Ο πολυγραφότατος κος Β. Ραπτόπουλος δεν ασχολείται πρώτη φορά με το θέμα της ερωτικής επιθυμίας και της γυναικείας σεξουαλικότητας. Και στη «Λούλα», η κεντρική ηρωίδα ήταν μια νεαρή φοιτήτρια επικεντρωμένη στην αναζήτηση της σεξουαλικότητάς της. Η «Λούλα» αναζητούσε διαρκώς τον «πρίγκιπα» της, αν και το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η ανοργασμικότητά της. Στη «Λεσβία», η Μελίνα, νεαρή φοιτήτρια κι αυτή, έχει βρει όχι τον «πρίγκιπα» αλλά την «πριγκίπισσα» της, τη Βιβή, και απολαμβάνει την έντονη ερωτική τους σχέση. Όπως και στη «Λούλα», έτσι και εδώ, οι περιγραφές των ομόφυλων ερωτικών περιπτύξεων ενδεχομένως να σοκάρουν σεμνότυφους αναγνώστες/-στριες, εκείνους/-ες που πιθανότατα θα είχαν ενοχληθεί και με τις αντίστοιχες περιγραφές ετεροκανονικών ερωτικών συναντήσεων στη «Λούλα» ή σε κάποιο άλλο κείμενο από αυτά που με ευκολία χαρακτηρίζονται ως «πορνογραφικά», συνήθως όταν η προσέγγιση των κειμένων είναι επιδερμική, ηδονοβλεπτική, ομοφοβική, ενδεχομένως και συμπλεγματική κι υπάρχει πρόθεση στοχοποίησης του/της συγγραφέα που τόλμησε να αγγίξει ένα ερωτικό θέμα-ταμπού.
Tαμπού, γενικότερα, θεωρείται καθετί που δεν επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο συζητήσεων ή θεωρείται απαγορευμένο για ηθικοθρησκευτικούς λόγους. Και η ομοφυλοφιλία εξακολουθεί να παραμένει ένα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία αλλά και για τη λογοτεχνική παραγωγή. Απόδειξη είναι τόσο οι αντιδράσεις που συνάντησαν πρόσφατα οι πολιτικές αποφάσεις για την αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης συμφώνου κοινωνικής συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια όσο και οι ισχυρές αντιστάσεις σε ζητήματα που σχετίζονται με προτεινόμενες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο και, πιο συγκεκριμένα, στη δυνατότητα παιδοθεσίας αυτών των ζευγαριών. Στο λογοτεχνικό πεδίο, ειδικότερα, παρατηρείται κανονικοποίηση της θεματολογίας με αποφυγή θεμάτων που θεωρούνται κοινωνικά ταμπού, όπως είναι ο βιασμός, η ομοφυλοφιλία κ.ά. Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς, που όντας ήδη καταξιωμένοι στον χώρο τους, έχουν τολμήσει να παρουσιάσουν στα έργα τους πρόσωπα με αποκλίνουσα από την κυρίαρχη νόρμα σεξουαλικότητα αλλά και, στις σπάνιες φορές που αυτό συμβαίνει, τα πρόσωπα που επιλέγονται είναι συνήθως αποκλίνοντες «αρσενικοί». Ενδεικτικά, και μόνο, αναφέρουμε τον ενοχικό και διστακτικό «Άλκη» του Γ. Δενδρινού, τον φετιχιστή «Μανικιουρίστα» του Χ. Χρυσόπουλου, τον «γυναικωτό» ήρωα στο «Ήλιος με δόντια» του Γ. Μακριδάκη αλλά και την τρανς ηρωίδα Σαλ/ Σάλλυ στο «Μηχανικοί καταρράκτες» της Σ. Τριανταφύλλου.
Οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς συνήθως αναπαράγουν τον ηγεμονικό λόγο περί σεξουαλικότητας θεωρώντας δεδομένη τη δυαδική ρύθμιση της σεξουαλικότητας, το αντιθετικό, δηλαδή, δίπολο «γυναίκα»-«άνδρας». Τα ζευγάρια είναι ετεροκανονικά και η κρίση στη σχέση τους συνήθως προέρχεται μέσα από την αμφισβήτηση του αρσενικού κοινωνικού προτύπου, ιδίως αν ο άνδρας απολέσει την εργασία του. Στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ιδίως στην αποκαλούμενη «λογοτεχνία της κρίσης», η απώλεια της εργασίας ισοδυναμεί με απώλεια ταυτότητας και επιφέρει σοβαρούς τριγμούς στο οικογενειακό πλαίσιο, όπως αυτό παρουσιάζεται σε ευάριθμο αριθμό πεζογραφημάτων τόσο στη μικρή φόρμα του διηγήματος όσο και στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Γίνεται, επομένως, σαφές πως η νέα επιστημονική γνώση των φεμινιστικών σπουδών γύρω από ζητήματα φύλου και κυρίως γύρω από ζητήματα κατανόησης και νομιμοποίησης του ομοφυλόφιλου εαυτού δεν έχει γίνει γνωστή ή δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία και τους συγγραφείς της, αν και συχνά είναι δυναμική η εμφάνιση των ΛΟΑΤΚΙ (= λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανς, κουίρ, ιντερσέξουαλ) κινημάτων και των αιτημάτων τους για ισότητα και «ορατότητα».
