Φωτό*
via
Σε μια ηλικία γύρω στα είκοσι περίπου, η γυναίκα αρχίζει να ψάχνει για σύζυγο. Σε μια ηλικία γύρω στα τριάντα περίπου, ο άντρας αρχίζει να ψάχνει για σύζυγο. Με το ψάξε ψάξε, τελικά ο άντρας και η γυναίκα συνευρίσκονται. Και άπαξ και συνευρεθούν, τα ήθη απαιτούν να παντρευτούν.
Αν τύχει και δεν παντρευτούν, η «χαμένη τιμή» της κοπέλας θα ανεβάσει στα ύψη την τιμή της προίκας. Ενώ η ηθική με την οικονομία θα μπλεχτούν τόσο, που μόνο ένα μαχαίρι θα μπορούσε τελικά να τις ξεμπλέξει. Ξέρουμε άλλωστε πως σ’ όλες τις περιπτώσεις η τιμή έχει ένα οικονομικό νόημα «σε τελική ανάλυση» (για να θυμηθούμε τον Αλτουσέρ).
Έτσι είχαν τα πράγματα σ’ ένα παρελθόν όχι και τόσο μακρινό, τότε που οικονομικά υπόχρεος για την τιμή της τιμής της ατιμασμένης και εγκαταλελειμμένης ήταν κυρίως ο δύστυχος μεροκαματιάρης πατέρας, που κοντά σ’ όλα τ’ άλλα βάσανά του είχε κι αυτό της προίκας της κόρης του. Με το δίκιο του, λοιπόν, απαιτούσε μια μείωση του προικώου ποσού, που γινόταν δυνατή στην περίπτωση που η κόρη είχε συνείδηση της οικονομικής αξίας της παρθενίας της και δεν τη χάριζε δωρεάν, αλλά τη φύλαγε για προίκα, το αντίτιμο της οποίας αφαιρούνταν απ’ την κυρίως ειπείν προίκα και ο πατρικός ισολογισμός ερχόταν έτσι στα λογικά του όρια. Όμως, με την «έκλυση των ηθών» τούτο το λεπτότατο σύστημα ανταλλαγών κατεστράφη εντελώς: Σήμερα σχεδόν κανείς δε δίνει ή δε ζητάει προίκα. Και η παρθενία έμεινε στα αζήτητα του καταστήματος.
Ωστόσο, εκτός απ’ την οικονομικά χρεοκοπημένη πλέον παρθενία, η σύγχρονη γυναίκα, όταν τυχαίνει να μην είναι και τόσο φανατική φεμινίστρια, διαθέτει κρυμμένα πίσω απ’ τον (και) οικονομικά αχρηστευμένο υμένα κι άλλα πράγματα για πούλημα. Και δεν εννοούμε καθόλου την πορνεία, όπου η κατάσταση είναι σαφής και τίμια: Δίνεις και παίρνεις χέρι χέρι και σε τιμή προκαθορισμένη απ’ το τρέχον τιμολόγιο, που καθορίζεται απ’ το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης (Σήμερα η προσφορά είναι μεγάλη κι αυτό έχει σαν συνέπεια μια πτώση των τιμών στα «λαϊκά καταστήματα». Όμως, παρατηρείται άνοδος των τιμών στις «μπουτίκ πολυτελείας», κυρίως εξαιτίας μιας αφθονίας πετροδολαρίων).
