ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΙΑ ΘΕΟΥ. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ . ΓΝΟΦΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ
Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανῶς δυσπρόσιτη καί δυσκατανόητη, καθώς ἀνέρχεται τά πνευματικά στάδια τῆς θεογνωσίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἰσδύοντας ἐν ταπεινώσει στόν βυθό τοῦ μυστηρίου τῆς Θεολογίας, γράφει χαρακτηριστικά ὅτι ἡ πρώτη καί καθαρωτάτη φύση, ἡ Ἁγία Τριάς δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθεῖ ἀπό κανένα δημιούργημα. Μόνο ἡ Ἴδια γνωρίζει τόν Ἑαυτό της. «Ἡ πρώτη καί ἀκήρατος φύσις γινώσκεται μόνον ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι». 1
Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».2 Πρωτίστως, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ὑπογραμμίζουν τήν θεμελιώδη γιά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, προκειμένου νά κάνουν λόγο περί Θεοῦ. Μεταξύ κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, δηλ. Θεοῦ καί κτίσεως, ὑφίσταται μέγα ὀντολογικό χάσμα, καί ὡς ἐκ τούτου, δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα, καμία σύγκριση, καμία ἀναλογία. Πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναγνωρίζοντας τήν τεράστια ποιοτική καί ποσοτική διαφοροποίηση μεταξύ κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, θά γράψει σέ μία ἐπιστολή του ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, συγκρινόμενη μέ τή θεία, δέν εἶναι οὔτε μιά μικρή λάμψη πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τόν ἥλιο, οὔτε λίγη δροσιά πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ ποταμό, «οὐδέ γάρ αὐγή τις πρός ἥλιον, οὐδέ νοτίς ὁλίγη πρός ποταμόν».3 Καί τοῦτο διότι, «οὐχ ἡ αὐτή φύσις, Θεοῦ καί ἀνθρώπων»4. Τότε, πῶς μποροῦμε νά ὁμιλήσουμε γιά τόν Θεό, τί μποροῦμε νά ποῦμε γι᾿ Αὐτόν καί πῶς θά τόν γνωρίσουμε; Στά ἑπόμενα, θά δοῦμε μέ κάθε δυνατή συντομία τήν ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά. Ἐξαρχῆς, ὡστόσο, θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τά ὅσα θά διατυπωθοῦν στή συνέχεια, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή πρός κατανόησιν, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ ἐν Τριάδι Θεός μας δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.
Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».2 Πρωτίστως, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ὑπογραμμίζουν τήν θεμελιώδη γιά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, προκειμένου νά κάνουν λόγο περί Θεοῦ. Μεταξύ κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, δηλ. Θεοῦ καί κτίσεως, ὑφίσταται μέγα ὀντολογικό χάσμα, καί ὡς ἐκ τούτου, δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα, καμία σύγκριση, καμία ἀναλογία. Πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναγνωρίζοντας τήν τεράστια ποιοτική καί ποσοτική διαφοροποίηση μεταξύ κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, θά γράψει σέ μία ἐπιστολή του ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, συγκρινόμενη μέ τή θεία, δέν εἶναι οὔτε μιά μικρή λάμψη πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τόν ἥλιο, οὔτε λίγη δροσιά πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ ποταμό, «οὐδέ γάρ αὐγή τις πρός ἥλιον, οὐδέ νοτίς ὁλίγη πρός ποταμόν».3 Καί τοῦτο διότι, «οὐχ ἡ αὐτή φύσις, Θεοῦ καί ἀνθρώπων»4. Τότε, πῶς μποροῦμε νά ὁμιλήσουμε γιά τόν Θεό, τί μποροῦμε νά ποῦμε γι᾿ Αὐτόν καί πῶς θά τόν γνωρίσουμε; Στά ἑπόμενα, θά δοῦμε μέ κάθε δυνατή συντομία τήν ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά. Ἐξαρχῆς, ὡστόσο, θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τά ὅσα θά διατυπωθοῦν στή συνέχεια, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή πρός κατανόησιν, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ ἐν Τριάδι Θεός μας δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.
ΔΥΟ ΟΔΟΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τί γνωρίζουμε καί τί ἀγνοοῦμε ἀπό τόν Δημιουργό τοῦ παντός, «ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων»; Σέ τί συνίσταται τό μυστήριό Του; Τί εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ; Τί καλεῖται γνόφος καί πῶς ἑρμηνεύεται θεολογικά; Σέ ὅλα αὐτά θά καταθέσουμε κατ᾿ ἐπιλογήν τήν Πατερική, θεολογική μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νά γίνει ἔστω κατά τό ἐλάχιστο καταληπτός αὐτός ὁ ἀστείρευτος καί ἀναφαίρετος πνευματικός πλοῦτος τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν, βεβαίως, καί ἄλλες πτυχές γύρω ἀπό τό ἐξεταζόμενο θέμα, ἀλλά δέν ἀναλύονται στό κείμενο αὐτό.
Ἀρχικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τόν Τριαδικό Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα κάνουμε λόγο καί καταφατικά καί ἀποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τί εἶναι, ἀλλά καί τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί. Ἡ καταφατική λεγομένη ὁδός, ἤ καταφατική θεολογία, πού ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει καί ἡ ἀποφατική ὁδός, ἤ ἀποφατική θεολογία, πού ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη Του. Καί ἔχει παρατηρηθεῖ ὀρθά, πώς ἡ ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτῶν θεολογικῶν ὁδῶν συνδέεται στενά μέ τήν ἀκμή τῆς πατερικῆς θεολογίας καί χαρακτηρίζει σχεδόν ὅλους τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική ἀντίθεση δέν εἶναι νοητή μεταξύ καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας, ὑπάρχει, μεταξύ τους καί μιά ἄρρηκτη καί λειτουργική ἑνότητα. Ποτέ μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν γίνεται χρήση τῆς μιᾶς αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη»1. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεωρεί ὅτι ὁ καταλληλότερος τρόπος γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαφόρων ὀνομάτων στόν Θεό δέν εἶναι ἡ αὐτόνομη καταφατική ἤ ἀποφατική θεώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ λειτουργική συνάφεια καί ταυτόχρονη χρήση τῆς καταφατικής καί τῆς ἀποφατικής θεολογίας. Αὐτήν ὁ Ἅγιος χαρακτηρίζει ὡς «γλυκυτάτη…ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια».2
Ο ΓΝΟΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΟΣ
Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία3 μᾶς καταθέτει ὅτι ἡ θεία Φύση «ὑπέρκειται παντός φυσικοῦ εἶναι», ξεπερνᾶ κάθε κατάληψη καί γνώση κτιστή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ἐκφράσει μέ δύο μόνο λέξεις αὐτή τήν ὑπερβατικότητα τοῦ θείου Ὄντος καί θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ«πάντων ἐπέκεινα». Δηλαδή, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα. Ὁ τριαδικός Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο, ἄκτιστο καί αἰώνιο πνεῦμα, εἶναι φύσει ἀκατάληπτος καί ἀκατανόητος. Αὐτό θά διατυπώσει μέ τήν περιεκτική ρήση του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄριστος Δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»4.
Ἠσυχία καί σιωπή περιβάλλουν τό θεῖο σ᾿ ἐκείνη τήν ἀδιερεύνητη καί ἀπόκρυφη κατάσταση τῆς ὑπερβατικότητος, τήν ὁποία ὁ μέν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ὡς «κρυφιόμυστον σιγήν», ὁ δέ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς «θείαν ἀφθεγξίαν».5 Ἐπίσης, ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν γνωστή λέξη «γνόφος». Εἶναι μάλιστα«ὑπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη6. Γνόφος, κατά τόν ἱερό Πατέρα, εἶναι τό ὑπέρλαμπρο καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο φῶς στό ὁποῖο λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός. «Ὁ θεῖος γνόφος ἐστι τό ἀπρόσιτον φῶς, ἐν ᾧ κατοικεῖν ὁ Θεός λέγεται».
Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λέξη «γνόφος» σημαίνει, ἀντάρα, καταχνιά, ὁμίχλη. Ὑπέρφωτος γνόφος, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ἤ ἕνα πολύ δυνατό φῶς, ἐκτυφλωτικό! Εἶναι μιά κατάσταση πού θά μπορούσαμε λ.χ. νά τήν παρομιάσουμε μέ αὐτό πού θά ἀντιμετωπίσουμε, ἄν σέ ἕνα δωμάτιο τοποθετηθεῖ μία λάμπα τῶν χιλίων watt. Φῶς εἶναι αὐτό πού θά παράγει, ἀλλά φῶς τό ὁποῖο μᾶς τυφλώνει καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε καθαρά. Ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι καί τό θεῖον Φῶς, ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅσο πλησιάζεις, τόσο σέ τυφλώνει τό φῶς καί ὅσο νομίζεις ὅτι γνωρίζεις τόν Θεό, τόσο αἰσθάνεσαι τήν ἀγνωσία σου, ἀλλά σίγουρα θεωρεῖς μυστικά τήν παρουσία Του. Τόν βλέπεις, ἀλλά οὐσιαστικά διαπιστώνεις ὅτι δέν μπορεῖς νά Τόν δεῖς. «Ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ μή ἰδεῖν, - θά συμπληρώσει ὁ Νύσσης Γρηγόριος -, «ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τό ζητούμενον, οἷον τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον».7 Δηλαδή, σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἡ θέα, στό νά μή βλέπεις, διότι αὐτό πού ζητεῖς εἶναι πάνω ἀπό κάθε γνώση καί περιβάλλεται ἀπό παντοῦ, σάν μέ ἄλλο γνόφο, ἀπό τήν ἀκαταληψία!
