Αριστοτέλης: Φιλοσοφία και Σοφία
Πρέπει κανείς νά άσχολείται μέ τή φιλοσοφία, άφού αύτή άποβλέπει στήν άπόκτηση καί τήν ασκηση τής παιδείας. ‘Η παιδεία δμως είναι άπό τά μεγαλύτερα άγαθά. Καί δέν έπιτρέπεται βέβαια γιά νά κερδίσει κανείς χρήματα νά φθάνει ως τήν ακρη τού κόσμου (τίς στήλες τού Ήρακλέους), γιά ν’ άποκτήσει δμως φρόνηση δέν είναι διατεθειμένος νά κουρασθεί καί νά κάνει θυσίες.
Δέν είναι βέβαια διόλου κακό, αν ή φιλοσοφία δέ φαίνεται νά είναι χρήσιμη καί ώφέλιμη. Γιατί έμείς δέν ύποστηρίζουμε δτι είναι ώφέλιμη άλλά άπλώς καλή καί ότι δέν άρμόζει νά τήν προτιμάει κανείς γιά κάτι αλλο παρά μόνο γι’ αύτή τήν ίδια (καθαυτή). Γιατί όπως ταξιδεύουμε γιά νά παρακολουθήσουμε τούς ‘Ολυμπιακούς άγώνες, άκόμα καί όταν δέν έχουμε νά κερδίσουμε τίποτε, γιατί τό ίδιο τό θέαμα τών άγώνων άξίζει πιό πολύ άπό τά χρήματα, — καί όπως παρακολουθούμε τίς θεατρικές παραστάσεις στά Διονύσια, όχι βέβαια μέ τήν πρόθεση νά κερδίσουμε κάτι άπό τούς ηθοποιούς άλλά άντίθετα ξοδευόμαστε άπό πάνω, καί πολλά άλλα θεάματα θά τά προτιμούσαμε άπό τά χρήματα, έτσι πρέπει νά προτιμούμε καί τή θέα τού ούρανού περισσότερο παρά όσα φαίνονται άπλώς χρήσιμα. Δέν έπιτρέπεται, λοιπόν, κανείς νά σκοτώνεται νά πάει νά δεί άνθρώπους πού παίζουν τούς ρόλους γυναικών καί δούλων, ή μονομαχούν καί τρέχουν (καί νά παθαίνεται), καί άπό τί άλλο μέρος νά νομίζει πώς δέν πρέπει νά σπουδάζει τή φύση τών όντων καί τής άλήθειας.
Μόνο οι φιλόσοφοι κατορθώνουν να φθάσουν σε μια εύτυχισμένη ζωή.
’Ενθαρρύνει κανείς γενικά τίς άλλες τέχνες καί έπιστήμες, έφόσον αύτούς πού τίς άσκούν τούς τιμάει καί τούς πληρώνει μισθό. Αύτούς δμως πού άσχολούνται μέ τή φιλοσοφία όχι μόνο δέν τούς ένθαρρύνουμε άλλά συχνά τούς έμποδίζουμε. Γενικά χαρακτηριστικά τού είδήμονος είναι ή ικανότητά του νά μπορεί νά μεταδίδει (διδάσκει) τίς γνώσεις του.
’Επειδή τώρα προσπαθούμε νά όρίσουμε αύτή τή θεωρητική έπιστήμη (δηλ. τή φιλοσοφία), θά έπρεπε νά έρευνήσουμε τό άκόλουθο έρώτημα, τί είδους αιτίες καί άρχές έχει ώς άντικείμενό της ή έπιστημονική γνώση, πού άποτελεί τό περιεχόμενο τής φιλοσοφίας. Άν πάρουμε τίς συνηθισμένες άντιλήψεις πού εχουμε γιά τό σοφό, ίσως τότε τό πράγμα νά γινόταν εύκολότερα κατανοητό. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, νομίζουμε πώς ό σοφός τά ξέρει όλα, όσο είναι δυνατό αύτό, χωρίς ώστόσο νά έχει άκριβή γνώση γιά τό καθένα πράγμα χωριστά.
