Στις 14 Απριλίου του 1126 γεννήθηκε στην Κόρδοβα της Ισπανίας ο Αβερρόης*.
Ο Αμπουλγκουαλίντ Μουχάμετ Ίμπν Άχμάντ Ίμπν-Μουχάμαμεντ Ιμπν Ρούσντ (ένας αιώνας χρειάστηκε να γίνει το μακρύ αυτό όνομα Αβερρόης,
αφού έγινε στο μεταξύ Μπενραΐστ, Άβενρίζ κι ακόμα ’Αμπέν-Ρασάντ και Φίλιους Ροσάντις) έγραφε το ενδέκατο κεφάλαιο τού έργου του «Ταχαφούτ-ούλ-Ταχαφούτ» (Καταστροφή τής Καταστροφής), όπου υποστηρίζει, αντίθετα με τον Πέρση ασκητή Γκαζαλί, πού έχει γράψει το «Ταχαφούτ-ουλ-Φαλαζίψα» (Καταστροφή των Φιλοσόφων), ότι το θείον, γνωρίζει μόνο τούς γενικούς νόμους τού σύμπαντος, αυτούς πού αναφέρονται στο είδος κι όχι στο ατομικό. ’Έγραφε αργά και σίγουρα, από τα δεξιά προς τ’ αριστερά. Ή προσπάθεια να σχηματίζει συλλογισμούς και να σφιχτοδένει μεγάλες παραγράφους δεν τον εμπόδιζε ν’ απολαμβάνει, σαν σέ κατάσταση ευφορίας, το δροσερό και βαθύ σπίτι πού τον περιτριγύριζε. Στην καρδιά τού μεσημεριάτικου ύπνου, γουργούριζαν ερωτευμένα περιστέρια- κι από μια αόρατη αυλή, ανέβλυζε το μουρμούρισμα ενός σιντριβανιού. Κάτι στη σάρκα του Αβερρόη, πού οι πρόγονοί του έρχονταν απ’ τις αραβικές ερήμους, ηδονιζόταν νιώθοντας την επιμονή του νερού. Κάτω, ήταν οι κήποι, το περιβόλι- πέρα, ό πολυάσχολος Γουαδαλκιβίρ κι ύστερα ή πολυαγαπημένη πόλη, ή Κόρδοβα, περίφημη όσο ή Βαγδάτη και το Κάιρο, σαν ντελικάτο και περίπλοκο όργανο και, τριγύρω (ο Αβερρόης το αισθανότανε κι αυτό), απλωνόταν ως την άκρη του ορίζοντα, η γη τής ’ Ισπανίας, όπου υπάρχουν λίγα πράγματα, μα το καθένα απ’ αυτά, μοιάζει να υπάρχει ουσιαστικά κι αιώνια.
Το καλαμάρι έτρεχε επάνω στη σελίδα, τα επιχειρήματα πλέκονταν ακαταμάχητα, όμως, μια αλαφριά στενοχώρια θόλωνε την ευδαιμονία του Αβερρόη. Δεν του την προκαλούσε το Ταχαφούτ, ένα βιβλίο ασήμαντο, αλλά ένα πρόβλημα φιλολογικό, σχετικό με το μνημειώδες έργο πού θα τον δικαίωνε μπροστά στον κόσμο: ό σχολιασμός του Αριστοτέλη. Ό Έλληνας αυτός, ή πηγή κάθε φιλοσοφίας, δόθηκε στους ανθρώπους, για να τούς διδάξει όλα όσα μπορεί να μάθει κανείς. Ό δύσκολος ρόλος του Αβερρόη, ήταν να ερμηνεύει τα βιβλία του, όπως ερμηνεύουν οι ουλεμάδες το Κοράνι. Λίγα πιο όμορφα και πιο παθιασμένα πράγματα θα καταγράψει ή ιστορία από την αφοσίωση αυτού του "Άραβα γιατρού, στη σκέψη ενός ανθρώπου απ’ τον όποιο τον χώριζαν δεκατέσσερις αιώνες. Στις καθαυτό δυσκολίες, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ό Αβερρόης, μην ξέροντας τα συριακά και τα ελληνικά, δούλευε με μια μετάφραση μιας άλλης μετάφρασης. Το προηγούμενο βράδυ, τον είχαν σταματήσει στην αρχή τής Ποιητικής, δύο αμφίβολες λέξεις. Οι λέξεις τραγωδία και κωμωδία. Τις είχε συναντήσει πριν από είκοσι χρόνια στο τρίτο βιβλίο τής Ρητορικής. Κανείς, σ’ ολόκληρο τον κόσμο του Ισλάμ, δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει ακριβώς το νόημά τους. ’Άδικα είχε ξεψαχνίσει τις σελίδες του Αλέξανδρου του Άφροδισιέα, άδικα σύγκρινε τις εκδόσεις του νεστοριανού Οΰναϊν-ίμπν-Ίσάκ και του ’ Αμπου-Μπασάρ Μάτα. Οι λέξεις αυτές, αφθονούσαν στο κείμενο τής Ποιητικής κι ήταν αδύνατο να τις παρακάμψει.
