Ο Θεός δεν προορίζει αλλά προγνωρίζει.
Το θέλημα του Θεού είναι:
Ο Θεός...
«...πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»
«...πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»
(Τιμ.Α’ 2:4).
Ας αναλογιστούμε το εξής: Ενώ λέμε ότι ο Θεός ξέρει τα πάντα…
Που σημαίνει: «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»
Εν τούτοις όμως το πρόβλημα είναι ότι…
ΔΕΝ γνωρίζουμε το τι ξέρει ο Θεός,
άρα η γνώση του Θεού για το μέλλον μας δεν μπορεί να μας επηρεάσει
αλλά ούτε και το έχει προκαθορίσει ο Ίδιος!
Μην κάνουμε λοιπόν τον Θεό συνένοχο με τα λάθη μας και ρίχνουμε την ευθύνη σ’ Αυτόν.
Είμαστε δημιουργημένοι «κατ’εικόνα…»
να κατευθύνουμε την ζωή μας σύμφωνα με τις επιλογές που διαλέγουμε,
σύμφωνα με την λογική και τα «πιστεύω» μας.
Το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο
Έτσι λοιπόν να είμαστε και εμείς καταρτισμένοι σε κάθε αγαθό έργο, κάνοντας κάθε είδους προετοιμασία για την εφαρμογή του θελήματος του Θεού με επίγνωση, όπως είναι θέλημα του Θεού και όπως αρέσει σ’ Αυτόν. Τι σημαίνει όμως αυτό που λέει ο Απόστολος:
«Το θέλημα του Θεού το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο»;
(Ρωμ. 12, 2)[1].
Όλα όσα γίνονται ή τα παραχωρεί ο Θεός ή έτσι ευδοκεί[2] όπως λέει ο Προφήτης: «Εγώ είμαι ο Κύριος που ανατέλλω το φως και δημιουργώ το σκοτάδι» (Ησ. 45, 7). Και πάλι: «Δεν υπάρχει καμιά κακία σε μια πόλη που να μην την επέτρεψε ο Κύριος» (Αμώς 3, 6). Κακία ονομάζει καθετί που κάνει κακό, όπως τα θλιβερά που μας συμβαίνουν σαν παιδαγωγία για την κακία μας. Τέτοια είναι: η πείνα, η επιδημία, η ανομβρία, οι αρρώστιες, οι πόλεμοι. Αυτά δεν γίνονται με την ευδοκία του Θεού, αλλά γιατί έτσι επιτρέπει, παραχωρώντας να μας βρουν αυτά για το συμφέρον της ψυχής μας. Αυτά λοιπόν, δεν είναι θέλημα του Θεού να τα επιθυμούμε κι εμείς, ούτε να τα υποβοηθούμε. Να, τι εννοώ. Είναι θέλημα Θεού, όπως είπαμε, «κατά παραχώρηση» να καταστραφεί μια πόλη. Δεν θέλει όμως, επειδή είναι θέλημά Του να καταστραφεί, να βάλουμε εμείς φωτιά και να την κάψουμε ή να πάρουμε αξίνες και να την καταστρέψουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο επιτρέπει ο Θεός, να θλιβεί κάποιος ή να αρρωστήσει. Δεν θέλει όμως, επειδή είναι θέλημά Του να θλιβεί, να τον θλίβουμε εμείς ή να πούμε ότι, επειδή ήταν θέλημα Θεού ν’ αρρωστήσει, δεν θα τον ελεήσουμε. Αυτό δεν το θέλει ο Θεός, δεν θέλει να υπηρετήσουμε εμείς τέτοιου είδους θέλημα. Τόσο αγαθούς μας θέλει ο Θεός, ώστε ακόμα και σ’ αυτές τις συμφορές που Εκείνος επιτρέπει δεν θέλει να συγκατατεθούμε με το θέλημά μας. Αλλά τι επιθυμεί να θέλουμε; Το θέλημά Του το αγαθό, αυτό που γίνεται, όπως είπαμε, «κατ’ ευδοκίαν». Το αγαθό δε θέλημα είναι καθετί που γίνεται σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε, όπως το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, να συμπάσχει, να ελεεί, και τα παρόμοια. Να, αυτό είναι το θέλημα του Θεού το αγαθό.
