Πνευματικό αλφάβητο - Point of view

Εν τάχει

Πνευματικό αλφάβητο




Ένα πνευματικό πράγματι αλφάβητο, διασκευασμένο από το ομότιτλο έργο του αγίου Δημητρίου, επισκόπου Ροστώφ, του θαυματουργού (1651-1709). Προσαρμοσμένο στα εικοσιτέσσερα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, καθορίζει τα θεμέλια και τα πλαίσια της Ορθόδοξης πνευματικής ζωής. Μέσα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο, που πληθωρικά χρησιμοποιεί τις θείες Γραφές και την πατερική σοφία, θα βρει πολύτιμες συμβουλές κάθε αγωνιζόμενος πιστός.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Βλαστάρι θαλερό, από τα πιο νέα, της αγιοτόκου ρωσικής γης είναι και ο άγιος Δημήτριος, μητροπολίτης Ροστώφ, ο νέος θαυματουργός.
Ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ, γιος του αξιωματικού Σάββα Τουπτάλα, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1651 στην κωμόπολη Μακάρωφ, κοντά στο Κίεβο. Το βαπτιστικό του όνομα Λίαν Δανιήλ Ανατράφηκε και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα μέσα σε μια βαθύτατα ευσεβή οικογένεια. ‘Από το 1662 μέχρι το 1665 ο Δανιήλ φοιτησε στο κολλέγιο Κιεβο-Μογγιλιάνσκυ, όπου για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν τα σπάνια χαρίσματα και οι εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες του. Πολύ γρήγορα έμαθε την Ελληνική και Λατινική γλώσσα και σπούδασε κλασσικές επιστήμες. Στις 9 Ιουλίου του 1668 εκάρη μοναχός στη μονή του αγίου Κυρίλλου και πήρε το όνομα Δημήτριος, προς τιμήν του μεγαλομάρτυρας αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικέως.
Στις 25 Μαρτίου του 1669 χειροτονήθηκε διάκονος, οπό τον μητροπολίτη Κιέβου Ιωσήφ, και στις 23 Μαΐου του 1675 πρεσβύτερος, από τον αρχιεπίσκοπο Τσερνιγώφ Λάζαρο. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και ηγούμενος σε διάφορες μονές της Ουκρανίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας. Γύρω στα 1684 άρχισε να συγγραφή, στη Λαύρα του Κιέβου, το μεγάλο έργο του, τον Συναξαριστή («Τσέτμινέϊ»), δηλαδή τους βίους των αγίων ολοκλήρου του εκκλησιαστικού έτους. Ο προϊστάμενος της Λαύρας αρχιμανδρίτης Βαρλαάμ (Γιασίνσκυ), γνωρίζοντας καλά το υψηλό διανοητικό επίπεδο, τη μόρφωση, τη φιλοπονία και το λογοτεχνικό χάρισμα του μαθητού του, τον προέτρεψε επίμονα ν’ ασχοληθή μ’ αυτή τη σπουδαία εργασία.
Από τότε ολόκληρη η ζωή του αγίου Δημητρίου αφιερώθηκε στη σύνταξη του Συναξαριστού. Το 1688 εκτυπώθηκε ο πρώτος τόμος (Σεπτέμβριος, «Οκτώβριος, Νοέμβριος), το 1695 ο δεύτερος (Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος) και το 1700 ο τρίτος (Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος).
Εν τω μεταξύ, το κηρυκτικό χάρισμα και το συγγραφικό έργο του ιερομόναχου Δημητρίου προκάλεσαν την προσοχή του πατριάρχου Αδριανού (+ 1700) και άλλων εκκλησιαστικών αξιωματούχων, οι όποιοι εκτίμησαν βαθιά τα πνευματικά προσόντα, τις αρετές και τον ένθεο ζήλο του. Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1701 χειροτονείται στον ναό της Κοιμήσεως του Κρεμλίνου μητροπολίτης Τομπόλσκ και Σιβηρίας. Επειδή όμως, λόγω της εύθραυστης υγείας του, ήταν αδύνατη η παραμονή του στη Σιβηρία, στις 4 Ιανουαρίου 1702 εκλέγεται μητροπολίτης Ροστώφ και Γιαροσλάβ. Μόλις έφθασε στην έδρα του, την 1η Μαρτίου του 1702, άρχισε ένα ευρύ έργο για την πνευματική και υλική ανόρθωση της επαρχίας και του ποιμνίου του. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι οραματισμοί του έμειναν ανεκπλήρωτοι ή ημιτελείς, λόγω ελλείψεως οικονομικών μέσων: Ήταν η εποχή πού η πολιτεία επιζητούσε με όλα τα μέσα να περιορίση τις δυνατότητες της Εκκλησίας, πλήττοντας πρωτίστως την οικονομική ευρωστία της.
Ο άγιος Δημήτριος αγωνίσθηκε σθεναρά και για την ενότητα της Ρωσικής Εκκλησίας, πού υπέστη βαρύτατο πλήγμα με το σχίσμα των παλαιοπίστων*. Έκτος από πολυάριθμα κηρύγματα, αφιέρωσε στη μελέτη και την κριτική της σχισματικής διδασκαλίας και το έργο «Έρευνα περί της πίστεως του Μπρύνσκ» (Μπρύνσκ ήταν η περιοχή πού ζούσαν οι πιο πολλοί σχισματικοί).
Το 1709, τελευταίο έτος της επιγείου ζωής του, ο άγιος Δημήτριος τελείωσε και τον τέταρτο τόμο του Συναξαριστού (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος), ενώ συγχρόνως αναθεώρησε και τους προηγουμένους τρεις τόμους.
Στις 28 «Οκτωβρίου του 1709, κατά τη διάρκεια νυκτερινής προσευχής, ο άγιος ιεράρχης αναπαύθηκε εν Κυρίω ζώντας μέσα σε απόλυτη πτώχεια. Έκτος από βιβλία και χειρόγραφα, δεν βρέθηκε κανένα άλλο περιουσιακό του στοιχείο. Τούτο μαρτυρεί και η συγκινητική διαθήκη του, την οποία μπορεί να διάβαση ο αναγνώστης στο τέλος αυτού του βιβλίου. Ετάφη στη μονή του αγίου Ιακώβου του Ροστώφ, σε μια γωνιά του Καθολικού πού ο ίδιος είχε επιλέξει, στις 25 Νοεμβρίου του 1709. Η εύρεσης του ιερού σκηνώματος του έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1752. Το δρύινο φέρετρο και τα χειρόγραφα, πού υπήρχαν μέσα σ’ αυτό, είχαν σχεδόν καταστροφή από την υγρασία του τόπου, αλλά το σώμα του αγίου ιεράρχου βρέθηκε άφθορο, καθώς επίσης και η αρχιερατική ενδυμασία και το μεταξωτό κομποσχοίνι του. Το χαριτόβρυτο σκήνος του, μετά την ανεύρεση του, άρχισε να χαρίζη τη θεραπεία σε πολλούς ασθενείς και να επιτελή ποικίλα θαύματα. Γι’ αυτό η λαϊκή εκκλησιαστική συνείδησης του έδωσε την προσωνυμία του θαυματουργού.
Όταν η Ιερά Σύνοδος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, απέστειλε επιτροπή, από τον μητροπολίτη Σουζντάλ Σίλβεστρο και τον αρχιμανδρίτη της μονής Σιμωνώφ Γαβριήλ, για να εξέταση το σκήνωμα του ιεράρχου Δημητρίου και να πιστοποίηση τις επιτελούμενες άπ’ αυτό θαυματουργικές θεραπείες.
Μετά από εισήγηση της επιτροπής, στις 29 Απριλίου του 1757 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας συγκατέλεξε με πράξι της τον αοίδιμο μητροπολίτη Ροστώφ και Γιαροσλάβ Δημήτριο, κατά κόσμον Δανιήλ Σάββιτς Τουπταλα, στη χορεία των αγίων. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Οκτωβρίου και η ανεύρεσης του αγίου σκήνους του εορτάζεται στις 21 Σεπτεμβρίου.


* * *



Ο άγιος Δημήτριος υπήρξε πρότυπο ποιμένος, αφοσιωμένου στη διακονία της σωτηρίας των ψυχών, πρότυπο ασκητού και ακτήμονος ιεράρχου, και πρότυπο εκκλησιαστικού συγγραφέως και λογίου. Την καρδιά του συγγραφικού του έργου αποτελούν τα «Τσέτ-μινέϊ». Για να τα σύνταξη χρησιμοποίησε τα Μηναία του μητροπολίτου Μόσχας αγίου Μακαρίου (1543-1563), αλλά και τις δυτικές συλλογές Vitae Sanctorum του Syrius και Acta Sanctorum των Βολλανδιστών. Το λογοτεχνικό τάλαντο του αγίου, σε συνδυασμό με την εύκολα αφομοιώσιμη γλώσσα του, έκαναν τα «Τσέτ-μινέϊ» δημοφιλέστατα στη Ρωσία, όπου γνώρισαν μεγάλη κυκλοφορία και πολλές επανεκδόσεις, παίζοντας σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της ρωσικής ευσέβειας.
Ανάλογη επιτυχία είχαν και τα κηρύγματα του αγίου Δημητρίου. Πολυάριθμες χειρόγραφες συλλογές τα έκαναν ευρύτατα γνωστά. Μέσα από τα κηρύγματα του ο άγιος δεν δίσταζε να καταγγέλλη την ανηθικότητα των συγχρόνων του (δεν φοβόταν να υπαινίσσεται μεταξύ αυτών και τον αυτοκράτορα Μέγα Πέτρο) και να στηλιτεύη την κοινωνική αδικία και την άνιση κατανομή των αγαθών.
Αν και δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τα δυτικά ρεύματα, ο άγιος Δημήτριος παρέμεινε βαθύτατα προσηλωμένος στην Ορθοδοξία. «Ανήκει στην κατηγορία των ανδρών εκείνων – γράφει σχετικά ο Βλαδίμηρος Βοντώφ – πού προσπάθησαν με ειλικρίνεια, χρησιμοποιώντας το διανοητικό οπλοστάσιο της δύσεως, να εμψυχώσουν τη ρωσική Ορθοδοξία, πού είχε αρτηριοσκληρωθή μετά την εξασθένιση των δεσμών με την Ελλάδα και την Ανατολή, και μετά τους εσωτερικούς συγκλονισμούς, πού την έσεισαν από τον 15ο αι και έπειτα».


* * *



Το «Πνευματικό Αλφάβητο» είναι ένα μικρό έργο του αγίου Δημητρίου, μέσα από το όποιο χαράζει βασικές κατευθυντήριες γραμμές της ορθοδόξου πνευματικής ζωής, πού φέρουν έντονη τη σφραγίδα της σκέψεως δύο μεγάλων ασκητικών Πατέρων και συγγραφέων, του οσίου Ιωάννου της Κλίμακας και του αββά Δωροθέου (6ος αι.).
Το πρωτότυπο είναι χωρισμένο σε τριαντατρία κεφάλαια, όσα τα γράμματα του ρώσικου αλφαβήτου αλλά και όσα τα έτη της επιγείου ενσάρκου παρουσίας του Κυρίου.
Κάποιες επαναλήψεις, ταυτολογίες ή και Θεολογικές ασάφειες, όχι σπάνιες στους ρώσους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της εποχής εκείνης, μας έδωσαν την ευχέρεια να κάνουμε ορισμένες περικοπές και συγχωνεύσεις κεφαλαίων και παραγράφων, και έτσι να προσαρμόσουμε το έργο στα εικοσιτέσσερα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Για τον ίδιο λόγο ανατρέξαμε και σε άλλα κείμενα του αγίου Δημητρίου, τα όποια χρησιμοποιήσαμε για τον εμπλουτισμό ή την αποσαφήνιση των σκέψεων του «Πνευματικού Αλφαβήτου».
Ελπίζουμε ότι μέσα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο, πού πληθωρικά χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή και την ορθόδοξη πατερική σοφία και εμπειρία, κάθε αγωνιζόμενος πιστός θα βρη πολύτιμες συμβουλές για την πνευματική του ζωή· τόσο ο αρχάριος, πού θέλει να χάραξη την πορεία του προς τον ουρανό, όσο και ο προχωρημένος και έμπειρος, πού θέλει να ανασύνταξη τις πνευματικές του δυνάμεις και να συνέχιση με περισσότερο ζήλο τον αγώνα του, αγώνα «ου προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τάς αρχάς, προς τάς εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Έφεσ. 6. 12).

* Παλαιόπιστοι ή ρασκόλνηκοι (ρασκόλ = σχίσμα): Ρώσοι σχισματικοί, οι οποίοι τον 17ο-18ο αι, χωρίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, με πρωτοβουλία του πατριάρχου Μόσχας Νίκωνος, έκανε ορισμένες διορθώσεις και βελτιώσεις στα βιβλία της λατρείας.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α   – Πόλεμος λογισμών
Β   – Θείος φωτισμός
Γ   – Συνείδησις και διάκρισις
Δ   – Νηστεία και εγκράτεια
Ε   – Θείες και γήινες παρηγοριές
Ζ   – Καύχησις και αυτοέπαινος
Η   – Η ανθρώπινη δόξα
Θ  – Υπερηφάνεια
Ι    – Ταπείνωσις
Κ   – Ανθρώπινη μηδαμινότητα και αδυναμία
Λ   – Κατάκρισις
Μ  – Γέλιο και αργολογία
Ν   – Μετάνοια
Ξ   – Μνήμη θανάτου και αδιαφορία για τα φθαρτά
Ο   – Ανάπαυσις της ψυχής κοντά στον Κύριο
Π   – Φιλαργυρία και ελπίδα στον Θεό
Ρ   – Ζήλεια και φθόνος
Σ   – Οργή και μνησικακία
Τ   – Θλίψεις
Υ   – Υπομονή
Φ   – Οκνηρία στα πνευματικά έργα
Χ   – Μυστική ένωσις με τον Κύριο
Ψ  – Προσευχή
Ω   – Αγάπη προς τον Κύριο
Α   – Πόλεμος λογισμών



Από τους πονηρούς λογισμούς που πολεμούν τον άνθρωπο, τρεις είναι οι πιο σκληροί: της απιστίας, της βλασφημίας και της πορνείας.
Για να κοπάση αυτός ο πόλεμος, πρέπει πρώτα να γνωρίζης πότε αμαρτάνεις και πότε όχι:
Δεν αμαρτάνεις όταν ο νους, η βούλησις, δεν συγκατατίθεται στους λογισμούς, πολύ περισσότερο όταν τους αποστρέφεται ή τους περιφρονή. Αμαρτάνεις, κάποτε και θανάσιμα, όταν ο νους αυτοπροαίρετα συγκρατή τους λογισμούς και η καρδιά ηδύνεται και ευχαριστείται μ’ αυτούς. Όποιος πολεμείται από πονηρούς λογισμούς και δεν τους αποδέχεται, ταράσσεται όμως νομίζοντας ότι αμάρτησε, αυτός είναι μικρόψυχος, εμπαίζεται από τον διάβολο και δεν γνωρίζει να διακρίνη μεταξύ προσβολής και συγκαταθέσεως.



Μην παραξενεύεσαι που οι ίδιοι λογισμοί φέρνουν μαζί τους και θάνατο και ζωή, αιώνιο θάνατο ή αιώνια ζωή. Σ’ εκείνον που τους αποδέχεται προκαλούν θάνατο. Σ’ εκείνον που τους αποστρέφεται και τους πολεμά χαρίζουν ζωή, και αυξάνουν τον μισθό του στον ουρανό.
Συμβαίνει κάποτε να έρχωνται λογισμοί απιστίας ή βλασφημίας κατά του Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου ή των αγίων. Καμμιά φορά, αντικρίζοντας τα άχραντα και θεία Μυστήρια ή τις άγιες εικόνες, πέφτουν επάνω σου σαν μαύρο σύννεφο βλάσφημες σκέψεις. Περιφρόνησε αυτούς τους λογισμούς. Αδιαφόρησε. Μην ανησυχής και μη θλίβεσαι, γιατί έτσι χαροποιείς τον διάβολο. Του αρκεί να σε βλέπη θλιμμένο και συγχυσμένο, αν δεν κατορθώση κάτι χειρότερο, θα επαυξήση τότε τους λογισμούς σου, για να εξουθενώση τελείως τη συνείδησί σου. Όταν όμως σε δη να περιφρονής τους βλάσφημους λογισμούς, θα απομακρυνθή ντροπιασμένος.
Πρόσεξε, και θα διαπίστωσης ότι και τα τρία είδη των λογισμών γεννιούνται συχνά από την κατάκρισι. Μην κατακρίνης τον αδελφό σου και θα καταφέρης γενναίο πλήγμα στους πονηρούς λογισμούς. Επειδή όμως ο πόλεμος των λογισμών ταλαιπωρεί συνήθως τους υπερηφάνους και φθονερούς, ο πιο σίγουρος τρόπος για ν’ απαλλαγής απ’ αυτόν είναι να καλλιεργήσης μέσα σου την ταπείνωσι και την ακακία.
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν και υποδεικνύουν τα μέσα και τους τρόπους που θα χρησιμοποιήσης για να νικήσης τους λογισμούς και να καταισχύνης τους δαίμονες που τους σπέρνουν μέσα σου:
Να τους φανερώνης στον πνευματικό σου με την εξομολόγησι.
Να προσεύχεσαι στον Κύριο με θέρμη, αναθέτοντας σ’ Εκείνον την ασθένειά σου και ομολογώντας την αδυναμία σου.
Να καλλιεργής μέσα σου τη συντριβή του νου, την αυτομεμψία και, γενικά, ταπεινό φρόνημα.
Ν’ αγαπήσης τη νηστεία, που θανατώνει προ παντός τους σαρκικούς λογισμούς.
Ν’ αγαπήσης τους σωματικούς κόπους και μόχθους, που ταπεινώνουν το σώμα και πνίγουν μέσα στον ιδρώτα σου τις πανουργίες των δαιμόνων.
Να ζης συνέχεια με τη μνήμη του θανάτου και της φοβερής κρίσεως του Θεού.