Έπειτα αύτός που είναι σε θέση να καταλαβαίνει τα δύσκολα πράγματα (προβλήματα), πού δέν είναι εύκολο νά τά άντιληφθεί ο οιοσδήποτε ανθρωπος, αύτός είναι έπίσης σοφός. Γιατί ή αισθητηριακή άντίληψη είναι κοινή σέ όλους, γι’ αύτό είναι εύκολη καί δέν άποτελεί καμιά σοφία. ‘Επιπλέον σοφότερο θεωρούμε αύτόν πού μπορεί νά έκθέτει μέ περισσότερη άκρίβεια καί έπαγωγικότερα τίς αιτίες γιά κάθε έπιστήμη• καί άπό τίς έπιστήμες πάλι αύτή πού τήν έπιλέγουμε γι’ αύτή τήν ίδια καί γιά τήν καθαρή γνώση καί όχι γιά τά πρακτικά της ώφελήματα, αύτή θεωρούμε ότι είναι σέ μεγαλύτερο βαθμό σοφία• έπομένως αυτή πού εχει τόν πρώτο λόγο παρά έκείνη πού ύπηρετεί είναι μάλλον σοφία• γιατί βέβαια ο σοφός δέν πρέπει νά δέχεται άλλά νά δίνει έντολές, ούτε αύτός νά ύπακούει σ’ εναν άλλο, άλλά ο λιγότερο σοφός σ’ αύτόν.
Γιά τόν Άριστοτέλη ή φιλοσοφία σημαίνει μιά ριζική διάνοιξη τού κόσμου η τού Είναι καί, σάν άναγκαιο άντίβαρο, σημαίνει καί τήν άντοχή των έμφανιζόμενων διαστάσεων. Γιατί καί ή φιλοσοφία του δέν είναι φτωχή σέ διαστάσεις: Ύπαρξη καί λογική, Ιστορία καί αίωνιότητα, γνώση καί θεώρηση, μερικό καί γενικό, γνώμη καί λόγος, προσωπική εύτυχία καί γενικό καλό, φύση κι έλευθερία. Μάλιστα, άκόμα, ή φύση πρός τήν φύση.
Αυτό πού είσέρχεται στόν εύρύ κόσμο τής φιλοσοφίας είναι κατ’ άρχήν άφετηρία . Καί τό σύστημα, λοιπόν, ό άριστοτελισμός ώς σύστημα μπορει νά κατανοηθεί σάν μιά άκατάλυτη σύνδεση των άρχων. Βέβαια μιά γερά άσφαλισμένη σύνδεση. Όμως καί ή πιό σταθερή σύνδεση είναι μέ τή σειρά της μιά άρχή πού στηρίζει όλόκληρη τή φιλοσοφία, άπό τήν άπορία καί τήν έρώτηση ώς τήν άπόδειξη καί τή διδασκαλία. Αύτή ή άρχή τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη είναι ή πεποίθηση, ότι στήν πραγμάτωση τής φιλοσοφικής γνώσης, «ενα είναι» τό προορισμένο νά κυριαρχήσει στόν ανθρωπο θεϊκό πνεύμα καί ό πραγματικός κόσμος• έκεϊνος δηλαδή στόν όποιο ό ανθρωπος μπορει ν’ άναπτύξει,γεματος έπιθυμία, τή δραστηριότητά του καί νά τή διευρύνει καί νά τήν τελειοποιήσει, προσδίδοντας στήν ϋπαρξή του μορφή, χωρίς ώστόσο νά παύσουν οί ανθρωποι νά έρχονται καί νά παρέρχονται αίώνια.
