου μέχρι να βρεθεί ένας άντρας που θα κατάφερνε να ξεπεράσει την απέχθειά του για την ασχήμια μου. Εσύ το έκανες αυτό και σ’ ευχαριστώ, αλλά υπάρχει μια προϋπόθεση κι εδώ πρέπει να διαλέξεις: ή θα είμαι ωραία τη νύχτα για σένα και τη μέρα θα γίνομαι άσχημη για όλους τους άλλους ή θα είμαι ωραία τη μέρα και άσχημη τη νύχτα που θα με έχεις εσύ.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο ν’ αποφασίσεις. Αν είμαι ωραία τη μέρα, ασφαλώς θα μ’ ερωτευθούν πολλοί, ίσως να ερωτευθώ κι εγώ κάποιον από αυτούς και να σε εγκαταλείψω κάποτε. Αν είμαι ωραία τη νύχτα, θα είμαι μόνο για σένα, δεν θα κινδυνεύεις από κανέναν, αλλά θα ξέρεις πόσο δυστυχισμένη είμαι, αφού θα με κοιτάζουν όλοι με απέχθεια. Η απόφαση είναι τώρα δική σου.
Ο Γκαουέην σκέφτηκε για λίγο και ύστερα είπε:
— Έχει δίκιο ο βασιλιάς. Κάθε γυναίκα, ίσως και κάθε ανθρώπινο πλάσμα, θέλει να τη σέβονται σαν προσωπικότητα. Διαλέγω να είσαι ωραία τη μέρα, γιατί πρέπει να σε σεβαστώ σαν προσωπικότητα και να μην προτιμήσω το δικό μου συμφέρον.
— Αγαπημένε μου Γκαουέην, τώρα λύθηκε και το δεύτερο μέρος της κατάρας, που σου το είχα κρύψει για να μη σε επηρεάσω στην απόφασή σου και το οποίο έλεγε ότι, αν βρεθεί κάποιος που θα με σεβαστεί σαν άνθρωπο, τότε θα είμαι πάντα ωραία, μέρα και νύχτα, μέχρι να με γεράσει κι εμένα ο χρόνος, όπως όλα τα πλάσματα. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε και για μια στιγμή το δωμάτιο έλαμψε πιο πολύ –και δεν ήταν από τις φλόγες της φωτιάς… (Αγγλία)
Η Σοφία των Λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο