Ο Μαξίμ Κουζμίτς Σαλιούτοφ είναι ψηλός και λεβεντόκορμος με φαρδιούς ώμους. Τη σωματική του διάπλαση μπορεί άφοβα να την ονομάσει κανείς αθλητική. Η μυϊκή του δύναμη είναι ασύλληπτη. Μπορεί και κάμπτει εικοσάρικα, ξεριζώνει μικρά δέντρα, σηκώνει με τα δόντια βαρίδια της ζυγαριάς και ορκίζεται ότι δεν υπάρχει άνθρωπος σ' όλη τη γη που θα τολμούσε να παλέψει μαζί του.
Είναι γενναίος και τολμηρός. Ποτέ δεν τον είδαμε να φοβάται κάτι. Τουναντίον, οι άλλοι τον φοβούνται και κιτρινίζουν μπροστά του όταν είναι θυμωμένος. Άντρες και γυναίκες τσιρίζουν και κοκκινίζουν απ' τον πόνο όταν τους χαιρετάει με χειραψία! Τη θαυμάσια βαρύτονη φωνή του είναι αδύνατον να την ακούσετε, γιατί σας κουφαίνει. Δυναμάνθρωπος! Σαν αυτόν δε γνωρίζω κανέναν άλλο.
Αυτή λοιπόν η τερατώδης, η υπεράνθρωπη αυτή δύναμη βοδιού έσβηνε και ο Μαξίμ Κουζμίτς ήταν σαν ένα ψόφιο ποντίκι όταν έκανε ερωτική εξομολόγηση στην Ελένα Γκαβρίλοβνα! Χλώμιαζε, κοκκίνιζε, έτρεμε, και δεν ήταν σε κατάσταση να σηκώσει ούτε μια καρέκλα, όταν έπρεπε απ' το μεγάλο στόμα του να ξεφύγουν οι λέξεις «Σας αγαπώ!». Η δύναμη ξαφνικά χανόταν και το μεγάλο σώμα μετατρεπόταν σ' ένα τεράστιο αγγείο χωρίς περιεχόμενο.
Την ερωτική εξομολόγηση την έκανε στην πίστα του πατινάζ. Εκείνη φτερούγιζε πάνω στον πάγο σαν πούπουλο κι αυτός, κυνηγώντας την, έτρεμε λιγωμένος και μιλούσε ψιθυριστά. Από την έκφραση του προσώπου καταλάβαινες ότι υπέφερε. Τα σβέλτα κι ευκίνητα πόδια λύγιζαν κι έμπλεκαν όταν έπρεπε να χαράξουν στον πάγο κάποια δύσκολη καρικατούρα. Μήπως νομίζετε ότι φοβόταν αρνητική απάντηση; Όχι. Η Ελένα Γκαβρίλοβνα τον αγαπούσε και διψούσε να της ζητήσει το χέρι και την καρδιά. Αυτή, μικρή κι όμορφη μελαχρινούλα, έλιωνε κάθε λεπτό από την ανυπομονησία. Αυτός είναι πια τριάντα χρονών, βαθμό μεγάλο δεν έχει, τα χρήματα δεν είναι ιδιαίτερα πολλά, ωστόσο είναι ωραίος, έξυπνος και καπάτσος! Χορεύει θαυμάσια και είναι περίφημος σκοπευτής. Κανένας δεν καλπάζει με τ' άλογο καλύτερα απ' αυτόν. Μια φορά, κάνοντας μαζί της μια βόλτα, πέρασε έφιππος ένα τέτοιο χαντάκι, το οποίο θα δυσκολευόταν να περάσει οποιοδήποτε αγγλικό καθαρόαιμο!...
Δεν μπορείς να μην αγαπήσεις τέτοιον άνθρωπο!
Ότι τον αγαπούσε το 'ξερε κι ο ίδιος. Ήταν βέβαιος γι' αυτό. Μια σκέψη ωστόσο τον βασάνιζε. Η σκέψη αυτή τυραννούσε το μυαλό του, τον υποχρέωνε να μένει άγρυπνος, να κλαίει, δεν τον άφηνε να πιει, να φάει, να κοιμηθεί... Του δηλητηρίαζε τη ζωή. Ορκιζόταν στην αγάπη του, αλλά, την ίδια ώρα, η σκέψη αυτή γυρνούσε στο μυαλό του και του χτυπούσε τα μελίγγια.
— Γίνετε γυναίκα μου! είπε στην Ελένα Γκαβρίλοβνα. Σας αγαπώ! Σας αγαπώ παράφορα, με πάθος!