Η έννοια της «μεσότητος» στην πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη
Ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι ο σκοπός της ηθικής φιλοσοφίας είναι πρακτικός (να μας κάνει καλύτερους). Εντούτοις είναι φανερό ότι έχει ένα σημαντικό θεωρητικό ενδιαφέρον ως προς τα κίνητρα, το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά σε σχέση με την ηθική πράξη, το ακούσιο ή εκούσιο αυτής, για την ελεύτερη επιλογή ή την προαίρεση. Κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος, στη χρήση των εξωτερικών και εσωτερικών αγαθών, στις δυνατότητες που ο ψυχικός του κόσμος ή οι περιστάσεις του προσφέρουν, οφείλει να τηρεί την μεσότητα. Και όταν το αγαθό και οι δυνατότητες προσφέρονται κάτω από διάφορα σχήματα (πολλές φορές αντιφατικά) η ίδια αρχή θα τον οδηγήσει στην επιλογή που θα κάνει. Η μεσότητα είναι ο κανόνας κάθε ανθρώπινης αρετής. Αυτή είναι η αρχή και η στάση όχι μόνο της ελληνικής σοφίας αλλά και του ελληνολατινικού ουμανισμού.
Ποια είναι όμως η μεσότητα για τον Αριστοτέλη;
Ας δούμε την αληθινή σημασία της, το αληθινό νόημα μιας αρχής πρακτικής, που χρησιμοποιείται συχνά σαν όρος, αλλά με αμφίβολο περιεχόμενο, θα προσπαθήσουμε να δούμε ποια απόσταση διακρίνει, παρά τις εξωτερικές ομοιότητες, τις δυο δυνατές σημασίες της μεσότητας και πόσο η μια από αυτές μπορεί να μην είναι κατάλληλη ως προς το φιλόσοφο που εξετάζουμε. Θα στηριχθούμε στα κείμενα του για να βρούμε την παραποίηση που υπέστη ο όρος κατά την Αναγέννηση, θα παρακολουθήσουμε τη σκέψη του φιλοσόφου στην πρακτική του φιλοσοφία και στις περιοχές όπου η θεωρία της μεσότητας εφαρμόζεται. Η έννοια της μεσότητας αναπτύσσεται στον Αριστοτέλη στην ηθική σημασία του όρου αλλά και γενικότερα, στα επόμενα χωρία των έργων του.
Ηθικά Ενδήμεια (HE): Β, 3, 1220 β, 20 – 1222 α, 44 που αποτελεί το κύριο μέρος και το Γ’ βιβλίο, όπου περιγράφονται κυρίως οι επιμέρους αρετές (π.χ. ανδρεία κ.ά.)
Ηθικά Νικομάχεια (ΗΝ): Β, 2, 1104α, 11-26 κ.ε. Επίσης τα κεφάλαια VI και IX του αυτού βιβλίου Β. Από το VI κεφ. μέχρι το τέλος του Ε’ βιβλίου το έργο αναφέρεται στην περιγραφή των ηθικών αρετών (θάρρος, φρόνηση κλπ.). Έπειτα ακολουθούν τα βιβλία για τις διανοητικές αρετές και για τη φιλία.