Γιά τό λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, «τόσο ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ὅσο καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση ὅτι, ἄν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει πραγματικά τό Θεό, πέρα ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, πρέπει νά προσέλθει γυμνός ἀπό κάθε ἔννοια καί γνώση καί τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ «ἀνομμάτως» καί νά γνωρίσει «ἀγνώστως» αὐτόν πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε θέα καί γνώση8. Κι᾿ αὐτό γιατί ἡ πραγματική θεωρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσταται γι᾿ αὐτούς στήν ἀορασία καί τήν ἀγνωσία του».9
Ὁ Θεός, λοιπόν, «δέν κρύπτεται μόνο ἀπό τήν σιγή, ἀλλά καί ἀπό τό σκότος, δέν εἶναι μόνο ὅτι δέν ἀκούγεται, ἀλλά καί ὅτι δέν βλέπεται. Κρυμμένος στό γνόφο, μένει ἄγνωστος, καί ἡ ἀγνωσία ἀποτελεῖ τόν μόνο τρόπο προσεγγίσεώς του, ἀλλά προφανῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀγνωσία εἶναι θετική λειτουργία. Τοῦτο ὑποδεικνύει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει τήν εἰκόνα μέ τήν παράσταση τοῦ «ὑπερφώτου γνόφου», τοῦ ὑπερλάμπρου σκότους».10
ΘΕΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟΣ
Ὁ Θεός, ἐπίσης, ὡς πρός τήν ὑπερβατικότητά Του εἶναι καί ἀνώνυμος. Κανένα ὄνομα δέν ἀποδίδεται στό ἀπρόσιτον τοῦ Θεοῦ, στή θεία οὐσία Του. Διότι ἄν γινόταν αὐτό, τότε θά ἐξισωνόταν στή σκέψη μας ὁ Θεός μέ ἕνα φυσικό, κτιστό ἀντικείμενο. Ὁ Θεός εἶναι πέρα ἀπό κάθε «φωνή καί ἔννοια», ὄπως γράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος11. Κατά δέ τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἀποφατικῶς ὁμιλοῦντα, ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος! Κατά δέ τήν Πατερική μας παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἄλεκτος καί ἀνωνόμαστος».12 Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπευθύνεται ἐρωτηματικά πρός τόν «πανώνυμο» Θεό: Ἔχεις ὅλα τά ὀνόματα, καί πῶς νά σέ ὀνομάσω, Ἐσένα τόν μόνον πού δεν μπορεῖ κανείς νά ὀνομάσει; «Πανώνυμε, πῶς σέ καλέσω, τόν μόνον ἀκλήιστον»; Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γιά τό ἄγνωστο μέρος τοῦ Θεοῦ, τό ὑπερβατικό. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός ἐμφανίζεται στήν κτίση μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του ὅπως θά δοῦμε στά παρακάτω, τότε ἔχουμε κατά τήν καταφατική Θεολογία τήν ἀπόδοση ἰδιοτήτων στό Θεό μέ βάση τίς ἐνέργειές του πού ἐκδηλώνονται στήν Oἰκονομία13. Στά ἐγχειρίδια τῆς Δογματικῆς ἀποδίδονται ὀκτώ ἰδιότητες στόν Θεό, ἤτοι, φυσικές: αἰωνιότητα, παντοδυναμία, πανταχοῦ παρουσία· λογικές: σοφία, παντογνωσία καί ἠθικές: ἁγιότητα, δικαιοσύνη, ἀγάπη. Ἀλλά εἶναι πολύ περισσότερες οἱ θεῖες ἰδιότητες, ἀναρίθμητες, ὅπως ὀρθά ἐπισημαίνει ὁ καθηγητής Ν. Ματσούκας14. Ἀποδίδονται, λοιπόν, στόν Θεό ἀπό τούς Πατέρες μας διάφορα ὀνόματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνάλογα μέ τίς φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τίς λεγόμενες θεοφάνειες, ὀνοματίζεται μέ ποικιλία ὅρων καί εἰκόνων ἀπό τούς Ἁγίους.15 Ἔτσι, ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή θεωρεῖται ὡς «ὁ μόνος νοῦς τῶν νοούντων καί νοουμένων, καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγομένων. καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων, καί πᾶσι πάντα καί ὤν καί γινόμενος, δι᾿ αὐτά τά ὄντα καί γινόμενα»16.
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΑΜΕΘΕΞΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΕΞΗ ΘΕΟΥ
Εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά γνωρίζουμε, ὅτι ὁ τριαδικός Θεός μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί αὐτό εἶναι ἀπολύτως φυσικό, διότι δέν ὑπάρχει φύση ἀνενέργητη. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε οὐσία καί ἐνέργεια κτιστή· ἀφοῦ εἴμαστε κτίσματα, ἔχουμε ἀρχή καί βρισκόμαστε στό χρόνο καί στό χώρο. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως προελέχθη, εἶναι πάνω καί πέρα ἀπό κάθε ἀρχή, χρόνο καί τόπο, εἶναι ἄναρχος καί«φύσει ἄκτιστος», ὅπως λέγεται θεολογικά. Καί συνεπῶς, ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι παρέχει ἀπό τό θεῖο Εἶναι Του, ὁπωσδήποτε εἶναι ἄκτιστο, δέν εἶναι πεπερασμένο ὅπως τά ἀνθρώπινα.
Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀμέθεκτη ὅπως ἀποκαλεῖται. Καί τυγχάνει ἀδύνατη κάθε γνώση καί κατάληψή της ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ! Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι κατενόησαν καί οὔτε θά κατανοήσουν ποτέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Καταληπτή ἀπό τά κτίσματα εἶναι μόνο ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια εἶναι ἡ φυσική ἔκφρασητῆς θείας οὐσίας - φύσεως. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν «πρός τά ἔξω» κίνησή Του, τό ἀποκαλυπτικό καί ἐκστατικό ἅπλωμα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια ὁδηγεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλα τά νοερά καί αἰσθητά, στή θεία γνώση, τή μετοχή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Πατερική μας Παράδοση ἐκφράζει αὐτήν τή θεία πραγματικότητα μέ τά λόγια τοῦ οὐρανοφάντωρος Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»17. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἄν καί εἶναι ἄκτιστες κατά τήν φύση, γίνονται ἀντιληπτές ἀπό τά ἀποτελέσματα αὐτῶν, πού εἶναι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ18.
Ὡστόσο, νωρίτερα ἀπό τούς Καππαδόκες, στά κείμενα τῶν πρώτων Ἀπολογητῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἀθηναγόρα, Θεοφίλου Ἀντιοχείας καί κυρίως Εἰρηναῖου (συστηματικά), ὑπάρχει διατυπωμένη αὐτή ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργειῶν στόν Θεό19. Ἐπίσης ὑπάρχει καί στούς Ἀλεξανδρινούς θεολόγους, Κλήμεντα καί Ὠριγένη20.
Εἶναι λοιπόν ὁ Θεός μας ταυτόχρονα καί ὑπερβατικός καί ἐνδοκοσμικός. Καί ἀπρόσιτος καί προσιτός. Καί ἀθέατος καί θεατός. Καί ἄγνωστος καί γνωστός. Ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί ἀθέατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά γνωστός καί καταληπτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή εἶναι θά λέγαμε ἡ γέφυρα πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, διότι, ὅπως ἤδη σημειώσαμε στήν ἀρχή, ὑπάρχει ὀντολογική διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου21 καί ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τό ἄκτιστο εἶναι μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ἡ θεία ἐνέργεια, κατά τήν σύνολη Πατερική Διδασκαλία εἶναι ὁ ἀπόρρητος σύνδεσμος κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί αὐτή πραγματοποιεῖ τήν ὀντολογική σχέση καί τήν ὑπερφυᾶ ἕνωση ἀνθρώπου καί Θεοῦ.22
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέγας Θεολόγος καί ἐξέχων Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 14ουαἰῶνος, ὑπογράμμισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του τήν λεγομένη «διπλόην» τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλά καθίσταται γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του.«Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστον ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστος ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτῶν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».23
Ὁ Θεός, βεβαίως, ὁ Ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπό κάθε φύση καί κάθε φυσική κατάληψη τοῦ ἀνθρώπου, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.24Μέσῳ τῆς φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στήν κτίση. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε καί κατά τρόπο καταφατικό καί λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ὄν, ἀγάπη κλπ., προσαγορεύοντάς Τον μέ τά λεγόμενα «θεῖα ὀνόματα». Καί τελικά ὁ «ἀνώνυμος» Θεός εἶναι καί«πολυώνυμος», λόγῳ τῶν ὀνομάτων πού Τοῦ ἀποδίδονται ἀνάλογα μέ τίς φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στήν κτίση, τίς ποικίλες φανερώσεις Του μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Ὁ Θεολόγος Γρηγόριος θά μᾶς πεῖ ἐν προκειμένῳ ὅτι ὁ Δημιουργός καί Κτίστης τῶν Ἁπάντων ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο, κηρυσσόμενος μέ σιωπή. «Δηλοῦται ὁ Θεός σιωπῇ κηρυττόμενος»25. Πάντως, στήν Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται καί ἡ διάκριση μεταξύ «γνόφου»τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν ὁποῖο Αὐτός κρύβεται καί «δόξης», μέσα στήν ὁποία ἀποκαλύτεται26.
ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΩΣ
Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στό φῶς, περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στήν Θεολογία καί τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό φῶς εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὁ Θεός δέν καλεῖται φῶς κατά τήν οὐσία Του ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του27. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς καταθέτει ὅτι ἐνίοτε Θεός, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς φῶς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά ἄκτιστο, δηλαδή ἀδημιούργητο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἄναρχο καί προαιώνιο. Εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, ἡ θεία ἐνέργειά Του. «Τό φῶς τοῦτο, ἤ ἡ ἔλλαμψις, δύναται νά προσδιορισθῇ ὡς ὁ ὁρατός χαρακτήρ τῆς θεότητος, τῶν ἐνεργειῶν ἤ τῆς χάριτος, διά τῆς ὁποίας γνωρίζεται ὁ Θεός».28 Εἶναι τό Θαβώριον φῶς πού εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πῶς ὅμως, χοϊκά μάτια εἶδαν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἀΐδιο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐν προκειμένῳ κάνει λόγο γιά θεία «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν. Ὁ θεόπτης καί ἐμπειρικός Μέγας θεολόγος τοῦ 14ουαἰώνος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεωνμπόρεσαν καί εἶδαν τότε στό ὄρος Θαβώρ, το θεῖον, ἄκτιστον φῶς. Οὔτε τό φῶς ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Αγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».29
Προσεγγίζοντας τίς ἔννοιες αὐτές, τοῦ φωτός καί τοῦ γνόφου, μποροῦμε νά καταθέσουμε ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ «διπλόη» τῆς θείας φύσεως, δηλαδή τό ἄγνωστο καί τό γνωστό, σέ πολλές περιπτώσεις ἐκφράζεται μέ μιά ἐναλλαγή φωτός καί σκότους, ὅπως τό βλέπουμε στήν περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τούς Μαθητές ἐπάνω στό Θαβώρ νά βλέπουν τή θεία λαμπρότητα μέ ἐγρήγορση καί ἁγιοπνευματική ἱκάνωση, ἔπειτα ἀμέσως βλέπουμε τή νεφέλη νά τούς ἐπισκιάζει καί νά τούς φοβίζει. Ὁ γνόφος ἔγινε φωτεινός καί ἔπειτα πάλι σκοτεινός30. Ἡ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους παρατηρεῖται καί στή θεοφάνεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἐπισυνέβη κατά τήν πορεία του πρός Δαμασκό. Τόν θεοκήρυκα ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν «περιήστραψε φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» καί ἔπεσε στή γῆ. Ἄκουσε δέ, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ: «Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις»;31 Ὅταν ὅμως σηκώθηκε, δέν ἔβλεπε τίποτα, παρόλο πού τά μάτια του ἦσαν ἀνοιχτά. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τό σκότος τοῦ ὑπερβατικοῦ παραμένει ἀκέραιο, ἀλλά εἶναι σκότος φωτεινό. Ἔτσι, ὁ θεῖος γνόφος, κατά μία ἀντινομία πού προσιδιάζει στήν διπλότητα τῆς θείας φύσεως, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀπρόσιτον φῶς», μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός».32 Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά τονίσει κανείς, ὅτι τό «φῶς» καί ὁ «γνόφος» εἶναι ἀπό τίς σπουδαιότερες ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας33.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΦΩΣ
Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε λόγο καί γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Φωτός, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Εἶναι γεγονός ὅτι μέσα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ψάλλουμε στήν Δοξολογία («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Καί στήν Ὑμνολογία τῆς μεγάλης Δεσποτική ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στό «Ἐξαποστειλάριο», τήν ἴδια θεολογική ἀλήθεια διατυπώνουμε ὑμνολογικῶς:
«Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός», καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι τό «σεσαρκωμένον φῶς», μέσῳ τοῦ ὁποίου θεᾶται ὁ ἀθέατος Πατήρ, τό ἀγέννητον φῶς. Ἐδῶ κάνουμε λόγο περί τοῦ δόγματος τῆς Χριστολογίας, πού συνεπάγεται γιά μᾶς τήν σωτηρία. Καί τοῦτο διότι οἱ μεγάλοι καί τιτάνειοι ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν κατοχύρωση καί ἑρμηνεία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἐξηγοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν πίστη μας μας ἡ Χριστολογία ἐπέχει θέση σωτηριολογίας, φανερώνοντας τήν ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἕνωσή της μέ τή θεία φύση. Ὁ Χριστός, διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἕνωσε στό Πρόσωπό του τίς δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως»34.
