Αναρωτιέμαι αν η παρακάτω ανάλυση είναι κατάλληλη για δημοσίευση της παρούσης στιγμής. Δεν ξέρω! Αυτό που ξέρω είναι ότι υπάρχει πρόβλημα.
Πρόκειται για παλαιότερη (2007) δημοσίευσή μου στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» που μου θύμισε η πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση της θεολόγου Εύης Βουλγαράκη στο blog της «Ο Ήχος του Ανέμου» με τίτλο «Κήρυγμα: Μαρτυρία ή Μαρτύριο… και ποιου;«. Η αρχική αφορμή για το κείμενό μου ήταν το βιβλίο με κηρύγματα του π. Αντωνίου Πινακούλα με τίτλο «Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὸ δρόμο» (2006) από τις εκδόσεις «‘Eν Πλῷ», αλλά και οι καταστάσεις που, λίγο πολύ ο καθένας μας έχει ζήσει ακούγοντας κηρύγματα στους ναούς μας.
«Κάθε Κυριακὴ στοὺς ναοὺς τῆς πατρίδας μας γίνονται χιλιάδες κηρύγματα. Περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο πιστοὶ ἀκοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ ἀρκετὲς ὧρες κάθε χρόνο. Ἂν μπορούσαμε νὰ τὰ καταγράψουμε θὰ διαπιστώναμε ὅτι θὰ καταλάμβαναν ἀρκετὰ ἑκατομμύρια σελίδες. Παρὰ ταῦτα, διαπιστώνουμε ὅτι τὰ ἀποτελέσματα δὲν εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανῆ ἤ, τουλάχιστον, δὲν εἶναι μετρήσιμα. Ποιὰ τὰ ὀφέλη αὐτοῦ τοῦ ὁμιλητικοῦ πλούτου; Ποιὰ τὰ πλεονεκτήματα τῆς ὁλοφάνερης βελτιώσεως τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τῶν ἱερέων μας;
Προσφάτως, ἔπεσε στὰ χέρια μας μιὰ συλλογὴ μὲ κηρύγματα στὶς Κυριακὲς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἀντωνίου Πινακούλα, «Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὸ δρόμο». Τὸ βιβλίο αὐτὸ κυκλοφορήθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἐν Πλῷ» στὸ τέλος τοῦ 2006. Τὰ δεκαέξι κηρύγματα ἐκφωνήθηκαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονα Χαλανδρίου κατὰ τὰ ἔτη 2002-2005 καί, παρὰ τὴν μεταφορά τους στὸ χαρτί, διατηροῦν τὴ ζωντάνια τοῦ προφορικοῦ ὕφους.
Στοὺς περισσότερους Ναοὺς οἱ ἱεροκήρυκες δὲν μποροῦν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν παγίδα τῆς περιαυτολογίας, καθὼς δὲν ἐλέγχουν τὸ χρόνο τους. Αὐτὸ συμβαίνει, κυρίως, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει δομὴ καὶ σχέδιο στὸ κήρυγμα. Μὲ αὐτὸ δὲν ὑποστηρίζουμε ὅτι τὸ κήρυγμα πρέπει πάντοτε νὰ γράφεται λέξη πρὸς λέξη, καθὼς γιὰ ἕναν πολύπειρο ἱεροκήρυκα αὐτὸ δὲν εἶναι πάντοτε ἀναγκαῖο, πρέπει, ὅμως, ὁ κάθε ὁμιλητὴς νὰ ἔχει στὸ νοῦ του κάποιο σχέδιο καὶ κάποιο στόχο. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πελαγοδρομεῖ καὶ δὲν βρίσκει τὸ λιμάνι. Πολλὰ κηρύγματα φέρνουν στὸ μυαλό μας τὴν εἰκόνα τοῦ πλοίου ποὺ ἐνῶ εἶναι ἕτοιμο νὰ δέσει στὸ λιμάνι, ξαφνικά, ἀλλάζει κατεύθυνση καὶ ξανοίγεται πάλι στὸ πέλαγος. Ὁ κήρυκας ἔχει καλύψει τὸ θέμα του, ἀλλὰ ἐξαίφνης θυμᾶται κάτι ἄλλο ποὺ νομίζει ὅτι ταιριάζει στὴν περίσταση καὶ ἀμέσως μετὰ κι ἄλλο κι ἄλλο ὥσπου στὸ τέλος καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὸ ἀκροατήριό του ἔχουν ἀπολέσει τὸ μίτο.
