Η ώρα της μεγάλης μάχης έφτασε. Η όρεξη εναντίον της πείνας.
Όχι, λοιπόν!
Όρεξη και πείνα δεν είναι ταυτόσημες έννοιες και θα σου εξηγήσω το γιατί, ευθύς αμέσως με απλά ελληνικά, για να γνωρίζεις επιτέλους και εσύ.
Από εδώ εξάλλου, ξεκινούν και όλα τα μετέπειτα πεπτικά προβλήματα. Όλοι τρώνε με βάση τις ορέξεις τους και σχεδόν κανένας πια δε σιτίζεται, έχοντας ως μοναδικό οδηγό τη γνήσια πείνα του.
Η γνήσια πείνα
Η πείνα είναι μια αυτόματη, ενστικτώδης ανθρώπινη λειτουργία, η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό να μας προειδοποιήσει πότε, πόση και ποια τροφή χρειάζεται ο οργανισμός μας, προκειμένου να διατηρείται στη ζωή. Η πείνα, λοιπόν, είναι καθαρά ένας μηχανισμός επιβίωσης. Όπως, εξάλλου, είναι και η δίψα. Πίνεις νερό κάθε φορά που διψάς. Και αυτό εκδηλώνεται με ξηροστομία, στεγνό σάλιο, ιδρώτα, πυρετό και πολλές φορές με στομαχόπονο ή πονοκέφαλο. Δε χρειάζεται να αναρωτιέσαι εάν διψάς ή όχι. Γνωρίζεις μετά βεβαιότητας ότι διψάς και επιθυμείς να πιεις άμεσα νερό. Εκτός εάν είσαι αφυδατωμένος, οπότε λίγο πολύ έχεις χάσει μαζί με το ένστικτο της πείνας ακόμη και το ένστικτο της δίψας. Τότε, τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα και επικίνδυνα πλέον για την υγεία σου.
Η πείνα, λοιπόν, είναι μια αίσθηση ευχάριστη και εδρεύει ΠΑΝΤΑ στο στόμα και ΠΟΤΕ στο στομάχι.Εκδηλώνεται με άφθονη παραγωγή και παρουσία σάλιου κάθε φορά που πεινάς. Το σάλιο στο στόμα είναιγλυκό. Το στόμα δε μυρίζει άσχημα. Η γνήσια πείνα χαρακτηρίζεται από ευχάριστη και χαρούμενη διάθεση.
Όποιος πεινάει πραγματικά έχει υπομονή να ετοιμάσει το φαγητό του χωρίς βιασύνη. Όποιος πεινάει δεν γκρινιάζει και δε θυμώνει, όταν δεν του έχουν μαγειρέψει. Όποιος πεινάει κάθεται στο τραπέζι καιαφοσιώνεται στο γεύμα του, χωρίς να συζητάει, να βλέπει τηλεόραση, να διαβάζει ή, χειρότερα ακόμη, να λογομαχεί.
Όποιος πεινάει τρώει πάντα σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες του σώματός του και ποτέ δε σηκώνεται από το τραπέζι φουσκωμένος ή "σκασμένος". Γνωρίζει τα όρια του στομάχου του και φροντίζει να αφήνει το ¼ (25%) αυτού πάντα άδειο, ώστε να συνεχίζεται ανενόχλητα η ροή του αίματος προς αυτό και να ρέει ανεμπόδιστα η αναπνοή του (βαθιά διαφραγματική εισπνοή).
Αυτός που πεινάει μπορεί να ικανοποιήσει την πείνα του και σχεδόν το επιδιώκει, τις περισσότερες φορές, μεπραγματικές φυσικές, ζωντανές τροφές. Νιώθει μεγάλη χαρά και πληρότητα, όταν γευματίζει με ζουμερά μήλα ή απολαμβάνει ένα γλυκό καρπούζι. Ευχαριστιέται με τις νόστιμες φρεσκοκομμένες ωμές σαλάτες. Τρελαίνεται για ατμόβραστο αρακά ή μπρόκολο. Αυτός που πεινάει και ικανοποιεί την πείνα του νιώθει απίστευτη γαλήνη και ηρεμία μετά το γεύμα. Έχει διάθεση και ενέργεια να συνεχίσει τη μέρα του με περισσότερη δύναμη.
Μα πάνω από όλα, αυτός που πεινάει νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη και δοξολογεί το θεό με προσευχή, κάθε φορά που ετοιμάζεται να γευματίσει και αμέσως μόλις τελειώσει.
Γιατί γνωρίζει ότι υπάρχουν εκατομμύρια συνάνθρωποί του σε όλο τον κόσμο που δεν έχουν να φάνε ή που πεθαίνουν καθημερινά από την πείνα και την έλλειψη καθαρού νερού.
Η πείνα, λοιπόν, είναι μια υγιής αντίδραση του ανθρώπινου οργανισμού και εκδηλώνεται πάντα μέσω του βασικού ενστίκτου της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης. Ο σύγχρονος, όμως, άνθρωπος, επειδή έχει απομακρυνθεί από το φυσικό του περιβάλλον, έχει χάσει το βασικό του ένστικτο και διαφεντεύεται πλέον από τις εκάστοτε ορέξεις του.
Τι είναι, όμως, η όρεξη και ποια η διαφορά της από την πείνα;
Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν την όρεξη και την πείνα ως ταυτόσημες έννοιες, εντούτοις υπάρχει μεταξύ τους μια τεράστια διαφορά. Και δε διστάζω καθόλου να πω ότι είναι δύο έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες.
Η «αρρωστημένη» όρεξη
Η όρεξη, λοιπόν, είναι η «κάλπικη» πείνα. Η όρεξη είναι η «πλάνα» και «ξελογιάστρα» πείνα. Είναι η παραπλανητική και ψεύτικη πείνα. Με λίγα λόγια, όρεξη είναι η λιγούρα και η λαιμαργία.
Η όρεξη εδρεύει ΠΑΝΤΑ στο στομάχι. Το αντίθετο ακριβώς, δηλαδή, από την πείνα, που, όπως προανέφερα, εδρεύει πάντα στο στόμα.
Η όρεξη – λιγούρα εκδηλώνεται, κυρίως, με δυσάρεστα συμπτώματα. Αυτός που έχει όρεξη νιώθει αναγούλα(ναυτία), ζαλάδα ή τάση λιποθυμίας. Πιστεύει ότι πρέπει να φάει, για να συνέλθει. Αυτός που έχει όρεξη – λιγούρα νιώθει το στόμα του πικρό και δίχως σάλιο. Τα χείλη του, ενίοτε, είναι ξερά. Η γεύση στο στόμα είναι άσχημη. Μυρίζει «ψοφίμι» η αναπνοή του.
Αυτός που έχει όρεξη πιστεύει ότι πρέπει να φάει, γιατί νιώθει αδυναμία ή υπογλυκαιμία. Αυτός που έχει όρεξη νιώθει το στομάχι του σφιγμένο σα «γροθιά». Ακούει στο στομάχι του πάντα «βαβούρα». Την όρεξη του συνοδεύουν τριγμοί, ροκανίσματα, κράμπες, ρεψίματα, φουσκώματα, αέρια. Αυτός που έχει όρεξη γευματίζει, «γιατί ήρθε η ώρα». Γιατί βρέθηκε φαγητό μπροστά του. Η όρεξη απαιτεί φαγητό «για την παρέα». Η όρεξη χαρακτηρίζεται από τσιμπολογήματα και σνακ ενδιάμεσα των γευμάτων.
Πάνω από όλα, όμως, αυτός που τρώει με όρεξη και όχι με πείνα, χαρακτηρίζεται, συνήθως, από τις κάκιστες διατροφικές επιλογές του. Αυτός που τρώει με όρεξη είναι πολύ απαιτητικός στις διατροφικές του συνήθειες. Θεωρεί τον εαυτό του πολύ επιλεκτικό, αλλά μόνο όσον αφορά «γκουρμέ» συνταγές ή διάφορες αγαπημένες «σπεσιαλιτέ». Απαιτεί, κυρίως, πικάντικα φαγητά και διάφορους μεζέδες, για να του «ανοίξουν» την όρεξη. Αυτός που τρώει με όρεξη θεωρεί τον εαυτό του μερακλή, καλοπερασάκια και πάνω από όλα καλοφαγά.