Δε χρησιμοποιούμε τα Μεγάλα Ηθικά (ΗΜ), γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες διευκρινίσεις ως προς το οέμα μας. Ανάμεσα από τα HE και τα ΗΝ παρατηρούμε ορισμένες διαφορές. Τα ΗΝ είναι μια πιο εξελιγμένη μορφή σε σχέση με τα HE. Οι σχολιαστές δεν έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με την έννοια της μεσότητας στον Αριστοτέλη. Μόνο ο Ασπασίας (120 μ.κ.ε. Commentarla in Aristotelem Graeca, Berlin 1889) διατυπώνει μια πρωτότυπη σκέψη συγκρίνοντας την ηθική μεσότητα με το μέσο όρο του συλλογισμού. Ακόμα και ο Θωμάς ο Ακινάτος δεν προσθέτει τίποτε ως προς τους σχολιαστές, εκτός από την ανάπτυξη που κάνει στα θεολογικά του έργα. Όσοι ιστορικοί και κριτικοί ασχολούνται με τη μεσότητα τη συγκρίνουν συνήθως με την ελληνική παράδοση του «μηδέν άγαν» ή του μέτρου του Πλάτωνα.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω μαρτυριών έχει χαρακτήρα εμπειρικό και παραδοσιακό. O Fiat αποδίνει τον όρο ως την προσωπική εξίσωση, ο Ollé-Laprune διαπιστώνει περισσότερο μια αισθητική θεωρία παρά ηθική. O Gomperz κρίνει αδόκιμη αυτή την επέκταση προς την ηθική που κάνει ο Αριστοτέλης στον όρο, ενώ ο Zeller την ταυτίζει με την πρακτική φρόνηση. Οι σύγχρονοι συγγραφείς υπογραμμίζουν μολαταύτα ότι αυτή η μεσότητα δεν είναι η μετριότητα, όπως συνήθως αποδίνεται ο όρος. Είναι μια παρατήρηση χρήσιμη για το μελετητή. Επίσης οι Ravaisson, Ross, Heronville και ο Cruchon μας δίνουν χρήσιμες διευκρινίσεις.
Το λεξιλόγιο
Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης οι σχετικοί με το θέμα μας είναι:
α) η Μεσότης π.χ. «περί ἡδονάς καί λύπας ἁπάσας, ἧττον δε περί τάς λύπας, μεσότης μέν σωφροσύνη, ὑπερβολή δε ἀκολασία» (ΗΝ, Β, 7, 107 β 4-6.
β) το μέσον. «Πολύ γάρ ἀπάγοντες τό ἁμαρτάνειν τό μέσον ἥξομεν, ὅπερ οἱ τά διετραμμένα τῶν ξύλων ὀρθοῦντες ποιοῦσι».
Οι δύο λέξεις έχουν την ίδια σημασία, το ένα με την αφηρημένη σημασία και το δεύτερο με συγκεκριμένη.
γ) Το μέτρον
δ) το ίσον
ε) ο όρος αρετή – αρεταί με την έννοια της τελειότητας, της εξαιρετικής ικανότητας σε κάτι, όπως και με την ηθική σημασία.
στ) Η έξις: σταθερή ψυχική διάθεση. Η έξις είναι:
1) κάτι το επίκτητο σ’ αντίθεση με το έμφυτο, όπως και
2) μια σταθερή ψυχική κατάσταση, ένας τρόπος του είναι σ’ αντίθεση με την πρόσκαιρη ενέργεια. Σ’ αυτή τη δεύτερη σημασία είναι συνώνυμη της διάθεσης (disposition). Η υγεία π.χ. είναι διάθεση και έξη.
3) Τρίτη σημασία είναι αυτή που έχει στα δύο Ηθικά, της κίνησης (impulsion) την οποία δέχεται ο πάσχων από υπαίτιο (τον ενεργούντα) και η οποία μένει ως εν δυνάμει ενέργεια που ευνοεί τον πάσχοντα να πράξει. Μ’ αυτή την έννοια είναι ήδη μια δύναμη. Αλλά επιπλέον η ενεργητική αντίδραση του πάσχοντα κάτω απ’ αυτή την κίνηση θα μείνει μέσα του στην κατάσταση της έξης, ως μια δυναμικότητα ενεργητική που αναζητάει την ανανέωση της και σ’ αυτή την κατάσταση η έξη είναι μια δύναμη – διάθεση.