Συνδέοντας τώρα τό γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως μέ τό φῶς, μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μυστήριο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι λαμβάνει χώρα γιά πρώτη φορά στόν κόσμο ἡ φανέρωση τοῦ φωτός, δηλαδή τῆς Χάριτος, ὅπως ἐκχέεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Υἱός διά τοῦ Πνεύματος ἐκχέει αὐτή τήν Χάρη πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, πού θεώνεται «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως διατυπώνεται θεολογικά. Μέ αὐτό τό γεγονός, ὁλόκληρη ἡ κτίση, σύμπασα ἡ δημιουργία, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ! Καί τοῦτο διότι αὐτή ἡ Χάρις εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία περιβάλλει τήν οὐσία Του. Αὐτή ἡ αἰώνια ἀκτινοβολία δόξης, ἁγιότητος, ἀπείρων δωρεῶν καί μεγάλων χαρίτων, εἶναι φῶς γνώσεως καί ζωῆς καί θεία ἔλαμψη, καθώς φῶς τό ὁποῖο δέν φωτίζει μόνο ἀλλά τρέφει καί ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει, ἀφοῦ ὡς ζωντανή Χάρις καί ζωή τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται «πρός τά ἔξω», μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπερφυῆ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου διά τοῦ Λόγου, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου Δόξης καί Χάριτος. Μέχρι τότε, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κυρίως προφῆτες καί δίκαιοι, ἀλλά ἀκόμη καί Ἕλληνες φιλόσοφοι διά τοῦ λεγομένου σπερματικοῦ λόγου35, ἔχουν μιά αἴσθηση τῆς Χάριτος καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τότε, ἦταν ἐντελῶς ἀνέφικτη ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ὁλόκληρος ὁ Θεός νά ἐγκατοικήσει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό ἔγινε μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν λεγομένη «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῆς καθεμιᾶς φύσεως πού ἑνώθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου, μέ ἄλλα λόγια τό μυστήριο τῆςσυνεργίας τῶν δύο φύσεων, ὅπως διεκήρυξε θεολογικά ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Τό μέγα αὐτό μυστήριο φανερώνεται στόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό θά πρέπει νά κατανοοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σώζει τόν κόσμο, ὄχι μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Αὐτά πού ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, δηλαδή θαύματα, ἰάσεις ἀσθενῶν κλπ., μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε αὐτό πού εἶναι, διότι αὐτό συνιστᾶ τήν σωτηρία μας! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη κοινωνία τῆς Χάριτος, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἔχουμε καί ἐμεῖς πλέον τόν τρόπο νά μετάσχουμε χαρισματικά στή θεία φύση μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος36. Ὅταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ», παρόλο πού τά θεῖα Δώρα εἶναι ὑλικά, κοινωνοῦμε μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν θεότητα, μέ τήν ὁποία εἶναι ἑνωμένη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε κατά Χάριν αὐτό τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἔχει κατά φύσιν. Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πιστεύει στόν Χριστό ὡς φῶς.
Ἡ σχετική προτροπή τοῦ Κυρίου μας στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἰσχύει γιά ὅλους τούς Χριστιανούς:«Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γέννησθε».37 Ἕως ὅτου ἔχετε ἐμένα ἀνάμεσά σας, λέγει ὁ Θεάνθρωπος, πού εἶμαι τό φῶς, νά πιστεύετε στό φῶς καί νά ἀναγνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό Ἀληθινό καί μοναδικό σέ ποιότητα καί θειότητα φῶς, ὥστε να γίνεται καί σεῖς παιδιά τοῦ φωτός, δηλαδή νά καταυγασθεῖτε ὑπαρξιακῶς ἀπό τό δικό μου φῶς τῆς ἀληθείας καί τῆς Ἁγιότητος. Δέν πρόκειται γιά ποιητική μεταφορά, σχῆμα λόγου, ἤ ἄλλη φράση, ἀλλά γιά πρόταση ἡ ὁποία ἐνέχει μέγα βάθος θεολογικό. Ὁμιλώντας στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κύριος γιά τό φῶς, ἐννοεῖ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναπαύεται σ᾿ Αὐτόν, στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Συνεπῶς, εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εἰς τό φῶς», ἐννοώντας ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε ὑπαρξιακῶς στήν θεότητά Του, ἐκ τῆς ὁποίας λάβαμε τήν σωτηρία καί γίναμε «καινή κτίσις»38.
