Στο ιστορικό κείμενο* ο Κικέρων αναφέρεται σε ένα επεισόδιο, η αξία του οποίου είναι περισσότερο κοινωνική παρά ιστορική, καθότι ο βασικός πρωταγωνιστής«επισκιάζει» σε διαχρονικότητα τον Καρχηδόνιο στρατηλάτη, .
Το 202 π.Χ ο Αννίβας ηττάται από τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό στην μάχη της Ζάμα. Ήταν η πρώτη ήττα του Καρχηδόνιου στρατηγού από τους Ρωμαίους, μετά την οποία κατέφυγε στις Ελληνιστικές αποικίες στην αυλή του βασιλέα Αντιόχου του Γ’ της δυναστείας των Σελευκιδών.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του περιηγείτο στις πόλεις θέλοντας να μάθει περισσότερα για το Ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό. Σύμφωνα λοιπόν με τον Κικέρωνα σε μία από τις περιηγήσεις στην Έφεσο, του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει μία διάλεξη από έναν διακεκριμένο ρήτορα της εποχής και μέλος της Περιπατητικής σχολής, ονόματιΦορμίωνα, η οποία αφορούσε σε στρατιωτικά θέματα (διοίκηση, πολεμικές τακτικές, κ.ά).
Ο εν λόγω ρήτορας ενώ διέθετε εξαιρετική ευφράδεια, ήταν παντελώς άσχετος με το θέμα της ομιλίας του. Παρ’ όλα αυτά το κοινό τον παρακολουθούσε με εξαιρετική προσοχή, εντυπωσιασμένο και γοητευμένο από τις «γνώσεις» του.
Ο Αννίβας αντιληφθείς την αμάθεια και το θράσος του αγορητή, τον χαρακτήρισε «ως τον πλέον τρελό από όσους είχε γνωρίσει μέχρι τότε».
Οι λόγοι για τους οποίους ο δημαγωγός κέρδιζε τις εντυπώσεις ήταν η αμάθεια, ή ημιμάθεια του ακροατηρίου και η ευγλωττία – στόμφος με τα οποία διατύπωνε τις απόψεις του.
Ο Φορμίων όμως δεν ήταν διόλου τρελός. Γνώριζε πολύ καλά ότι την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οιπαρηκμασμένοι Έλληνες, δεν είχαν διάθεση για πόλεμο και γι’ αυτό ουδείς από τους ακροατές της ομιλίας του θα βρισκόταν στην ανάγκη να διαπιστώσει στην πράξη πόσο ξένα προς την πραγματικότητα ήσαν τα λεγόμενά του, ή σε περίπτωση που βρισκόταν σε μάχη και ακολουθούσε τις συμβουλές του, δύσκολα θα επιζούσε για να τον διαψεύσει.
Χωρίς κόστος για τον ίδιο λοιπόν, αλλά προξενώντας ζημιά στην κοινωνία και την πατρίδα του, ο «προικισμένος πρόγονός μας» είχε ειδικευθεί στο να κερδίζει την εκτίμηση, την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό των άλλων, πείθοντάς τους ότι γνωρίζει θέματα, για τα οποία δεν είχε την παραμικρή ιδέα.
Παρόλο που άνθρωποι σαν τον Φορμίωνα ουδέποτε έλειψαν από τις κοινωνίες, η σύγχρονη εποχή φαίνεται ότι ευνοεί την όλο και συχνότερη εμφάνισή τους. Ο κόσμος μας είναι πλέον εκπληκτικά περίπλοκος και η ανθρώπινη γνώση έχει φθάσει σε τόσο υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, ώστε για πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά θέματα του βίου μας, υποχρεωνόμαστε όλο και συχνότερα να αναθέσουμε σε κάποιον άλλον, καλύτερο και πιο πεπειραμένο από εμάς, να μας συμβουλεύσει και να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά μας.
H κοινωνία σήμερα προσφέρει πεδίο δόξης λαμπρό για επίδοξους «Φορμίωνες» οι οποίοι μάλιστα τυγχάνουν ευρύτερης αποδοχής και αναγνώρισης. Ιδού λοιπόν ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους:
- Διαθέτουν ευφράδεια λόγου – υπερβολική αυτοπεποίθηση (είναι απαραίτητο διότι προσδίδει εγκυρότητα στα λεγόμενα τους) και δεν διστάζουν να ομιλήσουν επί παντός επιστητού, ασχέτως αν το γνωρίζουν. Η ομιλία τους είναι τόσο πειστική που ορισμένες φορές τείνει να πείσει ακόμη και γνώστες του θέματος.
- Έχουν υπερβεί κατά πολύ τον χρόνο δημοσιότητας που τους αναλογεί, δηλαδή ζουν για νααυτοπροβάλλονται, διακατεχόμενοι από υπερβολική ματαιοδοξία.