Ό Αβερρόης άφησε το καλαμάρι του. Είπε στον εαυτό του —χωρίς να το πολυπιστεύει— πώς συνήθως, αυτό πού ψάχνουμε είναι δίπλα μας, παραμέρισε το χειρόγραφο του Ταχαφούτ και πήγε προς το ράφι πού ήταν αραδιασμένοι οι τόμοι του Μοκάμ. τού τυφλού Άβενσίδα, αντιγραμμένοι από πέρσες καλλιγράφους. Θα ’ταν γελοίο να σκεφτεί κανείς πώς δεν το ‘χε συμβουλευτεί- στην πραγματικότητα, εκείνο πού τον προκαλούσε ήταν μια ηδονή, πού την διοχέτευσε στο ξεφύλλισμα. Από τ’ αφηρημένο αυτό ξεφύλλισμα, τον απόσπασε κάτι σαν μελωδία. Κοίταξε απ’ το καφασωτό μπαλκόνι- κάτω, στη στενή χωματένια αυλή, έπαιζαν κάτι παιδιά, μισόγυμνα. Το ένα, όρθιο στους ώμους τού άλλου, φαινόταν καθαρά πώς έκανε το μουεζίνη. Με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά, έψελνε Δεν υπάρχει άλλος θεός απ ' το θεό. Τ’ άλλο, πού το βαστούσε ακίνητο, έκανε το μιναρέ εν’ άλλο, είχε γονατίσει στο χώμα κι έκανε το εκκλησίασμα. Το παιγνίδι δεν κράτησε πολύ- όλα θέλαν να κάνουν το μουεζίνη και κανένα τον πύργο ή το εκκλησίασμα. 'Ο Αβερρόης, τ’ άκουγε πού μάλωναν στη γλώσσα τη λαϊκή, στα σπανιόλικα δηλαδή πού πρωτομιλά ό μουσουλμανικός όχλος τής Χερσονήσου. “Άνοιξε το Κιτάμπ-οΰλ- Άίν τού Χαλίλ και σκέφτηκε με περηφάνια πώς, σ’ όλη την Κόρδοβα ,(ίσως και σ’ όλη την Αλ-Άντάλους) δεν υπήρχε άλλο αντίγραφο τού καταπληκτικού αυτού έργου πού τού ’χε στείλει ό εμίρης Γιακούμπ Άλμανσούρ απ’ τήν Ταγγέρη. Το όνομα τού λιμανιού αυτού, τού θύμισε πώς ό περιηγητής Άμπουλκασίμ Άλ-’Ασαρί, πού ’χε γυρίσει απ’ το Μαρόκο, θα δειπνούσε μαζί τους κείνο το βράδυ, στο σπίτι τού κορανιολόγου Φαράχ. Ό Άμπουλκασίμ, Ισχυριζόταν πώς είχε φτάσει στα βασίλεια τής αυτοκρατορίας τού Σιν (τής Κίνας)- αυτοί πού θέλανε να τον μειώσουν, ορκίζονταν, μ’ αυτή την ιδιαίτερη λογική πού δίνει το μίσος πώς, όχι μόνο δεν είχε πατήσει το πόδι του στην Κίνα, άλλα και πώς στους ναούς εκείνου τού τόπου είχε βλασφημήσει τ’ όνομα τού Αλλάχ. 'Οπωσδήποτε ή συγκέντρωση θα διαρκούσε κάμποσες ώρες. Ό Αβερρόης βιαστικά, ξανάπιασε το χειρόγραφο τού Ταχαφούτ, και δούλεψε ως το δειλινό.