Αυτός που έχει όρεξη θυμώνει εύκολα, εάν η γυναίκα του δεν του σερβίρει «στην ώρα του» το φαγητό. Αυτός που έχει όρεξη τρώει γρήγορα και βιαστικά. Θέλει να βλέπει το τραπέζι πάντα γεμάτο φαγητά και του αρέσει να τρώει πάντα «ποικιλία». Δε χορταίνει ποτέ, γι’ αυτό τρώει πάντα μέχρι «σκασμού». Αυτός που τρώει με όρεξη μιλάει στο τραπέζι δυνατά, φωνάζει, νευριάζει, μαλώνει, διαβάζει εφημερίδα, βλέπει ειδήσεις και, ενίοτε, κουτσομπολεύει.
Αυτός που τρώει με όρεξη, αφού σηκωθεί από το τραπέζι, δεν έχει ενέργεια και διάθεση για τίποτα. Ψάχνει εναγωνίως τον πιο κοντινό καναπέ, για να «την πέσει», αφού πρώτα έχει χαλαρώσει αρκετά τη ζώνη του παντελονιού του.
Η όρεξη, λοιπόν, είναι μια κάλπικη επιθυμία για φαγητό και οδηγεί σχεδόν πάντα στην αρρώστια. Η όρεξη είναι η «σύντροφος» του στομαχικού.
Πόσο οξύμωρο θα πρέπει να σας ακούγεται πλέον, όταν κάποιος, που συναντάτε καθ’ οδόν, σχολώντας από τη δουλειά σας το μεσημέρι, σας εύχεται το «άντε και καλή όρεξη»;
Από σήμερα, λοιπόν, τρώμε με κριτήριο ΜΟΝΟ τη γνήσια πείνα. Το εκ γενετής λησμονημένο ένστικτό μας. Εξάλλου, το καλύτερο ορεκτικό είναι πάντα η πείνα.
Πως να διακρίνεις την πείνα από την όρεξη
Θέλω να μοιραστώ μαζί σας ένα μυστικό μου. Για να ξεχωρίσετε άμεσα και εύκολα την όρεξη από την πείνα, εκτός την εφαρμογή των όσων προανέφερα, εφαρμόστε στον εαυτό σας το εξής πείραμα:
Κάθε φορά που νιώθετε ότι πεινάτε ή έχετε όρεξη, μην υποκύψετε αμέσως στο φαγητό. Πιείτε πρώτα αργά ένα ή δύο ποτήρια νερό σε θερμοκρασία σώματος (όχι ψυγείου). Εάν το αίσθημα της επιθυμίας για φαγητό σας εγκατέλειψε οριστικά (για τουλάχιστον μια ώρα), τότε σημαίνει ότι αυτό που νιώθατε ήταν όρεξη (κάλπικη πείνα). Εάν 15 – 30 λεπτά μετά την πόση νερού το αίσθημα της επιθυμίας για φαγητό επανέρχεται δριμύτερο, τότε σίγουρα αυτό είναι γνήσια πείνα, την οποία οφείλετε να ικανοποιήσετε.
Αυτό είναι ένα πολύ αξιόπιστο και αποτελεσματικό τεστ, που δε λαθεύει ποτέ.
Επομένως, κάθε φορά που ετοιμάζεσαι να γευματίσεις, θα πρέπει να ξαναθυμηθείς πρώτα, το παιδικό επιφώνημα «πεινάω σα λύκος» και στη συνέχεια το «μου τρέχουν τα σάλια»!
Δράσε τώρα... αύριο μπορεί να είναι, ήδη, πολύ αργά για την υγεία σου!