Θα περίμενε κανείς η «έκλυση των ηθών» που λέγαμε να λειτουργήσει υπέρ του φεμινιστικού κινήματος, αφού η γυναίκα, ακριβώς εξαιτίας της «έκλυσης των ηθών», απαλλάχτηκε απ’ τον ανατριχιαστικό θεσμό της προίκας (Ουδέν κακόν αμιγές καλού). Δυστυχώς, όμως, τα οικονομικοσεξουαλικά πράγματα δεν εξελίχθηκαν προς τη φεμινιστικά ποθητή κατεύθυνση. Διότι ο άντρας παραμένει άντρας, είτε πληρώνεται τοις μετρητοίς, είτε πληρώνεται επί πιστώσει και με εγγύηση την ισχύ του φύλου του: Ο άντρας είναι αυτός που συνήθως διαλέγει τη γυναίκα του περίπου με την ίδια έννοια που θα διάλεγε και τη γραβάτα του απ’ το κατάστημα της γωνίας. Αλλά και η γυναίκα «αφήνεται να διαλεχτεί», εφόσον έχει συνείδηση της ανταλλαχτικής αξίας της ομορφιάς της, ή όποιων άλλων προσόντων διαθέτει (Σε τούτη την παραλλαγή της συναλλαγής μετράει ακόμα και το «ολίγον πιάνο», ο «ολίγος χορός» και τα «ολίγα γαλλικά», που αν τα σουμάρεις σχηματίζουν ένα κομματιαστό μεν, σεβαστό δε άθροισμα προσόντων).
Δυστυχώς, λοιπόν, η παρθενία έπεσε εντελώς άδικα στο πεδίο της μάχης των τιμών (με τη διπλή έννοια, που είναι μονή). Και έπεσε τόσο άδοξα, που ούτε καν τη θυμούνται στα συχνά προσκλητήρια των πεσόντων στο «πεδίο της τιμής», παρά το γεγονός πως κι αυτή στο πεδίο της τιμής έπεσε.
Έπεσε άδικα, διότι ο άντρας μπορεί μεν να έχασε την προίκα, κέρδισε όμως το μισθό της εργαζόμενης γυναίκας του, που, αν τον αθροίσεις σ’ όλα τα χρόνια του έγγαμου βίου, του δίνει ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό της παραδοσιακής προίκας. Γι’ αυτό είπαμε πως τώρα οι γυναίκες πωλούνται επί πιστώσει. Αν μάλιστα συνυπολογίσεις και την «εν οίκω εργασία» και τις εντός της κρεβατοκάμαρας υπερωρίες της γυναίκας, τότε τα κέρδη του άντρα από ένα γάμο, που, βέβαια, δεν έγινε καθόλου από συμφέρον, είναι πάρα πολύ σημαντικά. Αυτό σημαίνει πως παρά την αλλαγή των ηθών, τα ήθη παραμένουν αμετάλλαχτα στις περιπτώσεις εκείνες που ο άντρας βρίσκεται καλά οχυρωμένος πίσω από προνόμια δυόμισι χιλιάδων ετών, που κανένας νόμος δεν θα μπορούσε να τα αλλάξει «εκ των άνω». Διότι «εκ των κάτω» λειίούργούν τα ισχυρότερα των νόμων ήθη — και τα ήθη συνεχίζουν να τα υπαγορεύουν οι άντρες στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Ούτως εχόντων των ηθών, ο άντρας πρέπει να φερθεί πάντα σαν άντρας και να τραβήξει και μαχαίρι αν το απαιτήσει ο θιγμένος ανδρισμός του. Και επειδή η δολοφονία δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα πράξη, ο «έξυπνος» άντρας πριν καταλήξει στην έσχατη αυτή κτητική (και κτηνώδη) πράξη, που δε θα του αποδώσει παρά ένα πτώμα και κάμποσο χρόνια φυλακή, θα ασκήσει όλα τα εκ των ηθών απορρέοντα προνόμιά του. Για παράδειγμα, ύστερα από μερικά χρόνια χρήσεως του γυναικείου σώματος της «αγαπημένης», θα πιστέψει πως απόκτησε εφ’ όρου ζωής το δικαίωμα της χρησικτησίας και θ’ αρχίσει να χρησιμοποιεί αφειδώς και απερίσκεπτα τις κτητικές αντωνυμίες: το κορίτσι «του» πρέπει να γίνει γυναίκα «του», για μόνο το λόγο πως υπήρξε κορίτσι «του» για κάμποσο χρόνια. Και τούτο γιατί εξαρχής δεν έψαχνε για «κορίτσι» αλλά για σύζυγο, δοκιμάζοντας διάφορες και καταλήγοντας τελικά σε μία. Διάολε, δεν αγοράζει κανείς «γουρούνι στο σακί», ούτε γυναίκα στο... σώβρακό της. Η ποιότητα του εμπορεύματος πρέπει να δοκιμαστεί. Επίσης και η παιδοποιητική ικανότητα της παιδοποιητικής μηχανής: Μια έκτρωση επί του προκειμένου είναι μια καλή απόδειξη πως η μηχανή μοντάρει με τον επιθυμητό τρόπο.
