Ο Αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein (1889-1951) ήταν δύσκολος άνθρωπος. Μοναχικός, αυστηρός, δύσθυμος. Είχε περισσότερους εχθρούς παρά φίλους. Εντούτοις, κανενός δεν δυσκόλεψε περισσότερο τη ζωή απ’ ό,τι τη δική του.
Μολονότι είχε την τύχη να κληρονομήσει ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας του βαθύπλουτου πατέρα του και θα μπορούσε να ζήσει μια άνετη ζωή, εκείνος χάρισε το μερίδιο της κληρονομιάς που του αναλογούσε στις αδερφές του και επέλεξε έναν σχεδόν ασκητικό τρόπο ζωής. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, σχεδόν δεν έτρωγε. Δηλαδή, έτρωγε τόσο όσο για να μην πεθάνει. Επιλογή του.
Σύμφωνα με όσους τον γνώρισαν και έγραψαν γι’ αυτόν (οι οποίοι δεν ήταν και λίγοι: αν μη τι άλλο, η προσωπικότητά του επιδρούσε καταλυτικά στο περιβάλλον του), ένα είναι βέβαιο: έζησε πραγματικά σαν ασκητής. Τα ρούχα, το φαγητό, οι ανέσεις στα κατά καιρούς καταλύματά του δεν τον απασχολούσαν καθόλου. Ντυνόταν (με τα ίδια πάντα ρούχα, μια στολή εργασίας, τρόπον τινά) και έτρωγε (πάντα τα ίδια, αν περνούσε από το χέρι του) επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το διαμέρισμα του στο Trinity College, στο Cambridge, όπως και η καλύβα του στη Νορβηγία, θα έκαναν ένα μοναστικό κελί να φαντάζει πολυτελές ενδιαίτημα. Υποθέτω ότι δεν ήθελε να απασχολεί το μυαλό του με οτιδήποτε ο ίδιος θεωρούσε ασήμαντο. Δεν ήθελε αντιπερισπασμούς κανενός είδους. Ήθελε να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στη σκέψη· ζούσε για να σκέφτεται. Επιλογή του. Το χρέος της μεγαλοφυΐας; Ίσως.
***
Το καλοκαίρι του 1934, ο ψυχίατρος Maurice Drury, φίλος και πρώην φοιτητής τουWittgenstein, κάλεσε τον παλιό του καθηγητή και τον στενό του φίλο Francis Skinner να περάσουν μερικές μέρες στο Rosro, το εξοχικό του αδερφού του Drury στην Connemara, στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας. Ο Drury σκέφτηκε ότι οι καλεσμένοι του θα πεινούσαν μετά από το μακρύ τους ταξίδι μέσα στη νύχτα, γι’ αυτό κάθισε και προετοίμασε ένα αρκετά περίτεχνο γεύμα: ψητό κοτόπουλο και, για επιδόρπιο, πουτίγκα με λίπος μοσχαρίσιων νεφρών, σταφίδες και σιρόπι. (Βρετανός ήταν, τι περιμένατε να φτιάξει;) Αφού έφαγαν, ο Wittgenstein εξέφρασε χωρίς μισόλογα την αποδοκιμασία του: «Και τώρα θέλω να καταστήσω απολύτως σαφές ότι όσο θα μείνουμε εδώ δεν πρόκειται να ζούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το πρωί να τρώμε ένα πιάτο κουάκερ, το μεσημέρι λαχανικά από τον κήπο και το βράδυ ένα βραστό αυγό». Και όντως αυτή ήταν η ρουτίνα που ακολουθήθηκε για το υπόλοιπο της διαμονής τους εκεί.ii
Κάποιο βράδυ του 1945, ο Wittgenstein είχε καλέσει στο διαμέρισμά του στο Trinity College κάποιους για δείπνο. Ένας καλεσμένος θυμάται:
«Το δείπνο το είχε ετοιμάσει μόνος του. Το ακαταμάχητο έδεσμα ήταν αυγά σε σκόνη. Ο Wittgenstein ρώτησε αν μου άρεσαν και, γνωρίζοντας ότι εκτιμά την ειλικρίνεια, του είπα ότι στην πραγματικότητα τα έβρισκα φριχτά. Δεν του άρεσε η απάντησή μου. Μουρμούρισε κάτι που ουσιαστικά έλεγε ότι αν τα αυγά ήταν αρκετά καλά για εκείνον, τότε ήταν αρκετά καλά και για μένα».iii
Το 1948, ο Wittgenstein ξαναβρέθηκε στο εξοχικό του αδερφού του Drury στην Connemara. Ήταν σε κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση, και ήθελα ένα ήσυχο μέρος για να ηρεμήσει και να δουλέψει. Το Rosro ήταν το μέρος που έψαχνε. Ο δρόμος που τον έφερε στο εξοχικό τελείωνε εκεί. Εκείνη την εποχή, θα πρέπει να έμοιαζε με το τέλος του κόσμου. Το κοντινότερο μαγαζί, που ήταν και ταχυδρομείο μαζί, απείχε 10 μίλια. Έπρεπε να φροντίζει μόνος του το νοικοκυριό και δεν έβλεπε κανέναν πέρα από τον Thomas “Tommy” Mulkerrins, έναν χωρικό που έναντι μικρής αμοιβής πρόσεχε το εξοχικό του Drury όταν δεν ήταν κανείς εκεί, ο οποίος του έφερνε γάλα και άλλαζε μαζί του δυο τυπικές κουβέντες. Το τραπέζι της κουζίνας το χρησιμοποιούσε κυρίως για να δουλεύει, να γράφει τις αφοριστικές του προτάσεις σε μικρά χαρτάκια και μετά να ζορίζεται να βάλει τα χαρτάκια στη σωστή