Ν’ αντιπαραθέτης στους ρυπαρούς λογισμούς άλλους λογισμούς, υγιείς και θεαρέστους.
Τέλος, αν είσαι δυνατός, περιφρόνησε και περιγέλασε τους λογισμούς, κι υστέρα προσπέρασέ τους αδιάφορα.
Ο τελευταίος αυτός τρόπος εξευτελίζει τελείως τους δαίμονες.



Β   – Θείος φωτισμός
Βυθό βαθύ ονομάζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τα μυστήρια και τη σοφία του Θεού. Γι’ αυτό, ενώ η ανθρώπινη σοφία διδάσκεται από τους ανθρώπους, η θεία σοφία διδάσκεται μόνο από τον Θεό και μόνο σε λίγους, όσους έχουν ζωντανή πίστι και καλή προαίρεσι. Εκείνος που δεν διδάχθηκε από τους ανθρώπους τη σοφία τους, δεν θα μπορέση ποτέ να την κατανοήση και να την οικειοποιηθή. Εκείνος που διδάχθηκε από τον Θεό τη θεία σοφία, είναι σε θέσι να κατανοή τα πάντα, και θεία και ανθρώπινα.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι πηγή κάθε σοφίας. «Το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού. Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν. Α και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου» (Α’ Κορ. 2. 10, 12-13). Οι απόστολοι δεν μαθήτευσαν κοντά σε ανθρώπους, αλλά ξαφνικά «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πραξ. 2. 4). Και ο Κύριος δεν άνοιξε κανένα βιβλίο για να διδάξη τους μαθητές του, αλλά «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. 24. 45). Γι΄ αυτό από μας απαιτείται μόνο δεκτικότητα της χάριτος του Θεού, δηλαδή καλή προαίρεσις, πνευματικός αγώνας και συνεχής εκζήτησις του ελέους και του φωτισμού του Θεού.
Κατά το μέτρο της προαιρέσεως και του πνευματικού αγώνος του ανθρώπου έρχεται σταδιακά ο φωτισμός του νου. Και κατά το μέτρο του φωτισμού του νου δίδεται η χάρις του Κυρίου. Και κατά το μέτρο της αποδοχής και της πληρώσεως της ψυχής με τη θεία χάρι, πραγματοποιείται η ένωσις με τον Κύριο. Εκείνος που ενώθηκε νοερά με τον Κύριο είναι πεπεισμένος για τη σωτηρία του και αναστημένος πριν από την κοινή ανάστασι.
Όσο κανείς ασκείται, τόσο αναγνωρίζει την αδυναμία του. Και όσο αναγνωρίζει την αδυναμία του, τόσο πλουτίζει σε ταπείνωσι και κατάνυξι. Και όσο αποκτά ταπείνωσι και κατάνυξι, τόσο φωτίζεται η διάνοιά του και διαπιστώνει ότι χωρίς τον Κύριο δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα.
Μέχρι να γνωρίσης τελείως τον εαυτό σου, μέχρι να διαποτισθή η ψυχή σου με τη χάρι του Θεού, μέχρι να φωτισθή ο νους σου, μέχρι να καθαρθής από τα πάθη, μέχρι να συμφιλιωθής με τον Θεό, μέχρι να ενωθής οριστικά μαζί Του, μέχρι τότε είναι αδύνατο να ζης χωρίς τη θλίψη, χωρίς τον φόβο και χωρίς την οδύνη. Όταν όμως ενωθής με τον Θεό, ο φόβος και η οδύνη θα μεταβληθούν σε χαρά και ευφροσύνη από του νυν και έως του αιώνος. Αμήν.
Γ   – Συνείδησις και διάκρισις
Για να δης τα υλικά πράγματα, πρέπει να είναι υγιείς οι σωματικοί οφθαλμοί σου. Για να γνωρίσης τα νοερά πράγματα, πρέπει να είναι υγιείς οι οφθαλμοί της ψυχής σου, να έχης δηλαδή φωτισμένη συνείδησι και διάκρισι. Μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση θα εφαρμόζης σωστά τις εντολές του Θεού «και ουκ εκκλινείς απ’ αυτών εις δεξιά ουδέ εις αριστερά, ίνα συνής εν πάσιν οις εάν πράσσης» (Ιησ. Ναυή 1. 7).
Διάκρισις είναι η ικανότητα της ψυχής να διακρίνη αλάθητα σε κάθε περίπτωσι το καλό από το κακό, το θείο θέλημα από τη δαιμονική απάτη. Με τη διάκρισι θα γνωρίσης πότε και πως πρέπει να πολεμάς τα πάθη, πότε να υποχωρής, πως να αντιμετωπίσης νικηφόρα τις πανουργίες των δαιμόνων, πότε οι λογισμοί σου προέρχονται από τον Θεό και πότε από τους δαίμονες. Αυτή τη νοερή αίσθησι την αποκτούν μόνο όσοι έχουν καθαρή καρδιά και καθαρό σώμα, αμόλυντη συνείδησι και αμόλυντες αισθήσεις.
Η συνείδησίς σου είναι η φωνή και ο έλεγχος του φύλακος αγγέλου, που σου έστειλε ο Θεός στο άγιο Βάπτισμα. Και λέω η φωνή του φύλακος αγγέλου, γιατί δεν τολμώ να πω ότι συνείδησις είναι η ίδια η φωνή του Αγίου Πνεύματος μέσα σου.
Η συνείδησίς σου θα φωτισθή και η διάκρισίς σου θα καλλιεργηθή και θ’ αναπτυχθή μόνο με τον αγώνα για την απαλλαγή από τα πάθη. Όσο καθαρίζεσαι από τον ρύπο των παθών, τόσο η συνείδησίς σου θα φωτίζεται· και όσο φωτίζεται η συνείδησις, τόσο θα τελειοποιείται η διάκρισις και όσο τελειοποιείται η διάκρισις, τόσο πιο αποτελεσματικός και καρποφόρος θα γίνεται ο αγώνας σου κατά των παθών.
Για να τα κατορθώσης όμως αυτά, γύμνωσε τον νου σου από το δικό σου θέλημα και τη δική σου γνώμη και κατάφευγε στον Κύριο για να σου δίνη τις λύσεις σε κάθε περίστασι, όπως κατέφευγε ο προφήτης ικετεύοντας: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι… Δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου» (Ψαλμ. 142. 8, 10). Η φωνή της συνειδήσεως είναι η φωνή του Θεού. Και φωνή του Θεού δεν είναι άλλη από τη φωνή των θείων Γραφών, η φωνή των αγίων, τη φωνή της Εκκλησίας και τη φωνή του πνευματικού σου.
Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο τον νου και τον ώρισε βασιλιά και επίσκοπο των παθών και των επιθυμιών, για να επιβάλλεται σ΄ αυτά με σύνεσι και διάκρισι. Γι’ αυτό υπάκουε πάντα στον έλλογο νου και όχι στα άλογα σαρκικά πάθη. Αν δεν υπακούς στον νου είσαι τυφλός. Τυφλή είναι και η σάρκα. «Τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ. 15. 14).
Αν θέλης εσωτερική γαλήνη και ψυχική υγεία στη γη, αν θέλης και την αιώνια μακαριότητα στον ουρανό, τότε κυβέρνησε τα πάθη σου, κάνοντας υπακοή στη φωνή της συνειδήσεώς σου. Αν σε κυβερνούν τα πάθη, δεν θ΄ απολαύσης παρά βάρος, πικρία, έλεγχο της συνειδήσεως στη ζωή αυτή, και αιώνια κόλαση στην άλλη.
Ασχολήσου με τα έργα του Θεού, με την καλλιέργεια της ψυχής σου, με την απόκτησι των αρετών, που θα σου χαρίσουν τα άφθαρτα αγαθά. Η σάρκα γρήγορα θα φθαρή, η επιθυμία θα μαραθή, μόνο η ψυχή θα ζήση αιώνια. «Ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει· ότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού εκ της σαρκός θερίσει φθοράν, ο δε σπείρων εις το πνεύμα εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον». (Γαλ. 6. 7-8).
Δ   – Νηστεία και εγκράτεια
ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΗΣ ποτέ πνευματική διαύγεια, σωστή κρίσι και θεϊκά αποτελέσματα στον πόλεμο κατά των παθών σου, αν δεν αγαπήσης τη νηστεία και δεν ασκηθής σε γενικότερη εγκράτεια όλων των επιθυμιών σου. Αλλιώς θα δαπανήσης τη ζωή σου μέσα στο σκοτάδι της συγχύσεως και της αλογίας και θα πάρης ως αμοιβή τη στέρησι της ουράνιας μακαριότητος.
Φυλάξου από την πολυφαγία και το πιοτό. Σ’ αυτά τα δύο βρίσκεται η αρχή κάθε αμαρτίας και προ παντός της πορνείας. Η ακράτεια γεννά όλα τα κακά. Από την πολυφαγία και τη μέθη βαρύνεται η ψυχή, θολώνει ο νους, επαναστατεί η σάρκα, αποθρασύνεται ο σατανάς και αποξενώνεται ο άνθρωπος από τη θεία αγάπη.
Αν θέλης να φθάσης απελευθερωμένος στον ουρανό, να νικάς τα ηδονικά πάθη και να κυριαρχής επάνω τους με τα πνευματικά όπλα που σου έχουν παραδώσει ο Κύριος και η Εκκλησία. «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο έστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (Αποκ. 2. 7), «το Πνεύμα λέγει ταις εκκλησίαις». Κι ακόμη: «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολυμμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον. Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» (Ιω. 6. 27, 63).
Ν’ αποστρέφεσαι τον κορεσμό της κοιλιάς, για να μη βρεθής δεμένος στα δεσμά των παθών. Υπομένοντας την πείνα και τη δίψα των σαρκικών ηδονών θα χορτάσης από την ουράνια τροφή, τα χαρίσματα του Θεού και την ατελεύτητη ευφροσύνη στη βασιλεία Του. «Ου γαρ εστίν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14. 17).
Πόσες γήινες απολαύσεις έχεις δοκιμάσει! Πόσες ηδονές! Κι όμως, καπνός και σύννεφο ήταν όλες και χάθηκαν. Δεν έμεινε τίποτα στα χέρια σου και στην ψυχή σου. Ή μάλλον έμεινε κάτι: ο έλεγχος της συνειδήσεως, ψυχική πίκρα, βάρος και τύψεις και ντροπή απέναντι στον Κύριο. Κι όμως, δεν περνά πολύς καιρός κι επιστρέφεις πάλι αλόγιστα στα ίδια, «κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου» (Β’ Πέτρ. 2. 22).
Αν δεν ζήσης εδώ ουράνια, μην απατάσαι ότι θα κατακτήσης τον ουρανό. «Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι… ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6. 9-10). Όποιος σαγηνεύθηκε από τα αγαθά της γης και την απάτη της σαρκικής ηδονής, να είναι βέβαιος πως θ’ ακούση: «Απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου· νυν δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16. 25).
Τις σωματικές σου ανάγκες ρύθμισέ τες σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και μην αφήσης να εξελιχθούν σε πάθη. Το θείο θέλημα είναι οικείο στη φύσι σου, αφού είσαι εικόνα του Θεού. Τα πάθη σου είναι ανοίκεια, γιατί τ’ απέκτησες με την πτώσι στην οποία σε παρέσυρε ο διάβολος. Γι΄ αυτό βάλε μέτρο σ’ όλες τις ανάγκες σου. «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4. 4). Στον μέλλοντα αιώνα δεν θα τρεφώμαστε με υλική τροφή και υλικό πιοτό, αλλά με τη θεία χάρι του Παναγίου Πνεύματος, το καινόν βρώμα και πόμα για το οποίο μίλησε ο Κύριος όταν παρέδωσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας: «Λέγω δε υμίν ότι ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη Βασιλεία του πατρός μου» (Ματθ. 26. 29).
Μη προσκολλάς τα μάτια σου στα ωραία πρόσωπα, για να μην αιχμαλωτισθή απ’ τη φθαρτή ομορφιά τους η καρδιά σου και εξορισθή απ’ αυτήν ο Κύριος, «ο νυμφίος, ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους». Κάθε ανθρώπινος έρωτας, δεμένος με τη φθαρτή σάρκα, διαλύεται με τον θάνατο. Μόνο ο θείος έρωτας είναι ζωή και μένει στον αιώνα.
Μην αποδέχεσαι και μην υποκύπτης στους πορνικούς λογισμούς για να μην εκπέσης από την αγάπη του Θεού. Μη ζηλεύης εκείνους που κάνουν έργα τέτοια, για τα οποία «αισχρόν εστί και λέγειν» (Εφεσ. 5. 12), για να μην αποδειχθής ασυνετώτερος απ’ αυτούς τους ασυνέτους. Βλέποντας το προσωρινό και μάταιο της επιθυμίας, περιφρόνησέ την και υψώσου στα θεία και αιώνια. Αγάπησε βαθιά την αγνότητα και καθαρότητα και σύναψε πνευματικό γάμο με τον αγνό και καθαρό Ιησού για να γευθής τις άρρητες ηδονές του ουρανού.
Μέχρι την παρακοή και την πτώσι του, ο Αδάμ δεν είχε δοκιμάσει τη σαρκική επιθυμία. Αυτή εμφανίσθηκε μέσα του μετά την εξορία του από τον παράδεισο, και είναι γέννημα της πτώσεώς του. Θέλοντας γι’ αυτό ο Κύριος να «εξαγάγη τίμιον από αναξίου» (Ιερ. 15. 19), αποφάσισε να διακόψη τη βιολογική μας ζωή με τον θάνατο για να μη διαιωνίζεται το κακό και για να μας οδηγήση, μέσω του βιολογικού θανάτου, στη ζωή την άφθαρτη και αιώνια, περιβεβλημένους το αρχαίο θεόμορφο κάλλος. Είμαστε λοιπόν πλασμένοι όχι για τον θάνατο, αλλά για τη ζωή, αφού είμαστε εικόνες του Θεού, της Ζωής του κόσμου. Και στη ζωή που μας καλεί ο Κύριος, στη ζωή που αρχίζει μετά τον θάνατο, δεν υπάρχουν σαρκικές επιθυμίες και ηδονές. Εκεί οι εκλεκτοί του Θεού «ούτε γαμούσιν, ούτε εκγαμίζονται, αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισί» (Ματθ. 22. 30), και θα ευφραίνονται με την πανευφρόσυνη παρουσία του θείου Νυμφίου. Να γιατί πολλές ηρωικές ψυχές ξεκινούν από την παρούσα ζωή τον αγγελικό δρόμο και ενώνονται από τώρα με τον Κύριο, περιφρονώντας κάθε γήινο.
Ε   – Θείες και γήινες παρηγοριές
Εάν δεν προσκολληθής στα γήινα πράγματα, θα μείνης ελεύθερος και από τα δεσμά των θλίψεων. Ας μη σαγηνεύεται η καρδιά σου από τα υλικά, για να μη γίνη αιχμάλωτή τους. Μην αναζητάς ανάπαυσι και παρηγοριά στις σαρκικές απολαύσεις, γιατί δεν θ’ αναπαυθής ποτέ σ’ αυτές. Αναζήτησε τον Κύριο, τον πλάστη και ευεργέτη σου. Όλα τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και απατηλά, μόνο ο Θεός και η αγάπη Του μένουν στον αιώνα.
Σε ώρες μεγάλης θλίψεως και αφορήτου πόνου, η ψυχή, επιζητώντας διέξοδο, στρέφεται, πολλές φορές με μανία αληθινή, σε επίγειες παρηγοριές. Αναζητά σ’ αυτές το αντίδοτο του πόνου. Ξεγελασμένη έτσι από τον διάβολο, αφού ικανοποιηθή για λίγο, πέφτει μετά σε βαθύτερη θλίψη και απόγνωση. Γιατί η παρηγοριά που δίνουν τα φθαρτά πράγματα στον άνθρωπο είναι κι αυτή φθαρτή. Γι’ αυτό και πολλοί που έζησαν όλη τους τη ζωή μέσα στις ηδονές, φθάνοντας στο τέλος της ζωής τους συνειδητοποίησαν πως τίποτα δεν απόλαυσαν, πως όλα ήταν φευγαλέο όνειρο που άφησε πίσω του μόνο πίκρα.
Αδιάκοπα η ψυχή πάσχει και υποφέρει και βασανίζεται και παλεύει. Από τη μια μεριά οι εξωτερικές πιέσεις και τα προβλήματα, που δεν την αφήνουν σε ησυχία. Το ένα κακό φεύγει, το άλλο έρχεται, το ένα πρόβλημα λύνεται, άλλο εμφανίζεται. Από την άλλη πάλι η ψυχή ταλαιπωρείται εσωτερικά από τα πάθη και τις συγκρούσεις τους, που της δημιουργούν τύψεις, αθυμία, πόνο, θυμό, ταραχή, ανησυχία. Πού λοιπόν θα μπόρεση ν’ ακουμπήση λυτρωτικά η ψυχή με όλα αυτά; Ποιός θα της δώση ειρήνη και ανάπαυσι; Ποιός έχει τη δυνατότητα να της εμπνεύση ηρωισμό και καρτερία για τα εξωτερικά προβλήματα, αλλά και να την λύτρωση από τις εσωτερικές συγκρούσεις των παθών και τις τύψεις; Ποιός;… Ξέρεις άλλον από τον Κύριό μας, τον Ιησού;
Γι’ αυτό λοιπόν νύχτα και μέρα αναζήτα με πόνο και πόθο τον Κύριο. Αναζήτησέ Τον μέχρι να Τον βρης και να Τον αποκτήσης. Πού θα τον αναζητήσης όμως; Ψάξε σ’ όλα τα σημεία της γης- ζήτησέ Τον στα πέρατα του κόσμου- ζήτησέ Τον στα πλούτη, στη δόξα, στο σωματικό κάλλος, στις απολαύσεις και τις ηδονές…  Πουθενά δεν θα Τον βρης. Γιατί Εκείνος σε κρατά ολόκληρο μέσα στα χέρια Του, κι εσύ δεν το γνωρίζεις. Βρίσκεται όλος μέσα σου, κι ούτε αυτό το νιώθεις. Η Βασιλεία του ουρανού μέσα σου είναι, μην την ψάχνης σ’ άλλους τόπους.