Φυσικά, όλο αυτό το αλισβερίσι θα πάρει τη μορφή έρωτα, αφού κανείς πια δε θεωρεί και τόσο αξιοπρεπή τον από συνοικέσιο γάμο. Ο υποψήφιος γαμπρός θα κάνει φιλότιμες προσπάθειες να ερωτευτεί την υποψήφια νύφη. Κι αν δεν τα καταφέρει, δε χάλασε ο κόσμος. Αρκεί που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν και δείχνει το ενδιαφέρον του με χίλιους τρόπους: Με τη ζήλια, με τα σούρτα φέρτα με το αυτοκίνητο, με την ντισκοτέκ και, σε περιπτώσεις οικονομικής δυσπραγίας, με μια σκέτη γρανίτα στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Φυσικά, δε θα παραλείψει να της τηλεφωνεί δυο τρεις φορές την ημέρα, ανάλογα με το κόστος του τηλεφωνήματος τη συγκεκριμένη περίοδο. Κι αν έχει διαθέσιμο χρόνο, θα στηθεί με τις ώρες κάτω απ’ την πόρτα της. Δυστυχώς, το ωραίο έθιμο της καντάδάς επιβιώνει στοιχειωδώς μόνο στην Επτάνησο κι έτσι τα συγκινησιακά όπλα του υποψηφίου συζύγου έχουν μειωθεί κατά ένα.
Όμως, τα πράγματα για τον υποψήφιο γαμπρό θα ευκολυνθούν πολύ όταν η υποψήφια νύφη (που αυτός διάλεξε) είναι μια «γυναίκα υπό επίδραση», όπως θα έλεγε ο Τζον Κασσαβέτης. Και τούτη η επίδραση μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους. Η φτώχεια είναι ο πιο σημαντικός: Μια φτωχούλα θα δυσκολευτεί να βρει γαμπρό και συνεπώς θα ενδώσει ευκολότερα σε μια πίεση που δε χρειάζεται, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, να είναι και πολύ μεγάλη. Ενώ μια φτωχούλα και μαζί ομορφούλα καταρχήν θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει το πανίσχυρο όπλο της ομορφιάς (είδατε ποτέ εκατομμυριούχο παντρεμένο με άσχημη;) κι αν ατυχήσει σκοπεύοντας λάθος στόχο, τότε θα υποταχθεί στην κακή μοίρα της φτώχειας κι όχι στην καλή μοίρα της ομορφιάς.
Εκτός απ’ την άμεση οικονομική επίδραση υπάρχουν κι άλλες, συχνά πιο πιεστικές, αλλά που κι αυτές ανάγονται σε «τελική ανάλυση» στο οικονομικό πρόβλημα (Δεν ξεχνάμε ποτέ τον Αλτουσέρ, που με τούτη τη σπουδαία θεωρητική του εφεύρεση έβγαλε το μαρξισμό από πολλές δύσκολες καταστάσεις). Συνήθως η καλύτερη προξενήτρα είναι η μαμά, που ενδιαφέρεται ειλικρινέστερα απ’ τον καθένα για την «αποκατάσταση» της κόρης. Επειδή όμως το προξενιό έχει συμπαρασυρθεί στην πτώση απ’ την εκπεσμένη προ πολλού παρθενία, ενώ στις περιπτώσεις που παραμένει αναγκαίο αναλαμβάνουν πια την υπόθεση ειδικευμένα γραφεία, και επειδή ακόμα ο έρωτας παίζει πια πρωταγωνιστικό ρόλο, ακόμα και στην εκπεσμένη μορφή της «σχέσης», επειδή προσέτι η υποψήφια νύφη απαιτεί ελευθερία κινήσεων και επιλογών, η μαμά προξενήτρα ασκεί την επίδρασή της όχι σαν δηλωμένη προξενήτρα, αλλά σαν προαγωγός ή αντιπροαγωγός, κατά την περίσταση: Ενθαρρύνοντας την κόρη ευθέως όταν ο γαμπρός είναι της αρεσκείας της και αποθαρρύνοντάς την όταν δεν είναι της αρεσκείας της. Την ίδια επίδραση μπορεί ν’ ασκήσει και ο πατέρας αλλά με διαφορετικό στιλ, πιο αυστηρό και πουριτανικό, όπως αρμόζει στο φύλο του αλλά και στην ιδιότητά του σαν πατέρα: Θα κάνει «στραβά μάτια» όταν εγκρίνει τη «σχέση» και θα γίνει από βίαιος έως βάναυσος όταν δεν την εγκρίνει.