Ειδικότερα, η ομοερωτική λεσβιακή λογοτεχνία στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα διηγήματα του Δ. Βουτυρά, το «Όταν Σκάνε τα Λουλούδια» αγγίζει δειλά το συγκεκριμένο θέμα αλλά δεν φαίνεται να βρίσκει συνέχεια παρά την εμφάνιση ενός ηδονιστικού κλίματος κατά τη δεκαετία του 1920 στη λογοτεχνική παραγωγή. Ο κος Ραπτόπουλος επιλέγει, λοιπόν, ένα θέμα ερωτικής επιθυμίας που καλύπτεται συνήθως από πέπλο σιωπής ή άρνηση. Τη γυναικεία επιθυμία για το σώμα του ίδιου φύλου. Η προσέγγισή του, όντας λογοτεχνική, δεν θυμίζει, προφανώς, τα κείμενα των ακτιβιστριών του λεσβιακού κινήματος. Ιδίως το άδοξο τέλος της σχέσης των δύο γυναικών και η άνευρη επιστροφή της Μελίνας στην «κανονικότητα», μάλλον θα απογοητεύσει τις λεσβίες ακτιβίστριες. Ωστόσο, ο συγγραφέας είναι ελεύθερος να προσεγγίσει το θέμα του , όπως εκείνος επιθυμεί κι όχι όπως θα ήθελαν οι σεμνότυφοι/-ες ή οι ακτιβιστές/-στριες αναγνώστες/-στριες του. Καθιστώντας ορατό το συγκεκριμένο θέμα, και με τον τίτλο που επιλέγει, στις κεντρικές προθήκες των βιβλιοπωλείων συμβάλλει στην παραγωγή λόγου γύρω από τα ζητήματα των έμφυλων ταυτοτήτων, της ρευστότητας και πολλαπλότητάς τους κι αυτή είναι μια σημαντική συμβολή του συγκεκριμένου κειμένου στον Κοινωνικό Λόγο (Social Discourse) της παροντικής συγκυρίας. Πιθανότατα αυτή να ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα. Άλλωστε, η συγγραφή είναι και επικοινωνιακή πράξη με στόχο όχι μόνο την οικείωση αλλά και την αλλαγή του κόσμου. Η αλλαγή, ωστόσο, προϋποθέτει την αλλαγή των συμπεριφορών και των στάσεων του κοινωνικού σώματος και το λογοτεχνικό πεδίο μπορεί να γίνει εκφραστής, ίσως και φορέας, αυτών των αλλαγών. Σύμφωνα με τη Monique Wittig, ακτιβίστρια, συγγραφέα αλλά και ριζοσπάστρια θεωρητικό του τρίτου κύματος των φεμινιστικού κινήματος, τα λογοτεχνικά έργα δίνουν την ευκαιρία να πάψει η χρήση των κατηγοριών του φύλου στη γλώσσα αλλά και μπορούν να λειτουργήσουν ως «πολεμικές μηχανές» για την κατασκευή, μέσω της υλικότητας της γλώσσας, ενός νέου κοινωνικού κόσμου απαλλαγμένου από έμφυλες ανισότητες, ρατσισμό, ομοφοβία. Είναι, πράγματι, τόσο «ριζοσπαστικό» το κείμενο του κ. Ραπτόπουλου; Αν το συγκρίνουμε με τα έργα της Βιτίγκ, σαφώς και δεν είναι. Πραγματεύεται όμως ένα θέμα-ταμπού σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να κινείται γύρω από την τροχιά του γνωστού παραδοσιακού τρίπτυχου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και όπου ιεράρχες χαρακτηρίζουν στον δημόσιο λόγο τους την ομοφυλοφιλία ως «ασθένεια». Υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο «Λεσβία» συνιστά μια ενδιαφέρουσα θεματική «επανάσταση».
