Αρκετοί ψυχοθεραπευτές πιστεύουν ότι η ύπνωση αποτελεί μια πολύτιμη μέθοδο θεραπείας για διάφορα ψυχολογικά προβλήματα. Ορισμένοι πιστεύουν ότι μπορεί να θεραπεύσει ακόμα και σωματικά νοσήματα όπως είναι οι δερματοπάθειες – διότι ως ένα βαθμό έχουν ψυχολογική αιτία. Άλλοι χρησιμοποιούν την ύπνωση για την καταπολέμηση του στρες ή μικρότερα προβλήματα όπως είναι η διακοπή του καπνίσματος και η απώλεια βάρους. Υπάρχουν και αυτοί που λένε ότι μέσω της ύπνωσης μπορεί να γίνει μια αναδρομή σε προηγούμενες ζωές.
Οι αναφορές για τα αποτελέσματα της υπνοθεραπείας είναι εντυπωσιακές και μια από αυτές είναι η παρακάτω:
To 1951 ένας νεαρός Βρετανός γιατρός ονόματι Albert Masonπαρουσίασε σε μια ομάδα γιατρών την περίπτωση ενός 16άχρονου αγοριού που έπασχε από ιχθύωση. Τα συμπτώματα αυτής της αρρώστιας είναι μαύρο, σκληρό δέρμα σαν λέπια. Ο 16άχρονος είχε τα συμπτώματα από τότε που γεννήθηκε και δεν υπήρξε αντιμετώπιση από τη συμβατική ιατρική. Ο Mason υπνώτισε το αγόρι μπροστά στα μάτια μιας ντουζίνας γιατρών στο νοσοκομείο East Grinstead, στο Σάσεξ και κατά τη διάρκεια της ύπνωσης του «εμφύτευσε» την ιδέα ότι το αριστερό του χέρι θα θεραπευόταν σύντομα. Μετά από 10 μέρες το μαύρο δέρμα είχε φύγει από το χέρι του αγοριού και εμφανίστηκε το φυσιολογικό δέρμα. Στη συνέχεια, ο Mason επανέλαβε την ύπνωση για άλλα μέρη του σώματος με την ίδια επιτυχία. Η περίπτωση αναφέρθηκε με λακωνικό τρόπο στο British Medical Journal το 1952.
Πως συνέβη κάτι τέτοιο και τι ακριβώς είναι η ύπνωση; Η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε για τους πιο επιτυχημένους υπνωτιστές. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα συναρπαστικό θέμα.
Η τεχνική της ύπνωσης
Το φαινόμενο της καταληψίας
Αυτά που γνωρίζουμε για την ύπνωση είναι τα εξής: Μέσω μιας τεχνικής που μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον θεραπευτή, ο πελάτης (άλλοι προτιμούν τη λέξη υποκείμενο) πέφτει σε μια κατάσταση που μοιάζει με ύπνο αλλά δεν είναι ύπνος.
Οι ψυχοθεραπευτές δεν υπνωτίζουν με τον θεαματικό τρόπο που επιλέγουν οι επί σκηνής υπνωτιστές οι οποίοι μπορεί να κουνάνε ένα ρολόι και λένε «Τώρα πρόκειται να κοιμηθείς. Είσαι κάτω από τα μάγια μου». Αρχικά ο θεραπευτής προκαλεί μια άνεση στον πελάτη του και κάμπτει τους δισταγμούς του συζητώντας τι θέλει και τι περιμένει από τη θεραπεία. Σε γενικές γραμμές δημιουργεί μια εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του, κάτι που είναι πολύ σημαντικό.
Η ύπνωση αρχίζει με απλές υποβολές από τον υπνωτιστή, οι οποίες θα γίνουν δεκτές από το υποκείμενο. Η διαδικασία μπορεί να χρειαστεί αρκετό χρόνο, ή λίγα μόνο δευτερόλεπτα, κάτι που εξαρτάται από την ικανότητα του θεραπευτή και τη δεκτικότητα του υποκειμένου. Φαίνεται πως δεν είναι το ίδιο εύκολο να υπνωτιστούν όλοι οι άνθρωποι – π.χ. οι τρελοί δεν υπνωτίζονται εύκολα. Ορισμένοι λένε ότι ένα 35% μπορεί να έρθει σε ελαφρά ύπνωση και ένα άλλο 35% σε βαθειά ύπνωση. Φαίνεται πως η δεκτικότητα εξαρτάται από την ικανότητα ενός ατόμου να συγκεντρώνεται.