Ποιο είναι όμως και το ευάρεστο; Γιατί, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κάνοντας κανείς το αγαθό, οπωσδήποτε είναι και ευάρεστο στο Θεό. Και σας λέω ένα παράδειγμα. Τυχαίνει να βρει κάποιος μια ορφανή, πτωχή και όμορφη κοπέλα που του αρέσει, επειδή είναι όμορφη και την παίρνει και την ανατρέφει με το πρόσχημα ότι ανατρέφει μια ορφανή. Δέστε, και θέλημα Θεού είναι αυτό και αγαθό, δεν είναι όμως και ευάρεστο. Ευάρεστο είναι όταν κάνει κανείς λ.χ. ελεημοσύνη, να μην την κάνει από κάποιο ανθρώπινο λογισμό, αλλά για το ίδιο το καλό, για την ίδια τη συμπάθεια. Αυτό είναι το ευάρεστο στο Θεό.
Το τέλειο επίσης είναι όταν κάνει κανείς ελεημοσύνη να μην την κάνει στενόκαρδα, ούτε με απροθυμία και καταφρόνηση, αλλά με όλη του τη δύναμη με όλη του την προαίρεση, δίνοντας με τέτοιο τρόπο σαν να παίρνει ο ίδιος, ευεργετώντας έτσι, σαν να δεχόταν ο ίδιος την ευεργεσία. Τότε το θέλημα του Θεού γίνεται τέλειο. Και έτσι φτάνει να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού, όπως λέει και ο Απόστολος, «το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο». Να, αυτό ακριβώς είναι εκείνο που γίνεται με επίγνωση.
Ελεήμων: ο αυθεντικός μιμητής του Θεού
Πρέπει να μάθει κανείς το αγαθό αυτό της ελεημοσύνης, πόση Χάρη κρύβει, γιατί η ελεημοσύνη είναι μεγάλη και μπορεί η ίδια να εξαλείψει και αμαρτίες καθώς λέει ο Προφήτης: «Το λύτρο για την εξαγορά του ανθρώπου είναι τα ίδια του τα πλούτη» (Παρ. 13, 8). Και αλλού επίσης λέει: «Με ελεημοσύνες εξαγόρασε τις αμαρτίες σου» (Δαν. 4, 24). Και ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Να γίνετε οικτίρμονες, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι οικτίρμων» (Λουκ. 6, 36). Δεν είπε: «Νηστεύετε, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας νηστεύει», ούτε πάλι είπε: «Να μην έχετε περιουσία, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας δεν έχει». Αλλά τι λέει; «Να γίνετε οικτίρμονες, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι οικτίρμων». Γιατί ιδιαίτερα μ’ αυτήν την αρετή ο άνθρωπος μιμείται το Θεό.[3]
Αυτή είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αγάπης Του. Πρέπει λοιπόν όπως είπαμε, σ’ αυτό το σκοπό να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας πάντοτε, ώστε ό,τι κάνουμε να το κάνουμε με επίγνωση. Υπάρχει βέβαια πολλή διαφορά και στο σκοπό της ελεημοσύνης. Κάνει κανείς ελεημοσύνη για να ευλογηθεί το χωράφι του και ο Θεός το ευλογεί. Άλλος κάνει ελεημοσύνη για να σωθεί το πλοίο του και ο Θεός το σώζει. Άλλος την κάνει για τα παιδιά του και ο Θεός φυλάει τα παιδιά του. Άλλος την κάνει για να δοξαστεί και ο Θεός τον δοξάζει. Και δεν παραβλέπει ο Θεός κανέναν, αλλά αυτό που θέλει καθένας αυτό και του δίνει. Αρκεί να μην βλάπτεται απ’ αυτό η ψυχή του. Αλλά όλοι αυτοί έχουν πάρει ήδη το μισθό τους, γιατί δεν έδωσαν περιθώρια στο Θεό να τους δώσει κάτι παραπάνω, επειδή ο σκοπός που έβαλαν, δεν ήταν η ωφέλεια της ψυχής τους. Για να ευλογηθεί το χωράφι σου το έκανες; Ο Θεός το ευλόγησε. Για τα παιδιά σου το έκανες; Ο Θεός τα φύλαξε. Για να δοξαστείς το έκανες; Σε δόξασε. Τι σου χρωστάει ακόμα ο Θεός; Σε πλήρωσε για ό,τι έκανες.