Το περιεχόμενος της θεωρίας
Ο καλύτερος τρόπος για να εξετάσουμε το πρόβλημα είναι να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του στα κείμενα που αναφέραμε πιο πάνω, ιδιαίτερα στα ΗΝ. Τα κύρια σημεία της ανάπτυξης του προβλήματος της μεσότητας είναι τα ακόλουθα:
Kάθε πράξη τείνει προς το αγαθό. Σκοποί και αγαθά μπορούν να ταυτιστούν (υποκειμενική και αντικειμενική άποψη) και όπως υπάρχουν πολλές πράξεις, το ίδιο υπάρχουν πολλοί σκοποί και πολλά αγαθά που ιεραρχούνται προς το ανώτατο αγαθό: την ευτυχία και την ευδαιμονία.
Τι είναι η ευτυχία; ασφαλώς κάτι πλήρες και αύταρκες. Όπως κάθε αγαθό, και κάθε σκοπός, συνίσταται στην πλήρωση της λειτουργίας της ιδιαίτερης φύσης καθενός υποκειμένου, πλήρωση που αντιστοιχεί στην τελειότητα αυτής της λειτουργίας. Στον άνθρωπο αυτή η πλήρωση είναι η τέλεια ενεργητικότητα της ψυχής και επειδή η ευτυχία είναι το πιο μεγάλο αγαθό, αυτή είναι η πιο τέλεια δραστηριότητα (ενεργητικότητα).
Αλλά η ψυχή περιέχοντας διάφορες δυνάμεις – ή διάφορα μέρη -είναι προφανές ότι έχει την πιο υψηλή δραστηριότητα. Η ψυχή, κατά κύριο λόγο η ανθρώπινη, είναι διπλή στις δυνάμεις της και περιλαμβάνει μια λογική δύναμη και μια άλλη άλογη , περιοχή των παθών, που οφείλει και μπορεί να υποτάσσεται στο λόγο. Η αρετή της πρώτης δύναμης είναι η διανοητική αρετή και της δεύτερης η ηθική αρετή, που μας ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο εδώ.
Αλλά σε τι συνίσταται αυτή η αρετή που έχει ονομαστεί ήδη ως ο κανόνας της ενεργητικότητας και ο οποίος δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά σε μια κατάσταση της ψυχής – ή ενέργεια της ψυχής – που εξαρτάται από τη βούληση. Η αρετή αυτή δε θα χαρακτηρίσει τα ίδια τα πάθη, ούτε τις ικανότητες, αλλά αυτές τις διαθέσεις – δυνάμεις που είναι μέσα μας και ρυθμίζουν την ικανότητα μας να ακολουθούμε τα πάθη μας.
Τι θα χαρακτηρίσει την τέλεια διάθεση;
Αυτό που θα της επιτρέψει να πράξει, να ενεργήσει κατά τον καλύτερο τρόπο και να εκπληρώσει τέλεια τις ανθρώπινες λειτουργίες. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι μια μεσότητα. Ποια μεσότητα; Ας δούμε τώρα τη θεωρία του Αριστοτέλη γι’ αυτή.
Η θεωρία της μεσότητας
Η μεσότητα ήταν μια αντίληψη σύμφωνη με την ελληνική παράδοση. Από τις αρχές του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστημονικής έρευνας είχε υιοθετηθεί η πυθαγόρεια φράση «η αρετή είναι αρμονία» (Gomperz) σαν ένα σχήμα της ηθικής του μέτρου. Για τους πολλούς ιστορικούς της φιλοσοφίας ο Αριστοτέλης ολοκλήρωσε στα Ηθικά του ένα νέο επιστημονικό σχήμα της ηθικής του μέτρου, προσαρμοσμένης στο σύνολο του έργου του. Ας επισημάνουμε αυτό που χαρακτηρίζει το νέο σχήμα, ας το ορίσουμε ακριβώς, ας δούμε ποιο είναι το νόημα του, η σημασία του και πώς εντάσσεται μέσα στην ηθική θεωρία του Σταγειρίτη.