- Όταν «ρητορεύουν – αερολογούν» δεν επιθυμούν να τους διακόπτουν και όταν τούτο είναι αναγκαίο (ερωτήσεις, διευκρινήσεις, κ.λ.π) συνεχίζουν από το σημείο που σταμάτησαν, χωρίς να δώσουν απάντηση σε ότι ερωτήθηκαν. Εύκολα διαπιστώνουμε ότι τα λεγόμενά τους αποτελούν γενικότητες (γνωρίζουν ότι η αναφορά σε εξειδικευμένους όρους αποτελεί παγίδα).
- Χρησιμοποιούν πομπώδεις και δυσνόητεςεκφράσεις – λέξεις για το επίπεδο του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνονται (εντυπωσιασμός).
- Αποφεύγουν τις λακωνικές και σαφείς απαντήσεις διότι δημιουργούν δεσμεύσεις.
- Αν αισθανθούν ότι «δυσκολεύονται» από κάποιον γνώστη του θέματος φροντίζουν νααποπροσανατολίσουν τη συζήτηση (αλλαγή θέματος).
Στους προαναφερόμενους «ρήτορες» παρέχεται βήμα να αναπτύξουν τις απόψεις τους και πρόθυμοι «αναμεταδότες» να διαδώσουν τις επίπλαστες απόψεις και θεωρίες τους, γνωρίζοντας ότι ουδείς πρόκειται να επαληθεύσει τα λεγόμενά τους.
Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τον «ειδήμονα» από τον επίπλαστο «επαΐοντα». Ο πρώτος είναι σεμνός και δεν προβάλλεται – όταν δεν έχει γνώση του αντικειμένου λέγει «δεν γνωρίζω» – ομιλεί σπάνια, μόνο όταν υπάρχει λόγος και αποφεύγει την προσωπική προβολή, διότι δεν έχει ανάγκη αναγνώρισης.
Πώς όμως επιλέγουμε τον καλύτερο σύμβουλο για ένα θέμα ή πρόβλημα, τις πτυχές του οποίου αγνοούμε; Θα μπορούσε άραγε ο Αννίβας να αντιληφθεί την άγνοια του Φορμίωνα, αν δεν ήταν ο ίδιος στρατιωτικός, ή θα γινόταν κι εκείνος ένας από τους πολλούς θαυμαστές του πανέξυπνου αλλά άσχετου με το αντικείμενο λαοπλάνου;
Για να αντιμετωπίσουμε τους επίδοξους Φορμίωνεςπροτείνονται τα ακόλουθα:
- Αναζητούμε συστάσεις. Αν κάποιος φίλος ή αξιόπιστος γνωστός είχε ήδη σχέσεις με τον συγκεκριμένο άνθρωπο (όσο μακρόχρονες τόσο το καλύτερο) τότε μπορούμε να ελέγξουμε την πρακτική αξία των συμβουλών του και να τον εμπιστευθούμε ανάλογα.
- Δεν «γοητευόμεθα». Υπάρχουν άνθρωποι που διαθέτουν το χάρισμα να μιλούν με απόλυτη βεβαιότητα και πλήρη αυτοπεποίθηση ακόμη και επί θεμάτων για τα οποία δεν γνωρίζουν το παραμικρό!!! Γι’ αυτό, όταν κρίνουμε κάποιον καλύτερα να μη βασιζόμαστε στο συναίσθημα, αλλά στην ψυχρή λογική.
- Δεν βιαζόμαστε. Κατά το δυνατόν, να απευθυνόμαστε σε περισσότερους από έναν ανθρώπους και να συγκρίνουμε τις γνώσεις, τις συμβουλές και την συμπεριφορά τους. Συνίσταται να μην λαμβάνουμε άμεσα αποφάσεις, αλλά αφού αφήσουμε να περάσουν μια ή δύο ημέρες ώστε να καταλαγιάσει η όποια συναισθηματική φόρτιση. Οι αρχαίοι Πέρσες φρόντιζαν να συζητούν κάθε σημαντικό θέμα δύο φορές (σοβαροί και τελούντες εν ευθυμία). Με αυτόν τον τρόπο, εξέταζαν το πρόβλημα από δύο διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις, θεωρώντας ότι μπορούσαν να φωτίσουν καλύτερα όλες τις πτυχές του. Είναι βέβαιο ότι μια αυστηρή και μια πιο χαλαρή προσέγγιση του προβλήματος, μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
- Ελέγχουμε τις γνώσεις του. Οποιοδήποτε θέμα και αν μας απασχολεί, η αναζήτηση στο διαδίκτυο (Internet) ή σε κάποια εγκυκλοπαίδεια, είναι βέβαιο ότι θα μας δώσει περισσότερες πληροφορίες απ’ όσα ήδη γνωρίζουμε. Εκτός από το άμεσο πλεονέκτημα της καλύτερης κατανόησης του προβλήματός μας, η πρακτική αυτή θα μας επιτρέψει να αξιολογήσουμε τις γνώσεις του επίδοξου συμβούλου.