Ζ   – Καύχησις και αυτοέπαινος
Ζητάς με πάθος και μανία τον έπαινο, την αναγνώρισι και τη δόξα των ανθρώπων. Εκτός από τον Θεό, τον πάντων ποιητή, κανείς άλλος δεν είναι άξιος επαίνου και δόξης, «Μη καυχάσθω ο φρόνιμος εν τη φρονήσει αυτού, και μη καυχάσθω ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού, και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού, αλλ’ εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος, συνιείν και γινώσκειν τον Κύριον και ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην εν μέσω της γης» (Α’ Βασιλ. 2. 10).
Σε καμμιά περίστασι να μην αυτοεπαινείσαι αλλά και να μη ζητάς τον έπαινο των άλλων. Ούτε να ζηλεύης εκείνους που επαινούνται από τους ανθρώπους. Αληθινά συνετός είναι εκείνος που επαινείται από τον Θεό και δοξάζεται από τον Θεό. «Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω» (Α’ Κορ. 1. 31). Μην αναπαύεσαι στους επαίνους των ανθρώπων. Στον Θεό αναζήτησε την αληθινή ανάπαυσι. Όλα τα ανθρώπινα είναι πρόσκαιρα και μεταβλητά. Όλα τα θεία είναι αιώνια και αμετάβλητα. Φρόντιζε για τη δόξα μόνο του Θεού, και ο Θεός θα σε δοξάση. Αν φροντίζης για τη δική σου δόξα, η χάρις του Θεού θα σ’ εγκαταλείψη. «Μη ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ’ ή τω ονόματί σου δος δόξαν» (Ψαλμ. 113. 9).
«Οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς και τον τρίβον των ποδών υμών ταράσσουσι» (Ησ. 3. 12). Διότι από τους επαίνους γεννάται η φιλαυτία από τη φιλαυτία η υπερηφάνεια και η οίησης κι απ’ αυτές η πλήρης από τον Θεό αποξένωσις. Καυχήθηκε ο Δαβίδ για τα πλήθη του λαού του, και τον είδε ν’ αφανίζεται από το φοβερό θανατικό. Καυχήθηκε ο Εζεκίας για τα πλούτη του, κι έχασε όλους τους θησαυρούς του. Καυχήθηκε ο Ναβουχοδονόσορ για τη Βαβυλώνα του, κι έχασε τα λογικά του.Καλύτερα να μην κάνης τίποτε αξιόλογο και να είσαι γι΄ αυτό ταπεινός, παρά να καυχάσαι για τις όποιες επιτυχίες σου. Ο Φαρισαίος έκανε καλά έργα, αλλά όταν καυχήθηκε γι΄ αυτά καταστράφηκε. Ο τελώνης δεν έκανε τίποτε καλό, σώθηκε όμως με την ταπείνωσί του. Διότι όπως είπε ο Κύριος, «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος» (Λουκ. 18. 14).
Μη φανερώνης τα έργα σου, για να μη λάβης εδώ στη γη τον μισθό σου από τους ανθρώπους που θα σ’ επαινέσουν. Απόκρυψέ τα με τη σιωπή και άφησε να τα γνωρίζη μόνον ο Θεός, που θα σε αμείψη στον ουρανό. Εάν εσύ σιωπάς για τον εαυτό σου, ο Θεός θα φωνάξη για σένα. Από τον Θεό θα γνωρίσουν και οι άνθρωποι τα καλά σου έργα και θα σε επαινέσουν. «Εγκωμιαζέτω σε ο πέλας και μη το σον στόμα» (Παροιμ. 27. 1).
Κοίτα παραλογισμός; Τα αναρίθμητα κακά έργα σου δεν θέλεις σε κανένα να τα κοινοποίησης. Κι ένα μικρό καλό σ’ όλους το λες, για να θρέψης με τους επαίνους που θ’ ακούσης τη ματαιοδοξία σου. Δεν σου είναι αρκετό που το καλό αυτό έργο είναι γνωστό και ευπρόσδεκτο στον Θεό; Άλλοι έκαναν πλήθος αγαθοεργιών: Σκόρπισαν την περιουσία τους στους φτωχούς, φώτισαν τον κόσμο, έσωσαν πολλές ψυχές. Και όμως δεν καυχήθηκαν για όλ’ αυτά. Κι εσύ που δεν έκανες κάτι σπουδαίο, κομπάζεις ασυλλόγιστα με το τίποτα;
«Λέγεις ότι πλούσιος ειμί και πεπλούτηκα και ουδενός χρείαν έχω, – και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός» (Αποκ. 3. 17). Διότι δεν έχεις τίποτε δικό σου. Όλα είναι δώρα του Θεού, και ο υλικός πλούτος και τα πνευματικά χαρίσματα. «Ως ακάθαρτοι πάντες ημείς, ως ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών» (Ησ. 64. 6). Γι’ αυτό και ο Κύριος μας παραγγέλλει: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17. 10).
Γιατί ζητάς να σ’ επαινέσουν οι άλλοι για ένα καλό σου έργο; Το καλό παραμένει πάντα καλό έστω κι αν κανείς δεν το επαινή. Το κακό παραμένει κακό έστω κι αν κανείς δεν το κατηγορή. Αν όλοι οι άνθρωποι σε επαινούν, τίποτε δεν θ’ αποκτήσης. Αν κανείς δεν σε επαινέση, τίποτε δεν θα στερηθής. Δεν κάνεις το καλό για τους ανθρώπους, μα για τον Θεό. Σου αρκεί λοιπόν του Θεού η αμοιβή.
Όταν είσαι ευτυχισμένος και τιμημένος από τους ανθρώπους, μην ενθουσιάζεσαι. Και όταν είσαι δυστυχισμένος και περιφρονημένος, μην απελπίζεσαι. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίστασι δείξε μετριοπάθεια και σύνεσι. Γιατί στην παρούσα ζωή όλα είναι μεταβλητά. Για όλα λοιπόν να δοξάζης τον Θεό και όλα να τα αποδέχεσαι ως προερχόμενα απ’ Αυτόν και το άγιο θέλημά Του.
Η   – Η ανθρώπινη δόξα
Η δόξα των ανθρώπων σου στερεί τη δόξα του Θεού. Μη γλυκαίνεσαι με την τιμή του κόσμου τούτου, για να μην πικραθής ξαφνικά κι αναπάντεχα από την ατίμωσι του κόσμου τούτου. Γιατί, σ’ αυτή τη γη, τη δόξα ακολουθεί συνήθως η ατίμωσις. Μετά την ευδαιμονία έρχεται η δυστυχία, μετά την ευφροσύνη η θλίψις, μετά τη χαρά ο πόνος, μετά τη ζωή ο θάνατος. Όλα μεταβάλλονται, όλα έρχονται και παρέρχονται, εκτός από τον αιώνιο Θεό και την αιώνια δόξα Του.
Οι Ιουδαίοι τίμησαν και υποδέχθηκαν τον Κύριο σαν βασιλιά, «μετά Βαΐων και κλάδων». Και μετά από λίγο Τον ατίμωσαν, Τον εχλεύασαν, Τον ερράπισαν… Πρώτα γονάτισαν μπροστά Του και Τον προσκύνησαν. Κι έπειτα Τον άρπαξαν και Τον οδήγησαν στον Σταυρό. Τη μια μέρα ζητωκραύγαζαν «ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!». Και την άλλη παραληρούσαν «σταυρωθήτω!». Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Κι αυτή είναι η δόξα της γης.
Όταν ευημερείς οι άνθρωποι σε τιμούν και σε δοξάζουν. Όταν δυστυχήσης σ’ εγκαταλείπουν και σ’ αποστρέφονται. Όταν όλοι τιμούσαν και θαύμαζαν τον Κύριο, οι απόστολοι ήταν δίπλα Του. Την ώρα του πάθους Του όμως Τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν μακριά Του.
Όσο μεγαλύτερη είναι η δόξα τόσο μεγαλύτερος και ο φόβος. Εκείνοι που ορειβατούν στις επικίνδυνες βουνοκορφές των τιμών, διατρέχουν περισσοτέρους κινδύνους από εκείνους που βαδίζουν με σιγουριά στις ομαλές πεδιάδες της ασημότητος. Τα ύψη της τιμής διαδέχονται τα βάραθρα της ατιμίας και του ονειδισμού, είτε εδώ από τους ανθρώπους είτε εκεί από τους δαίμονες. «Όσα εδόξασεν εαυτήν…, τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος», διατάσσει ο άγγελος της Αποκαλύψεως για την νοητή Βαβυλώνα (Αποκ. 18. 7).
Όσο λοιπόν περισσότερο σε τιμούν, τόσο θεώρησε τον εαυτό σου ανάξιο της τιμής, και κράτησε σταθερά μέσα στην καρδιά σου το φρόνημα της ταπεινώσεως. Θυμήσου τον θάνατο που τους εξισώνει όλους, πλουσίους και φτωχούς, άρχοντες και υποτακτικούς, ένδοξους και άσημους, σοφούς και μωρούς, ανδρείους και αδυνάτους. Όλοι κλείστηκαν μέσα σ’ ένα μικρό μνήμα.
Θ  – Υπερηφάνεια
Θυμήσου ότι από μόνη την υπερηφάνεια ένας άγγελος έπεσε από τον ουρανό. Και από άγγελος έγινε διάβολος.
Μην είσαι κι εσύ υπερήφανος και υψηλόφρων, για να μη γίνης όμοιος με τους δαίμονες. Να είσαι ταπεινός και πράος, και θα γίνης όμοιος με τους αγγέλους. Τότε θα ευλογηθής από τον Κύριο: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;» (Ησ. 66. 2).
Δεν υπάρχει τίποτε πιο βδελυκτό στον Θεό, αλλά και στους ανθρώπους, από την υπερηφάνεια και την οίηση. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο προσφιλές και ευχάριστο από την πραότητα και την ταπεινοφροσύνη.
Η υπερηφάνεια, είναι θυγατέρα της αλογίας, της αγνωσίας και της πνευματικής τυφλώσεως. Ενώ από την αληθινή γνώσι προέρχεται η ταπείνωσις. Αν γνώριζες πραγματικά τον εαυτό σου δεν θα ήσουν υπερήφανος. Η έλλειψις της αυτογνωσίας σε οδηγεί στην υπερηφάνεια. Συνειδητοποίησε τουλάχιστον ότι «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3. 34). Από τον ταπεινό ο Κύριος και το πιο ασήμαντο δώρο το δέχεται, από τον υπερήφανο και το πιο μεγάλο το αποστρέφεται. Πιο αρεστός είναι στον Θεό ο ταπεινός αμαρτωλός από τον υπερήφανο δίκαιο. «Ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16. 5).
Μέσα στη ροή της ανθρώπινης ιστορίας, πάντοτε ο Κύριος αποστράφηκε τους υπερηφάνους και δέχθηκε τους ταπεινούς. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς· πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς» (Λουκ. 1. 52-53). Αποστράφηκε τους σοφούς φιλοσόφους και τους υψηλόφρονες Φαρισαίους και επέλεξε για διαδόχους Του τους άσημους και αγράμματους ψαράδες. Αποστράφηκε τους πλουσίους και ευγενείς άρχοντες και διάλεξε για επίγειους γονείς Του τον φτωχό μαραγκό Ιωσήφ και την ταπεινή Μαριάμ. Ας μην υπερηφανεύεται λοιπόν κανείς για τους επιφανείς προγόνους του. Ένα κοινό πρόγονο έχουμε όλοι, τον παραβάτη και εξόριστο Αδάμ. Η κληρονομιά όλων μας είναι χώμα και λάσπη. Από τη γη πλασθήκαμε και στη γη θα επανέλθουμε.
Αν έχης κάποιο ανώτερο αξίωμα, μην υψηλοφρονής και μην εξουθενώνης τους υφισταμένους σου. Ο ανώτερος απ’ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίσι, ο δημιουργός σου και δημιουργός του παντός Κύριος, σου έδωσε το παράδειγμα της ταπεινώσεως. Πήρε δούλου μορφή και «εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιππ. 2. 8). Όλα τα αξιώματα και όλα τα επίγεια αγαθά θα μείνουν εδώ, κι εσύ θα πας εκεί που αυτά δεν θα έχουν καμμιάν αξία, αλλά ο καθένας θα αμειφθή από τον Κύριο κατά τα έργα του. Γι’ αυτό «όσω μέγας ει, τοσούτω ταπεινού σεαυτόν, και έναντι Κυρίου ευρήσεις χάριν» (Σοφ. Σειράχ 3. 18).
«Υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα, από δε του νόμου σου ουκ εξέκλινα» (Ψαλμ, 118. 51). Ο υπερήφανος δεν ακολουθεί ποτέ την ευθεία οδό του Κυρίου, αλλά τη δαιμονική οδό της παρανομίας. Τίποτε άλλο δεν απομακρύνει τόσο από τον Θεό, όσο η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. Πίσω από κάθε πτώσι βρίσκεται κρυμμένη η υπερηφάνεια. Και πίσω από τα πνευματικά αγαθά, που συνάζεις με τόσο κόπο, πάλι η ίδια είναι κρυμμένη, για να σου τα σκορπίση. Κάνεις ελεημοσύνες, και υπερηφανεύεσαι για τη φιλάνθρωπη καρδιά σου. Συγκρατείς τον θυμό σου, και υπερηφανεύεσαι για την αοργησία σου. Νηστεύεις και αγρυπνείς, και υπερηφανεύεσαι για τον ασκητικό ζήλο σου. Έτσι όμως αποβαίνουν μάταια όλα τα έργα και όλοι οι κόποι σου, όπως μάταια ήταν και για τον Φαρισαίο τα καλά του έργα, που του τα σκόρπισε η υπερηφάνεια.
Όσες αρετές κατόρθωσες χωρίς τον νου, αυτές μόνο είναι δικές σου, αφού ο νους σου είναι δώρο του Θεού. Όσα σπουδαία πράγματα κατασκεύασες χωρίς τη χρήσι των μελών του σώματός σου, αυτά μόνο οφείλονται σε σένα, αφού το σώμα σου είναι δημιούργημα του Θεού. Όσα κατορθώματα πέτυχες πριν γεννηθής, γι’ αυτά μόνο σου ανήκει έπαινος, αφού τα μετά τη γέννησί σου, καθώς επίσης και αυτή τη γέννησι, σου τα χάρισε ο Θεός. Λοιπόν, τί έχεις δικό σου για να υπερηφανεύεσαι;
Η υπερηφάνεια είναι ένα πολυκέφαλο τέρας, που κλείνει στα σπλάγχνα του όλα τα πάθη και όλες τις κακίες. Αυτή γεννά τον θυμό, την κατάκρισι, τον φθόνο, τη μνησικακία, την υποκρισία, την ασπλαχνία, τη βλασφημία, την εξουδένωσι του πλησίον, την ισχυρογνωμοσύνη, την προπέτεια, την απείθεια στον νόμο του Θεού. Στο τέλος μάλιστα οδηγεί στην πλήρη απιστία, στην αποστασία, στη συμμαχία με τους δαίμονες και στην παραφροσύνη.
Θέλεις με ειλικρίνεια να νικήσης την υπερηφάνεια, που μόνη αυτή φτάνει για να χάσης τη βασιλεία των ουρανών; Να τι πρέπει να κάνης:
Ν’ αγαπήσης τη σιωπή.
Να ζης στην αφάνεια, αποκρύπτοντας από τους ανθρώπους τα καλά έργα και τους πνευματικούς κόπους σου.
Να σηκώνης αγόγγυστα τους ελέγχους, τις ατιμίες, τις λοιδορίες και την περιφρόνησι των ανθρώπων, καθώς και τα παιδαγωγικά ραπίσματα του Θεού.
Να θυμάσαι τα πολλά σου αμαρτήματα και να συντρίβεσαι γι΄ αυτά.
Να μελετάς και να θαυμάζης τα υπερφυσικά κατορθώματα των αγίων του Θεού.
Να καλλιεργής την εσωτερική αυτομεμψία.
Ν’ αποφεύγης τους επαίνους σαν τη φωτιά.
Τέλος, να κρατάς πάντοτε στον νου σου τη μνήμη του φοβερού δικαστηρίου του Κυρίου, εκεί που όλοι οι υπερήφανοι θα ταπεινωθούν οριστικά.
Ι    – Ταπείνωσις
Ικέτευε ακατάπαυστα τον Κύριο να σ’ αξίωση ν’ ανταποκριθής στο θείο κάλεσμά Του: «Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11. 28-29). Πουθενά δεν θα βρης τόση ανάπαυσι, όση μέσα στην ταπείνωσι. Πουθενά δεν θα βρης τόση ταραχή, όση μέσα στην υπερηφάνεια. Ταπεινώσου μπροστά σε όλους και θα υψωθής από τον Κύριο. Αλλά και όταν υψωθής από Εκείνον μείνε πάλι ταπεινός, για να μη χάσης τη χάρι Του, «Ταπεινώθητε ενώπιον του Κυρίου και υψώσει υμάς» (Ιακ. 4. 10).
Ο Θεός σε τράβηξε από την ανυπαρξία και σ’ έφερε στο φως της ζωής. Η ύπαρξις δεν είναι κατόρθωμα δικό σου. Ούτε γνωρίζεις που θα βρεθής μετά την πρόσκαιρη παραμονή σου σ’ αυτή τη γη. Ταπεινώσου, λοιπόν. Και μαζί με τον προφήτη λέγε πάντοτε: «Κύριε, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ» (Ψαλμ. 130. 1). Και ακόμα: «Εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού» (Ψαλμ. 21, 7). Χωρίς τη βοήθεια του Θεού τίποτε δεν μπορείς να κάνης. Και όλα όσα έχεις στον Θεό ανήκουν και από Εκείνον τα πήρες δωρεάν. Λοιπόν; «Τί έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τί καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α’ Κορ. 4. 7).