Τη στιγμή αυτή ο ίδιος σκεφτόταν:
«Έχω εγώ το δικαίωμα να γίνω άντρας της; Όχι, δεν έχω! Αν ήξερε την καταγωγή μου, αν κάποιος της έλεγε για το παρελθόν μου, θα με χαστούκιζε! Άτιμο, δυστυχισμένο παρελθόν! Αυτή, πλούσια, μορφωμένη κι αριστοκράτισσα, θα μ' έφτυνε κατάμουτρα αν ήξερε από πού κρατάει η σκούφια μου!».
Όταν η Ελένα Γκαβρίλοβνα έπεσε στο λαιμό του και του ορκίστηκε στην αγάπη της, δεν ένιωσε ευτυχισμένος.
Η σκέψη τα φαρμάκωνε όλα... Γυρίζοντας στο σπίτι από το παγοδρόμιο, σκέφτηκε όλος φούρκα κι αγανάκτηση:
«Είμαι πρόστυχος! Αν ήμουν τίμιος άνθρωπος, θα της τα έλεγα όλα. Όλα! Είχα υποχρέωση, προτού της εξομολογηθώ την αγάπη μου, να της εκμυστηρευθώ το μυστικό μου! Δεν το έκανα όμως, και τώρα δεν είμαι παρά ένας αχρείος, ένας παλιάνθρωπος!».
Οι γονείς της Ελένα Γκαβρίλοβνα συμφώνησαν για το γάμο της με τον Μαξίμ Κουζμίτς. Τους άρεσε ο αθλητής. Ήταν σεμνός και, ως δημόσιος υπάλληλος, έδινε πολλές ελπίδες. Η Ελένα Γκαβρίλοβνα ένιωθε ότι πετούσε στα σύννεφα. Ήταν ευτυχισμένη. Ο φτωχός όμως αθλητής ήταν πολύ δυστυχισμένος! Μέχρι την τελευταία ημέρα πριν από το γάμο τον βασάνιζε η ίδια σκέψη, όπως τότε που της εξομολογήθηκε την αγάπη του...
Τον βασάνιζε κι ένας φίλος, ο οποίος ήξερε το παρελθόν του σαν τα δάχτυλα του χεριού του. Έπρεπε να του δίνει ολόκληρο σχεδόν το μισθό του.
— Πάμε να μου κάνεις το τραπέζι στο Ερμιτάζ! έλεγε ο φίλος, αλλιώς θα τα πω σε όλους. Δώσ' μου και είκοσι πέντε ρούβλια δανεικά!
Ο φτωχός Μαξίμ Κουζμίτς αδυνάτισε, στέγνωσε... Τα μάγουλα του έπεσαν, οι γροθιές του έγιναν πετσί και κόκαλο. Η σκέψη τον αρρώστησε. Αν δεν υπήρχε η γυναίκα που αγαπούσε, θα αυτοκτονούσε...
«Είμαι αχρείος, πρόστυχος!» σκεφτόταν. «Πρέπει να εξηγηθώ μαζί της πριν από το γάμο! Ας με φτύσει!»
Ωστόσο δεν εξηγήθηκε πριν από το γάμο. Δεν είχε το θάρρος.
Αλλά η σκέψη ότι μετά την εξήγηση θα έπρεπε να χωρίσει με την αγαπημένη του γυναίκα ήταν γι' αυτόν φοβερότερη απ' όλες τις άλλες σκέψεις!...
Έφτασε το βράδυ του γάμου. Στεφάνωσαν τους νέους, τους ευχήθηκαν και όλοι ήταν έκπληκτοι με την ευτυχία τους. Ο φτωχός Μαξίμ Κουζμίτς δεχόταν τα συγχαρητήρια, έπινε, χόρευε, γελούσε, αλλά ήταν φοβερά δυστυχισμένος. «Εγώ, το ζώον, θα αναγκάσω τον εαυτό μου να εξηγηθεί! Μας στεφάνωσαν, αλλά ακόμα δεν είναι αργά! Μπορούμε ακόμα να χωρίσουμε!».
Κι εξηγήθηκε...
Όταν έφτασε η πολυπόθητη ώρα και συνόδευσαν τους νέους στην κρεβατοκάμαρα, η συνείδηση και η τιμιότητα νίκησαν όλα τ' άλλα... Ο Μαξίμ Κουζμίτς, χλωμός, τρέμοντας κι αναπνέοντας με δυσκολία, ξεχνώντας από πού κρατάει η σκούφια του, την πλησίασε δειλά δειλά και, πιάνοντας της το χέρι, είπε:
— Πριν αρχίσουμε να ανήκουμε... ο ένας στον άλλο, πρέπει... πρέπει να εξηγηθώ...
— Τι έχεις, Μαξ; Είσαι... χλωμός! Όλες αυτές τις μέρες είσαι χλωμός, δε μιλάς... Μήπως είσαι άρρωστος;
— Ε... πρέπει να σου τα πω όλα, Λέλια. Ας καθίσουμε... Θα σε εκπλήξει αυτό που θα σου πω, θα δηλητηριάσει την ευτυχία σου... αλλά τι να κάνω; Πρώτ' απ' όλα το καθήκον... Θα σου διηγηθώ το παρελθόν μου...
