Κάποιοι λένε ότι ο Άνθρωπος επινόησε τον θεό μόλις αντιλήφθηκε ότι θα πεθάνει.
Ότι κάποιοι από εκείνους τους πρώτους συγγενείς μας κατάλαβαν πως ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα όλων των ζωντανών πλασμάτων, επομένως και των ανθρώπων, επομένως και δική τους. Αλλά ο εγκέφαλος τους δεν μπορούσε να δεχτεί (ή να κατανοήσει) το τέλος. Έτσι ξεκίνησε να θάβει τους νεκρούς μαζί με τα παιχνίδια τους, για να έχουν κάτι να απασχολούνται στο επέκεινα.
Άλλοι υποθέτουν ότι ο πρώτος άνθρωπος που αντιλήφθηκε ότι θα πεθάνει ήταν ποιητής. Το είπε στους συντρόφους του κι εκείνοι γελούσαν -ή συνέχισαν να τρώνε μπανάνες. Ο Homo Poet δεν μπορούσε να το δεχτεί.
«Τι σημασία έχουνε όλα αυτά που ζούμε,
άμα κι εμείς πεθαίνουμε και τίποτα δεν μένει;»
άμα κι εμείς πεθαίνουμε και τίποτα δεν μένει;»
Ο Ποιητής ήταν ματαιόδοξος. Ήθελε να κερδίσει την αθανασία. Γραφή δεν υπήρχε για ν’ αποτυπώσει τις σκέψεις του. Ούτε φωτογραφία για ν’ απαθανατίσει τις εικόνες του. Ούτε στούντιο ηχογραφήσεων ή έστω youtube για ν’ ανεβάσει τις μουσικές του.
Τριγυρνούσε στη σπηλιά συφιλιασμένος. Τότε είδε κάτι παιδιά που έπαιζαν. Έπαιρναν χρωματιστό χώμα κι έκαναν γκράφιτι στα τοιχώματα. Έτσι ο Homo Poet ανακάλυψε την αθανασία της τέχνης. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει εικόνες από βουβάλια κι αντιλόπες. Οι συνομήλικοι του τον κορόιδευαν, νόμιζαν ότι είχε τρελαθεί, ότι είχε γίνει πάλι παιδί.
Αυτός πέρασε αρκετά χρόνια στολίζοντας τη σπηλιά. Σαν τέλειωσε, και λίγο πριν πεθάνει από γρίππη, ψιθύρισε: «Σε νίκησα, θάνατε».
Χιλιετίες μετά τον πρώτο καλλιτέχνη συνεχίζουμε ν’ αντιπαθούμε τον θάνατο. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρχει κάτι μετά. Συνεχίζουμε να κάνουμε τέχνη, σαν αντίδοτο στο εφήμερο, στο ανάλαφρο του είναι. Κάποιοι παλεύουν να υπερνικήσουν το τελικό εμπόδιο με την επιστήμη. Άλλοι με τη φιλοσοφία πασχίζουν να το υποβαθμίσουν. Οι περισσότεροι απλώς το απωθούν, προτιμούν να μην το σκέφτονται.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ο θάνατος συνεχίζει να είναι η μόνη βεβαιότητα στη ζωή.
Άραγε πώς θα συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι αν μάθαιναν, με βεβαιότητα, ότι υπάρχει και κάτι άλλο, μετά; Θα συνέχιζαν να ζουν ρουτινιάρικα, πληρώνοντας φόρους και βλέποντας τηλεόραση, ή θα τολμούσαν να ζήσουν ό,τι ονειρεύτηκαν;
Δεν είναι παράδοξο; Η επίγνωση του θανάτου, η βεβαιότητα του τέλους και η συντομία του βίου μας, θα έπρεπε να μας οδηγήσει σε μια πιο ολοκληρωμένη ζωή. Να ζούμε όπως ακριβώς θέλουμε, γιατί δεν θα ζήσουμε για πολύ.
Αντιθέτως, εμείς ζούμε λες κι αυτό το δώρο, το σύνολο όλων των τυχαίων γεγονότων που οδήγησαν στην ύπαρξη μας, είναι κάτι που θα επαναληφθεί.
Δεν χρειάζεται να πας πολύ πίσω, αρκεί να σκεφτείς ότι στο σπέρμα του πατέρα σου υπήρχαν εκατομμύρια σπερματοζωάρια, κι αν κάποιο άλλο προλάβαινε να ενωθεί με το ωάριο (με το συγκεκριμένο ωάριο, του συγκεκριμένου σεληνιακού μήνα) της μητέρας σου, τότε δεν θα υπήρχες εσύ, εσύ που διαβάζεις αυτές τις λέξεις, αλλά κάποιος άλλος ή άλλη.