Η συζήτηση στο σπίτι τού Φαράχ, πέρασε από τίς ασύγκριτες αρετές τού κυβερνήτη, στις αρετές τού αδερφού του, τού εμίρη. Αργότερα, στον κήπο, μίλησαν για τριαντάφυλλα. ’ Ο Άμπουλκασίμ, πού δεν τούς πολυπρόσεχε, ορκίζονταν πώς δεν υπήρχαν τριαντάφυλλα πιο όμορφα άπ’ αυτά πού στολίζουν τίς Άνδαλουσιάνικες επαύλεις. Ό Φαράχ δεν αφέθηκε να δεχτεί το κομπλιμέντο. Παρατήρησε, ότι ό σοφός “Ιμπν-Κουτάιμπα περιγράφει μια εξαιρετική ποικιλία τού αιώνιου τριαντάφυλλου πού υπάρχει στους κήπους τού ’ Ινδουστάν και πού, πάνω στα πέταλα, με χαρακτήρες κόκκινους σαν αίμα, γράφει: «Δεν υπάρχει άλλος θεός άπ’ το Θεό. ' Ο Μωάμεθ είναι ο Απόστολος τού Θεού». Πρόσθεσε, ότι ό ’ Αμπουλκασίμ θα πρέπει να ’χει ακουστά για κείνα τα τριαντάφυλλα. Ό Άμπουλκασίμ τον κοίταξε πανικόβλητος. “Αν απαντούσε ναι, θα τον θεωρούσαν, και με το δίκιο τους, αδιάντροπο και ξιπασμένο απατεώνα. “Αν απαντούσε όχι θα τον έλεγαν άπιστο. Προτίμησε να μουρμουρίσει πώς ό Θεός κρατάει τα κλειδιά όλων των απόκρυφων πραγμάτων και δεν υπάρχει τίποτα πάνω στη γη, χλωρό ή μαραμένο πού να μην είναι καταγραμμένο στο Βιβλίο Του. Τα λόγια αυτά, πού ανήκουν σ’ ένα από τα πρώτα κεφάλαια τού Κορανιού, έγιναν δεκτά με κατανυκτικό ψίθυρο. Φουσκωμένος από ματαιοδοξία γι’ αυτή τη διαλεκτική νίκη του, ό ’ Αμπουλκασίμ, πήγαινε να πει πώς ό Θεός, στα έργα του είναι τέλειος κι ανεξιχνίαστος. Τότε ό Αβερρόης, συλλαμβάνοντας πρωθύστερα τα μακρινά επιχειρήματα ενός ακόμα και σήμερα προβληματικού Χιουμ, δήλωσε:
- Μου είναι λιγότερο δύσκολο να δεχτώ ένα λάθος στον σοφό “Ιμπν Κουτάιμπα ή στους αντιγραφείς, παρά να πιστέψω πώς ή γη παράγει τριαντάφυλλα με ομολογίες πίστεως.
- Έτσι είναι! Σπουδαία κι αληθινά λόγια, είπε ό Άμπουλκασίμ.
- Κάποιος περιηγητής, θυμήθηκε ό ποιητής Άμπνταλμαλίκ, μιλάει για ένα δέντρο πού οι καρποί του είναι πράσινα πουλιά. Μού είναι ευκολότερο να πιστέψω κάτι τέτοιο, παρά σέ τριαντάφυλλα με γράμματα.
- Το χρώμα των πουλιών, είπε ό Αβερρόης, φαίνεται πώς βοηθάει το θαύμα. ’Επιπλέον, τα φρούτα και τα πουλιά, ανήκουν στο φυσικό κόσμο, ενώ ή γραφή είναι μια τέχνη. Κι είναι πιο εύκολο να περάσεις από φύλλα σέ πουλιά, παρά από τριαντάφυλλα σέ γράμματα.