Οι τεχνικές της ύπνωσης έχουν μερικά βασικά κοινά χαρακτηριστικά. Το πιο σημαντικό είναι ότι το υποκείμενο πρέπει να είναι πρόθυμο και συνεργάσιμο και να εμπιστεύεται τον υπνωτιστή. Συνήθως καλείται να χαλαρώσει και να συγκεντρώσει τη ματιά του σε κάποιο αντικείμενο. Ο υπνωτιστής του υποβάλλει, συνήθως με μια χαμηλή, ήρεμη φωνή, ότι η χαλάρωσή του θα αυξηθεί και ότι τα μάτια του θα γίνονται όλο και πιο κουρασμένα. Τα μάτια του υποκειμένου δείχνουν πράγματι σημάδια κούρασης και ο υπνωτιστής του λέει ότι θα κλείσουν. Όταν αυτό συμβαίνει, το υποκείμενο μπαίνει σε κατάσταση τηςυπνωτικής καταληψίας. Ίσως έχετε δει κάποιο σόου όπου ο υπνωτισμένος ακουμπάει το κεφάλι του σε μια καρέκλα και τα πόδια του σε μια άλλη ενώ το σώμα του είναι άκαμπτο. Αυτό οφείλεται στην ακαμψία των μυών, δηλαδή την καταληψία.
Από τη στιγμή που ο πελάτης έχει υπνωτιστεί, ο θεραπευτής του «εμφυτεύει» ορισμένες ιδέες. Αυτή είναι και η ουσία της ύπνωσης και το κεντρικό της φαινόμενο. Η αυξημένη δεκτικότητα του υποκειμένου στα λόγια του υπνωτιστή. Το υποκείμενο είναι δεκτικό στις υποδείξεις (υποβολές) του υπνωτιστή. Οι υποδείξεις ή εντολές γίνονται αποδεκτές χωρίς αντίσταση, κάτι δεν συμβαίνει εκτός ύπνωσης. Για παράδειγμα, αν έχετε ένα πρόβλημα υγείας και ένας φίλος σας πει, «δεν είναι τίποτα θα σου περάσει», αυτό ενδεχομένως να μην έχει κάποια επίδραση διότι από μέσα σας θα σκεφτείτε «πως θα μου περάσει; Κι αν αντί να μου περάσει γίνει χειρότερα;». Όμως αν στην διάρκεια της ύπνωσης ο θεραπευτής σας πει «θα σου περάσει», θα πιστέψετε τα λόγια του. Κι αυτή η πίστη μπορεί να σας θεραπεύσει. Μερικοί το τοποθετούν ως εξής: Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης τα όρια μεταξύ του υποκειμένου και του υπνωτιστή χάνονται. Η φωνή του υπνωτιστή φαίνεται να έρχεται βαθιά μέσα από τον εγκέφαλο του υπνωτισμένου και τα λόγια αλλάζουν αυτό που ονομάζεται ασυνείδητο.
Πως συμβαίνει αυτό; O μηχανισμός είναι άγνωστος αλλά φαίνεται πως είναι ίδιος με την περίπτωση του placebo. Δεν ξέρουμε πως το μυαλό επιδρά στο σώμα αλλά αξίζει να αναφερθεί ένα περιστατικό που καταγράφηκε στη διάρκεια της ύπνωσης. Ο υπνωτιστής κρατάει στο χέρι του ένα στυλό αλλά λέει στο υποκείμενο ότι υπάρχει δίπλα του ένα καυτό μέταλλο. Μετά του λέει να πλησιάσει το χέρι του. Το χέρι του υποκειμένου ακουμπάει στο στυλό αλλά τραβιέται απότομα καθώς αισθάνεται τη θερμότητα. Σε λίγο το χέρι του έχει κοκκινίσει και έχει βγάλει φουσκάλες. Το περιστατικό αυτό, αν είναι πράγματι αληθινό, δείχνει τη δύναμη του μυαλού πάνω στο σώμα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ύπνωσης είναι η αυξημένη απορρόφηση και η διάσχιση της προσοχής. Το υπνωτισμένο άτομο φαίνεται να προσέχει μόνο τις υποδείξεις του υπνωτιστή (ανταποκρινόμενο με αυτόματο, μη κριτικό τρόπο) αγνοώντας όλες τις όψεις της πραγματικότητας. Βλέπει, αισθάνεται, μυρίζει, γεύεται και αντιλαμβάνεται σύμφωνα με τις υποβολές του υπνωτιστή, ακόμα και αν αυτές είναι σε φανερή αντίθεση άλλα ερεθίσματα που δέχεται. Η διάσχιση της προσοχής μοιάζει με την περίπτωση όπου οδηγείτε το αυτοκίνητό σας και σκέφτεστε κάτι, όταν ύστερα από μερικά λεπτά αντιλαμβάνεστε ότι είχατε απορροφηθεί τόσο πολύ από τις σκέψεις σας και δεν προσέχατε τι γίνεται γύρω σας.