Φανταστείτε τώρα όλες τις πιθανότητες που υπήρχαν να γεννηθούν οι γονείς σας και οι γονείς εκείνων και οι προηγούμενοι. Κι ας μην αναφερθούμε στην τυχαιότητα της συνάντησης τους.
Ξεχάστε τη μοίρα, το πεπρωμένο και την αναγκαιότητα. Υπάρχουμε κατά τύχη. Και, το σημαντικότερο, δεν θα υπάρχουμε για πολύ.
Τι κάνουμε γι’ αυτό, για να γεμίσουμε τις τσέπες της μικρής και μοναδικής μας ευκαιρίας;
Το καλύτερο στην τέχνη, αυτό που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να ζωγραφίζουν, να φωτογραφίζουν, να τραγουδούν, να γράφουν, είναι πως έτσι μπορείς να κάνεις τη στιγμή αιωνιότητα.
Κάποιοι λένε ότι ο Θεός επινόησε τον άνθρωπο μόλις αντιλήφθηκε ότι θα πεθάνει.
Μαζί με τη θνητότητα του έδωσε και τη θεϊκή πνοή. Η θεϊκότητα του ανθρώπου είναι ακριβώς αυτό: Η φαντασία. Μπορείς να ζήσεις ως αθάνατος μέσα στην τέχνη.
Όχι με την υστεροφημία και την αθανασία των έργων σου. Αυτό είναι ματαιοδοξία.
Η αθανασία επέρχεται όταν μπορείς να υπερβείς τα στενά όρια του πραγματικού και να ποιήσεις έναν καινούριο κόσμο, έναν καινούριο άνθρωπο, μια καινούρια ιστορία.
Είμαστε ζώα που προτού πεθάνουν προλαβαίνουν να διηγηθούν μια ιστορία. Να πλάσουν έναν ανύπαρκτο κόσμο. Δεν έχει καμία χρησιμότητα, αφού τελικά θα πεθάνουμε, αφού τελικά ο πλανήτης μας θα εξαϋλωθεί, αφού τελικά κι όλο το σύμπαν θα σβήσει στην εντροπία του.
Δεν κάνουμε τέχνη επειδή είναι χρήσιμη. Όπως και δεν ερωτευόμαστε επειδή θέλουμε να παντρευτούμε ούτε σεξ επειδή θέλουμε να αναπαραχθούμε.
Κάνουμε τέχνη, κάνουμε έρωτα, επειδή νιώθουμε ωραία κάνοντας ‘τα.
Είμαστε ζώα, κι αυτό δεν είναι κακό. Θα πεθάνουμε, κι αυτό ίσως να μην είναι τόσο άσχημο.
Ανάμεσα στην τυχαία γέννηση και στον εξίσου τυχαίο -παρότι αναπόφευκτο- θάνατο, μεσολαβούν λίγες στιγμές. Πώς θα τις γεμίσουμε;
Δεν υπάρχει απάντηση κοινή για όλους, ο καθένας δίνει τις δικές του απαντήσεις. Κι ίσως να είναι κάτι πιο βαθύ: Δεν υπάρχουν καθόλου απαντήσεις. Υπάρχουν μόνο ερωτήσεις.
Απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε ή μπορεί απ’ τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι είμαστε κάτι ξέχωρο απ’ τους γονείς μας, απ’ τη στιγμή που γινόμαστε αυτεξούσιοι πνευματικά, θέτουμε κάποια ερωτήματα.
Κι αυτά τα ερωτήματα προσπαθούμε ν’ απαντήσουμε σ’ όλη μας τη ζωή.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Τι είναι ο θάνατος; Πώς πρέπει να ζήσω; Τι είναι αληθινό και τι ωραίο; Να ζει κανείς ή να μη ζει;
Δεν υπάρχει απάντηση, μην χάνετε τον χρόνο σας σε αυταπάτες. Διαλέγουμε τις ερωτήσεις μας και τις κουβαλάμε μέχρι το τέλος. Δεν υπάρχουν καν σωστές και λάθος ερωτήσεις.
Υπάρχει μόνο η τυχαιότητα και η βραχύτητα της ζωής μας.
Κι αν όλα λάθος είναι, όσα σκέφτομαστε και κάνουμε, δεν πειράζει, αφού είχαμε και έχουμε το προνόμιο να ζήσουμε, έστω κάνοντας λάθη, τα δικά μας λάθη, στα δικά μας ερωτήματα.
ΥΓ: Ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Μπομπ Μάρλεϊ πόσων χρονών ήταν. Κι εκείνος απάντησε: «Είμαι σήμερα».