Ένας άλλος καλεσμένος, αρνήθηκε με αγανάκτηση πώς η γραφή είναι τέχνη γιατί, το πρωτότυπο του Κορανίου, — Ή μητέρα τον Βιβλίου — προηγείται τής Δημιουργίας, και φυλάγεται στον ουρανό. Κάποιος άλλος, μίλησε για τον Χάιζ από τη Βάρσα, πού είπε πώς το Κοράνι είναι υπόσταση, πού μπορεί να ενσαρκωθεί σέ άνθρωπο ή ζώο, γνώμη πού φαίνεται να συμπίπτει μ’ εκείνη όσων αποδίδουν στο Κοράνι δύο πρόσωπα. Ό Φαράχ, ανάλυσε για ώρα πολλή, το ορθόδοξο δόγμα. Το Κοράνι (είπε) είναι ένα από τα αποδιδόμενα στο Θεό, όπως το έλεος Του. Μπορεί ν’ αντιγραφτεί σέ βιβλίο, να προφερθεί με τη γλώσσα, να το αποστηθίσει κανείς, μα και ή γλώσσα και οι χαρακτήρες και ή γραφή, είναι έργα των ανθρώπων, ενώ το Κοράνι, είναι αμετάκλητο και αιώνιο. Ό Αβερρόης, πού είχε παραφράσει την Πολιτεία, ήθελε να πει πώς ή μητέρα του Βιβλίου είναι κάτι σαν το Πλατωνικό της πρότυπο, άλλα κατάλαβε ότι ή θεολογία ήταν ένα θαύμα απόλυτα απροσπέλαστο για τον ’ Αμπουλκασίμ.
Άλλοι, πού επίσης το κατάλαβαν, παρακίνησαν τον Αμπουλκασίμ να περιγράφει κάποιο θαύμα. Τότε, όπως και τώρα, ό κόσμος ήτανε φριχτός· μπορούσαν να τον περπατήσουνε οι τολμηροί, το "ίδιο κι οι ελεεινοί, πού υποκύπτουν σ’ οτιδήποτε. * Η μνήμη τού ’Αμπουλκασίμ, ήταν ένας καθρέφτης από εσωτερικές δειλίες. Τί μπορούσε να διηγηθεί; Κι επιπλέον τού ζητούσαν θαύματα, και το θαύμα είναι "ίσως κάτι πού δεν μπορεί να μεταδοθεί. Το φεγγάρι τής Βεγγάλης είναι αλλιώτικο άπ’ το φεγγάρι τής 'Υεμένης, άλλα περιγράφεται με τα ίδια λόγια. Ό ’Αμπουλκασίμ δίσταζε- μετά μίλησε:
—"Οποίος ταξιδεύει σέ διαφορετικά κλίματα και πολιτείες, κήρυξε με χάρη, βλέπει πολλά πράγματα πού έχουν κύρος. "Όπως αυτό, ας πούμε, πού το ’χω διηγηθεί άλλη μια φορά στο σουλτάνο των Τούρκων. "Έγινε στη Σίν Καλάν (Καντόνα), όπου το ποτάμι τού Νερού τής Ζωής χύνεται στη θάλασσα.
' Ο Φαράχ ρώτησε αν ή πόλη αυτή απείχε πολλές λεύγες από τα τείχη πού έχτισε ό ’ Ισκαντάρ Ζούλ ΚαρναΊν ( ό Μεγαλέξανδρος ό Μακεδόνας) για να σταματήσει τούς Γόγ καί τούς Μαγόγ.
— Έρημοι τη χωρίζουν, είπε ό ’Αμπουλκασίμ με αθέλητη υπεροψία. Σαράντα μέρες θα ’ κάνε μια κάφιλα (ένα καραβάνι) να διακρίνει τούς πύργους τους, και λένε, άλλες σαράντα να τα φτάσει. Στη Σίν Καλάν δε γνώρισα άνθρωπο να τα ’χει δει ή πού να ’χει δει κάποιον πού τα είδε.