Είναι γνωστός ο σεβασμός που ο φιλόσοφος έχει για τους προκατόχους του και τη λαϊκή σοφία. Τις έννοιες: αγαθό, δικαιοσύνη, αρετή γενικά τις αναφέρει συχνά μαζί με γνωστές γνώμες και αποφθέγματα. Το όγδοο κεφάλαιο του Α’ βιβλίου των ΗΝ είναι αφιερωμένο στη συμφωνία των συμπερασμάτων του με τις τρέχουσες έννοιες και τις φιλοσοφικές αντιλήψεις. Όμως στα HE και ΗΝ – στα κεφάλαια που σημειώσαμε – δεν επικαλείται τις γνώμες και τις διδασκαλίες των άλλων για τη μεσότητα. Ούτε οι στίχοι: ἐσθλοί μέν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δέ κακοί (1106 β, 35)1, ούτε η συμβουλή της Κίρκης (και όχι της Καλυψώς)2, που δίνονται στο τέλος του Β΄ βιβλίου μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιοι.
Πώς εισάγει ο Αριστοτέλης για πρώτη φορά στα ΗΝ την ιδέα της ηθικής μεσότητας; Στο Β, 2, 1104α, 12-26 διαβάζουμε: φθείρεται δη ἡ σωφροσύνη καί ἡ ἀνδρεία ὑπό τῆς ὑπερβολῆς καί τῆς ἐλλείψεως, ὑπό δέ – ὡς μεσότητος σώζεται… οὕτως σύν καί ἐπί σωφροσύνης καί ἀνδρείας ἔχει καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Πρόκειται για τη γέννηση και τη διατήρηση των διαθέσεων. Με την πρώτη αυτή υπόμνηση στη μεσότητα ως προς τα πάθη και τις πράξεις (βλ. συγγένεια με τις αντιλήψεις του Ιπποκράτη) διαπιστώνεται η ψυχολογική επαγωγή που χαρακτηρίζει την ηθική μέθοδο του Αριστοτέλη και η οποία δίνει στην ηθική του, από επιστημονική άποψη, ένα υψηλό βαθμό βεβαιότητας (R.P. Gillet,o. 184). Δηλ. παρουσιάζει αυτή τη μεσότητα ως εφαρμογή μιας γενικής αρχής για πράξη, η οποία, στα παραδείγματα που μας δίνει, αξίζει το ίδιο τόσο για προβλήματα ηθικής φρόνησης, όσο και υγείας.
Πώς συνδέεται η μεσότητα με την αρετή;
Ας σημειώσουμε εδώ δύο έννοιες που συνδέονται με τη μεσότητα στο χωρίο που αναφέραμε πιο πάνω: την υπερβολή και την έλλειψη, το πάρα πολύ και το πάρα πολύ λίγο, έννοιες που σχετίζονται όχι μόνο με τη μεσότητα, αλλά και με το μέτρο, την αναλογία, τη νοητική μεσότητα χρησιμοποιώντας τον όρο: σύμμετρα, όρο που εκφράζει τη βλαπτικότητα των άκρων και τον καθιστά αντίστοιχο της τελειότητας, δηλαδή της αρετής (1106α, 15).
Οι δύο μεσότητες
Στο Β’ βιβλίο των ΗΝ3 ο Αριστοτέλης θ’ αναπτύξει την έννοια της μεσότητας με πιο αντικειμενικό τρόπο και διεξοδικότερα. Επισημαίνει: «Σε κάθε συνεχόμενο και διαιρετό μπορούμε να διακρίνουμε άλλοτε το περισσότερο, άλλοτε το λιγότερο και άλλοτε το ίσον και αυτά είτε ως προς το αντικείμενο, είτε σε σχέση με μας, ενώ το ίσο είναι κάποιο μέσον μεταξύ της υπερβολής και της έλλειψης. Διατυπώνεται εδώ μια άποψη ποσοτική που δεν εξαρτάται μόνο από την ένταση των συναισθημάτων, αλλά και από τις κατάλληλες συνθήκες (χρόνος, τόπος κλπ.).