Ιδού λοιπόν επί σκηνής οι τέσσερις πρωταγωνιστές του δράματος (αν υπάρχουν αδέρφια οι πρωταγωνιστές πολλαπλασιάζονται): Ο πρώτος ρόλος κρατιέται απ’ τον υποψήφιο γαμπρό. Ο δεύτερος ρόλος κρατιέται απ’ την υποψήφια νύφη (που κατά κανόνα θα συνεχίσει να παίζει δεύτερο ρόλο για πάντα). Ο τρίτος ρόλος κρατιέται απ’ τη μαμά. Και ο τέταρτος ρόλος (επικουρικός αυτός) απ’ τον μπαμπά. Καμιά φορά στο δράμα παίρνουν μέρος και οι γονείς του γαμπρού, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο στις πλούσιες οικογένειες. Όμως, όταν ο υποψήφιος γαμπρός είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματικός, τότε οι γονείς του θα παρακολουθούν εναγωνίως απ’ τις κουίντες την εξέλιξη του δράματος, χωρίς να μπορούν να επέμβουν: Κανείς δεν θα τολμούσε να διαλαλήσει σκάρτο πράγμα στην αγορά. Εκτός κι αν η συναλλαγή γίνεται ανάμεσα σε εμπόρους που και οι δυο ανταλλάσσουν σκάρτο πράγμα, οπότε η υπόθεση εξομαλύνεται αυτομάτως, αφού τώρα οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι και για τις δύο ομάδες των παιχτών.
Κι όλη αυτή η σύγχυση γιατί ο γάμος δεν είναι πια ούτε μια καθαρή και Τίμια συναλλαγή, όπως την εποχή της προίκας, όπου όλα διακανονίζονταν με ανοιχτά χαρτιά στη στρογγυλή τράπεζα των διαπραγματεύσεων, ούτε μια ελεύθερη και αβίαστη ανθρώπινη σχέση, όπου ο γάμος θα αντιμετωπιζόταν σαν μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά και μόνο δύο ανθρώπους. Που όμως δεν θα εξέπιπταν στην πλήρη αναξιοπρέπεια να κοροϊδεύονται αμοιβαία, παριστάνοντας, ας πούμε, τους ερωτευμένους ίσα ίσα για να δώσουν στους εαυτούς τους συναισθηματικά άλλοθι για μια πράξη που παραμένει συναλλαγή, έστω κι αν σ’ αυτή δεν παίρνει μέρος κανένας μεσάζων. Όχι γιατί η συναλλαγή είναι αξιόμεμπτη πράξη, αλλά διότι δεν εμφανίζεται εξαρχής σαν τέτοια, με συνέπειες τραγικές για όσους δεν μπορούν να καταλάβουν πως πίσω απ’ τον «έρωτα» και τη «σχέση» κρύβεται μια πολύ απλή και κοινότατη κατάσταση! Η επιθυμία δύο ανθρώπων, όχι να συνάψουν ανθρώπινες σχέσεις βαθιές και ουσιαστικές, αλλά να συνυπάρξουν όπως όπως και ίσα ίσα για να εκπληρώσουν κάτι που το αντιλαμβάνονται σαν καθήκον και προς τους εαυτούς τους και προς τους δικούς τους και προς την κοινωνία.