Το δέος τού τεράστιου άπειρου, τού απλού χώρου, τής απλής ύλης, άγγιξε για μια στιγμή τον Αβερρόη. Κοίταξε το συμμετρικό κήπο- ένιωσε τον εαυτό του γερασμένο, άχρηστο, ανύπαρχτο. Ό ’Αμπουλκασίμ συνέχιζε:
— Κάποιο απόγευμα οι μουσουλμάνοι έμποροι τής Σίν Καλάν, μ’ οδήγησαν σ’ ένα σπίτι από μπογιατισμένο ξύλο, όπου ζούσαν πολλά άτομα μαζί. Δεν είναι δυνατό να περιγράφει κείνο το σπίτι, πού ήταν μάλλον ένα μόνο δωμάτιο, με σειρές δωματιάκια ή μπαλκόνια το ’να πάνω στ’ άλλο. Στις εσοχές εκείνες, ήτανε κόσμος πού έτρωγε κι έπινε, καθώς και στο πάτωμα, όπως επίσης και σέ μια ταράτσα. Οι άνθρωποι σ’ εκείνη την ταράτσα παίζανε λαγούτο και τύμπανο, εκτός καμιά δεκαπενταριά-είκοσι —με πορφυρένιες μάσκες— πού προσεύχονταν, τραγουδούσαν και συζητούσαν. Φυλακίζονταν, χωρίς να φαίνεται ή φυλακή "ίππευαν, άλλα δεν έβλεπες τ’ άλογο- πολεμούσαν, μα τα σπαθιά ήταν από καλάμι- πέθαιναν κι ύστερα πάλι σηκώνονταν.
— Οι πράξεις των τρελών, είπε ό Φαράχ, ξεπερνάνε τίς προβλέψεις των λογικών ανθρώπων.
— Δεν ήταν τρελοί, χρειάστηκε να εξηγήσει ό ’Αμπουλκασίμ. Αναπαράσταιναν, όπως μού είπε ένας γυρολόγος, μια ιστορία.
Κανένας δεν κατάλαβε, κανένας δεν έδειχνε πώς ήθελε να καταλάβει. 'Ο ’Αμπουλκασίμ, μπερδεμένος, πέρασε από τη διήγηση στις αδέξιες εξηγήσεις.
Βοηθώντας τίς φράσεις του με χειρονομίες, είπε:
— Ας φανταστούμε πώς κάποιος, αντί να διηγείτο μια ιστορία, τη δείχνει. "Ας πούμε πώς είναι ή ιστορία των κοιμισμένων στην "Έφεσο. Τούς βλέπουμε να καταφεύγουν στη σπηλιά, τούς βλέπουμε να προσεύχονται και να κοιμούνται, τούς βλέπουμε να κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά, τούς βλέπουμε να μεγαλώνουνε καθώς κοιμούνται, τούς βλέπουμε να ξυπνάνε ύστερα από τρακόσια εννιά χρόνια, τούς βλέπουμε να δίνουνε στον έμπορα ένα παλιό νόμισμα, τούς βλέπουμε να ξυπνάνε στον Παράδεισο, τούς βλέπουμε να ξυπνάνε με το σκύλο. Κάτι παρόμοιο μάς έδειξαν εκείνο το απόγεμα οι άνθρωποι αυτοί στην ταράτσα.
— Μιλούσαν κείνοι οι άνθρωποι; ρώτησε ό Φαράχ.
— Και βέβαια μιλούσαν, είπε ό ’ Αμπουλκασίμ, πού είχε γίνει απολογητής μιας παράστασης πού μόλις θυμότανε και πού τον είχε κάνει να βαρεθεί κάμποσο. Μιλούσαν και τραγουδούσαν κι απάγγελναν.
— Σ’ αυτή την περίπτωση, είπε ό Φαράχ, δεν χρειάζονταν είκοσι. "Ένας μονάχα να μιλάει, μπορεί να διηγηθεί οτιδήποτε, όσο περίπλοκο κι αν είναι.
"Όλοι συμφώνησαν μ’ αυτή την άποψη. Εγκωμίασαν τίς αρετές των αραβικών, πού είναι ή γλώσσα πού χρησιμοποιεί ό Θεός για να διευθύνει τούς αγγέλους, και βέβαια, ή γλώσσα τής αραβικής ποίησης. Ό Άμπνταλμαλίκ μάλιστα, αφού την εγκωμίασε όπως έπρεπε, στιγμάτισε σαν αναχρονιστικούς τούς ποιητές εκείνους πού στη Δαμασκό ή την Κόρδοβα, μένουν προσκολλημένοι σέ ειδυλλιακές εικόνες ή στο βεδουίνικο λεξιλόγιο. Είπε πώς είναι παράλογο, ένας άνθρωπος πού μπροστά στα μάτια του απλώνεται ό Γουαδαλκιβίρ, να εξυμνεί το νερό τού πηγαδιού. 'Υπογράμμισε την ανάγκη να ανανεωθούν οι παλιές μεταφορές· είπε πώς, τον καιρό πού ό ΖουχαΓρ σύγκρινε τη μοίρα με μια τυφλή καμήλα, ή εικόνα αυτή, μπόρεσε βέβαια να συγκινήσει τον κόσμο, άλλα πέντε αιώνες θαυμασμού την είχαν εξαντλήσει. "Όλοι δέχτηκαν την άποψη αυτή, πού είχαν άλλωστε ακούσει πολλές φορές κι από πολλά στόματα. Ό Αβερρόης σώπαινε. Τελικά μίλησε, περισσότερο για τον εαυτό του παρά για τούς άλλους.