Αὐτός ὁ Γλυκύτατος Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι δρόσος, ὕδωρ καί ποταμός. Ἔτσι τόν προσαγορεύει ἕνας μεγάλος Πατήρ καί βαθυστόχαστος, ὁ ὁποῖος μέ ἕναν μοναδικό θά λέγαμε τρόπο εἰσέδυσε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί δρόσος λέγεται καί ἐστίν· καί ὕδωρ καί πηγή καί ποταμός ὡς γέγραπται· κατά τήν ὑποκειμένην δηλονότι τῶν δεχομένων δύναμιν, ταῦτα καί ὤν καί γενόμενος».39
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ὁ Θεός στήν Πατερική Γραμματεία ἀποκαλεῖται «Ἀμήχανον κάλλος», δηλαδή, κάλλος πού δέν μπορεῖ κανείς νά τό μηχανευτεῖ, νά τό διανοηθεῖ, νά τό φανταστεῖ. Πρῶτος ὁ Πλάτων στήν «Πολιτεία» του ἀπεκάλεσε τόν Θεό «Ἀμήχανον κάλλος»40, καί ἀργότερα ἡ φράση αὐτή χρησιμοποιεῖται αὐτούσια στούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ κάθε περίπτωση, ὁ ἐν Τριάδι Ἅγιος Θεός μας εἶναι μυστήριο πού ὑπερβαίνει τίς ἀντιληπτικές μας ἱκανότητες. Ὁ Θεός δέν γινώσκεται διανοητικά, ἀλλά βιώνεται ὑπαρξιακά. Μέσα στό χῶρο τῆς Ἁγίας, ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος, συνδυάζοντας ἄσκηση καί μετοχή στά θεῖα μυστήρια, γνωρίζει «κατ᾿ αἴσθησιν ψυχῆς» τόν Θεό, ἀποκτᾶ μέθεξιν Θεοῦ, μέθεξιν τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῶν δογμάτων, μέ τά ὁποῖα διατυπώνεται (καί ὁριοθετεῖται) ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Τά δόγματα ἔχουν σωτηριολογικό σκοπό. Ὑπηρετοῦν ὡς ὑπαρξιακοί δεῖκτεςπροσανατολισμοῦ τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι προτάσεις αἰωνίου ζωῆς. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται τήν παραχάραξη τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν της, διότι κάθε ἀλλοίωση δέν εἶναι ὑπόθεση ἁπλῶς μιᾶς διαλεκτικῆς ἐνστάσεως, ἀλλά συνιστᾶ καταστροφή τῆς δυνατότητας σωτηρίας! Τό κάθε δόγμα δέν εἶναι μιά αὐθαίρετη μεταφυσική πίστη, ὅπως αὐτό ἰσχύει στή Φιλοσοφία, ἀλλά εἶναι μια θεία πρόταση ἐμπειρική, εἶναι δρόμος πρός τόν Θεό, τόν ὁποῖον βάδισαν διά μέσου τῶν αἰώνων ὅσοι δέχθηκαν αὐτή τήν ὑπαρξιακή πρόταση. Βεβαίως, τά δόγματα συνδέονται καί μέ τό ἦθος καί τήν καθημερινή συναναστροφή τῶν πιστῶν, ὅπως τό βλέπουμε στή ζωή τῶν Ἁγίων, πού γνώρισαν τόν Θεό ὑπαρξιακά, ἀφοῦ δόγμα καί ἦθος, ὀρθοδόξως συνδέονται καί συνυπάρχουν ἁρμονικά. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θά γράψει χαρακτηριστικά ὅτι «βίος ἀκάθαρτος ἐμποδίζει δόγμασιν ὑψηλοῖς, οὐκ ἀφιείς τό διορατικόν φανῆναι τῆς διανοίας»41. Καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά ἐπαινέσει κάποιον πρεσβύτερο Μάριο, γιά τήν ὀρθή δογματική του ἀντίληψη, πού ἦρθε ὡς ἐπιστέγασμα τῆς ἐνάρετης ζωῆς του.«Ἐντεῦθεν σοι τῇ κατορθώσει τῶν ἀρετῶν ἡ τῶν θείων συνήφθη δογμάτων κατάληψις»42.
Τά ὅσα ἀναφέρθηκαν ἀκροθιγῶς στό κείμενο αὐτό, θά πρέπει κατά τήν ταπεινή μας γνώμη νά γνωρίζουν πολύ καλά ὅσοι μετέρχονται ἔργον ποιμαντικῆς, πνευματικῆς πατρότητος ἀλλά καί διδαχῆς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἤτοι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες. Καί νά τά μεταδίδουν στόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἀφ᾿ ἑνός μέν νά γνωρίζει τόν Θεό πού πιστεύει καί λατρεύει, ὥστε νά προχωρήσει ἀπό τήν «ψιλή» γνώση στήν βαθειά ὑπαρξιακή βιωματική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἀφ᾿ ἑτέρου νά μήν παγιδεύεται ἀπό τούς ποικιλωνύμους αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἰδιαιτέρως στίς πονηρές ἡμέρες μας μέ ἰδιαίτερη τέχνη, δαιμονική, διαστρέφουν «τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου τάς εὐθείας»43. Τό μεγαλύτερο κακό, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἡ ἄγνοια τῶν θείων Γραφῶν. Αὐτή ὁδηγεῖ ἀφεύκτως στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Καί πόσο τραγικό εἶναι νά ἀγνοεῖ τό δημιούργημα τόν Δημιουργό καί Κτίστη τοῦ παντός, τόν καλοῦντα τά μή ὄντα ὡς ὄντα! Γι᾿ αὐτό ὁ πιστός ὀφείλει στἐρεος στό ἄθλημα τῆς γνώσεως τοῦ θείου Ὄντος, ὥστε νά ἀξιωθεῖ νά μετάσχει τῆς πρός τόν Θεόν «πρόσωπον πρός πρόσωπον» κοινωνίας στά ἔσχατα.
_________________________________________
1 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση καί ἀπόφαση κατά τήν ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση (ἄρθρο).