Χωρίς τη χάρι του Θεού δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένα ξερό καλάμι, ένα άκαρπο δέντρο, ένα άχρηστο κουρελόπανο, σκεύος αμαρτίας, δοχείο παθών. Όλα τα καλά που έχεις μέσα σου είναι της χάριτος του Θεού. Δικό σου είναι μόνο τα πάθη και οι αμαρτίες.
Η μετάνοια, η συντριβή και το πένθος για τις αμαρτίες είναι η αρχή της ταπεινώσεως. Και όταν βάλης αρχή στην ταπείνωσι, τη γνήσια και ειλικρινή, το πρώτο πράγμα που θα αισθανθής θα είναι το μίσος προς κάθε έπαινο και κάθε ανθρώπινη δόξα. Έπειτα θα εξορισθούν σταδιακά από μέσα σου ο θυμός, η οργή, η μνησικακία, ο φθόνος και όλα τα κακά. Ύστερα θ’ αρχίσης να θεωρής τον εαυτό σου ως τον αμαρτωλότερο όλων των ανθρώπων και άξιο της κολάσεως. Αυτή η συνείδησις όμως θ’ αυξάνη και θα τρέφη την ταπείνωσι, κι έτσι όλο και περισσότερο θα προχωρής προς την κατάκτησι της κορυφής αυτής της θείας αρετής.
Όποιος γνώρισε πραγματικά τον εαυτό του έκανε την αρχή για την απόκτησι της ταπεινώσεως, γιατί είδε το μέγεθος της αδυναμίας του αλλά και τον βόρβορο που κρύβει μέσα της η ψυχή του. Απελπισμένος τότε από τον εαυτό του, στράφηκε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος» προς τον Θεό ζητώντας ακατάπαυστα το έλεός Του.
Να λοιπόν με ποιον τρόπο, λένε οι Πατέρες, θα διαπιστώσης αν άρχισες ν’ αποκτάς τη μακαρία ταπείνωσι: αν κυριευθής από μόνιμο και φλογερό έρωτα της προσευχής.
Τί είναι λοιπόν ταπείνωσις; Είναι, όπως είπε κάποιος άγιος, η γνώσις του εαυτού σου και της μηδαμινότητός σου. Και ο δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωσι είναι οι σωματικοί κόποι, που γίνονται με επίγνωσι του σκοπού τους, το να θεωρής ειλικρινά τον εαυτό σου χειρότερο απ’ όλους τους ανθρώπους και, περισσότερο ακόμη, κάτω απ’ όλη την κτίσι, καθώς και η αδιάλειπτη προσευχή. Αυτός ο δρόμος φέρνει στην ταπείνωσι. Η φύσις της ταπεινώσεως όμως είναι θεϊκή και ακατάληπτη. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να σε διδάξη με λόγια το πως δημιουργείται και αναπτύσσεται στην ψυχή, αν δεν το διδαχθής νοερά από τον Κύριο και από την πείρα του πνευματικού αγώνος σου.
Γιατί οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωσι; Διότι οι κόποι ταπεινώνουν το σώμα. Και όταν ταπεινώνεται με επίγνωσι το σώμα, ταπεινώνεται και η ψυχή.
Γιατί το να θεωρή κανείς τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίσι οδηγεί στην ταπείνωσι; Διότι όταν τοποθετηθής εσωτερικά έτσι, είναι αδύνατο να θεωρήσης τον εαυτό σου καλύτερο από τον αδελφό σου ή να υπερηφανευθής για κάτι ή να κατακρίνης ή να εξουθενώσης κάποιον.
Και γιατί η αδιάλειπτη προσευχή οδηγεί στην ταπείνωσι; Διότι, αν κοιτάξης στα βάθη της ψυχής σου, θα δης ότι κανένα καλό δεν έχεις και ότι τίποτε δεν μπορείς να κατορθώσης χωρίς τη βοήθεια και τη χάρι του Θεού. Και τότε δεν θα κουραστής να Τον ικετεύης να σ’ ελεήση και να σε σώση. Κι αν κατορθώσης κάτι, γνωρίζεις καλά ότι στη δύναμι του Θεού το οφείλεις και όχι στη δική σου δύναμι. Και ταπεινώνεσαι βαθιά, τρέμοντας μήπως χάσης τη βοήθεια και τη χάρι του Θεού. Κι έτσι με ταπείνωσι προσεύχεσαι και με την προσευχή ταπεινώνεσαι και προοδεύεις πνευματικά. Τέτοια ταπείνωσι είχαν οι άγιοι. Αυτή η ταπείνωσις, μας διδάσκει ο αββάς Δωρόθεος, είναι η τέλεια ταπείνωσις και αναπτύσσεται στην ψυχή σαν φυσικό αποτέλεσμα της ακριβούς τηρήσεως των εντολών του Κυρίου.
Κ   – Ανθρώπινη μηδαμινότητα και αδυναμία
Κράτησε μόνιμα μέσα στον νου σου ότι «εν ανομίαις συνελήφθης και εν αμαρτίαις εκίσσησέ σε η μήτηρ σου» (πρβλ Ψαλμ. 50. 7). Η ύπαρξίς σου είναι συνυφασμένη με την αμαρτία, από τη στιγμή της συλλήψεώς σου. Γι’ αυτό μη νομίζης πως έχεις την παραμικρή αξία. «Ει γαρ δοκεί τις είναί τι μηδέν ων, εαυτόν φρεναπατά» (Γαλ. 6. 3).
Μην περιμένης να νικήσης με τις δικές σου δυνάμεις την αμαρτία, γιατί από τη γέννησί σου έχεις τεθή κάτω από τον ζυγό της, είσαι δούλος της. Θα ελευθερωθής απ’ αυτήν μόνο αν η χάρις του Θεού σε ενισχύση. Και αυτήν ακόμη την καλή προαίρεσι πρέπει να την διεγείρη μέσα σου ο Κύριος με τη χάρι Του. Αν η πηγή δεν αναβλύση νερό, το ποτάμι στερεύει. Αν η θεία χάρις δεν ενεργήση, ο άνθρωπος πνευματικά στερεύει.
Ο Κύριος είναι η κληματαριά. Εσύ το κλαδί. Όσο είσαι ενωμένος με την κληματαριά, θα καρποφορής καρπούς αγαθούς. Όταν αποκοπής από τον Κύριο θα ξεραθής και θα λιώσης. «Καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε. Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. 15. 4-5), λέει ο Κύριος. Κανένα καλό δεν μπορεί να είναι καλό εάν δεν γίνεται με τον Θεό και για τον Θεό.
Κανένα καλό δεν γίνεται χωρίς τη βοήθεια του Θεού και κανένα κακό χωρίς την ανοχή του. Όλα Εκείνος τα έπλασε και όλα Εκείνος τα κυβερνά. Ο Θεός, βέβαια, δεν είναι βοηθός του κακού αλλά του καλού. Παραχωρεί όμως και ανέχεται να κάνουμε το κακό γιατί σέβεται το αυτεξούσιό μας. Άλλοτε, κατά την πάνσοφη κρίσι Του, εμποδίζει την τέλεσι του κακού, άλλοτε συμπαρίσταται στο καλό και άλλοτε εμποδίζει και αυτό το καλό, ώστε και στις δυο περιπτώσεις, και στο κακό και στο καλό, να δοκιμασθή η ελεύθερη θέλησις του ανθρώπου και να φανή η ισχύς και η εξουσία του εν Τριάδι Θεού. Διότι μ’ αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος συναισθάνεται την αδυναμία του και καταφεύγει σ’ Εκείνον για Βοήθεια. Αποφεύγει έτσι την αυτοπεποίθηση και ταπεινώνεται.
«Εάν μη Κύριος οικοδόμηση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες· εάν μη Κύριος φύλαξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων» (Ψαλμ. 126. 1). Ν’ αγωνίζεσαι και ν’ αγρυπνής για το καλό, αλλά χωρίς να στηρίζεσαι στον εαυτό σου. Να προσεύχεσαι ακατάπαυστα και με επιμονή στον Θεό και να ζητάς τη βοήθειά Του. Όλα τα έργα μας δεν εξαρτώνται τόσο από μας, όσο από το έλεος του Θεού. Και δεν έχουν καμμιά αξία, όσο κι αν εμείς τα θεωρούμε σπουδαία, αν δεν τα καταξίωση η ευλογία και η έγκρισις του Θεού.
«Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον από του πατρός των φώτων» (Ιακ. 1. 17). Για να είσαι ταπεινός, κατανόησε την αδυναμία σου. Όλα είναι του Θεού. Όλα έγιναν από τον Θεό. Όλα ξεκινούν και όλα τελειώνουν στον Θεό. Όλοι οι κόποι σου χωρίς τη βοήθεια της χάριτος του Θεού είναι ιστός αράχνης. Κι εσύ, σε σύγκρισι με το μεγαλείο του Θεού, μια μικρή αράχνη. Ένα πλάσμα ασήμαντο. Αν μάλιστα δεν έχης ταπείνωσι, είσαι ακόμη πιο ασήμαντος, ένα μηδέν. Να θυμάσαι: Από την προκοπή σου στην ταπείνωσι εξαρτάται η πρόοδος σου σε κάθε άλλη αρετή και η επιτυχία κάθε κάλου έργου σου.
Λ   – Κατάκρισις
Λύτρωσι από τις αμαρτίες σου ποτέ δεν θα βρης, όσο δεν εφαρμόζεις την εντολή και την προειδοποίηση του Κυρίου: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε· εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. 7. 1-2). Ποτέ να μην κρίνης, γιατί ένας είναι μόνο ο Κριτής, που θα κρίνη ζώντας και νεκρούς. Κοίτα μόνο τον εαυτό σου και τα έργα σου, για τα οποία θα κριθής. Δεν βλέπεις πόσες αμαρτίες έχεις; Πώς τολμάς λοιπόν να κατακρίνης τον άλλον;
Μην κρίνης αν δεν θέλης να κατακριθής. Μην κρίνης, γιατί είσαι κι εσύ ένοχος της ίδιας αμαρτίας. «Αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων· εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις· τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων» (Ρωμ. 2. 1).
Ερεύνησε και καλλιέργησε τον εαυτό σου, και μην ασχολείσαι με τα ξένα αμαρτήματα. Δεν θα δώσης λόγο στον Θεό γι΄ αυτά, αλλά για τα δικά σου. Σου ζήτησε κανείς να παρατηρής και να καταγράφης τις αμαρτίες των ανθρώπων; Αντίθετα, έχεις υποχρέωσι να παρακολουθής τη δική σου πνευματική πορεία: Ευαρεστείς τον Κύριο; Εκτελείς τις εντολές Του; Ακολουθείς τα ίχνη Του; Μιμείσαι τη ζωή των αγίων; Είναι κάθε πράξις, κάθε λόγος, κάθε σκέψις σου αρεστά στον Θεό;
Ποιός, αλήθεια, είναι απαλλαγμένος από την αμαρτία; Ποιός θα βρεθή ανένοχος; Μήπως εσύ; Προφήτης του Θεού ήταν ο βασιλιάς Δαβίδ, κι όμως εβόησε: «Εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50. 7). Ο ένας είναι ένοχος σε τούτο, ο άλλος σ’ εκείνο. Ο ένας στο μεγάλο, ο άλλος στο μικρότερο. Όλοι αμαρτωλοί, όλοι ένοχοι, όλοι άνομοι, όλοι αναπολόγητοι. Όλοι έχουμε ανάγκη από το έλεος του Θεού, όλοι ελπίζουμε στη φιλανθρωπία Του. Διότι «ου δικαιωθήσεται ενώπιον του Κυρίου πας ζων» (Ψαλμ. 142. 2).
Γι΄ αυτό μην κατακρίνης αυτούς που σφάλλουν. Μη σφετερίζεσαι το έργο του Θεού. Μη γίνεσαι αντίπαλος του Κυρίου, αρπάζοντας το αξίωμα που κράτησε για τον εαυτό Του. Και με τα ίδια σου τα μάτιαα αν δης κάποιον να αμαρτάνη, μην τον καταδικάσης, μην τον κακολογήσης, μην τον διασύρης, μην τον εξουθενώσης. Καταδίκασε τον διάβολο που τον εξαπάτησε και τον έριξε στην αμαρτία. Αν όμως καταδικάσης τον αδελφό σου, θα επιβεβαιώσης τον μεγάλο και άλογο εγωισμό σου. Και πρόσεξε, γιατί θα πέσης κι εσύ στο ίδιο αμάρτημα. Κατά κανόνα, όποιος κρίνει τον άλλον για κάτι, πέφτει κατόπιν στο ίδιο. Κάλυψε λοιπόν σπλαχνικά με τη σιωπή το σφάλμα του αδελφού σου. Κι αν μπορής διόρθωσέ τον με αγάπη και ταπείνωσι. Αν δεν μπορής, μείνε στη σιωπή σου και καταδίκασε τον εαυτό σου για τα δικά σου αμαρτήματα. Σου αρκούν αυτά.
«Τί βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς;» (Ματθ. 7. 3). Τα μάτια σου πέφτουν πάντα στα ξένα αμαρτήματα και όχι στα δικά σου. Είσαι τυφλός όπως ο Φαρισαίος, που έλεγε: «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης» (Λουκ. 18. 11). Να όμως που δικαιώθηκε ο κατηγορούμενος και καταδικάσθηκε ο κατήγορος.
Σου θυμίζω ένα περιστατικό από το Γεροντικό, και κράτησέ το στη μνήμη σου:
Πήγε κάποτε ο αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε κάποιο μοναστήρι. Εκεί είδε έναν αδελφό να σφάλλη και τον κατέκρινε. Μόλις όμως έφυγε και βγήκε στην έρημο, παρουσιάσθηκε ένας άγγελος Κυρίου, στάθηκε μπροστά στην πόρτα του κελιού του και δεν τον άφηνε να μπη. Εκείνος τότε τον παρακαλούσε να του εξήγηση την αιτία. Και ο άγγελος του αποκρίθηκε: «Ο Θεός με έστειλε να σε ρωτήσω: Πού προστάζεις να βάλω τον αδελφό που έκρινες;». Αμέσως ο αββάς Ισαάκ κατάλαβε το νόημα των λόγων του αγγέλου και του έβαλε μετάνοια λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρησέ με». Ο άγγελος τότε του είπε: «Σήκω, σε συγχώρησε ο Θεός. Και φυλάξου από δω και πέρα, να μην κρίνης κανένα πριν τον κρίνη ο Θεός».
Μ  – Γέλιο και αργολογία
Μην παρασύρεσαι σε άκαιρο και αδιάκριτο γέλιο και σε αργολογία, για να μη σκορπίσης ό,τι μάζεψες με κόπο και δάκρυ. Το αδιάκριτο γέλιο διασκορπίζει όλα τα καλά που μαζεύτηκαν στην ψυχή. Απομακρύνει τη χάρι του Κυρίου, φονεύει τη μνήμη του θανάτου, φέρνει τη λησμοσύνη της φοβερής κρίσεως, ψυχραίνει τον αγωνιστικό ζήλο, σκοτίζει τη συνείδησι, θλίβει τους αγγέλους, χαροποιεί τους δαίμονες. Το γέλιο είναι αίτιο της αυθάδειας, παραγωγός της αμαρτίας, χειραγωγός στην ασωτία, πρόδρομος κάθε πτώσεως. Το γέλιο είναι γνώρισμα φιλήδονης καρδίας, φανέρωσις ψυχής δειλής και απόδειξις πνευματικής ανανδρίας.
Φυλάξου από το άκαιρο γέλιο, για να μη σου κλέψη τα δάκρυα, που προξενούν κάθε πνευματικό καλό. Φυλάξου από το γέλιο, για να μην αδειάση η ψυχή σου από την αρετή, για να μη σε κυριεύση πνευματική αδιαφορία, για να μην πέσης στα δίχτυα του διαβόλου. Ο Χριστός μακαρίζει όχι αυτούς που γελούν, αλλά αυτούς που με επίγνωσι κλαίνε και πενθούν: «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5. 4). «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε» (Λουκ. 6. 21). Μακάριοι είναι όσοι κλαίνε σ’ αυτή τη ζωή για τις αμαρτίες τους και τις παιδαγωγικές δοκιμασίες του Θεού, που με ευγνωμοσύνη και υπομονή αποδέχονται. Αυτοί θα γελάσουν και θα χαρούν στη μέλλουσα ζωή.
Φυλάξου όμως και από την πολυλογία και αργολογία. Αν δεν είναι ανάγκη να μιλήσης, μη λες τίποτα, έστω κι αν θες να πης κάτι καλό. Γιατί από τα περίσσια λόγια συνήθως προέρχονται πολλά κακά. «Το περισσόν εκ του πονηρού». Συχνά αρχίζοντας από θεαρέστους λόγους καταλήγουμε σε αισχρολογίες, όρκους, συκοφαντίες, ψεύδη και κάθε πονηρό. Η πολυλογία τρέφει την κενοδοξία όπως το λάδι τη φωτιά. Η πολυλογία καλλιεργεί τη λήθη του Θεού και των αμαρτιών μας και σκορπίζει την κατάνυξι. Η πολυλογία ψυχραίνει την πνευματική θέρμη και γεννά την πνευματική οκνηρία και την ακηδία. Η πολυλογία χαλαρώνει την προσοχή και αδυνατίζει την προσευχή.
Πρόσεξε λοιπόν να μη γίνεις εχθρός του εαυτού σου, γιατί «θάνατος και ζωή εν χειρί γλώσσης, οι δε κρατούντες αυτής έδονται τους καρπούς αυτής» (Παροιμ. 18. 21).
Η σιωπή είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Άκοπα διδάσκει όλες τις εντολές. Ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Η γλώσσα μικρόν μέλος εστί και μεγαλαυχεί… ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. Εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν και πατέρα, και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ’ ομοίωσιν Θεού γεγονότας… Ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακ. 3. 5, 8-9, 2).
Ο λόγος θέλει πολλή προσοχή. Πρέπει να σκεφθής σε ποιο χώρο και χρόνο μιλάς, για ποιο σκοπό, σε ποιους απευθύνεσαι, ποιο είναι το κίνητρο και ποια τα αποτελέσματα του λόγου σου. Πριν μιλήσης να τα σκέπτεσαι όλα αυτά. Ο σιωπηλός τα σκέφθηκε. Και γι’ αυτό σιώπησε.