— Με λιγότερη ευγλωττία, είπε ό ’Αβερρόης, μα με επιχειρήματα ανάλογα, έχω υποστηρίξει άλλοτε τη θέση τού Άμπνταλμαλίκ. Στην Αλεξάνδρεια έλεγαν πώς ανίκανος για αμαρτία, είναι μόνο αυτός πού έχει ήδη αμαρτήσει κι έχει μετανιώσει. Κι ας προσθέσουμε πώς, για να απελευθερωθείς από ένα σφάλμα, πρέπει να το ’χεις παραδεχτεί. 'Ο Ζουχαίρ στη μοχαλάκα του, λέει ότι στο πέρασμα ογδόντα χρόνων πόνου και δόξας, είδε πολλές φορές τη μοίρα να συγκρούεται απότομα με τούς ανθρώπους, σαν τυφλή καμήλα. Ό Άμπνταλμαλίκ υποστηρίζει πώς ή εικόνα αυτή, δεν μπορεί πιά να μάς συγκινήσει. Σ’ αυτήν την άποψη, θα μπορούσε ν’ αντιτάξει κανείς πολλά επιχειρήματα. Και πρώτα πρώτα πώς, αν ό σκοπός τού ποιήματος είναι να μας εκπλήξει, ή διάρκειά του δε θα μετριόταν με αιώνες, παρά με μέρες, ώρες, ή ίσως και λεπτά. Δεύτερο, πώς ένας περίφημος ποιητής, περισσότερο ανακαλύπτει και λιγότερο εφευρίσκει. Για να επαινέσουν τον "Ιμπν-Σαράφ από την Μπέρχα, έχουνε πει πολλές φορές ότι μόνο αυτός μπόρεσε να φανταστεί τ’ αστέρια να πέφτουν την αυγή σιγά σιγά, όπως πέφτουν τά φύλλα άπ’ τα δέντρα. Να αυτό ήταν αλήθεια, θα ’δείχνε πώς ή εικόνα είναι κοινότυπη. Ή εικόνα πού δημιουργεί ένας άνθρωπος, δε συγκινεί κανέναν. Στη γη υπάρχουν αναρίθμητα πράγματα- και οτιδήποτε μπορεί να συγκριθεί μ’ οτιδήποτε. Να συγκρίνεις αστέρια με φύλλα, δεν είναι λιγότερο αυθαίρετο με το να τα συγκρίνεις με ψάρια η με πουλιά. Αντίθετα, έρχεται κάποια στιγμή πού όλοι αισθανόμαστε πώς ή μοίρα, είναι αδέξια και πανίσχυρη, αθώα κι απάνθρωπη. Για την καταδίκη αυτή, πού μπορεί να ’ναι προσωρινή ή μόνιμη, μα πού κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει, γράφτηκε ό στίχος τού ΖουχαΓρ. Κι αυτό πού ειπώθηκε εκεί, δεν πρόκειται να ξαναειπωθεί καλύτερα. "Αλώστε (κι ίσως αυτή να ’ναι ή ουσία τού συλλογισμού μου), ό χρόνος, πού ερημώνει τα κάστρα, πλουτίζει τούς στίχους. Στον Ζουχαΐρ, ό στίχος αυτός, γραμμένος στην ’Αραβία, του χρησίμεψε για να συγκρίνει δυο εικόνες: τη γριά καμήλα και τη μοίρα. "Όταν τον επαναλαμβάνουμε τώρα, μάς χρησιμεύει να θυμηθούμε τον Ζουχάτρ, και να συγκεράσου με τη δική μας δυστυχία, μ’ εκείνη τού πεθαμένου "Άραβα. Τότε, ή εικόνα είχε δύο όψεις, σήμερα έχει τέσσερις. Ό χρόνος πλαταίνει τα όρια των στίχων και ξέρω μερικούς στίχους πού, όπως ή μουσική, είναι το παν για όλους τούς ανθρώπους. "Έτσι, όταν πριν από χρόνια, στο Μαρρακές, μ* έτρωγε ή νοσταλγία τής Κόρδοβας, μ’ άρεσε να θυμάμαι πού και πού την αποστροφή πού απεύθυνε ό ’ Αμπντουραχμάν σέ μια αφρικάνικη φοινικιά, στους κήπους τής Ρουζάφας:
Είσαι κι εσύ, ώ φοινικιά!