2 MPG. 94, 848 Β.
3 Κάνοντας λόγο γιά ὀρθόδοξη Θεολογία θά πρέπει πληροφοριακῶς νά ἀναφέρουμε σχετικά μέ τήν ἐπικρατοῦσα ὁρολογία ὅτι οἱ ὅροι «θεολογία», «θεολόγος», «θεολογεῖν» προέρχονται ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία καί εἶναι ἄγνωστοι στήν Ἁγία Γραφή, εἰσήχθησαν δέ στήν χριστιανική Γραμματεία ἀπό τούς Ἀπολογητές, οἱ ὁποῖοι καί ἐπιχείρησαν τήν ἀνάπτυξη διαλόγου μεταξύ Χριστιανισμοῦ και Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ὅροι αὐτοί ἐπικράτησαν τελικά εὑρύτερα στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν τέταρτο μ. Χ. αἰῶνα. Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, «Ἡ ἔννοια τῆς Θεολογίας», Κληρονομία 1, Α΄, 1969.
4 Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, MPG. 94, 800 Β.
5 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 35.
6 Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
7 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ἀρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, ἐκδ, Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 176.
8 Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, όπ. παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Πρός Θαλάσσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς 25, PG 90, 333 CD .
9 ὅπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
10 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
11 MPG. 20, 1385 B. (Eἰς Κωνσταντῖνον βασιλέα τριακονταετηρικός).
12 Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον βασιλέα τριακονταετηρικός 12, MPG. 20, 1385 B.
13 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Πρός Τιμόθεον, 1, 2, PG 3, 1000 B. 3,PG 3, 1033 C. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, Προοίμ., PG 91, 664 Β .
14 Βλ. Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, ἐκδ. Πουρναρᾶ 1992, σελ. 253.
15 Ν. Ματσούκα, Δογματική Γ΄, σελ. 137
16 Βλ. Μυσταγωγία, Προοίμ., MPG 91, 664 Α.
17 Βλ. Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «δυνάμεις». Ἄλλοι Ἅγιοι τίς ὀνομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στήν ἴδια ὀρθόδοξο Διδασκαλία. Αὐτήν τήν πατερική Παράδοση περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀνέπτυξε διεξοδικῶς τόν 140ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχοντας ἐνώπιόν του τίς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ὁ ὁποίος δίδασκε ἕναν ἀμέθεκτο Θεό, ἀποκλείοντας τό ἄκτιστο τῆς θείας ἐνεργείας καί τό μεθεκτόν τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ὁ Βαρλαάμ ἀπέκλειε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ γκρέμιζε τή «γέφυρα» (τό «συνδοῦν», κατά τή φράση τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ), πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο.
18 Ν. Ξιώνη, Οὐσία και ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1999, σελ. 19.
19 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 18-19.
20 ὅπου π. σελ. 20.
21 Ἡ ὀντολογική ἀπόσταση ἡ ὁποία διακρίνει τόν Ἄκτιστο Θεό ἀπό τόν κτιστό κόσμο εἶναι ἀπροσμέτρητη, διότι ὅπως σημειώνει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, σέ καμία περίπτωση «τό ἐκ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παραγόμενον συναΐδιον εἶναι τῷ ἀνάρχῳ καί ἀεί ὄντι (τῷ Θεῷ)». Βλ. Ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως, 1, 8, MPG. 94, 813 Α.
22 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Πρός τόν μοναχόν Ἀρσένιον τόν Στουδίτην, Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, 316.
23 Διάλεξις μετά Γρηγορᾶ, 24, Ἁγίου Γρ. Παλαμᾶ Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τόμ. Δ΄, σελ.225.
24 Πρ. ιδ΄, 17
25 Λόγος 6, 14.
26 Γ. Μαρτζέλου, Ούσία καί ἐνέργειαι Θεοῦ…σελ. 18.
27 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κατά Ἀκινδύνου: «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλά κατ᾿ ἐνέργειαν λέγεται». MPG. 150, 823.
28 Βλ. Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 264.
29 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
30 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σελ. 35.
31 Πράξ. 22, 7.
32 ὅπου π.
33 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ἠσυχαστικά, σελ. 217
34 Mansi, 7,116.
35 Τήν ὕπαρξη τοῦ σπερματικοῦ λόγου ὡς μιᾶς προπαιδείας τῆς ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως, δέχονται πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Ἀθανασιος, οἱ Καππαδόκες, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γράφοντας μάλιστα ὅτι «ὡς ἐν αἰνίγματι ὑπάρχει μέρος τῆς ἀληθείας» (MPG. 55, 498. 62, 20) κ.ἄ. (Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, περί σπερματικοῦ λόγου, ἄρθρο).
36 Β΄Πέτρ. 1, 14.
37 Ἰω. 12, 36.
38 Β΄ Κορ. 5, 17.
39 Περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, MPG. 90, 1153BC
40 Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Θεολογική ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, σελ. 171
41 Α΄Κορ. 8, MPG. 61,7.
42 Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Μαρῖνον, MPG. 91, 12 Α. Βλ. Γ. Μαντζαρίδη,Χριστιανική Ήθική, 1, ἐκδ. Πουρναρᾶς, 2002, σελ. 177.
43 Πρ. 13, 4 -13.