σειρά. Μαγείρευε ελάχιστα και τρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά με κονσέρβες. Περνούσε ώρες παρατηρώντας τα θαλασσοπούλια και μιλώντας τους στα γερμανικά. Οι Mortimers, που ήταν οι κοντινότεροι γείτονές του, πίστευαν ότι ήταν τρελός, ίσως γιατί τους φώναζε να πυροβολήσουν τον σκύλο τους επειδή το γάβγισμά του τον ενοχλούσε. Ο Mulkerrins, που ζούσε τρώγοντας κατά κανόνα φρέσκο σκουμπρί με πατάτες, ανησυχούσε για τη δίαιτα του Wittgenstein και του είπε ότι κατά τη γνώμη του εκείνες οι κονσέρβες θα τον σκότωναν. «Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν υπερβολικά πολύ, έτσι κι αλλιώς», απάντησε λακωνικά ο Wittgenstein.iv
«Η γυναίκα μου του έδωσε λίγο ελβετικό τυρί και ψωμί σίκαλης για μεσημεριανό, κι εκείνος το βρήκε πολύ του γούστου του. Από κει και πέρα λίγο-πολύ επέμεινε να τρώει ψωμί και τυρί σε όλα τα γεύματα, αγνοώντας σχεδόν τελείως τα διάφορα πιάτα που προετοίμαζε η γυναίκα μου. Ο Wittgenstein δήλωσε ότι δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα το τι έτρωγε, αρκεί να ήταν πάντοτε το ίδιο. Όταν ερχόταν το τραπέζι κανένα πιάτο που έμοιαζε εξαιρετικά ορεκτικό, καμιά φορά αναφωνούσα με θαυμασμό: “Hot Ziggety!” – μια ιδιωματική έκφραση που είχα μάθει παιδί στο Κάνσας. Ο Wittgenstein υιοθέτησε τη φράση. Ήταν αφάνταστα κωμικό να τον ακούς να αναφωνεί “Hot Ziggety!” κάθε φορά που η γυναίκα μου έβαζε μπροστά του ψωμί και τυρί».v
Τελειώνω με ένα ανέκδοτο το οποίο σας μεταφέρω με κάθε επιφύλαξη, γιατί η (μόνη) πηγή μου δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη: μια τουριστική ιστοσελίδα για το Cambridge, απ’ όπου και αντιγράφω:
«Ακολουθείστε τα βήματα του μεγαλύτερου φιλόσοφου του 20ού αιώνα στο Woolworths, στη Sidney Street, στο Cambridge. Λέγεται ότι του Wittgenstein του άρεσαν τα μεγάλα σάντουιτς με ψωμί ολικής αλέσεως στο Woolworths (δεν νομίζω ότι τα φτιάχνουν πια). Έχω επίσης ακούσει να λένε ότι ο Ludwig κάποτε σχολίασε ότι τα κορίτσια που δούλευαν στο Woolies τού πρόσφεραν καλύτερης ποιότητας φιλοσοφικού λόγου απ’ ό,τι οι φοιτητές του στην αίθουσα διδασκαλίας».vi
Δεν ξέρω αν όντως είπε ποτέ του τέτοιο πράγμα, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει πει: του ταιριάζει γάντι. Επίσης δεν είναι βέβαιο ούτε ότι ο Wittgenstein είχε πει αυτό που κοινώς του αποδίδεται: «Δεν με μοιάζει τι τρώω, αρκεί να είναι πάντα το ίδιο». Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι στην πράξη έκανε ακριβώς αυτό. Επιλογή του. Και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, ευτυχώς για μας που έκανε ό,τι μπορούσε για να ξοφλήσει το χρέος του ως μεγαλοφυΐα.
i Ludwig Wittgenstein, Αφορισμοί και Εξομολογήσεις, επιλογή, εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις, επιμέλεια: Κωστής Μ. Κωβαίος, Καρδαμίτσα, 1993 σ. 36.
ii Ray Monk, Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Το Χρέος της Μεγαλοφυΐας, μετάφραση: Γρηγόρης Ν. Κονδύλης, επιμέλεια: Κωστής Μ. Κωβαίος, Scripta, 1998, σ. 348. [Πρόκειται για εξαιρετική βιογραφία. Ο Monk κατάφερε να γράψει μια έξοχη εισαγωγή στη σκέψη του Wittgenstein (χωρίς να προαπαιτεί από τον αναγνώστη κάποια ιδιαίτερη φιλοσοφική παιδεία) και παράλληλα να αφηγηθεί ελκυστικά μιαν ούτως ή άλλως μυθιστορηματική ζωή. Η ελληνική έκδοση είναι επίσης εξαιρετική. Αν μπορέσετε να βρείτε το βιβλίο (γιατί δυστυχώς οι εκδόσεις Scripta δεν υπάρχουν πια), διαβάστε το!
Βέβαια, υπάρχει πάντα το πρωτότυπο: RayMonk, Ludwig Wittgenstein: TheDuty of Genius(Jonathan Cape Ltd, 1990).]
iii http://goo.gl/fydk3T
iv Ο Monk (σ. 531) λέει ότι την ιστορία αυτή του τη διηγήθηκε ο ίδιος οTommy Mulkerrins. Απ’ ό,τι είδα, η ιστορία αναφέρεται και στο Richard Wall, Wittegenstin in Ireland (Reaktion Books, 2000), αλλά δεν έχω δει το βιβλίο για να δω αν πηγή του Wall είναι ο Monk ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, δεν φαίνεται πιθανό να έβγαλε ο Tommy την ιστορία από το μυαλό του.
v Norman Malcolm, Ludwig Wittgenstein: A Memoir, Clarendon Press, 2001,σ. 69. Βλ. και Monk,ό.π., σ. 548.