Αλυσοδεμένος πάνω στην κρύα πέτρα του θανάτου. Δίχως καρδιά, δίχως κορμί κι ανάσα. Με μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πως μοιάζει το φως. Μονάχα στις σκιές του πίστεψαν.
Μόνος... Με μια ψυχή δίχως ψυχή, που έγινε στάχτες απ'της μοίρας της το μακελειό. Καταδικασμένος να ζω αιώνια στο μεταίχμιο του ονείρου και του εφιάλτη. Να ακούω τη ραγισμένη μου πνοή να ουρλιάζει αθόρυβα, σαν να σέρνεται καταγής εκλιπαρώντας για ζωή: 'ελέησον μεεε...ελέησον μεεε...' . Μα ποιος να με ακούσει; Ποιος να λυπηθεί την κατάρα μου; Που οι θεοί γλεντούν τη μέρα κάπου κλεισμένοι στις σελίδες ξεχασμένων δημιουργημάτων που υμνούν τη φαντασία; Μόνο σάπιες αναμνήσεις κι εύθραυστες ελπίδες απέμειναν... Όλα τους, αγνοί πόθοι μιας μοναχικής καρδιάς...
Πικρές σαν δηλητήριο στάζουν πάνω στο ασώματο 'είναι' μου, οι μάχες που έδωσα στο όνομα του φωτός. Σε όλες εγώ... Πρώτος εγώ. Ο αμαρτωλός. Ο Άγιος. Ο αγνός. Ο δαίμονας. Ο υφαντής της αλήθειας. Ο μάγος. Ο ηγέτης. Ο τρελός...
Ο οπλίτης/πολίτης σε μια πόλη φτιαγμένη από σκοτάδι. Σε μια πόλη που έχει τις ρίζες της κάτω απ’το δέντρο της αμαρτίας, κι ας κοιτά τ’αστέρια. Εγώ. Το θεριό που υπέκυψε δίχως δισταγμό στο βιασμό της ίδιας του της συνείδησης. Το κτήνος που μόνο με πάθος και αθωότητα μπορούσε να φανταστεί τον κόσμο όταν ήταν παιδί. Τόσοι κόποι για να χτίσεις τον Ήλιο. Τόση αυτοθυσία, ανιδιοτέλεια και μόχθος. Μα πάλι εκείνος θα κρυφτεί πίσω απ'τη Νύχτα. Και θα πρέπει να τον χτίσεις ξανά. Πάντα μόνος. Να γλύφω το ξεραμένο αίμα απ'τις πληγές μου αδιάφορα και να νομίζω πως αυτό με κάνει ακόμα πιο δυνατό. Να κατακτώ σώματα, ιδέες, επαίνους, πόλεις, ωκεανούς. Να αποπλανώ το μυαλό των ανθρώπων -όσο τους απέμεινε πια- μες τα δίχτυα της πλάνης που είχε πλέξει η ζωή κρυφά για μένα. Να παρασέρνω, άλλοτε γλυκά κι άλλοτε σκληρά, τις καρδιές τους στο όραμα μου. Μα καρδιά καμία. Μονάχα τη δική μου άκουγα μες τα στήθη. Κανείς δεν είχε ακούσει το τραγούδι της στ'αλήθεια. Ζωή... Ο αιώνιος αιμοδιψής θύτης... Στο τέλος το θύμα πάντα εκείνος που την αγαπά. Εκείνος που τολμά. Το θύμα εγώ. Η ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα της ίδιας μου της περιέργειας, της δίψας μου για γνώση. Δαίμονες ή φόβοι; Ποιο είναι το όνομα τους στ'αλήθεια; Μα τι σημασία έχει... Μονάχα διάολοι καθοδηγούν το θέατρο σκιών των επιθυμιών μας... Στο παρασκήνιο του μυαλού αγγέλους δεν θα βρεις. Και μεις να διψάμε κι άλλο για την τυραννία τους...
Κι άλλο για τούτη την ανίερη συνουσία του φωτός με το σκοτάδι. Τούτη την ατέρμονη μάχη μεταξύ του καλού και κακού. Τη μάχη της ηθικής. Και στο τέλος να μένει μονάχα ο καθρέφτης. Ο καθρέφτης με τα τρομαχτικά του είδωλα. Δεν υπάρχει τιμωρός, δικαστής ή κριτής. Μονάχα ο καθρέφτης. Εσύ. Εγώ. Οι θεοί της δικής μας πόλης. Της δικής μας ύπαρξης. Εγώ το φως κι η σκιά μου. Η φλόγα κι η στάχτη. Το αίμα και το δάκρυ. Άλλη μια ζωή να είχα θα την έδινα και πάλι στο θάνατο. Γιατί εκείνος ξεχνά. Γιατί εκείνος σβήνει τον πόνο στης λήθης το τίποτα. Γιατί, άγνωστε φίλε μου, δεν υπάρχει άλλη αιωνιότητα ούτε μακάρια ζωή, πέρα απο εκείνη με τους βράχους. Τους ακλόνητους φρουρούς που ταξιδεύουν σε κύκλο έξω απ'το χωροχρόνο και που πάντα κουβαλούν εσένα αλυσοδεμένο στη γραμμένη σου μοίρα, σαν δυσκίνητα ερπετά πάνω απ'την θάλασσα των ονείρων σου. Την θάλασσα της δύναμης σου. Την ουτοπία που χάρισε ο εαυτός σου για να σε βλέπει λίγο να χαμογελάς... Γιατί , τώρα πια ξέρεις πως, η ζωή είναι η γοητευτική φυλακή που δημιούργησες εσύ για εσένα, και πάντα το ξεχνάς... Ξέρεις πως η Αγάπη είναι ένα Όνειρο που παίρνει δύναμη απ’τη θάλασσα της πίστης σου. Ένα Όνειρο που μόνο αν σπάσεις τις αλυσίδες και γδαρθείς απ'τα βράχια που σε κρατούν δέσμιο, μόνο αν δεν φοβάσαι να πετάξεις στο άγνωστο και να καείς απ'τις αμαρτίες σου, μόνο τότε θα μπορέσεις να το αγγίξεις. Μέχρι τότε... Μάθε να Ονειρεύεσαι.
Και να Πιστεύεις. Αλυσοδεμένος πάνω στην κρύα πέτρα της ζωής.