Ιδανικό είναι να υποβάλλουμε ερωτήσεις για θέματα των οποίων γνωρίζουμε ήδη την απάντηση, ώστε να ελέγξουμε τις γνώσεις και τον τρόπο σκέψης του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην χώρα μας παρατηρείται απαξίωση των ακαδημαϊκών – πανεπιστημιακών τίτλων, ώστε ακόμη και κάτοχοι αυτών, μπορεί να εκστομίσουν απίστευτες ανοησίες ακόμη και για θέματα του άμεσου γνωστικού αντικειμένου τους.
- Δεν εμπιστευόμαστε τους πολυάσχολους ή τους πολυπράγμονες. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να ασχολούνται σοβαρά και σε βάθος με περισσότερα από ένα αντικείμενα. Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να ασχοληθεί με πολλά θέματα ταυτόχρονα, τότε το πιθανότερο είναι ότι στη ζωή του (άρα και στην συνεργασία μαζί μας) προτιμά την επιφανειακή προσέγγιση από την ουσία, ή ακόμη χειρότερα, είναι αποφασισμένος να πει ή να υποσχεθεί οτιδήποτε προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας.
- Δυσπιστούμε με όσους υπερπροβάλλονται. Ο χρόνος αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό και η ημέρα (τόσο του τεμπέλη όσο και του εργατικού) έχει μόνο 24 ώρες. Όταν λοιπόν συναντούμε κάποιον εξαιρετικά διάσημο είναι σχεδόν βέβαιο ότι δαπανά μεγάλο μέρος του χρόνου και της ενεργητικότητάς του για την αυτοπροβολή του, ώστε σπάνια του απομένει αρκετός για την επιμόρφωση και την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών στους πελάτες του.
- Δεν μεταθέτουμε την ευθύνη της απόφασης. Πολλοί άνθρωποι επιδιώκουν μέσω της αναζήτησης συμβουλών, να μεταθέσουν το βάρος της απόφασης σε κάποιον τρίτο. Κάθε περίπτωση όμως έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και ακόμη και αν αυτός ο τρίτος είναι ικανός και ευφυής, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θέλει, ή μπορεί να αναλάβει την ευθύνη λήψης σοβαρών αποφάσεων για λογαριασμό μας.
Ιδανική προστασία από τους «ειδικούς» αποτελεί η αρχαία ρήση, η οποία μας υπενθυμίζει ότι «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» (Πλάτων – Συμπόσιο) δηλαδή «ο καθένας συναναστρέφεται με τους ομοίους του».
Το εν λόγω ρητό διδάσκει ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν με ευκολία τους ομοίους τους και να αποκτούν φιλικές σχέσεις. Αν λοιπόν είμαστε καλλιεργημένοι, ειλικρινείς, ηθικοί, καλοί επαγγελματίες και έντιμοι, τότε είναι εύκολο να ανακαλύψουμε τους ομοίους μας και να τους εμπιστευθούμε εκείνα που ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας υποχρεώνει να αναθέσουμε σε τρίτους.
Ο καλύτερος τρόπος αξιολόγησης κάποιου είναι το «γνώθι σαυτόν», το οποίο όμως προϋποθέτει:
- Χρόνο προκειμένου να εντρυφήσουμε στις αδυναμίες μας.
- Αυτογνωσία να αναγνωρίζουμε τα ελαττώματά μας και να διαθέτουμε την τόλμη να τα διορθώσουμε.
- Αυτοπεποίθηση να πιστεύουμε στις δυνατότητές μας, ώστε να μην έχουμε ανάγκη από την βοήθεια άλλων.
Επειδή όμως τα ανωτέρω φαντάζουν δύσκολα για τους περισσότερους εξ’ ημών, το μέλλον προδιαγράφεται ευοίωνο για τους σημερινούς Φορμίωνες. Ας ελπίσουμε ότι όποτε απαιτηθεί, θα παρίσταται στο ακροατήριο κάποιος Αννίβας και θα φανούμε αρκετά έξυπνοι ώστε να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε τα λόγια του.
Οι σοφοί μιλούν διότι έχουν κάτι να πουν,
ενώ οι ανόητοι επειδή πρέπει κάτι να πουν
Πλάτων
*[XVIII] [75] Nec mihi opus est Graeco aliquo doctore, qui mihi pervulgata praecepta decantet, cum ipse numquam forum, numquam ullum iudicium aspexerit; ut Peripateticus ille dicitur Phormio, cum Hannibal Karthagine expulsus Ephesum ad Antiochum venisset exsul proque eo, quod eius nomen erat magna apud omnis gloria, invitatus esset ab hospitibus suis, ut eum, quem dixi, si vellet, audiret; cumque is se non nolle dixisset, locutus esse dicitur homo copiosus aliquot horas de imperatoris officio et de [omni] re militari. Tum, cum ceteri, qui illum audierant, vehementer essent delectati, quaerebant ab Hannibale, quidnam ipse de illo philosopho iudicaret: hic Poenus non optime Graece, sed tamen libere respondisse fertur, multos se deliros senes saepe vidisse, sed qui magis quam Phormio deliraret vidisse neminem.(Cicero, de oratore II,18)