Ἔλεγε κάποιος λαϊκὸς ἱεροκήρυκας, καθηγητὴς Πανεπιστημίου, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ καλύτερος ὁμιλητὴς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κρατήσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀκροατηρίου του γιὰ περισσότερο ἀπὸ ὀκτὼ μὲ δέκα λεπτά. Εἶναι θλιβερὸ νὰ ἐκκλησιάζεσαι καί, τὴν ὥρα τοῦ κηρύγματος, στρέφοντας τὸ κεφάλι σου νὰ διαπιστώνεις ὅτι οἱ γύρω σου μετὰ τὴν παρέλευση τῶν δέκα λεπτῶν δὲν ἀσχολοῦνται πλέον μὲ τὸν κήρυκα καὶ τὸ θέμα του. Ἡ κατάσταση ἐπιδεινώνεται σὲ περιπτώσεις συνωστισμοῦ ἢ στὴν περίπτωση ποὺ ὑπάρχουν πολλὰ παιδιά. Καὶ γιὰ νὰ γίνουν τὰ πράγματα ἀκόμη χειρότερα, ὁ ὁμιλητής, κάποτε, θεωρεῖ ὑπεύθυνους τοὺς πιστοὺς καὶ κάνει παρατηρήσεις στοὺς ἴδιους καὶ τὰ παιδιά τους, χωρὶς κἂν νὰ περνᾶ ἀπὸ τὴ σκέψη του τὸ ποιὸς φέρει τὴν πραγματικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἀταξία.
Στὴν ἐποχή μας εἴτε συμφωνοῦμε εἴτε διαφωνοῦμε μὲ αὐτὸ κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα. Ὁ ἐθισμός μας στὴν γρήγορη ἐναλλαγὴ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἐννοιῶν μᾶς δυσκολεύει νὰ συγκεντρωθοῦμε σὲ ἕνα θέμα. Ἡ συνεχὴς ἀλλαγὴ τῶν καναλιῶν στὴν τηλεόραση εἶναι ἐνδεικτική. Ἔχει περάσει ἀνεπιστρεπτὶ ἡ ἐποχὴ τῶν παλαιῶν μεγάλων ἱεροκηρύκων ποὺ στόλιζαν καὶ πλούτιζαν τὸ λόγο τους ἀκολουθῶντας τοὺς κανόνες τῆς ρητορικῆς τέχνης. Τὸ κήρυγμα ἐκεῖνες τὶς ἐποχὲς λειτουργοῦσε πολύπλευρα: ἦταν εὐχαρίστηση, ἐνημέρωση, καλλιέργεια καὶ κυρίως ὑποκαθιστοῦσε τὸ βιβλίο, ποὺ ἦταν σπάνιο καὶ μόνο οἱ εὐκατάστατοι εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ τὸ ἀποκτήσουν. Σήμερα γιὰ ἕνα ἀποδοτικὸ κήρυγμα πρέπει νὰ ὑπάρχει σαφήνεια στὶς ἰδέες, ἁπλότητα στὸν τρόπο ἐκφορᾶς, ἀκρίβεια στὰ νοήματα, ἀποφυγὴ ἐπαναλήψεων καὶ συντομία. Κανεὶς δὲν ὑποστηρίζει ὅτι τὸ θέμα πρέπει νὰ μένει ἡμιτελές. Ἀντιθέτως, ὁ κήρυκας θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἐπιλέξει μὲ προσοχὴ τὸ ἀντικείμενό του καί, ἐπαναλαμβάνουμε, νὰ ἐχει θέσει συγκεκριμένους στόχους.
Διαβάζοντας τὸ κείμενο τοῦ π. Ἀντωνίου Πινακούλα διαπιστώνουμε ὅτι ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ τόσο σημαντικὲς ἀρετές. Τὰ κηρύγματά του εἶναι σαφῆ καὶ ἡ ἔκτασή τους ἐλεγχόμενη. Δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὰ πάντα, ἀλλὰ ἔχουν συγκεκριμένους ἄξονες ποὺ τοὺς τηροῦν μέχρι τὸ τέλος. Ἡ γλῶσσα τους δὲν εἶναι φορτωμένη μὲ περιττὰ στολίδια, ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἁπλότητα χωρὶς νὰ χάνει τὴν ἀκρίβεια, διασώζει τὴν ὀμορφιά χωρὶς νὰ κουράζει τὸν ἀκροατή.