Υπάρχουν λοιπόν για τον Αριστοτέλη δύο είδη μεσότητας: η μεσότητα σε σχέση με το αντικείμενο και η μεσότητα σε σχέση με μας. Η πρώτη είναι σε ίση απόσταση από τα άκρα και είναι η αριθμητική μεσότητα. Η δεύτερη είναι η μεσότητα σε σχέση με μας, ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, δε συνεπάγεται έλλειψη ή υπερβολή και δεν είναι η ίδια για όλους. Είναι η μεσότητα που έχει επιλεγεί από το λόγο και είναι ανάλογη με το σκοπό που επιδιώκουμε και ο οποίος είναι πάντα το αγαθό, η ευτυχία, η ευδαιμονία. Είναι η μεσότητα η διανοητική που έχει σχέση με την αναλογία και το μέτρο.4
Τα συμπεράσματα από το γνωστό παράδειγμα του Μίλωνα είναι ότι η δόση της τροφής για τον αθλητή, από το γυμναστή, ρυθμίζεται ανάλογα με το σκοπό της πράξης του φαγητού, που είναι η υγεία και η ακμή η σωματική. Δηλαδή είναι σχετική και ανάλογη με το άτομο και την ιδιοσυστασία του.
Εκτός από το σκοπό, αυτό που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να πάρει την απόφαση του, είναι και η λογική εκτίμηση των μέσων (η φυσική κατάσταση, οι τροφές, οι περιστάσεις, όπως η εποχή, η ώρα κ.ά.). Έχουμε λοιπόν μεταβλητές μεσότητες ανάλογα με τα υποκείμενα και το σκοπό που επιδιώκουμε, μεσότητες που ορίζονται από το λογικό και που υπάρχουν σε κάθε τεχνική και τέχνη. Μεσότητα λογική που συνδέεται, όπως είπαμε πιο πάνω, με την αναλογία και το μέτρο. Ο άνθρωπος που στοχεύει στη λογική μεσότητα εγκαθιστά μια αναλογία μεταξύ της δραστηριότητας του, των μέσων του και του σκοπού που πρέπει να επιτύχει: Η συνείδηση του αγρυπνεί για να μην πέσει ούτε στην υπερβολή ούτε στην έλλειψη, αλλά να καταλήξει στη μεσότητα που είναι ίδια με την αρετή, δηλαδή με την εξαίρετη πράξη, με την κορυφή, με την ακρότητα, αν λάβουμε υπόψη το άριστο και το αγαθό.5 Αυτή άρα η μεσότητα σε σχέση με μας που είναι ανάλογη με το σκοπό – και το αγαθό – είναι η αρετή κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας στάσης είναι μια πράξη, ένα έργο, μια αναλογία φορτισμένη με νοημοσύνη, με λόγο, με ηθική κρίση.
Η διαφορά λοιπόν μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης μεσότητας είναι λογική και αναφέρεται στην πρόθεση, στην ελεύθερη απόφαση, στην προαίρεση. Έτσι ενώ ο άνθρωπος που στοχεύει στη λογική μεσότητα, ρυθμίζοντας τη δραστηριότητα του στα μέσα, στο σκοπό που πρέπει να επιτύχει, δέχεται τις ουσίες ως προσπάθειες με τη συνείδηση να μην πέσει ούτε στην υπερβολή ούτε στην έλλειψη, αλλά να επιτύχει τη σωστή μεσότητα, που είναι στην ουσία ακρότητα, ο άνθρωπος που αρκείται στην εμπειρική μεσότητα σε σχέση με το αντικείμενο αρνείται τις προσπάθειες και τις θυσίες και αρκείται σε μια ψευδή μεσότητα επιδιώκοντας τη μετριότητα. Η ανάλυση του παραδείγματος του Μίλωνα μας επιτρέπει να δώσουμε την ουσία της έννοιας της μεσότητας: ένα μέτρο στα μέσα (τροφή), στην πράξη (φαγητό), ένα μέτρο ανάλογο με το σκοπό (υγεία, ομορφιά), δηλαδή μια ύψιστη αρετή, μια μεσότητα σε σχέση με μας που είναι καθορισμένη από το λόγο και όπως θα το καθόριζε ένας άνθρωπος με φρόνηση.