Τέλος, εκτός από το ότι το σώμα και τα βλέφαρα γίνονται καταληπτικά, ορισμένες αισθήσεις μπορεί να οξυνθούν (υπεραισθησία) π.χ. η όσφρηση. Επίσης, υπάρχει υποχώρηση της αίσθησης του πόνου – πριν από τα αναισθητικά, ορισμένοι γιατροί χρησιμοποιούσαν την ύπνωση προκειμένου να κάνουν ορισμένες εγχειρήσεις.
Κίνδυνοι
Υπάρχουν κίνδυνοι ή παρενέργειες; Ο πιο συνηθισμένος κίνδυνος με την ύπνωση προέρχεται από το γεγονός ότι το άτομα γίνεται πολύ δεκτικό.
Το ερώτημα είναι αν το υποκείμενο της ύπνωσης έχει τη δυνατότητα αντίδρασης σε περίπτωση που ο υπνωτιστής του ζητήσει να κάνει κάτι που δεν θέλει. Συχνά λέγεται ότι ο υπνωτισμένος κάνει κάτι μόνο αν ο ίδιος το θέλει όμως αυτό δεν είναι απολύτως αληθές. Για παράδειγμα, οι υπνωτιστές των σόου που ανεβάζουν στην σκηνή διάφορα άτομα, τα υπνωτίζουν και στη συνέχεια τα γελοιοποιούν. Ο υπνωτιστής λέει σε μια γυναίκα: «Έχασες το αριστερό βυζί σου, ψάξε να το βρεις». Η καημένη η γυναίκα ψάχνει στη σκηνή και το κοινό από κάτω γελάει. Το κάνει αυτό η γυναίκα επειδή το θέλει; Υποστηρίζεται η άποψη ότι οι θεατές που ανεβαίνουν στη σκηνή και κάνουν «τρελά» πράγματα, είναι από πριν έτοιμοι να το κάνουν, αλλά φαίνεται ότι ξεπερνούν τα όριά τους.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος George Estabrooks διηγείται μια ιστορία. Ένας υπνωτιστής ανέβασε στη σκηνή ένα σεβαστό μέλος του κλήρου που αποδείχθηκε πολύ δεχτικός στην ύπνωση. Τον έβαλε να στέκεται με το κεφάλι, να γαβγίζει σαν σκύλος και να βγάλει αρκρτά από τα ρούχα του. Όταν τον ξευπνώτισε, ο κληρικός αντελήφθη την κατάστασή του και άρχισε να δίνει ξυλιές στον υπνωτιστή. Το περιστατικό αυτό αλλά και άλλα, δείχνει ότι κατά την ύπνωση δεν γίνονται όλα με την έγκριση του «θύματος».
Υπάρχουν δύο υποθέσεις υπνωτιστών, του Michael Gill από την Ουαλία το 1988 και του Nelson Nelson στο Devon της Βρετανίας το 1991, που έφτασαν στα δικαστήρια. Η περίπτωση του δεύτερου, ο οποίος είναι υπεύθυνος ενός κλαμπ υγείας, είναι ιδιαίτερη διότι είχε πάνω από 200 θύματα. Έλεγε στις γυναίκες που ήταν σε ύπνωση να γδύνονται και έκανε με διάφορους τρόπου σεξ μαζί τους. Όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, οι δικηγόροι του ισχυρίστηκαν ότι οι γυναίκες το έκαναν με τη θέλησή τους διότι στην ύπνωση δεν χάνεται ο έλεγχο της σκέψης τους. Όμως ο υπνωτισμένος αισθάνεται το σώμα τος βαρύ και δεν είναι εύκολο να αντισταθεί.