Την ημέρα της Κρίσεως θα δώσης λόγο έστω και για έναν ασήμαντο άσκοπο λόγο. Μας διαβεβαίωσε ο ίδιος ο Κύριος γι’ αυτό: «Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ. 12. 36). Γι΄ αυτό, ήδη πολλούς αιώνες πριν, ο προφήτης Δαβίδ παρακαλούσε τον Θεό: «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας» (Ψαλμ. 140. 3-4). Και αλλού: «Φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τω στόματί μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. Εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα» (Ψαλμ. 38. 2-3).
«Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς την Σιών… Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;» (Ψαλμ. 136. 1, 4). Όπως οι Εβραίοι στη Βαβυλώνα, έτσι κι εμείς είμαστε αιχμάλωτοι, πάροικοι και παρεπίδημοι σ’ αυτή τη γη. Πατρίδα μας δεν είναι η πρόσκαιρη γη, αλλά η αιώνια νέα Σιών του ουρανού. Τώρα ζούμε στην κοιλάδα του κλαυθμώνος· αύριο ελπίζουμε να βρεθούμε στη χώρα της αιωνίας παρηγοριάς και της χαράς. Τώρα ζούμε στην εξορία· αύριο θα είμαστε στην αληθινή μας πατρίδα. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14).
Πώς λοιπόν γελάς ενώ είσαι αιχμάλωτος και εξόριστος «επί γης αλλοτρίας»; Κλάψε και θρήνησε που είσαι μακρυά από την αιώνια πατρίδα σου και ζήτησε με δάκρυα από τον Κύριο να μη σου τη στερήση όταν θα έρθη η μεγάλη ώρα της επιστροφής…
«Ταλαιπωρήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε· ο γέλως υμών εις πένθος μεταστραφήτω και η χαρά εις κατήφειαν» (Ιακ. 4. 9). Έχε βαθιά συναίσθησι της αμαρτωλότητός σου, πένθησε, κλάψε. Το γέλιο σου κάνε το πένθος μετανοίας. Τη χαρά σου κάνε την θλίψι συντριβής. Δύο είναι οι πηγές, αλλά και οι θυγατέρες, του γέλιου και της ευτραπελίας: η υπερηφάνεια και η φιληδονία, τα δυο πιο θανάσιμα πάθη. Φυλάξου λοιπόν απ’ αυτά, για να μη διαπιστώσης την πνευματική σου φτώχεια κατά την έξοδο της ψυχής σου. Τότε που θα είναι πολύ αργά πια για να βοηθήσης τον εαυτό σου.
Ν   – Μετάνοια
ΝΑ ΚΡΑΤΑΣ αδιάκοπα την ψυχή σου σε κατάστασι μετανοίας και πένθους. Διαπίστωσε και τις πιο ασήμαντες αδυναμίες σου και πολέμησέ τες. Αν αδιαφορήσης για τις μικρές πτώσεις και τα μικρά αμαρτήματα, να είσαι βέβαιος ότι θα δεις κάποτε τον εαυτό σου ν’ αδιαφορή και για τα μεγάλα. Από την πιο φευγαλέα και λεπτή αμαρτωλή σκέψι γεννιέται κάποτε το πιο σοβαρό αμάρτημα.
Αρχή της σωτηρίας είναι η αρχή της μετανοίας. Αρχή της μετανοίας είναι η αποχή από την αμαρτία. Αρχή της αποχής από την αμαρτία είναι η καλή πρόθεσις, η αγαθή προαίρεσις.
Η αγαθή προαίρεσις γεννά τους κόπους. Οι κόποι γεννούν τις αρετές. Οι αρετές γεννούν την πνευματική εργασία. Η πνευματική εργασία, τέλος, όταν είναι συνεχής και επίμονη, μονιμοποιεί στην ψυχή την αρετή και την κάνει φυσική κατάστασή της. Όταν φθάσης σ’ αυτή την τελευταία βαθμίδα, λίγο θ’ απέχεις από την ψηλάφησι του Θεού!
Ακουσε με πολλή προσοχή πως ορίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος την αληθινή μετάνοια: Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή. Μετάνοια σημαίνει οριστική αποχή από την αμαρτία. Μετάνοια σημαίνει βαθιά συντριβή και ταπείνωσις. Μετάνοια σημαίνει μόνιμη απομάκρυνσις από κάθε σωματική απόλαυση. Μετάνοια σημαίνει διαρκής αυτoκατάκρισις. Μετάνοια σημαίνει αδιαφορία για τα πάντα και ενδιαφέρον μόνο για τη σωτηρία της ψυχής σου. Μετάνοια σημαίνει έργα αρετής αντίθετα προς τις προηγούμενες αμαρτίες. Μετάνοια σημαίνει κάθαρσις της σκoτισμένης συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλίψεων, από ανθρώπους και από δαίμονες. Μετάνοια σημαίνει αυτοτιμωρίες και συνεχείς ταλαιπωρίες της σάρκας. Μετάνοια σημαίνει κάψιμο των αμαρτιών με τη φωτιά της αδιάλειπτης δακρύρροης προσευχής.
Όλα αυτά αποτελούν την αληθινή μετάνοια. Είναι όμως γνωρίσματα της δικής σου μετανοίας;
Αυτός ο κόσμος, που ξέχασε τον Θεό, δεν είναι παρά κοιλάδα της αμαρτίας και λαβύρινθος του θρήνου. Δεν έχει τίποτε καλό, τίποτε αξιέπαινο. Παντού βασιλεύει η αμαρτία, η παρανομία, η αποστασία· αλλά και οι άφευκτες συνέπειές τους: ο πόνος, η θλίψις, ο στεναγμός. «Πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην. Από ποδών έως κεφαλής ουκ εστίν εν αυτώ ολοκληρία… ουκ έστι μάλαγμα επιθήναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους» (Ησ. 1. 5). Γι’ αυτό εσύ, αδελφέ μου, «κατάγαγε ως χειμάρρους δάκρυα ημέρας και νυκτός· μη δως έκνηψιν σεαυτώ μη σιωπήσαιτο ο οφθαλμός σου» (πρβλ. Θρην. Ιερεμ. 2.18).
Όλοι οι άγιοι έκλαψαν και πένθησαν πολύ, μετανοώντας για τις αμαρτίες τους, κι ας ήταν λιγότερες από τις δικές σου. «Εγενήθησαν τα δάκρυα αυτών αυτοίς άρτος ημέρας και νυκτός» και «το πόμα αυτών μετά κλαυθμού εκίρνων» (πρβλ. Ψαλμ. 41. 4 & 101.10). Και ο Κύριος έκλαψε, όχι γιατί είχε ανάγκη από τα δάκρυα της μετανοίας, αλλά για να θρηνήση την αμετανοησία και τη σκληροκαρδία των ανθρώπων: «Ιδών την πόλιν (την Ιερουσαλήμ) έκλαυσεν επ’ αυτή, λέγων ότι ει έγνως και συ, και γε εν τη ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου! νυν δε εκρύβη από οφθαλμών σου» (Λουκ. 19. 41-42).
Πώς να μην κλάψης όταν η ζωή σου είναι γεμάτη από δοκιμασίες, θλίψεις, πόνο, συμφορές; «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος; Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα· μία ροπή, και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Πώς να μη θρηνήσης όταν και την άλλη ζωή, την αιώνια, κινδυνεύης να τη χάσης; Αυτή θα είναι η πιο μεγάλη συμφορά. Κανείς δεν ξέρει τι θα του συμβεί εκεί. Καμμιά είδησης, καμμιά πληροφορία… Θα έρθει σαν κλέφτης ο θάνατος, θα χωρισθεί η ψυχή από το σώμα και θ’ ακολουθήση ο φοβερός τελωνισμός της από τα πονηρά πνεύματα. Ω, ποία ώρα τότε! Θα πάη η ψυχή εκεί που ποτέ δεν ήταν. Θα δη εκείνα που ποτέ δεν εγνώρισε. Θ’ ακούση όσα ποτέ δεν άκουσε.
Κλάψε, λοιπόν. Μετανόησε και προσκόμισε στον Κύριο τα δάκρυά σου σαν μύρο μετανοίας. Το δάκρυ καθαρίζει την ψυχή και την ξεπλένει από κάθε κηλίδα, λαμπικάρει τη συνείδησι, φωτίζει τον νου, σπάζει τα δεσμά των παθών, σχίζει τα χειρόγραφα της αμαρτίας.
Κλάψε και θρήνησε με μετάνοια, για να ξεπλυθής κι εσύ από τις αμαρτίες σου, για να καθαρίσης τον ρύπο της ψυχής σου, για να θεραπευθής από την πνευματική τύφλωση, για να πνίξης στη θάλασσα των δακρύων τον νοητό διώκτη Φαραώ, για να σβήσης με τους κρουνούς των ματιών σου τη φλόγα της γεένης και ν’ αξιωθής της αιωνίας ζωής εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.
Ξ   – Μνήμη θανάτου και αδιαφορία για τα φθαρτά
«Ξένος και παρεπίδημος ει επί της γης» (πρβλ. Εβρ. 11. 13). Δεν θ’ αργήσης ν’ αποδημήσης από τον μάταιο τούτο κόσμο. Να θυμάσαι λοιπόν πάντοτε τον θάνατο, και τότε ούτε με τα παρόντα και πρόσκαιρα θα δεθής, ούτε θ’ αμαρτήσης: «μιμνήσκου τα έσχατά σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. 7. 36).
Φέρνε συχνά στον νου σου με φόβο και τρόμο την ώρα της εμφανίσεώς σου στο αδέκαστο κριτήριο του Θεού. Εκεί θα κριθούν όλοι δίκαια και απροσωπόληπτα, «βασιλεύς ή στρατιώτης ή πλούσιος ή πένης». Εκεί θα βρίσκονται όλοι εξισωμένοι, γυμνωμένοι από τη δόξα, τον πλούτο, την εξουσία. «Επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται». Η βασιλεία των ουρανών θα είναι ανοιχτή για όλους. Όμως «ου μη εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ο ποιών βδέλυγμα» (Αποκ. 21. 27).
Αν πεθάνης πριν πεθάνης, δεν θα πεθάνης όταν πεθάνης! Αν δηλαδή πριν από τον βιολογικό σου θάνατο γίνης νεκρός ως προς την αμαρτία, τότε το τέλος της επιγείου ζωής σου δεν θα είναι θάνατος, αλλά μετάβασις σε μιαν άλλη ατελεύτητη και μακαρία ζωή. Θα μπορής τότε, την ώρα της εξόδου σου, να πης με παρρησία στον Κύριο: «Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι και ψάλω εν τη δόξη μου» (Ψαλμ. 56. 8).
Μην αιχμαλωτίζεσαι από την πρόσκαιρη ομορφιά και μην παρασύρεσαι από τη σαρκική επιθυμία. Κοίτα «εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος». Γη και σποδός καταντά η ομορφιά του ανθρώπου. Και το δικό σου κάλλος θα μαραθή σαν άνθος και θα χαθή σαν σκιά.
Μη νομίζης ότι ο θάνατός σου είναι μακριά. Μη σκέπτεσαι πως έχεις ακόμα πολλά χρόνια ζωής. Όχι! Είναι δίπλα σου ο θάνατος και καραδοκεί. Το δρεπάνι του αγγίζει κιόλας τις ρίζες του δένδρου της ζωής σου. Το δικαστήριο είναι έτοιμο για να σε κρίνη. Ο τάφος σου είναι ανοιχτός. Η γη σε περιμένει ανυπόμονα. Βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου καθημερινά να πεθαίνουν, ξεχνάς όμως ότι κάποια στιγμή θα βρεθής κι εσύ στην ίδια θέσι. «Τις έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον; ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου;» (Ψαλμ. 88. 49). Πέθαναν οι Βασιλείς, οι κυβερνήτες, οι άρχοντες… Πέθαναν και οι προφήτες, οι απόστολοι, οι δίκαιοι, οι ιεράρχες, οι όσιοι, όλοι οι άγιοι. Κοινός κλήρος όλων ο θάνατος. Μην ξεχνιέσαι. Έρχεται και η δική σου σειρά.
Γι’ αυτό κάθε μέρα, κάθε ώρα να είσαι έτοιμος γι΄ αυτή τη μεγάλη, τη φοβερή στιγμή. Φυλάκισε μέσα στο μυαλό σου τη μνήμη του θανάτου. Μην είσαι ποτέ αμέριμνος. Άκουσε τι μας λέει ο Κύριος: «Γρηγορείτε, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται… Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 24. 42, 44). Σαν τον κλέφτη θα έρθη ο θάνατος. Όταν δεν θα τον περιμένης. Όταν θα έχης παρασυρθή από τις βιοτικές μέριμνες. Σ’ αυτή τη θέσι βρέθηκε εκείνος που θέλησε να γκρεμίση τις αποθήκες του και να χτίση μεγαλύτερες, εκείνος που άκουσε το τρομερό: «Άφρον· ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;»(Λουκ. 12. 20). Παρόμοια θ’ ακούση και κάθε άλλος άνθρωπος «θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών» (Λουκ. 12. 21).
Ο θάνατος για τους δικαίους δεν είναι συμφορά, αλλ’ αντίθετα απελευθέρωσις από την τυραννία των παθών και αιώνια πνευματική ένωσις με τον Κύριο. Η παρούσα ζωή και ο ακατάπαυστος πόλεμος των παθών συσσωρεύουν πολύ κόπο στην ψυχή. Ο κατά Θεόν θάνατος είναι ανάπαυσις της ψυχής από τους κόπους. Μη φοβάσαι λοιπόν τον θάνατο, μόνο να είσαι έτοιμος κάθε στιγμή για τον ερχομό του.
Πώς θα ετοιμασθής για τον θάνατο; Αποφεύγοντας την αμαρτία και αγαπώντας τον Κύριο μ’ όλη τη δύναμι της καρδιάς σου.
Δεν βρίσκω άλλο μεγαλύτερο κακό από την αμαρτία, γιατί φέρνει τον χωρισμό και την αποξένωσι από τον Κύριο. Δεν βρίσκω άλλο μεγαλύτερο καλό από την κάθαρση της ψυχής, που οδηγεί στην ένωσι με τον Θεό, στη Βασιλεία των ουρανών.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από τον σωματικό θάνατο που οδηγεί στην αιώνια κόλασι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευφροσύνη από τον σωματικό θάνατο που οδηγεί στον παράδεισο, στα χέρια του Θεού.
Τί είναι λοιπόν θάνατος; Ο τέλειος χωρισμός από τον Θεό. Τί είναι λοιπόν ζωή; Η τέλεια ένωσις με τον Θεό.
Ο   – Ανάπαυσις της ψυχής κοντά στον Κύριο
Όσο και ν΄ αναζητάς ανάπαυσι και παρηγοριά σ’ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο δεν θα την βρης. Την ειρήνη και την παρηγοριά μπορεί να τη δώση στην ψυχή μόνον ο Κύριος, με τη χάρι Του. Όπως ο ίδιος είπε: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνη την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω. 14. 27).
Σκέψου, πού και σε ποιά γήινη απόλαυσι θα βρης την ειρήνη και την ανάπαυσι; Πού θα βρης την εσωτερική γαλήνη και τη μόνιμη χαρά; Μήπως στη δόξα; Αλλά σήμερα είσαι τιμημένος και αύριο ατιμασμένος. «Πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε» (Ησ. 40. 6-7). Αλλά μήπως στον πλούτο; Όχι μόνο ειρήνη και ανάπαυσι δεν σου χαρίζει, αλλ’ αντίθετα πολλή μέριμνα και ανησυχία και ανασφάλεια, μέρα και νύχτα. Οι άνθρωποι σε φθονούν και σε αντιπαθούν, κι εσύ πάλι δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος με όσα έχεις. Θέλεις ν’ αποκτάς όλο και περισσότερα, ξεχνώντας πως τίποτε απ’ τον πλούτο σου δεν θα σου μείνη. Λέει ο πλούσιος: «”Εύρον ανάπαυσιν και νυν φάγομαι εκ των αγαθών μου”, και ουκ οίδε τίς καιρός παρελεύσεται και καταλείψει αυτά ετέροις και αποθανείται» (Σοφ. Σειρ. 11. 19). «Καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός, επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει, και ουδέν ου λήψεται εν μόχθω αυτού, ίνα πορευθή εν χειρί αυτού… ώσπερ γαρ παρεγένετο, ούτω και απελεύσεται, και τις η περισσεία αυτού, ή μοχθεί εις άνεμον;»(Εκκλ. 5. 14-15). Μην ξεχνάς ακόμη πως ο πλούτος γίνεται αφορμή για πολλές αμαρτίες και θανάσιμες πτώσεις, όπως διαπιστώνει και ο απόστολος: «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α’ Τιμ. 6. 9). Γι’ αυτό τον λόγο και ο Κύριος αναφώνησε κάποτε με πόνο: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται!… Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν!» (Μαρκ. 10. 23, 25). Τί θα προτιμήσης, λοιπόν; Τον πρόσκαιρο πλούτο ή τη βασιλεία του Θεού;
Αλλά μήπως θα βρης γαλήνη και ανάπαυσι στη σαρκική ηδονή; Ούτε εκεί υπάρχει. Η σαρκική αμαρτία – το ξέρεις καλά, αν τη δοκίμασες – συνοδεύεται από εσωτερική πικρία, ψυχικό βάρος, συνειδησιακό έλεγχο. Και όταν η ψυχή πωρωθή, τότε επέρχεται η τελεία εγκατάλειψις από τον Θεό και η τελεία υποδούλωσις στη φιληδονία. Κανένα άλλο πάθος δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο τόσο σκληρά και αναπόδραστα όσο αυτό. Κι αφού τον υποδουλώση, γεννά μέσα του άπειρα άλλα κακά: τη σκληροκαρδία, την αναισθησία, την αποχαύνωσι, τη βλασφημία, την οργή, τέλος δε και την τελεία απιστία. Ο λόγος του Θεού δεν συγκινεί τις καρδιές των φιληδόνων, Γιατί τ’ αγκάθια του πάθους πνίγουν κάθε καλό σπόρο που πέφτει μέσα τους: «…το δε εις τας ακάνθας πεσόν, ούτοί εισιν οι ακούσαντες και υπό… ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται και ου τελεσφορούσι» (Λουκ. 8. 14), εξηγεί ο Κύριος στην παραβολή του σπορέως.