Είναι και άλλος που κάνει ελεημοσύνη για να γλυτώσει από την κόλαση. Αυτός την κάνει για την ψυχή του, αυτός ενεργεί «κατά Θεόν», πλην όμως δεν κάνει και όπως ακριβώς θέλει ο Θεός. Ακόμα βρίσκεται στη δουλική κατάσταση. Γιατί ο δούλος δεν κάνει το θέλημα του Κυρίου του, επειδή και ο ίδιος το θέλει, αλλ’ επειδή φοβάται μήπως τιμωρηθεί. Και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο ελεεί για να γλυτώσει από την κόλαση και ο Θεός τον γλυτώνει απ’ αυτήν. Άλλος ελεεί για να πάρει μισθό. Αυτός ο σκοπός είναι ανώτερος από τον πρώτο, αλλ’ ούτε αυτός δεν είναι ακόμα, όπως ακριβώς θέλει ο Θεός. Γιατί δεν βρίσκεται ακόμα από πλευράς ψυχικής διαθέσεως στην κατάσταση του υιού. Αλλ’ όπως ακριβώς ο μισθωτός δεν κάνει το θέλημα του αφεντικού του, παρά μόνο και μόνο για να πάρει απ’ αυτόν μισθό και να έχει κέρδη, έτσι και αυτός ελεεί για να πάρει μισθό.
Γιατί υπάρχουν τρία είδη ψυχικών διαθέσεων που μας οδηγούν στο να κάνουμε το καλό, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Αυτά νομίζω ότι και άλλη φορά σας τα είπα. Κάνουμε το καλό ή γιατί φοβόμαστε την κόλαση και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου ή για να πάρουμε μισθό και έχουμε την κατάσταση του μισθωτού ή για το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού. Γιατί ο υιός δεν κάνει το θέλημα του πατέρα του από φόβο, ούτε γιατί θέλει να πάρει απ’ αυτόν μισθό, αλλά επειδή θέλει να τον διακονήσει, να τον τιμήσει και να τον αναπαύσει. Και εμείς έτσι πρέπει να κάνουμε την ελεημοσύνη, για την ίδια την αρετή, συμμετέχοντας στις δυσκολίες των άλλων, σαν να ήταν μέλη του σώματός μας. Να διακονούμε κάποιον σαν να απολαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι τον καρπό της διακονίας μας. Να δίνουμε έτσι σαν να είμαστε εμείς οι ίδιοι που παίρνουμε. Αυτή είναι η ελεημοσύνη που γίνεται με επίγνωση. Έτσι, όπως είπαμε, βρισκόμαστε στην ψυχική κατάσταση του υιού.
Ελεημοσύνη, το τέλειον και ευάρεστον θείον θέλημα
Κανένας δεν μπορεί να πει: «Είμαι φτωχός και δεν έχω να ελεήσω». Γιατί, και αν ακόμα δεν μπορείς να δώσεις, όπως εκείνοι οι πλούσιοι που έβαζαν τα δώρα τους στο γαζοφυλάκιο, δώσε δυο λεπτά (Μαρκ. 12, 41 – Λουκ. 21, 3), όπως η φτωχιά εκείνη χήρα. Και τα δέχεται ο Θεός από μέρους σου καλύτερα κι από τα δώρα των πλουσίων. Ούτε αυτά δεν έχεις; Έχεις όμως δύναμη σωματική και μπορείς με τη διακονία σου να ελεήσεις τον άρρωστο. Δεν μπορείς ούτε αυτό; Μπορείς με τον καλό σου λόγο να παρηγορήσεις τον αδελφό σου. Ελέησέ τον λοιπόν με τον καλό σου λόγο και άκουσε αυτόν που λέει: «Είναι προτιμότερος ο καλός λόγος από τα υλικά δώρα» (Σοφ. Σειρ. 18, 16). Ας υποθέσουμε ότι ούτε με το λόγο δεν μπορείς να ελεήσεις. Μπορείς όμως, αν οργιστεί μαζί σου ο αδελφός σου, να τον ελεήσεις και να τον υπομείνεις την ώρα της ταραχής του, αφού τον βλέπεις να επηρεάζεται από τον κοινό εχθρό (διάβολο).
Και αντί να του πεις ένα λόγο και να τον ταράξεις περισσότερο, να σιωπήσεις και να ελεήσεις την ψυχή του, παίρνοντάς την από τα χέρια του εχθρού. Μπορείς πάλι αν αμαρτήσει εις βάρος σου ο αδελφός σου, να τον ελεήσεις και να του συγχωρέσεις την αμαρτία, για να πάρεις και συ από το Θεό άφεση. Γιατί λέει η Αγία Γραφή: «Συγχωρέστε για να συγχωρεθείτε» (Λουκ. 6, 37). Και βρίσκεσαι στη θέση να ελεείς την ψυχή του αδελφού σου, συγχωρώντας του για όσα αμάρτησε εις βάρος σου. Γιατί ο Θεός μας έδωσε την εξουσία, αν θέλουμε, να συγχωρούμε ο ένας του άλλου τα αμαρτήματα. Και ναι μεν, δεν έχεις τη δυνατότητα να ελεήσεις το σώμα του αδελφού σου, ελεείς όμως την ψυχή του. Και ποια μεγαλύτερη ελεημοσύνη υπάρχει από εκείνη που προσφέρεται στην ψυχή; Γιατί όπως ακριβώς η ψυχή έχει μεγαλύτερη αξία από το σώμα, έτσι και η ελεημοσύνη που προσφέρεται στην ψυχή έχει μεγαλύτερη αξία απ’ αυτή που γίνεται στο σώμα[4].