Κάτι άλλο που πρέπει να ξέρετε είναι ότι μετά την ύπνωση μπορεί να μη θυμάστε τι έγινε αν ο υπνωτιστής σας υποβάλλει αυτήν την ιδέα λέγοντας: “Όταν ξυπνήσεις δεν θα θυμάσαι τίποτα, απ’ ότι είπαμε, θα έχεις παντελή αμνησία». Είναι κατανοητό γιατί οι επαγγελματίες λένε ότι κατά την ύπνωση δεν μπορεί να γίνει κάτι που δεν θέλει ο υπνωτισμένος – ποιος θα έκανε ύπνωση αν φοβόταν ότι μπορεί να γίνει υποχείριο; Ωστόσο πάντα πρέπει να υπάρχει βίντεο της συνεδρίας το οποίο στη συνέχεια να δίνεται από τον θεραπευτή στον πελάτη.
Η ιστορία της ύπνωσης
Πώς όμως άρχισαν όλα αυτά και οι γιατροί έμαθαν ότι υπάρχει αυτή η κατάσταση;
Η ιστορία της ύπνωσης πάει πίσω στον Γερμανό Franz Anton Mesmer (1734-1815) ο οποίος παρότι αποφοίτησε από ιατρική σχολή ήταν συνεπαρμένος με τη βαρύτητα. Πίστευε ότι υπήρχε ένα μαγνητικό μέσο που γέμιζε το σύμπαν. Φτωχός ο ίδιος, παντρεύτηε μια πλούσια χήρα και έγινε οικονομικά ανεξάρτητος. Το ζευγάρι ζούσε στη Βιέννη σε ένα παλάτι με δρόμους, αγάλματα και χώρο για κονσέρτα.
Το 1770 ο Μέσμερ έμαθε πως ο αστρονόμος Maximilian Hell έκανε πειράματα για τις θεραπευτικές ιδιότητες των μαγνητών. Καθώς πίστευε ότι οι μαγνήτες επηρεάζονται μαγνητικά υγρά και άρα θεραπευτικές ιδιότητες άρχισε να θεωρεί ότι θα μπορούσε ο ίδιος να αποτελεί ένα θεραπευτικό μέσο αντικαθιστώντας τη δουλειά των μαγνητών. Συνήθιζε να λέει ότι υπάρχει μόνο μια ασθένεια, το μπλοκάρισμα των μαγνητικών υγρών του σώματος και μόνο μια θεραπεία. Ο ίδιος, ως «μαγνητιστής» έπρεπε να δώσει μια ώθηση στην κίνηση του μαγνητικού υγρού που υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα για να το ξεμπλοκάρει.
Η ιδέα και η πρακτική έκανε τον Μέσμερ διάσημο στο ευρωπαϊκό κοινό που μίλαγε τη γερμανική γλώσσα και ο κόσμος συνέρρεε κατά χιλιάδες το σπίτι του για να θεραπευτεί. Οι πελάτισες ήταν σταθερά γυναίκες. Ο Μέσμερ ψαχούλευε του σώμα τους για να βρει του πόλους του μαγνήτη (εκτός από το κεφάλι και τα πόδια που ήταν ο αστρικός και ο γήινος μαγνητισμός). Έβγαζε πολλά λεφτά και ο μεσμερισμός έφτασε ως μανία στη Γαλλία και την Αγγλία, ακόμα και στις ΗΠΑ. Ωστόσο η ιατρική κοινότητα δεν δεχόταν αυτή την πρακτική ως επιστημονική, άλλωστε δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το κυνήγι των μαγισσών.