Λοιπόν; Αν στη δόξα δεν υπάρχη ανάπαυσις· αν στον πλούτο δεν υπάρχη ανάπαυσις· αν στην ηδονή δεν υπάρχη ανάπαυσις· τότε πού θ’ αναπαυθούμε; Ας ακούσουμε τον ψαλμωδό: «Εν εικόνι διαπορεύεται πας άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται… Και νυν τις η υπομονή μου; Ουχί ο Κύριος;»(Ψαλμ. 38. 7-8).
Η ελπίδα σου, η προσδοκία σου, η χαρά σου, η ανάπαυσίς σου η παντοτινή είναι ο Κύριος. Ο ελεήμων και οικτίρμων και μακρόθυμος, ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος, ο Θεός της ειρήνης, ο Θεός πάσης παρακλήσεως, ο Νυμφίος της ψυχής σου, που της κράζει με πόθο: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή… ελεύση και διελεύση από αρχής πίστεως…» (Ασμα 4.1, 8).
Κράτησε, αδελφέ μου, μέσα στην καρδιά σου και τα λόγια του Κυρίου προς την πολυμέριμνη Μάρθα: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθή μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής» (Λουκ. 10. 41-42). Άφησε κι εσύ τις βιοτικές μέριμνες. Κάθησε ταπεινά «παρά τους πόδας του Ιησού» και ανάπαυσε την ψυχή σου με τη θαλπωρή της θείας παρουσίας Του. Σου φτάνει αυτό. Υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος; Υπάρχει μεγαλύτερη δόξα; Υπάρχει και μεγαλύτερη ηδονή;
Π   – Φιλαργυρία και ελπίδα στον Θεό
«Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλμ. 61. 11). Μη θαμπώνεσαι από τον πλούτο. Θαμπώσου από τη δόξα και την παντοδυναμία του Θεού, και στήριξε σ’ Αυτόν κάθε ελπίδα σου. Μη δίνης την καρδιά σου στο χρυσάφι. Δώσε την στον Κύριο και μη φοβάσαι ούτε γι’ αυτή τη ζωή ούτε για την άλλη.
Η τσιγκουνιά και η φιλαργυρία είναι σημάδια τόσο ολιγοπιστίας όσο και υπερηφάνειας. Ο πιστός και ταπεινός άνθρωπος είναι πάντα ελεήμων. Γνωρίζει πως ο Θεός είναι πλούσιος, και ο πλούτος Του δεν τελειώνει ποτέ. Και ότι είναι πανάγαθος και μισθαποδότης, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό να τον εγκαταλείψη. «Νεώτερος εγενόμην και γαρ εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους» (Ψαλμ. 36. 25), διαβεβαιώνει ο ψαλμωδός. Και ο Κύριος παρατηρεί: «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; …Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα;… οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6. 26, 31-33).
Ο άνθρωπος του Θεού είναι και ολιγαρκής. Πλούτος του είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος που τον επισκιάζει. Θησαυρός του είναι η ζωντανή παρουσία του Κυρίου γύρω του και μέσα του, που του χαρίζει την ειρήνη, «την πάντα νουν υπερέχουσαν». Καθημερινό του βίωμα είναι το ψαλμικό: «Αγαθός μοι ο νόμος του στόματός σου (Κύριε) υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου» (Ψαλμ. 118. 72). «Κρείσσον ολίγον τω δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν· ότι βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται, υποστηρίζει δε τους δικαίους ο Κύριος» (Ψαλμ. 36. 17).
Μη δένεσαι με τα χρήματα για να μην αποκοπής τελείως από την αγάπη του Θεού. Μην είσαι φιλάργυρος, για να μην περιπέσης σε απιστία ή σε πλάνη. «Ρίζα γαρ πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία, ής τινες ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και εαυτούς περιέπειραν οδύναις πολλαίς» (Α’ Τιμ. 6. 10).
Μην αρνήσαι τη βοήθειά σου σ’ όσους έχουν ανάγκη, για να μη σου αρνηθή και ο Θεός τη βοήθειά Του όταν θα την χρειασθής. Μην κλεινής την πόρτα σου στον φτωχό, για να μη σου κλείση και ο Θεός τη θύρα του ελέους Του. «Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα· εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος» (Ψαλμ. 40. 1).
Ρ   – Ζήλεια και φθόνος
Ρύπος της ψυχής είναι η ζήλεια, ο φθόνος, που γεννιέται από την υπερηφάνεια.
Μη ζηλεύης, αδελφέ μου, κανέναν άνθρωπο για την ευτυχία του εδώ στη γη. Μη ζηλεύης τον πλούσιο και τον ένδοξο. Μη ζητάς «θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπτεται διορύσσουσι και κλέπτουσι» (Ματθ. 6. 19). Να ζηλεύης και να μιμήσαι τον εργάτη της αρετής, τον άνθρωπο του Θεού τον χαριτωμένο από το Άγιο Πνεύμα, τον πιο ένδοξο από τους ένδοξους και τον πιο πλούσιο από τους πλουσίους, που αποταμιεύει «θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 6. 20).
Μη ζηλεύης αυτόν που επαινούν και κολακεύουν οι άνθρωποι. Οι ανθρώπινοι έπαινοι είναι ασταθείς και ευμετάβλητοι. Συχνά μάλιστα είναι ιδιοτελείς και υστερόβουλοι. Σήμερα τα λόγια τους «γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον» (Ψαλμ. 18. 11). Αύριο το στόμα τους «αράς και πικρίας γέμει» (Ρωμ. 3. 14). Ζήλεψε λοιπόν το μεγαλείο του αφανούς και αδόξου κατά κόσμον ανθρώπου της αρετής, «ου ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ’ εκ του Θεού» (Ρωμ. 2. 29).
Μη λιώνης από τον φθόνο βλέποντας άλλους να έχουν όσα εσύ δεν έχεις. Ο δικαιοκρίτης Κύριος γνωρίζει καλύτερα από σένα σε ποιον θα δώση κι από ποιον θα στέρηση, πότε θα χαρίση και πότε θα ζητήση, τι θα δώση και τι θα αφαιρέση. «…Ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς;», λέει ο ίδιος στους εργάτες του αμπελώνος που διαμαρτυρήθηκαν για την «άδικη» μεταχείρισί τους (Ματθ. 20. 1-16).
Η ζήλεια και ο φθόνος είναι αιτία κάθε κακού και εχθρός κάθε καλού. Απ’ αυτή την αιτία ο Κάϊν φόνευσε τον Άβελ, ο Ησαύ θέλησε να εξοντώση τον Ιακώβ, ο Σαούλ καταδίωξε τον Δαβίδ.
Η ζήλεια και ο φθόνος τυφλώνουν τον νου, αμαυρώνουν την ψυχή, σκοτίζουν τη συνείδησι, θλίβουν τον Θεό, χαροποιούν τους δαίμονες, κλείνουν τον ουρανό, ανοίγουν την κόλασι. «Ο μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί, και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α’ Ιω. 2. 11).
Σ   – Οργή και μνησικακία
Σαφής, αλλά και φοβερή, είναι η προειδοποίησις του Κυρίου: «Πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται τη κρίσει» (Ματθ. 5. 22). Μην οργίζεσαι εναντίον κανενός ανθρώπου, έστω κι αν πραγματικά έχης απ’ αυτόν αδικηθή. «Οργή γαρ ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται» (Ιακ. 1. 20). Γι’ αυτό «ο ήλιος μη επιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών… πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία αρθήτω αφ’ υμών συν πάση κακία. Γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς καθώς και ο Θεός εν Χριστώ εχαρίσατο υμίν» (Εφ. 4. 26, 31-32).
Μην οργίζεσαι ποτέ εναντίον κανενός και για καμμιά αιτία, εκτός κι αν κάποιος θελήση να σε χωρίση από τον Θεό και την αγάπη Του. Ποιός όμως έχει τη δύναμι να το κατορθώση αυτό, αν δεν το θέλης εσύ ο ίδιος; «Τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; …Ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 8. 35, 38-39).
«Παύσαι από οργής και εγκατάλιπε θυμόν, μη παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι· ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον αυτοί κληρονομήσουσι γην» (Ψαλμ. 36. 8-9). Γράψε μέσα στην καρδιά σου αυτή τη σαφή εντολή που δίνει ο Θεός με το στόμα του προφήτου, και διώξε μακριά σου το πάθος της οργής. Δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο καμμιά εύλογη αιτία για να οργίζεσαι και να θυμώνης, εκτός από τις περιπτώσεις που προσβάλλεται η δόξα του Θεού και περιφρονείται ο νόμος Του. Αλλά και τότε πρέπει να συζεύξης την οργή με τη διάκρισι, για να μη βλάψης την ψυχή σου. «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Εφ. 4. 26), παραγγέλλει με σοφία ο απόστολος.
Ο Κύριός μας δεν ήταν θυμώδης και οργίλος, αλλά πάντοτε πράος και μακρόθυμος με τους αμαρτωλούς. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11. 29). Όταν οι μαθητές Του, ωργισμένοι κατά των Σαμαρειτών που δεν Τον δέχθηκαν, είπαν «Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι από ουρανού και αναλώσαι αυτούς;», ο Κύριος «επετίμησεν αυτοίς και είπεν· ουκ οίδατε ποίου πνεύματός εστε υμείς» (Λουκ. 9. 54-55). Άλλοτε πάλι, διδάσκοντας, έλεγε: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. 6. 14-15).
Θα μου πης: Μα ο τάδε με αδίκησε, με προσέβαλε, με συκοφάντησε, μ’ έβλαψε χωρίς λόγο…
Αλλά πες μου κι εσύ, ποιός αδικήθηκε περισσότερο από τον ίδιο τον Θεό; Ποιός κακολογήθηκε, ποιός συκοφαντήθηκε, ποιός χλευάσθηκε, ποιός ατιμάσθηκε περισσότερο, αν και αναμάρτητος; Ποιός ραπίσθηκε, ποιός εμπτύσθηκε, ποιός μαστιγώθηκε, ποιός τέλος σταυρώθηκε σαν κακούργος, αν και τελείως αθώος; Κι όμως, με όλα αυτά, Εκείνος δεν ωργίσθηκε και δεν κάκισε τους ανόμους σταυρωτές του. Αλλά και πάνω στον Σταυρό ακόμη προσευχόταν λέγοντας: «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23. 34).
Η πραότητα μαλακώνει και τις πιο πέτρινες καρδιές. Η οργή σκληραίνει και τις πιο μαλακές. Αν έχης εξουσία, μην επιβάλλεσαι ποτέ με την οργή, προκαλώντας στους υφισταμένους σου τον φόβο. Είναι καλύτερο να σ’ αγαπούν παρά να σε φοβούνται. Από τον φόβο προέρχονται το ψεύδος και η υποκρισία, από την αγάπη η ειλικρίνεια και η εγκαρδιότητα.
Ο ωργισμένος άνθρωπος είναι τυφλός και τρελλός. Δεν συναισθάνεται τι λέει και τι κάνει. Συχνά, μετά το ξέσπασμά του, μετανοεί πικρά για όσα άτοπα είπε και έκανε. Γιατί η οργή που δεν δαμάζεται συγχύζει τον νου, ταράζει την ψυχή, καταστρέφει τη λογική, φυγαδεύει το Πνεύμα του Θεού και αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στα χέρια του διαβόλου. Όποιος δαμάζει τον θυμό του, εύκολα θα συγκρατήση τον εαυτό του απ’ όλα τα κακά.
Αν λοιπόν συμβή ποτέ να οργισθής με κάποιον, μην πης τίποτα. Σιώπησε ή φύγε, και μην επιτρέψης να βγη από μέσα σου η φλόγα της οργής, που θα κατακαύση και σένα κι εκείνους που σε περιβάλλουν. Και όταν η καρδιά σου ειρηνεύση, τότε πες, αν χρειάζεται, δυο λόγια αγάπης για την «οικοδομήν της χρείας». Ένας ειρηνικός και πράος λόγος είναι πιο καρποφόρος και πειστικός από χίλια λόγια οργισμένα, έστω και σωστά.
Τέλος, πάντα να θυμάσαι πως αν ήσουν ταπεινός δεν θα ωργιζόσουν. Η οργή είναι η πιο εκλεκτή θυγατέρα του εγωισμού. Όπου εμφανισθή η ταπείνωσις εξαφανίζεται σαν καπνός ο θυμός.
Γέννημα της οργής είναι η μνησικακία. Μνησικακία είναι η συντήρησις της οργής, μια διαρκής κακία, σαράκι της ψυχής, ένα καρφί μπηγμένο μόνιμα στην ψυχή, φονευτής της αγάπης, της προσευχής, της μετανοίας και όλων των αρετών. Αν θέλης να νικήσης τη μνησικακία, πολέμησε το πάθος της οργής, που τη γεννά. Αν θέλης όμως να τη φονεύσης, τότε πρέπει πρώτα να παλαίψης για την άποκτησι της αγάπης και της ταπεινώσεως. Μέχρι τότε, χρησιμοποίησε σαν προσωρινό βάλσαμο για την κατασίγασι του πάθους την ανάμνησι των παθημάτων του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η ανάμνησις των φρικτών παθών και του σταυρικού Του θανάτου θα μαλακώση την ψυχή σου που μνησικακεί, γιατί θα αισθανθής υπερβολική ντροπή αναλογιζόμενος τη δική Του ανεξικακία.
Τ   – Θλίψεις
Τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που έρχονται και παρέρχονται και ξεχνιούνται, μην τις αντιμετωπίζης με άλογη απελπισία. Ο χρόνος φέρνει τη λήθη και η λήθη την παρηγοριά και τη θεραπεία κάθε κακού. Όλα είναι περαστικά και φευγαλέα, η ευτυχία και η δυστυχία, η χαρά και η λύπη, η ηδονή και ο πόνος, η ζωή και ο θάνατος. Τα μόνα μόνιμα και αμετάβλητα είναι η αιώνια ζωή και η αιώνια κόλασις. Αυτό μην το ξεχνάς ποτέ.
Ακόμη κι αν αμάρτησες τόσο όσο κανείς άλλος άνθρωπος πάνω στη γη, πάλι μην απελπίζεσαι. Δεν υπάρχει αμάρτημα ικανό να νικήση την ευσπλαχνία του Θεού. Όλα τα αμαρτήματα όλων των ανθρώπων μαζί δεν μπορούν να συγκριθούν με την άβυσσο του θείου ελέους. Η ευσπλαχνία του Θεού μας σώζει δωρεάν.
Όσο αμαρτωλός κι αν είσαι στρέψε το βλέμμα σου στον Κύριο, «τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών», και θα σωθής κι εσύ όπως σώθηκαν χιλιάδες αμαρτωλών μέσα στους αιώνες. Μόνο σταμάτησε την αμαρτία, μετανόησε βαθιά και ειλικρινά, εξομολογήσου στον πνευματικό και ξεκίνα μια νέα εν Χριστώ ζωή. Ο ψαλμωδός σου δείχνει τον δρόμο: «Την αμαρτίαν μου εγνώρισα και την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα. Είπα· εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω· και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. 31. 5).
Μην αγανακτής που τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε όπως τα θέλεις εσύ στη ζωή σου. Δεν είναι δυνατόν, αλλά και συμφέρον σου δεν είναι, να γίνωνται όλα κατά τη σκέψι σου, κατά την επιθυμία σου, κατά το θέλημά σου. Η σκέψις σου πολύ συχνά είναι πλανεμένη, η επιθυμία σου εμπαθής, το θέλημά σου ολότελα εγωιστικό. Και ο παντογνώστης Θεός φυσικά το γνωρίζει αυτό, έστω κι αν εσύ δεν το συνειδητοποιής. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπει να εκπληρώνονται πάντα οι επιθυμίες σου, για να μη βλαφθή η ψυχή σου, ο πιο πολύτιμος θησαυρός που διαθέτεις. «Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;» (Ματθ. 16. 26).
Άφησε λοιπόν τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού, εγκατάλειψέ τον στην πανάγαθη βούλησί Του. Έγινε κάτι όπως το ήθελες; Ευχαρίστησέ Τον. Δεν έγινε; Δόξασέ Τον. Τίποτε δεν σου είναι αναγκαίο, εφ’ όσον δεν σου το δίνει ο Θεός. Τίποτε, εκτός από ένα: να μην αποξενωθής από Εκείνον και τη χάρι Του. Γι΄ αυτό «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει· ου δώσει εις τον αιώνα σάλον τω δικαίω» (Ψαλμ. 54. 23).
Για τρεις λόγους κυρίως ο πανάγαθος Θεός δεν εκπληρώνει τις επιθυμίες μας και παραχωρεί τις δοκιμασίες στη ζωή μας. Πρώτον, για να συναισθανθούμε την αδυναμία μας, ν’ αποδεσμευθούμε από την αυτάρκεια και την εγωιστική αυτοπεποίθησή μας, και να αναθέσουμε με ταπείνωσι κάθε ελπίδα μας σ’ Εκείνον. Δεύτερον, για να μας ασκήση στην καρτερία και την υπομονή, που φέρνει πολύ πνευματικό καρπό στην ψυχή, καθώς μας βεβαιώνει παρηγορητικά και ο απόστολος: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν· η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (Ιακ. 1. 2-4). Και τρίτον, σαν πάνσοφος και αλάθητος γιατρός ο Κύριος, ανατρέπει συχνά τις επιθυμίες μας και παραχωρεί πικρίες και χτυπήματα για ν’ απομακρύνη τον νου και την καρδιά μας από τη λατρεία των υλικών πραγμάτων, από την αιχμαλωσία της γης, και να μας ωθήση στην αναζήτησι του ουρανού και των αιωνίων αγαθών. «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν, μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα· τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια» (Β’ Κορ. 4. 17-18).