Η οικογένεια που θα φτιαχτεί μ’ αυτό το φρικαλέο τρόπο θα είναι αναγκαστικά συμβατική. Και δεν θα μπορέσει ποτέ να παίξει έστω και το στοιχειώδη ρόλο που της απόμεινε, ύστερα απ’ τη σχεδόν πλήρη καταστροφή του θεσμού κάτω απ’ τις αλλαγμένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες: Αυτόν της τεκνοποιίας. Τα παιδιά που θα γεννηθούν από γονείς που παντρεύτηκαν «υπό επίδρασιν» θα μεγαλώσουν κι αυτά «υπό επίδρασιν» και πέρα απ’ το βιολογικά αναγκαίο όριο, όπου η επίδραση είναι επιβεβλημένη από την ίδια τη φύση. Η αλλοτρίωση αρχίζει με τις στρεβλές σχέσεις μέσα σε μία στρεβλή οικογένεια, που έγινε στρεβλή σχεδόν εσκεμμένα: Μ’ ένα γάμο που δεν προοιώνιζε τίποτα το αισιόδοξο εξαρχής. Και που ωστόσο έγινε σχεδόν χωρίς οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να καταλάβουν το πώς και το γιατί. Έγινε από ρουτίνα, από συνήθεια, από πανικό, από μια τυφλή και άκριτη προσκόλληση στους θεσμούς.
Ο γάμος είναι μια πράξη λογική στο έπακρο. Και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με τον έρωτα, που είναι μια ψυχοσυναισθηματική κατάσταση εντελώς άσχετη με το γάμο. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο πετυχημένοι γάμοι είναι αυτοί που γίνονται από καλά μελετημένο συνοικέσιο. Και δεν είναι καθόλου ντροπή να παντρεύεται κανείς με συνοικέσιο. Αρκεί το συνοικέσιο να μην είναι επιβεβλημένο από γονείς που βιάζονται να ξεφορτωθούν τα παιδιά τους.
Σήμερα στην Ευρώπη και στην Αμερική διαδίδεται συνεχώς και περισσότερο το λεγόμενο «αυτοσυνοικέσιο». Που σημαίνει μεθοδική, λογική και ψύχραιμη επιλογή του συζύγου και της συζύγου που θα αποτελόσουν το μελλοντικό ζευγάρι, μέσα από ένα αμοιβαίο ψάξιμο χωρίς μεσάζοντες. Κι αυτό γιατί κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα ήταν δυνατό πια να μπερδέψει τον έρωτα με το γάμο που, επαναλαμβάνουμε, είναι δύο εντελώς, μα εντελώς διαφορετικές καταστάσεις. Οι ερωτευμένοι ζουν τον έρωτά τους όσο είναι ερωτευμένοι και μετά χωρίζουν, για να ξαναερωτευτούν ενδεχομένως. Για το γάμο, που είναι μια κατάσταση κοινωνική και όχι συναισθηματική και θα έπρεπε να διαρκεί, δεν υπάρχει χειρότερος σύμβουλος απ’ τον έρωτα, που είναι μια καθαρά συναισθηματική κατάσταση που διαρκεί όσο αντέχει και που κατά κανόνα δεν αντέχει πάρα πολύ. Ο γάμος είναι πράξη λογοκρατούμενη. Ο έρωτας είναι πράξη τρελή, κάτι σαν μια υπέροχη αρρώστια απ’ την οποία εύχεται κανείς να μη γιατρευτεί ποτέ. Κι όσοι ισχυρίζονται ότι παραμένουν ερωτευμένοι ύστερα από ατελείωτα χρόνια γάμου, απλώς εκλαμβάνουν σαν έρωτα την ειρηνική συνύπαρξη, ή τη συντροφικότητα, ή ακόμα και τη συνήθεια, που είναι και άλλου είδους και άλλης ποιότητας ψυχολογικές καταστάσεις.
24 Αυγούστου ’86