Ὅλα τὰ κηρύγματά του ἔχουν ἕνα κεντρικὸ θέμα ποὺ τὸ ἀναπτύσουν χωρὶς νὰ ἐκφυλίζονται σὲ ἀνούσια καὶ κουραστικὴ ἠθικολογία. Σὲ κάποιες περιπτώσεις ἡ προσέγγιση εἶναι τόσο. πρωτότυπη ποὺ κυριολεκτικὰ μᾶς ἐντυπωσιάζει. Στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ξεφεύγει ἀπὸ τὴ συνηθισμένη ἠθικὴ ἀντιμετώπιση καὶ ἐπιχειρεῖ μιὰ πολὺ βαθύτερη ἀνάλυση. Οἱ δύο πρῶτοι περαστικοί, ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, δὲν θεωροῦνται παραβάτες τοῦ Νόμου, ἀλλὰ τηρητές του. Ὁ συγγραφέας τονίζει ὅτι ἀπὸ εὐσέβεια δὲν πλησίασαν τὸ θύμα τῶν ληστῶν, καθὼς νόμισαν ὅτι ἦταν νεκρός. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἀγγίξουν γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν καθαρότητά τους. Παρουσιάζονται, λοιπόν, ὡς δεσμευμένοι ἀπὸ τὸ Νόμο, ὁ ὁποῖος δὲν τοὺς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἐξασκήσουν τὴν ἀγάπη ἡ ὁποία σώζει. Εἶναι καὶ αὐτοὶ σὰν τὸν «ἐμπεσόντα» στοὺς ληστές: ἀδύναμοι καὶ μισοπεθαμένοι. Ἔρχεται, τότε, ὁ ξένος, ἐλεύθερος ἀπὸ τὸ νόμο, καὶ κατορθώνει νὰ κάνει πράξη τὴν ἀγάπη. «Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι». Μὲ αὐτὴ τὴ θεώρηση διασώζεται το κῦρος καὶ ἡ ἀξία τοῦ Νόμου καὶ τῶν ὑπηρετῶν του, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου ποὺ τὴ θέση του παίρνει ὁ Χριστός.
Σὲ κάθε περικοπὴ συναντοῦμε μιὰ παρόμοια προσέγγιση, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν περίπτωση τῆς συγκύπτουσας, στὴν ὁποία ὁ συγγραφέας ἐμμένει στὴ στάση τοῦ ἀρχισυνάγωγου ποὺ παρουσιάζεται νὰ φθονεῖ τὸν Ἰησοῦ. Μιὰ ἄλλη πρωτότυπη παρουσίαση εἶναι αὐτὴ τῆς παραβολῆς τῶν δέκα λεπρῶν, στὴν ὁποία τονίζει ὅτι ἡ λέπρα γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἰσραὴλ ἦταν πολὺ ἀποκρουστική, διότι ἐθεωρεῖτο πνευματικὴ ἀσθένεια. Παραθέτει, μάλιστα, τὴν περίπτωση τοῦ ἰσχυροῦ βασιλιᾶ Ὀζία, ὁ ὁποῖος ἀσθένησε μετὰ ἀπὸ καταπάτηση τοῦ θεϊκοῦ Νόμου καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ κι ἔπειτα ἔχασε τὸ κῦρος του ἀνάμεσα στοὺς συμπατριῶτες του. Πολὺ ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ ἕκτη Κυριακή, ποὺ ὁ Ἰησοῦς πηγαίνει στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Ἡ σύγκρουση μὲ τὰ δαιμόνια ἀντιμετωπίζεται ὡς σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ἐπιβάλλει τὴν τάξη καὶ στὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος, ὡς αἰώνιος ἀντίπαλος τοῦ ἀνθρώπου προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀναιρέσει καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὸ ἀρχέγονο χάος.
Μὲ χαρὰ ὑποδεχόμαστε τέτοιες προσπάθειες, οἱ ὁποῖες βοηθοῦν ὅλους μας νὰ κάνουμε ἕνα περαιτέρω βῆμα στὴν κατανόηση τῶν ἱερῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν, χωρὶς νὰ τὶς περιορίσουμε σὲ στείρα, κουραστικὴ καί, ἐν τέλει, ἀνούσια ἠθικολογία. Μακάρι ὁ π. Ἀντώνιος νὰ μᾶς δώσει καὶ ἄλλους παρόμοιους καρπούς καὶ νὰ βρεῖ πολλοὺς μιμητές.»