Όσες θλίψεις υπομείνης με ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, που κατεργάζεται μ’ αυτό τον τρόπο την ψυχή σου, τόσες άρρητες παρηγοριές θα λαβής απ’ Αυτόν, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης: «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93. 19).
«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16. 33). Ο Κύριος επιβεβαιώνει, προειδοποιεί και ενθαρρύνει. Θέτει το πρόβλημα. Δίνει και τη λύσι. Οι θλίψεις αναπόφευκτες. Αλλά και η νίκη του πιστού, του πιστού που γνωρίζει καλά πως «δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14. 22), θα είναι ένδοξη και περίτρανη, σαν τη νίκη του Κυρίου μας, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση» (Αποκ. 6. 2).
«Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος» (Ψαλμ. 33. 20). Απορείς: Γιατί οι δίκαιοι ζουν συνήθως μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες, ενώ οι αμαρτωλοί και άδικοι μέσα στην άνεσι, τον πλούτο, τη δόξα, την ευμάρεια; Μη θαυμάζης; «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Παροιμ. 3. 12). Όχι βέβαια για τιμωρία, «αλλ’ εις νουθέτησιν μαστιγοί Κύριος τους εγγίζοντας αυτώ» (Ιουδίθ 8. 27). Δυστυχείς και θλίβεσαι και πειράζεσαι; Χαίρε, γιατί ο Κύριος ασχολείται μαζί σου, είναι δίπλα σου. Ευτυχείς και πλουτείς και δοξάζεσαι; Πρόσεξε μήπως απομακρυνθής από τον Κύριο και μείνης μόνος σου, πλούσιος σε επίγεια αλλά φτωχός σε ουράνια αγαθά. Φτωχός στη ζωή, φτωχός και στον θάνατο: «Μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος ή όταν πληθυνθή η δόξα του οίκου αυτού· ότι ουκ εν τω αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού» (Ψαλμ. 48. 17-19).
Όλοι οι άγιοι πέρασαν τη ζωή τους μέσα στον πόνο και τη θλίψι, στη στέρησι και την ασθένεια, στους διωγμούς και τα βάσανα. Κι εσύ; Θέλεις να ζήσης χωρίς αυτά τα ψυχοσωτήρια δώρα; Θέλεις λοιπόν ν’ αποκοπής από τον χορό των εκλεκτών του Θεού;… Μη γένοιτο! Παρηγορήσου όμως με τη σκέψι ότι ο Κύριος δεν θα παραχωρήση ποτέ να σε βρη πειρασμός που να ξεπερνά την αντοχή σου, πνευματική ή σωματική. «Πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α’ Κορ. 10. 13), διαβεβαιώνει ο απόστολος. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει θλίψις χωρίς τέλος, δεν υπάρχει δάκρυ που να μη στεφανωθή με τη χαρά. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωΐ αγαλλίασις» (Ψαλμ. 29. 6).
Οι Άγιοι Πάντες «εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (Εβρ. 11. 36-38), «οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β’ Κορ. 11. 26-27). Και όμως, ολ’ αυτά τα υπέμειναν και τ’ αντιμετώπισαν «εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω» (Β’ Κορ. 6. 6). Ενώ εσύ, με το παραμικρό συγχύζεσαι, απογοητεύεσαι, οργίζεσαι, ολιγοπιστείς. Εκείνοι, αν και άγιοι και ευάρεστοι στον Θεό, τα υπέμειναν όλα αγόγγυστα. Εσύ, που κάθε μέρα αμαρτάνεις και θλίβεις τον Θεό, δυσαρεστείσαι και με την πιο μικρή δυσκολία.
Διωγμένοι, βασανισμένοι, εξευτελισμένοι οι άγιοι, «επορεύοντο χαίροντες… ότι υπέρ του ονόματος αυτού (του Ιησού) κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πραξ. 5. 41). Εσύ, αναπαυμένος στην ευμάρειά σου, λυπάσαι και απελπίζεσαι και με την πιο ασήμαντη παιδαγωγική δοκιμασία του Θεού. Αλήθεια, πόσο μακριά Του είσαι!
Δεν έχεις φόβο Θεού, γι’ αυτό σε κυριεύει ο φόβος των δοκιμασιών. Δεν πενθείς για τις αμαρτίες σου, γι’ αυτό είσαι λιπόψυχος. Δεν έχεις «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50. 19), γι’ αυτό δεν είσαι ανδρείος στους πειρασμούς. Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωσι δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες. Και δυναμωμένος με τη χάρι του Θεού πολεμά και νικά και αναμένει την εκπλήρωσι των λόγων Του: «Ο νικών έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός. Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις… το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. 21. 7-8).
Αν κάποιος σε προσβάλη, σε θίξη, σε συκοφαντήση, σε βλάψη άδικα και αδικαιολόγητα με οποιονδήποτε τρόπο, μην οργισθής εναντίον του, μη μνησικακήσης, μην κυριευθής από εκδικητικότητα. Αντίθετα, ταπεινώσου, κλάψε με συντριβή καρδίας και προσευχήσου ικετευτικά στον Κύριο να συγχωρήση τις αμαρτίες σου. Γι΄ αυτές τις αμαρτίες παραχωρεί ο Θεός να σου συμβαίνουν όλα αυτά, για να ταπεινωθής και να διορθωθής. Πίστεψε βαθιά μέσα σου πως είσαι άξιος τέτοιας, κι ακόμη χειρότερης συμπεριφοράς εκ μέρους των ανθρώπων. Και δέξου την με ευγνωμοσύνη σαν φάρμακο θεραπευτικό της άρρωστης ψυχής σου. Υπόμεινε τώρα εδώ άδικα, για να μην υποφέρης εκεί δίκαια. Καταδικάσου εδώ στη γη, έστω κι αν είσαι ανένοχος, για να μην καταδικασθής αιωνίως στον ουρανό σαν ένοχος. Δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα το να εκδικηθής αυτόν που σ’ έβλαψε. Είναι όμως αληθινός ηρωισμός, είναι ψυχικό μεγαλείο το να υπομείνης το κακό αγόγγυστα και με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ούτε το να πάσχης δίκαια είναι σπουδαίο. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ’ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομένειτε, τούτο χάρις παρά Θεώ. Εις τούτο γαρ εκλήθητε» (Α’ Πέτρ. 2. 20-21).
Υ   – Υπομονή
«Υπομονής έχετε χρείαν, ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την επαγγελίαν» (Εβρ. 10. 36). Αυτοί που υπομένουν αγόγγυστα και με καρτερία τα πάντα, μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι αυτοί που μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού, θα πάρουν την αμοιβή που υποσχέθηκε Εκείνος: τη βασιλεία των ουρανών. Γι’ αυτό κι εσύ «μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν… Μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες· προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων· μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. 12. 21, 17, 19). Στον Κύριο ανήκει η κρίσις και η καταδίκη όσων σε αδικούν. Σε σένα η καλωσύνη και η μακροθυμία. Στον Κύριο ανήκει η τιμωρία και η πάταξις του κάκου. Σε σένα η ανεξικακία και η υπομονή.
Η υπομονή στις δοκιμασίες είναι ένα ασφαλές μέσο για να ενωθούμε με τον Θεό. Όσο ο γογγυσμός χωρίζει από τον Θεό, τόσο η υπομονή σφυρηλατεί την ενότητά μας μαζί Του. Αν λοιπόν υπομένης μ’ ευγνωμοσύνη όλες τις δοκιμασίες για χάρι Του, θα σου ανταποδώση την αιώνια μακαριότητα.
Μέσω της θλίψεως και της υπομονής εισέρχεσαι στον χώρο της αληθινής γνώσεως και καθαρίζεσαι από το πλήθος των αμαρτιών σου.
Πρόσεχε ωστόσο να μην εκθέτης θεληματικά τον εαυτό σου σε κινδύνους. Να προσεύχεσαι στον Κύριο με τα λόγια της προσευχής που Εκείνος δίδαξε: «Μη εισενέγκης με εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι με από του πονηρού»! Μην επιδιώκης εσύ τις δοκιμασίες, για ν’ ασκηθής τάχα στην υπομονή. «Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε» (Ψαλμ. 120. 3). Μην εκτίθεσαι ο ίδιος σε κινδύνους και πειρασμούς. Να είσαι όμως πάντα έτοιμος να υπομείνης με ευγνωμοσύνη όσους θα παραχωρήση ο Θεός. Ο ίδιος ο Κύριος μας διδάσκει με το παράδειγμά Του. Όταν πριν από το πάθος προσευχόταν στον Πατέρα Του, έλεγε: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Θυμήσου ακόμη πόσες φορές φυλαγόταν από τους Ιουδαίους και τους ξέφευγε, ή προφυλασσόταν από τους κινδύνους που τον απειλούσαν. Ήταν όμως έτοιμος πάντα να υποταχθή στο θέλημα του Πατρός: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26. 39).
Ο λόγος για την υπομονή δεν τελειώνει εύκολα. Θυμάμαι πάλι τους λόγους του Κυρίου: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκ. 21. 19). «ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10. 22). Αλλά και στο διάστημα της επιγείου ζωής Του ο Κύριος έγινε για μας πρότυπο υπομονής, μακροθυμίας και ανεξικακίας «ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Α’ Πέτρ. 2. 23). Υπόμεινε κι εσύ με χαρά τα πάντα, για ν’ ακούσης τη φωνή Του να λέη: «Ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ώρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης, πειράσαι τους κατοικούντας επί της γης» (Αποκ. 3. 10).
«Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου» (Ψαλμ. 39. 1). Ο Κύριος δέχεται σαν θυσία ευάρεστη την ανδρεία υπομονή, ενώ αποστρέφει το πρόσωπό Του από τη μικροψυχία. Οι άνθρωποι της υπομονής ακολουθούν πιστά τα ίχνη Του, οι δειλοί και οι μικρόψυχοι απομακρύνονται από κοντά Του· «πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετ’ αυτού περιεπάτουν» (Ιω. 6. 66).
Ποιός τραυματισμένος θεράπευσε ποτέ την πληγή του χωρίς υπομονή στον πόνο και στα θεραπευτικά μέσα του γιατρού; Ποιός μπορεί ν’ ακολουθήση πίσω από τον Χριστό χωρίς να σηκώση στους ώμους τον σταυρό της υπομονής; Κανένας. «Όλοι όσοι Τον ακολούθησαν και Τον ακολουθούν ήταν και είναι έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν με υπομονή τις δοκιμασίες που οπωσδήποτε θα τους βρουν, καθώς τονίζει και ο σοφός Σειράχ: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (2. 1).
«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16. 24). Τί μας λέει μ’ αυτά τα λόγια Του ο Κύριος; Ότι όποιος θέλει να βαδίση στα ίχνη Του πρέπει πρώτα ν’ αρνηθή τον εαυτό του, δηλαδή τη φιλαυτία του και το θέλημα του, έπειτα να σηκώση τον σταυρό του, σταυρό υπομονής και ανδρείας, και τέλος να Τον ακολουθήση.
Αγωνίσου να παραμείνης χωρίς μεταπτώσεις σε κατάστασι πνευματικής εγρηγόρσεως, υπομονής και ανδρείας, γιατί μόνο έτσι θα καταβάλης τον νοητό Αμαλήκ που επιβουλεύεται την ψυχή σου, θ’ απαλλαγής από βάσανα και θλίψεις και θ’ αξιωθής των αιωνίων αγαθών, όταν θα επανέλθη ο Κύριος για να κρίνη τον κόσμο.
«Ουαί υμίν τοις απολωλεκόσι την υπομονήν· και τί ποιήσετε όταν επισκέπτηται ο Κύριος;» (Σοφ. Σειράχ 2. 14).
Φ   – Οκνηρία στα πνευματικά έργα
ΦΥΛΑΞΕ την ψυχή σου από τη φοβερή παραλυσία, που οι Πατέρες ονομάζουν ακηδία, την οκνηρία δηλαδή στα πνευματικά έργα. Να θυμάσαι πάντοτε τα λόγια του αποστόλου που μας συμβουλεύει να είμαστε «τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες» (Ρωμ. 12. 11). Μην είσαι ράθυμος και χλιαρός, για να μην ακούσης κάποτε τα λόγια: «Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου» (Αποκ. 3. 16). Αγωνίζου, αγρύπνα, νήφε, μη χάνης μάταια τον χρόνο της ζωής σου, τον χρόνο που σου δόθηκε για την καλλιέργεια της ψυχής και την απόκτησι των αιωνίων αγαθών. Φρόντιζε να μην πέραση ούτε μια μέρα σου αργή από πνευματικά έργα. Ο χρόνος που περνά δεν γυρίζει πίσω.
Η ζωή μας είναι σαν ένας πόλεμος, σαν μια αγορά, σαν ένα σχολείο, σαν ένα μακρύ θαλασσινό ταξίδι. Στις μάχες δεν συγχωρείται ανάπαυσις, στο εμπόριο δεν χωρεί αδράνεια, στο σχολείο δεν επιτρέπεται αμέλεια, στο θαλασσινό ταξίδι δεν έχει θέσι η αμεριμνία. Γι’ αυτό μην τεμπελιάζης, μην αμελής στα έργα του Θεού, αλλά ασκήσου και κοπίαζε, ιδού για σένα το πεδίο της μάχης, ιδού η αγορά, ιδού το σχολείο. Το τάλαντο που κατέχεις μην το κρύψης, αλλά πολλαπλασίασέ το, για να μην ακούσης κάποτε: «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διασκόρπισα! έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω» (Ματθ. 25. 26-27). Τί θ’ απαντήσης τότε, τη φοβερή μέρα της Κρίσεως, που όχι μόνο δεν πολλαπλασίασες το τάλαντό σου, αλλά ούτε τον τόκο του δεν διαθέτεις;
Η πνευματική επαγρύπνησις και ο αγώνας σου κατά του δαιμονικού κακού θα διαρκέση μέχρι το τέλος της ζωής σου: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. 2. 10). Κι αυτό, γιατί ο σατανάς συνεχώς επαγρυπνεί και ποτέ δεν ησυχάζει, αλλά σαν άγριο λιοντάρι περιφέρεται παντού ζητώντας να καταπιή όποιον του έχει ξεφύγει. Αλλοίμονο σ’ εκείνον που θα τον βρη κοιμισμένο!
Πρόσεξε ιδιαίτερα όσα σε συμβουλεύει ο σοφός Σολομών: «Ίθι προς τον μύρμηκα, ω οκνηρέ, και ζήλωσον ιδών τας οδούς αυτού και γενού εκείνου σοφώτερος· εκείνω γαρ γεωργίου μη υπάρχοντος, μηδέ τον αναγκάζοντα έχων, μηδέ υπό δεσπότην ων, ετοιμάζεται θέρους την τροφήν πολλήν τε εν τω αμητώ ποιείται την παράθεσιν. Ή πορεύθητι προς την μέλισσαν και μάθε ως εργάτις εστί τήν τε εργασίαν ως σεμνήν ποιείται· ης τους πόνους βασιλείς και ιδιώται προς υγίειαν προσφέρονται· ποθεινή δέ εστι πάσι και επίδοξος· και περ ούσα τη ρώμη ασθενής, την σοφίαν τιμήσασα προήχθη. Έως τίνος, οκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δε εξ ύπνου εγερθήση; ολίγον μεν υπνοίς, ολίγον δε κάθησαι, μικρόν δε νυστάζεις, ολίγον δε εναγκαλίζη χερσί στήθη· είτ’ εμπαραγίνεταί σοι ώσπερ κακός οδοιπόρος η πενία και η ένδεια ώσπερ αγαθός δρομεύς. Εάν δε άοκνος ης, ήξει ώσπερ πηγή ο αμητός σου, η δε ένδεια ώσπερ κακός δρομεύς απαυτόμολήσει» (Παροιμ. 6. 6-12).
Να γιατί δεν πρέπει να οκνής, αλλά με προθυμία να εργάζεσαι στο αγαθό. Γιατί τώρα είναι καιρός εργασίας, μετά καιρός ανταποδόσεως. Στη γη πόλεμος, στον ουρανό ανάπαυσις. Και αναγκαστικά ένα από τα δύο θα κάνης, είτε θα νικήσης είτε θα νικηθής· είτε θα μείνης κοντά στον Θεό είτε θα χωρισθής απ’ Αυτόν. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Μη λυπάσαι να δουλαγωγής τη σάρκα σου για χάρι του Χριστού, γιατί Εκείνος την έπλασε. Μην τρομάζης μπροστά στους πόνους, γιατί Εκείνος έχει τη δύναμι κάθε πληγή να θεραπεύση. Μη λυπάσαι να Του προσφέρης ολόκληρη την ύπαρξί σου, γιατί Εκείνος θα την ανακαινίση, θα την δοξάση και θα σου την προσφέρη πάλι «εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένην πεποικιλμένην» (Ψαλμ. 44. 14) στη βασιλεία των ουρανών. Όπως ο Χριστός υπέφερε για χάρι σου, υπόφερε κι εσύ για χάρι του Χριστού. Ρίξε ένα βλέμμα γύρω σου και δες πόσος πόνος, πόση δυστυχία, πόσες θλίψεις υπάρχουν στους ανθρώπους. Όσο κι αν πονάς, υπάρχουν άλλοι που πονούν περισσότερο. Όσο κι αν δυστυχής, υπάρχουν άλλοι που δυστυχούν περισσότερο. Δόξασε κι ευχαρίστησε τον Θεό που δεν σου στέλνει πιο μεγάλες συμφορές. Πάρε θάρρος, βάλε αρχή και ευαρέστησέ Τον με τον πνευματικό αγώνα σου. Με λίγο προσωρινό κόπο θ’ απόλαυσης αιώνια και ατελεύτητα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α’ Κορ. 2. 9).