Η Λέλια άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε με κάποια ειρωνεία.
— Λοιπόν, διηγήσου... Μόνο γρήγορα, παρακαλώ. Και μην τρέμεις έτσι.
— Γεν...νήθηκα στο Ταμ...ταμ...πόβ... Οι γονείς μου δεν ήταν επώνυμοι άνθρωποι και ήταν φοβερά φτωχοί... Θα σου διηγηθώ από πού κρατάει η σκούφια μου. Θα νιώσεις φρίκη. Περίμενε και θα δεις... Ήμουν ζητιάνος... Παιδάκι ακόμα, πουλούσα μήλα κι αχλάδια...
— Ποιος; Εσύ;
— Τρομάζεις; Μα, καλή μου, αυτό ακόμα δεν είναι τόσο φοβερό. Ω, είμαι δυστυχισμένος! Θα με καταραστείτε, αν το μάθετε!
— Μα τι να μάθω;
— Στα είκοσι χρόνια μου... ήμουν... ήμουν... συγχωρέστε με! Μη με διώξετε! Ήμουν... κλόουν σε τσίρκο!
— Εσύ! Εσύ κλόουν;
Ο Σαλιούτοφ, περιμένοντας χαστούκι, έκρυψε με τα χέρια το χλωμό του πρόσωπο... Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει...
— Εσύ... κλόουν;
Η Λέλια σωριάστηκε στο πάτωμα... τινάχτηκε κι άρχισε να τρέχει...
Ρωτάτε τι έπαθε; Τίποτα, την κοιλιά της έπιασε... Απ' το γέλιο της τραντάχτηκε όλη η κρεβατοκάμαρα. Γελούσε σαν υστερική...
— Χα, χα, χα.... Ήσουν κλόουν; Εσύ; Μαξιμούλη μου... Αγάπη μου! Παίξε κάτι! Απόδειξε μου ότι ήσουν κλόουν! Χα, χα, χα! Γλυκέ μου!
Τον πλησίασε γρήγορα και τον αγκάλιασε.
— Δείξε μου κάτι! Καλέ μου! Μάτια μου!
— Γελάς, δυστυχισμένη! Με περιφρονείς;
— Παίξε κάτι! Ξέρεις να περπατάς και στο σχοινί; Δείξε μου κάτι λοιπόν!
Γέμισε το πρόσωπο του άντρα της με φιλιά και σφίχτηκε επάνω του καλοπιάνοντας τον ικετευτικά. Κάθε άλλο παρά θυμωμένη ήταν... Κι εκείνος, μην καταλαβαίνοντας τίποτε, ευτυχισμένος, ενέδωσε στα παρακάλια της γυναίκας του.
Πλησιάζοντας στο κρεβάτι μέτρησε ως το τρία και στάθηκε όρθιος με τα πόδια ψηλά, στηρίζοντας το μέτωπο στην άκρη του κρεβατιού.
— Μπράβο, Μαξ! Κάν' το πάλι! Χα, χα! Γλυκέ μου! Πάλι!
Ο Μαξ τρίκλισε, πήδησε όπως ήταν στο πάτωμα κι άρχισε να περπατάει με τα χέρια.
Το πρωί οι γονείς της Λέλια δοκίμασαν φοβερή έκπληξη.
— Ποιος χτυπάει επάνω; ρωτούσαν ο ένας τον άλλο. Οι νέοι ακόμη κοιμούνται... Σίγουρα οι υπηρέτες θα σαχλαμαρίζουν... Θα κάνουν φασαρία... Τους παλιανθρώπους!
Ο μπαμπάς πήγε επάνω, αλλά δεν είδε κανέναν υπηρέτη.
Προς μεγάλη του έκπληξη, ο θόρυβος ερχόταν απ' το δωμάτιο των νέων... Στάθηκε για μια στιγμή κοντά στην πόρτα, σήκωσε τους ώμους και τη μισάνοιξε ελαφρά. Ρίχνοντας μια ματιά μέσα, μαζεύτηκε σαν σκαντζόχοιρος και παρά λίγο να πεθάνει από το σοκ που πήρε. Στη μέση της κρεβατοκάμαρας στεκόταν όρθιος ο Μαξίμ Κουζμίτς κι έκανε στον αέρα τα πιο ριψοκίνδυνα salto mortale. Δίπλα του ήταν η Λέλια και χειροκροτούσε. Και των δυο τα πρόσωπα έλαμπαν από ευτυχία.
*********
Άντον Τσέχοφ ~Διηγήματα & μονόπρακτα