Το 1841, ένας Σκωτσέζος γιατρός ο James Braid (1795–1860) είδε ένα σόου που δινόταν στο Μάντεστερ από τον διάσημο μεσμεριστή Charles de Lafontaine και είδε μια κατάσταση άξια έρευνας. Την ονόμασε ύπνωση γιατί έμοιαζε με τον ύπνο. Θεώρησε ότι οι μεσμεριστές είχαν ανακαλύψει, άθελά τους, μια κατάσταση που είχε ιδιαίτερη σημασία. Επίσης παρατήρησε ότι ο υπνωτισμένος διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα παραμερίζοντας άλλες, κάτι που ονόμασε μονοιδεασμό. Κατά την άποψή του, το πνεύμα και το σώμα συνδέονται και το πρώτο θα μπορούσε να είναι υπεύθυνο για μια θεραπευτική διαδικασία που ξεκινά με αφορμή την ύπνωση.
Στη συνέχεια, η ύπνωση έλαβε μεγάλη ώθηση από τον Γάλλο νευρολόγο Jean-Martin Charcot, τον πιο διάσημο γιατρό που κόσμου εκείνη την εποχή. Το 1862, ο Charcot διορίστηκε επικεφαλής του Salpêtrière, ενός μεγάλου ιατρικού συγκροτήματος που αποτελούνταν από 45 κτήρια και φιλοξενούσε ασθενείς με νευρολογικά προβλήματα.
Ο Charcot ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε την σκλήρυνση κατά πλάκας και μια νευρολογική ασθένεια που πήρε το όνομά του. Ήταν ο γιατρός των βασιλιάδων και είχε το παρατσούκλι ο «Ναπολέων των νευρώσεων». Το κύρος του και μόνο έφτανε για τη μισή θεραπεία, η άλλη μισή ήταν οι ψυχολογικές τεχνικές που χρησιμοποιούσε. Για παράδειγμα πίστευε ότι η υστερία οφειλόταν στην πραγματικότητα σε ανθυποβολή. Ο Charcot πείσθηκε από ένα φίλο του, τον Charles Richet, οποίος κέρδισε τον Νόμπελ Ιατρική το 1913, να χρησιμοποιήσει την ύπνωση ως μέθοδο θεραπείας για την υστερία και έβγαλε το συμπέρασμα ότι η ύπνωση τροποποιεί τον νευρικό σύστημα. Το κύρος του Charcot και το γεγονός ότι έδινε ημι-δημόσιες διαλέξεις έκαναν την ύπνωση σεβαστή στην ιατρική κοινότητα.
Οι γιατροί πήραν πιο σοβαρά την ύπνωση όταν ασχολήθηκε οSigmund Freud. Ο Freud απέκτησε το ενδιαφέρον όταν ήταν ακόμα φοιτητής ιατρικής και είδε μια παράσταση ενός διάσημου υπνωτιστή του Δανού Carl Hansen στη Βιέννη. Αργότερα έδωσε διαλέξεις για την ύπνωση αλλά στο τέλος την εγκατέλειψε ομολογώντας πως ο ίδιος δεν ήταν καλός υπνωτιστής. Είχε δεχτεί όμως ότι αυτή η μέθοδος μπορεί να έχει κάποια «μικρά αλλά σημαντικά» αποτελέσματα.
Το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε από τον Milton Erickson (1901–1980) ένα φημισμένο υπνοθεραπευτή για τον οποίον λεγόταν ότι μπορούσε να υπνωτίσει κάποιον ακόμα και με μια χειραψία. Ο Erickson είναι ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρονται τα περισσότερα σύγχρονα βιβλία. Τα πάντα γι’ αυτόν ήταν θέμα εμπιστοσύνης. Οι τεχνικές του αποτέλεσε την έμπνευση για αυτό που σήμερα ονομάζεται νευρογλωσσικός προγραμματισμός (NLP).
O Erickson χρησιμοποιούσε συναισθηματικές λέξεις-κλειδιά, αυτό που στον νευρογλωσσικό προγραμματισμό ονομάζεται «άγκυρα» αφού πρώτα συζητούσε με τους πελάτες του και καταλάβαινε ποιες λέξεις μπορούν να έχουν επίδραση πάνω τους. Ο σκοπός του ήταν να δημιουργηθεί μια ωραία αίσθηση, σαν κι αυτή που αφήνει η παρακολούθηση μιας κινηματογραφικής ταινίας. Κάθε υπνοθεραπευτής σήμερα είναι επηρεασμένος από τις τεχνικές του Erickson.