Στο χώμα τούτο, ξένη...
Μοναδικό όφελος τής ποίησης: Λόγια γραμμένα από ’ναν χαλίφη πού λαχταρούσε την ’Ανατολή, χρησίμεψαν σ’ εμένα, εξόριστο στην ’Αφρική, να εκφράσω τη νοσταλγία μου για την ’Ισπανία.
"Υστέρα ό ’ Αβερρόης μίλησε για τούς πρώτους ποιητές, για κείνους πού στα Χρόνια τής "Αγνοίας, πριν από το Ισλάμ, είχανε κιόλας πει τα πάντα στην απέραντη γλώσσα των ερήμων. Ταραγμένος, και με το δίκιο του άπ’ τίς κοινοτυπίες τού Ίμπν-Σαράφ, είπε ότι όλη ή ποίηση περιέχεται στους αρχαίους και στο Κοράνι, και καταδίκασε σαν ακαλλιέργητη και ματαιόδοξη την διάθεση για καινοτομίες. Οι υπόλοιποι τον άκουαν μ’ ευχαρίστηση, γιατί υπεράσπιζε την παράδοση.
Οι μουεζίνηδες καλούσαν τούς πιστούς για την προσευχή τής πρώτης ώρας τη στιγμή πού ό ’Αβερρόης μπήκε στη βιβλιοθήκη του. (Στο χαρέμι, οι μελαχρινές σκλάβες είχαν βασανίσει μια κοκκινομάλλα σκλάβα, μα δε θα το μάθαινε παρά το απόγεμα) Κάτι τού ’ χε φωτίσει τη σημασία των δυο σκοτεινών λέξεων. Με γράμματα σταθερά και καλλιγραφικά, πρόσθεσε αυτές τίς γραμμές στο χειρόγραφο: Ό Άριστον (’Αριστοτέλης) ονομάζει τραγωδία τούς πανηγυρικούς, και κωμωδία τίς σάτιρες και τ ’ αναθέματα. Θαυμάσιες τραγωδίες και κωμωδίες αφθονούν στις σελίδες του Κορανίου και στις μοχαλάκες τού ναού.
Ένιωσε κάπως νυσταγμένος, αισθάνθηκε λίγη ψύχρα. Με ξετυλιγμένο το τουρμπάνι, κοίταξε τον εαυτό του στο μετάλλινο καθρέφτη. Δεν ξέρω τί είδανε τα μάτια του, γιατί κανείς ιστορικός δεν περιγράφει ποτέ τίς μορφές τού προσώπου του. Μα ξέρω πώς εξαφανίστηκε απότομα, σαν να κεραυνώθηκε από αόρατη φωτιά, και μαζί του εξαφανίστηκαν απότομα τα σπίτια και το αόρατο σιντριβάνι και τα βιβλία και το χειρόγραφο και τα περιστέρια κι οι σκλάβες οι μελαχρινές κι ή φοβισμένη κοκκινομάλλα και ό Φαράχ κι ό Άμπντουλκασίμ κι οι τριανταφυλλιές κι ίσως κι ο Γουαδαλκιβίρ.