Ώστε λοιπόν κανένας δεν μπορεί να πει: «Δεν μπορώ να κάνω ελεημοσύνη». Ο καθένας μπορεί, κατά τη δύναμή του και ανάλογα με την κατάστασή του. Μόνο, να έχει κανείς το νου του, το καλό που κάνει, να το κάνει με επίγνωση, όπως είπαμε και για κάθε άλλη αρετή. Γιατί είπαμε ότι εκείνος που ενεργεί με επίγνωση, αυτός είναι ο αναγνωρισμένος τεχνίτης, που οικοδομεί με ασφάλεια το σπίτι του. Γι’ αυτόν λέει το Ευαγγέλιο: «Ο φρόνιμος άνθρωπος κτίζει το σπίτι του πάνω στην πέτρα και δεν μπορεί καμιά ενάντια δύναμη να το διασαλέψει» (Ματθ. 7, 24).
Ο φιλάνθρωπος Θεός να δώσει ν’ ακούμε και να εφαρμόζουμε όσα διδασκόμαστε, για να μην γίνουν αυτά τα λόγια την ήμερα της κρίσεως, αιτία κολάσεως, γιατί σ’ Αυτόν αρμόζει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
1.Μ. Βασ. P.G. 31, 1273-1276.
2.Ό,τι γίνεται, ό,τι έχει γίνει και ό,τι θα γίνει μέσα στην Ιστορία του σύμπαντος, όλα —σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης θεολογίας— έχουν λάβει χώρα, λαμβάνουν ή θα λάβουν, είτε «κατά την ευδοκίαν» του Θεού είτε «κατά την παραχώρησίν» Του. Η ευδοκία αντιστοιχεί προς το «Προηγούμενο θέλημα του Θεού» και η παραχώρηση αντιστοιχεί προς το «Επόμενο θέλημα του Θεού» κατά την παλαιοτέρα θεολογική ορολογία. Στην «ευδοκία» έχουμε το θέλημα του Θεού σαν απόλυτο προσδιοριστικό παράγοντα, ενώ στην «παραχώρηση» το θέλημα του Θεού υποχωρεί προ του θελήματος του ανθρώπου. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος «κατ’ ευδοκίαν του Θεού» τον αγιάζει και τον οδηγεί στη σωτηρία του. Ό,τι κάνει «κατά παραχώρηση του Θεού» τον οδηγεί ή στη δοκιμασία ή στην απώλεια της σωτηρίας του. Η θέση αυτή είναι πολύ σημαντική για τον προσδιορισμό των πράξεων μας. Πρέπει να ξέρουμε ότι όταν ο Θεός παραχωρεί —επιτρέπει— να πάρουμε εμείς το δικό μας δρόμο, αυτό σημαίνει ότι υποχωρεί μπροστά στην ασέβειά μας, αλλά δεν μας καταστρέφει, γιατί από την αγάπη Του για μας προσπαθεί να μας σώσει και μέσα στην εφαρμογή των σχεδίων μας. «Ου θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Έξοδ. 33,11. Ο άγιος άνθρωπος έχει βγει από το κύκλωμα της «κατά παραχώρηση» ζει μέσα στην Ευδοκία του Θεού, ζει «εν Χριστώ». Ο Ιησούς ενσαρκώνει κάθε είδος ευδοκίας του Θεού-Πατέρα για τον άνθρωπο.
3.Διαδ. Φωτ. S.C. 5, 149-150.
4. «΄Εκτεμνε τα σωματικά πάθη, έκτεμνε και τα ψυχικά. Όσω γαρ ψυχή τιμιώτερον σώματος, τοσούτω τιμιώτερον καθάραι ψυχήν, ή σώμα. Ει δε η του σώματος κάθαρσις των επαινετών, σκόπει μοι πόσον η της ψυχής μείζων τε και υψηλότερα». (Γρηγ. Θεολ. P.G. 36, 308Α Πρβλ. και Μαρκ. Ερημ. P.G. 65, 969-972).