Είναι ενδιαφέρον πως η δράση του βιβλίου τοποθετείται στη δεκαετία του 1990. Η συγκεκριμένη δεκαετία είναι και η πιο πλούσια σε φεμινιστικές συζητήσεις γύρω από ζητήματα πολιτικής των έμφυλων ταυτοτήτων, η δεκαετία όπου το έργο και οι προσεγγίσεις της J. Butler (ιδίως στο «Αναταραχή Φύλου») για την κοινωνική κατασκευή του φύλου άνοιξαν νέους θεωρητικούς δρόμους.
Στη «Λεσβία» η ηρωίδα παρουσιάζεται να έχει μια ρευστή έμφυλη ταυτότητα («Η Βιβή είναι. Η Μελίνα όχι, τουλάχιστον ακόμα. Θα μπορούσες να πεις, όχι τόσο, και πάλι μέσα θα ήσουν. Ίσως και ακόμα πιο μέσα…», αναφέρεται χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου). Σε αντίθεση με την ερωτική της σύντροφο, είχε στο παρελθόν ερωτικές σχέσεις με άνδρες και συνέχισε να έχει ερωτικές σχέσεις με το άλλο φύλο και μετά τον χωρισμό τους, έναν χωρισμό που οφείλεται στην ψυχολογική βία που της ασκήθηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον και ιδίως από τον βίαιο πατέρα. Η ηρωίδα δεν υφίσταται όμως μόνο στον οικιακό χώρο τη βία. Την υφίσταται και στον δημόσιο χώρο, αφού πέφτει θύμα βιασμού από έναν νεαρό χούλιγκαν και χρήστη ουσιών. Η έμφυλη βία και στις δύο σφαίρες (δημόσια και ιδιωτική) περιγράφεται εξαιρετικά προσεγμένα από τον συγγραφέα. Η ψυχογράφηση του βίαιου πατέρα αλλά και του «υπερ-αρρενωπού» βιαστή δεν γίνεται μέσα από εύκολες καταγγελτικές διατυπώσεις περί «πατριαρχίας» αλλά μέσα από την ανάδειξη της επιτελεστικότητας του κοινωνικού τους φύλου. Το σώμα της Μελίνας καθίσταται το πεδίο άσκησης πολλαπλών εξουσιών που την παγιδεύουν στην κατάσταση του θύματος κι αποδομούν την ταυτότητά της. Είναι χαρακτηριστικό πως η Μελίνα, διαλυμένη ψυχολογικά, δεν καταγγέλλει επίσημα καμία από τις ακραίες κακοποιήσεις της. Παραμένουν κρυμμένες κάτω από τον μανδύα του «προσωπικού», του «ιδιωτικού». Θα τις εξομολογηθεί μόνο στην ερωμένη και στον μετέπειτα εραστή της (όταν ακολούθησε, παραμένοντας εσωτερικά διχασμένη, την «πολιτικά ορθή» επιλογή της ετεροφυλοφιλίας). Οι διαπροσωπικές σχέσεις, ωστόσο, είναι και πολιτικές σχέσεις κι ας θυμηθούμε εδώ το γνωστό σύνθημα των φεμινιστριών «Το προσωπικό είναι πολιτικό». Κυρίως, ας αναρωτηθούμε γιατί η Μελίνα σιώπησε.
Ο παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί διαρκώς την πορεία της σκέψης και των συναισθημάτων των ηρώων/-ίδων του χωρίς ρηχούς συναισθηματισμούς και υιοθετώντας ένα διακριτό, κάθε φορά, λεξιλόγιο. Τα πρόσωπα του βιβλίου δρουν εντός των υφιστάμενων κανονιστικών πλαισίων, των εσωτερικευμένων κοινωνικών νόμων, άλλοτε αναπαράγοντας κι άλλοτε αποδομώντας, με τη δράση και τις επιλογές ους, τα πλαίσια αυτά. Ωστόσο, οι όποιες αποκλίσεις από την κοινωνική νόρμα συγκροτούν και τις όποιες πιθανότητες αναδιάρθρωσης του κόσμου.
Τέτοιες αποκλίσεις πραγματεύεται, πολύ προσεκτικά, ο κος Ραπτόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει, σε συνέντευξή του, ως «μεταφυσικό θρίλερ». Σεβαστή η άποψή του (είναι σαφής η σύνδεση με τη «Λούλα», όπου το μεταφυσικό στοιχείο ήταν εντονότερο), αλλά η «Λεσβία» είναι, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ένα βαθύτατα πολιτικό βιβλίο.
«Το προσωπικό είναι πολιτικό»
Ελένη Πατσιατζή (φιλόλογος)