Στην παραπάνω ιστορία, προσπάθησα να διηγηθώ την εξέλιξη μιας ήττας. Σκέφτηκα πρώτα εκείνον τον αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας, πού είχε βάλει σκοπό ν’ αποδείξει πώς υπάρχει Θεός- κατόπιν, τούς αλχημιστές πού γύρευαν τη φιλοσοφική λίθο- υστέρα αυτούς πού μάταια προσπαθούσαν να τριχοτομήσουν τη γωνία και να τετραγωνίσουνε τον κύκλο. Μετά συλλογίστηκα πώς είναι πιο ποιητικό να διηγηθώ την περίπτωση ενός ανθρώπου πού βάζει ένα στόχο, πού είναι απαγορευμένος μονάχα σ’ αυτόν τον ίδιο. Θυμήθηκα τον Αβερρόη πού, αποκλεισμένος στα όρια τού Ισλάμ, δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ τη σημασία των όρων τραγωδία και κωμωδία. Διηγήθηκα την περίπτωσή του- μα όσο προχωρούσα, ένιωσα όπως πρέπει να ’νιώσε κείνος ό θεός πού μνημονεύει ο Μπάρτον ότι, προσπαθώντας να δημιουργήσει έναν ταύρο, δημιούργησε ένα βούβαλο. Ένιωσα πώς το έργο με ξεγελούσε. Ένιωσα πώς, ο ’Αβερρόης, θέλοντας να φανταστεί τι είναι δράμα χωρίς να ’χει υποψιαστεί καν τι είναι θέατρο, δεν ήταν περισσότερο παράλογος από μένα, πού προσπαθούσα να φανταστώ τον Αβερρόη με μοναδικές πηγές και αποσπάσματα από το Ρενάν, το Αέιν και τον Άσίν Παλάσκις. Στην τελευταία σελίδα, αισθάνθηκα πώς η διήγησή μου ήταν το σύμβολο τού ανθρώπου πού ήμουν εγώ γράφοντας την και πώς, για να μπορέσω να γράψω αυτή τη διήγηση έπρεπε να ’μαι εγώ κείνος ο άνθρωπος και, για να ’μαι εκείνος ο άνθρωπος έπρεπε να γράψω αυτή τη διήγηση και πάει λέγοντας. (Τη στιγμή πού παύω να πιστεύω σ’ αυτόν ο «Αβερρόης» εξαφανίζεται).
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Η μετάφραση του κειμένου αητού έγινε το ’71, με υπόδειξη και συνεργασία τής Μαρίας Ρόζας Γκαρμπέρο και προοριζόταν για έναν τόμο με διηγήματα του Μπόρχες πού ετοιμάζαμε. Για λόγους άσχετους με τη θέληση και των δυο μας, ή έκδοση εκείνη τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, μ’ όλο πού είχε κιόλας αναγγελθεί από το τραμ. Το κείμενο το ξαναδούλεψα φέτος μόνος μου, και πήρε την οριστική του μορφή με τίς πολύτιμες υποδείξεις του Φίλιππο Δρακονταειδή.
Μετάφραση: Δημήτρης Kαλοκύρης
* Ανδαλουσιανός πολυμαθής Μουσουλμάνος, ειδικός στον Αριστοτελισμό, την ισλαμική φιλοσοφία, την ισλαμική θεολογία, τη σαρία, καθώς και τη νομολογία, τη λογική, την ψυχολογία, την πολιτική και την ανδαλουσιανή κλασική μουσική θεωρία και τις επιστήμες της ισλαμικής ιατρικής, αστρονομίας, γεωγραφίας, μαθηματικών, φυσικής και ουράνιας μηχανικής.Ήταν καδής στην Κόρδοβα, της ιερής τότε πόλης του Ισλάμ, που ονόμαζαν "Μέκκα της Δύσης". Οι θεωρίες του δημιούργησαν εχθρούς ανάμεσα στους θεολόγους, που κατόρθωσαν να αναθεματιστούν τα έργα του και πέτυχαν τον διωγμό του από την Κόρδοβα. Η φήμη του διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες στη Δύση ως διάσημου γιατρού και ως του κατεξοχήν σχολιαστή του Αριστοτέλη, στη φιλοσοφία του οποίου έδωσε υλιστικό και πανθεϊστικό χαρακτήρα. Το φιλοσοφικό του σύστημα (αβερροϊσμός) επικράτησε μέχρι τον 17ο αιώνα, αλλά καταδικάστηκε από τον πάπα Λέοντα τον Ι. Διατύπωσε πρωτότυπες θεωρίες, όπως για τον ποιητικό νου. Θεωρούσε ότι υπάρχει μόνο ένας ποιητικός νους και ότι η ψυχή κάθε ανθρώπου, που είναι προορισμένη να χαθεί με το σώμα, δεν είναι ικανή να διανοείται, παρά μονάχα με την παροδική ένωσή της με τον καθολικό νου.