Ξέρεις γιατί κυριεύεσαι από πνευματική ραθυμία και ακηδία; Επειδή δεν αγαπάς μ’ όλη σου την καρδιά τον Κύριο. Και όποιος δεν αγαπά τον Κύριο μ’ όλη τη δύναμι της ψυχής του, βλέπει την οδό που οδηγεί στη ζωή πολύ στενή και τεθλιμμένη, αισθάνεται τον ζυγό του Κυρίου ασήκωτο και τον νόμο Του ακατόρθωτο. Αγάπησε τον Κύριο «εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτερ. 6. 5), και τότε θα βαδίζης στον δρόμο Του με χαρά και προθυμία, «ηγούμενος πάντα σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσης» (πρβλ. Φιλιππ. 3. 8). Οι άγιοι της Εκκλησίας μας, που βαθιά αγάπησαν τον Θεό, κάθε κόπο για χάρι Του τον θεωρούσαν άκοπο, κάθε πόνο άπονο, κάθε θλίψι ευεργεσία. Μερικοί μάλιστα, φλεγόμενοι από θείο έρωτα, δεν άντεχαν ούτε για λίγο ν’ αναχαιτίζουν τον χειμαρρώδη εκείνο πόθο που τους ωθούσε στην ένωσι με τον Θεό. Περιφρονούσαν ακόμη και τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες, την τροφή και τον ύπνο, για να μη στερηθούν την απόλυτη και απρόσκοπτη επικοινωνία τους με τον εκλεκτό Νυμφίο της ψυχής τους. Τόσο φλογισμένες και συνεπαρμένες ήταν οι ψυχές των αγίων από τη θεία αγάπη. Με χαρά, σαν ασώματοι άγγελοι, παραδίδονταν σε υπεράνθρωπες νηστείες, ατελεύτητες αγρυπνίες, αδιάλειπτες προσευχές και δοξολογίες προς τον αγαπώμενο Κύριο, κι έφθαναν για χάρι Του μέχρι τον θάνατο, αντιμετωπίζοντάς τον όχι σαν κακό μα σαν λύτρωσι και δυνατότητα απόλυτης και αιωνίας ενώσεως μαζί Του. Όλα αυτά βέβαια που κατώρθωσαν θα ήταν απραγματοποίητα, αν στην αγάπη τους προς τον Θεό δεν προσετίθετο και η θεία χάρις, «η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», που ενδυναμώνει όσους δείχνουν έμπρακτη αγάπη στον Κύριο. Έτσι, «τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8. 28), ώστε να επαληθεύεται πάντοτε η αψευδής ρήσις Εκείνου: «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν» (Ματθ. 11. 30).
Ετοιμάσου λοιπόν, αδελφέ μου, ετοιμάσου για την υποδοχή του ουρανίου Νυμφίου, του υπερενδόξου Κυρίου Ιησού Χριστού. Ιδού, «έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ξύπνα, ετοίμασε τη λαμπάδα της καρδιάς σου. «Ανάστα, τί καθεύδεις; το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι». Έρχεται Εκείνος που μαζί Του θα ζης και θα συνευφραίνεσαι αιωνίως. Πρόσεξε να μη σβήση η λαμπάδα σου. Πρόσεξε να μη νυστάξη η ψυχή σου από τη ραθυμία και την ακηδία. Ετοιμάσου να δεχθής μέσα σου τον Κύριο της δόξης. Ήρθε και χτυπά κιόλας τη θύρα της καρδιάς σου. Άκουσέ Τον: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού. Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου… Ο έχων ους ακουσάτω…» (Αποκ. 3. 20-22).
Χ   – Μυστική ένωσις με τον Κύριο
Χαρά και ευφροσύνη απέραντη, γιορτή και πανηγύρι αιώνιο της ψυχής είναι η μυστική ένωσίς της με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Αδελφέ μου, «έρχου και ίδε!» (Ίω. 1. 47). Έλα και δες τον Ιησού! Έλα και δόξασέ Τον! Έλα και ύμνησε τον Κύριό σου! Έλα και γονάτισε και κλάψε μπροστά στον πλάστη σου! Έλα, προσκύνησέ Τον, αναγνώρισέ Τον, ομολόγησέ Τον! «Πρόσελθε προς αυτόν και φωτίσθητι, και το πρόσωπόν σου ου μη καταισχυνθή» (Ψαλμ. 33. 6).
Έλα πεινασμένε, να ευφρανθής από τη θεία τροφή! Έλα τυφλέ, ν’ απολαύσης το αιώνιο φως! Έλα αιχμάλωτε, να χαρής την ελευθερία! Έλα θνητέ, ενώσου με τον Αθάνατο, για ν’ αξιωθής της αιωνίας ζωής!
Έλα πονεμένε και θλιμμένε, να νιώσης την παντοτεινή χαρά! Έλα απελπισμένε, να βρης την ελπίδα! Έλα ψυχρέ, να φλογισθής σαν τη φωτιά! Έλα φτωχέ, να πλουτίσης με τον αδαπάνητο θησαυρό! Έλα γυμνέ, να ενδυθής αθάνατη δόξα και χιτώνα αφθαρσίας!
Ιδού, ο Κύριος «έρχεται μετά των νεφελών, και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν, και κόψονται επ’ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης» (Αποκ. 1. 7). Ναι, έρχεται και δεν θ’ αργήση ο Κύριος. Μακάριος όποιος τηρεί τις εντολές Του. Μακάριος όποιος φυλάττει τον νόμο Του. Μακάριος όποιος είναι νοερά και μυστικά ενωμένος μαζί Του.
Σήκωσε, αδελφέ μου, σήκωσε τους νοητούς οφθαλμούς της καρδιάς σου προς τον Θεό και ικέτευσέ Τον να την φλογίση με τη θεία αγάπη Του. Ταύτισε το θέλημά σου με το θέλημα του Κυρίου. Σαν άλλος Βαρτίμαιος φώναξε κι εσύ πάλι και πάλι: «Υιέ Δαβίδ Ιησού, ελέησόν με!» (Μαρκ. 10. 47). Και όσο οι δαίμονες, με τα τεχνάσματα και τις παγίδες τους, προσπαθούν να εμποδίσουν την αναφορά σου προς τον Κύριο, εσύ «πολλώ μάλλον κράζε· υιέ Δαβίδ, ελέησόν με!» (Μαρκ. 10. 48), δίδαξέ με να κάνω πάντοτε το θέλημά Σου και ν’ ανήκω μόνο σε Σένα!
«Ει δώσω (= δεν θα δώσω) ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ» (Ψαλμ. 131. 4-5). Βίαζε τον εαυτό σου νύχτα και μέρα, μην του δίνης ανάπαυσι και ησυχία, μέχρι ν’ ανοίξης την καρδιά σου στον Κύριο, ν’ ανοίξης μέσα σου τόπο για Κείνον και να γίνης ολόκληρος κατοικητήριο της χάριτός Του. Γι’ αυτό άλλωστε πλάσθηκες και αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός της ζωής σου: η ένωσίς σου με τον Θεό.
Την ολοκληρωτική ένωσί σου με τον Κύριο θα επιτύχης καλλιεργώντας την αδιάκοπη επικοινωνία μαζί Του δια της προσευχής. Ξέχασε όλα τα γήινα και μάταια και στρέψε όλες τις επιθυμίες και τις διαθέσεις σου προς Αυτόν, ζήτα το έλεός Του αδιάλειπτα, κράτα τη μνήμη Του συνεχώς στον νου σου και βυθίσου όλος μέσα στο πέλαγος της αγάπης Του. Αυτός είναι ο Θεός σου, Αυτός ο δημιουργός σου, Αυτός η δόξα σου, Αυτός η σωτηρία και η αιώνια ζωή σου.
Απόκτησε λοιπόν κι εσύ, «από του νυν και έως του αιώνος» τον ασίγαστο πόθο του προφήτου: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός» (Ψαλμ. 41. 1-2).
Ψ  – Προσευχή
Ψυχή χωρίς προσευχή είναι καταδικασμένη να πεθάνη από πνευματική ασφυξία, όπως το σώμα όταν στερηθή το οξυγόνο.
Δυο ειδών προσευχές έχουμε: την κοινή, τη φανερή· και την ατομική, τη μυστική. Η κοινή προσευχή πρέπει να γίνεται πάντοτε σύμφωνα με την τάξι και το τυπικό που ορίζει η Εκκλησία μας. Στην κοινή προσευχή δεν έχουμε δικαίωμα ν’ αυτοσχεδιάζουμε, όπως κάνουν οι αιρετικοί. Έχει τον καθωρισμένο χρόνο και το καθωρισμένο από την Εκκλησία περιεχόμενό της: μεσονυκτικό, όρθρος, ώρες, λειτουργία, εσπερινός, απόδειπνο. Το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα, που συγκροτεί ολόκληρη την Εκκλησία, ώρισε αυτές τις προσευχές, για να λατρεύεται και να δοξάζεται αδιάκοπα ο αληθινός Θεός στη γη από τους ανθρώπους, όπως δοξάζεται στον ουρανό από τους αγγέλους.
Η ατομική προσευχή δεν είναι προκαθωρισμένη. Είναι η προσωπική συνομιλία και επικοινωνία του ανθρώπου με τον ουράνιο Πατέρα του, του πλάσματος με τον πλάστη του. Αυτή η προσευχή, διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις ανθρώπου και Θεού· και ως προς την ενέργειά της, έχει τέτοια και τόση δύναμι, ώστε συντηρεί και διατηρεί τον κόσμο, συμφιλιώνει με τον Θεό, σβήνει πλήθος αμαρτημάτων, σώζει από τους πειρασμούς, συντρίβει τα τεχνάσματα των δαιμόνων, γεννά όλες τις αρετές, χορηγεί τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τρέφει την ψυχή, φωτίζει τον νου, διαλύει τη λύπη και την ακηδία, σβήνει τον θυμό, καλλιεργεί την ελπίδα, καθρεπτίζει την πνευματική πρόοδο, αποκαλύπτει τα μέλλοντα.
«Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ» (Ματθ. 6. 6). «Ταμιείον» πνευματικό είναι η καρδιά που ενώνεται με τον νου και γεννά ό,τι ο άγιος Θεοφύλακτος ονομάζει μυστική διάνοια. Εκεί μέσα επιτελείται η εσωτερική προσευχή. Δεν χρειάζεται να κινηθούν τα χείλη, να χρησιμοποιηθούν βιβλία, να επιστρατευθούν τα μάτια και η γλώσσα και οι φωνητικές χορδές· χρειάζεται όμως ν’ ανυψωθή ο νους προς τον Θεό και να βυθισθή μέσα σ’ Αυτόν.
Το πνευματικό «ταμιείον» της καρδίας σου χωρεί και κλείνει μέσα του ολόκληρο τον Κύριο και τη βασιλεία των ουρανών, καθώς ο ίδιος διαβεβαίωσε: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17. 21). Η καρδιά, εξηγεί ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, είναι μικρό όργανο, αλλά μέσα της χωρούν τα πάντα: εκεί ο Θεός, εκεί οι άγγελοι, εκεί η αιώνια ζωή και βασιλεία, εκεί οι άγιοι, εκεί ο θησαυρός της χάριτος. Σ’ αυτό λοιπόν το εσωτερικό καρδιακό ταμείο ν’ αποσύρεσαι συχνά, να συγκεντρώνης όλο σου τον νου, να παρίστασαι νοερά ενώπιον του Θεού και να επικοινωνής μαζί Του μυστικά, με πνευματική θέρμη και ζώσα πίστη, ασκούμενος στη νήψι, για να εξελιχθής «εις άνδρα τέλειον».
Μάθε τον άριστο τρόπο της προσευχής: Πρώτα ν’ απευθύνης στον Θεό ειλικρινή και βαθιά ευχαριστία «πάντων ένεκεν». Στη δεύτερη θέσι βάλε την εξομολόγησι των αμαρτιών σου, με μετάνοια, συναίσθησι και συντριβή ψυχής. Και τελευταία ας αναφέρης τα αιτήματά σου προς τον ουράνιο Πατέρα σου.
Αν προσεύχεσαι πολύν καιρό και ο Θεός δεν εισακούη τα αιτήματά σου, οπωσδήποτε τούτο συμβαίνει για τρεις αίτιες: Ή διότι ζητάς κάτι πριν έρθη η κατάλληλη ώρα, ή διότι ζητάς ανάξια και υπερήφανα, ή διότι ο παντογνώστης Κύριος γνωρίζει πως αν εκπληρώση την επιθυμία σου θα πέσης κατόπιν σε υπερηφάνεια ή σε αμέλεια.
Υπάρχει προσευχή ευάρεστη στον Θεό και καρποφόρα. Και υπάρχει προσευχή βδελυκτή στον Θεό και άκαρπη. Αν θέλης να δεχθή ο Κύριος την προσευχή σου, πλησίασέ Τον με πολλή ταπείνωσι και συντριβή, με καθαρούς τους λογισμούς, με βαθιά εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του, με καθαρή την καρδιά από την οργή και τη μνησικακία, με Πνεύμα μαθητείας και υπακοής στο θέλημά Του. Αυτές είναι οι βασικές προϋποθέσεις της καρποφόρας προσευχής.
«Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί· δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται» (Ματθ. 6. 7), λέει ο Κύριος. Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος πάλι διδάσκει: «Μη ζητάς να λες πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθή ο νους σου αναζητώντας λόγια. Ένας λόγος τελωνικός εξιλέωσε τον Θεό, και ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές δημιούργησε στον νου φαντασίες και διάχυσι, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου».
Γι’ αυτό ασκήσου στην αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή, τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», υπακούοντας στα λόγια του αποστόλου: «Θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι… ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Α’ Κορ. 14. 19). Αν αυτή η προσευχή γίνη η αναπνοή της ψυχής σου, θα σε οδηγήση κατ’ ευθείαν στη μυστική ένωσι με τον Κύριο.
Την αληθινή και καθαρή προσευχή δεν μπορεί να σου τη διδάξη άλλος, εκτός από τον Κύριο.
Η προσευχή δεν έχει άλλο δάσκαλο εκτός από τον ίδιο τον Θεό, «τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν και διδόντα ευχήν τω ευχομένω» (Ψαλμ. 93. 10 – Α’ Βασ. 2. 9). Γι΄ αυτό μιμήσου τον μαθητή εκείνο πού με απλότητα παρακάλεσε τον Χριστό: «Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11. 1).
Ω   – Αγάπη προς τον Κύριο
«Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος» (Ιω. 12. 13) κράζει, πληγωμένη από θείο πόθο και θεία αγάπη, κάθε ψυχή που ποθεί την ένωσί της με τον Νυμφίο Χριστό. Και Τον καλεί ακατάπαυστα, στολίζοντας τη λαμπάδα της με τις αρετές. Καμμιά προκοπή δεν θα κάνη η ψυχή που αγωνίζεται στο πνευματικό στάδιο, αν δεν φλέγεται από αγάπη στον Κύριο Ιησού.
Για να μπορής νύχτα και μέρα ν’ ακολουθής με ζήλο τα ίχνη του Ιησού, για να ενωθής μυστικά μαζί Του, πρέπει και η δική σου καρδιά να είναι πληγωμένη από τη θεία αγάπη. Προσκολλήσου στον Κύριο με πάθος, για ν’ απελευθερωθής από τα πάθη, να λυτρωθής από τις πτώσεις, να βρης έλεος για τις αμαρτίες σου, όπως βρήκε και η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα του Ευαγγελίου: «ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47). Πρέπει όμως να φλέγεσαι και να λιώνης από θείο πόθο και να προσθέτης κάθε μέρα αγάπη στην αγάπη, ζήλο στον ζήλο, φλόγα στη φλόγα.
Τα ξύλα που προσθέτεις στη φωτιά αυξάνουν τη φλόγα της. Έτσι και η συχνή προσευχή αυξάνει τη φλόγα της αγάπης στον Θεό και διεγείρει στην καρδιά τον θείο έρωτα. Και όταν η καρδιά φλογισθή, θερμαίνει και φωτίζει όλο τον έσω άνθρωπο· τον διδάσκει τα μυστικά της σοφίας και τα άγνωστα μυστήρια του Θεού τον μετατρέπει σε πύρινο Σεραφείμ. Και τότε, παρίσταται πλέον διαρκώς εν πνεύματι ενώπιον του Θεού.
Αναζήτησε λοιπόν τον Κύριο ακατάπαυστα και επίμονα. «Ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. 7. 8). Όταν Τον βρης και Τον ενθρονίσης στην καρδιά σου, θα πληρωθής απ’ όλα τα αγαθά. «Οι εκζητώντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Κάθε πλούτος του παρόντος κόσμου είναι μάταιος. Κάθε ηδονή ανούσια. Κάθε δόξα, ψέμμα και απάτη. Ένα μόνο πράγμα δεν έχει ούτε σκιά ματαιότητος ή απάτης ή ψεύδους: η αγάπη και η ένωσις της νύμφης ψυχής με τον Νυμφίο Χριστό. Μόνο αυτή παραμένει στον αιώνα. Ας είναι για σένα παντοτεινή χαρά και αδιάκοπο πανηγύρι η θεία αγάπη Του και η παρουσία Του στη ζωή σου και στο βασίλειο της καρδιάς σου. Τίποτε καλύτερο και τιμιότερο και ενδοξότερο απ’ αυτό δεν θα βρης ούτε στη γη ούτε στον ουρανό. Καμμιά γήινη απόλαυσις και κανένας ανθρώπινος ερωτάς δεν δίνουν στην ψυχή τόσο απόλυτη και ατελεύτητη παρηγοριά, ευφροσύνη και χαρά, όσο ο έρωτας του Θεού, η αγάπη προς τον Κύριο.
Αγάπησε, αγάπησε τον Κύριο!
Και μην ξεχνάς ποτέ:
Απόδειξις της αγάπης σου προς Αυτόν είναι η τήρησις των εντολών Του.
Αρχή της αγάπης σου είναι η τελωνική ταπείνωσις.
Πλήρωμα της αγάπης σου είναι η νίκη κατά των δαιμονικών παθών και η κάθαρσις της καρδιάς σου.
Αποτέλεσμα της αγάπης σου είναι η κατοίκησις στην καρδιά σου Εκείνου που είπε· «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5. 8).
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Pages