Στα HE B.II 1220β, 20-29 εξάλλου αναπτύσσει αμεσότερα τα της αριθμητικής μεσότητας στη μεσότητα στις πράξεις λέγοντας: «πρέπει να σημειώσουμε ότι σε κάθε συνεχές διαιρετό μπορούμε να έχουμε υπερβολή, έλλειψη και μέσο και αυτό είτε κατά τη σχέση των μερών μεταξύ τους, είτε σε σχέση με μας7 και είναι το ίδιο στη γυμναστική, στην ιατρική, στην αρχιτεκτονική και σε οποιαδήποτε δραστηριότητα επιστημονική ή όχι, φυσική ή όχι, δηλαδή η κίνηση είναι ένα διαρκές και η πράξη είναι μια κίνηση. Παντού η μεσότητα σε σχέση με μας είναι η καλύτερη. Είναι αυτή πραγματικά που είναι σύμφωνη με την επιταγή του λόγου και της επιστήμης και είναι αυτή που προϋποθέτει την καλύτερη διάθεση. Μπορούμε δε να ελέγξουμε το προφανές είτε με την επαγωγή, είτε με την απόδειξη».
Την απαρίθμηση των αρετών και των ελλείψεων με την επαγωγή τη βρίσκουμε στα HE II, 2, 1220β,36- 1221β, 28 και στα ΗΝ II. 8, 1107α,28-1108β, 10. Ως προς την απόδειξη, αυτή βρίσκεται και στα δύο κείμενα· ως μέσος όρος χρησιμεύει η κίνηση στα HE – μεταξύ συνεχούς και πράξεως και πιο κάτω (παραγρ. 5) η έννοια της ηδονής χρησιμεύει ως μέσος όρος μεταξύ της πράξης και της διάθεσης.
Η ηθική μεσότητα
Ως προς την ηθική μεσότητα, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αυτή αναφέρεται στις πράξεις μας και στα πάθη μας.8 Δεν πρέπει να συγχέουμε την ηθική αρετή και τη φρόνηση. Η ηθική αρετή, δηλαδή η αρετή του χαρακτήρα, όχι αρετή κάθε πράξης, είναι η ηθική αυτού του μέρους της ψυχής, που ενώ είναι άψογο, μπορεί και πρέπει να υποταχθεί στο λογικό μέρος της ψυχής. Πρόκειται για το βαθμό της ευτυχίας που δεν μπορεί να παρακάμψει τελείως τα κατώτερα αγαθά, όπως και η ηθική αρετή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, το χαρακτήρα του ανθρώπου και τις διαθέσεις του, στοιχεία τα οποία δεν ενεργοποιούνται παρά από τις ανθρώπινες πράξεις. Όπως τονίζει ο Αριστοτέλης: η καλή πράξη, η τέλεια πράξη δεν πραγματοποιείται παρά μόνο από τη σύζευξη των παραπάνω παραγόντων (μεσότητα στα πάθη, μεσότητα στην επιλογή-απόφαση των συνθηκών, μεσότητα των μέσων). Εξάλλου η ορθή απόφαση όταν πρέπει, όπου, όπως, προς ποιο, γιατί και για ό,τι πρέπει, συνεπάγεται το μέσον που είναι το άριστον, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρετής.
Άλλο γνώρισμα της μεσότητας είναι το πρέπον. Εκείνος που χαίρεται υπερβολικά διαπράττει υπερβολή στις ηδονές και εκείνος που λυπάται υπερβολικά διαπράττει την αντίθετη υπερβολή… ενώ ο καλός ενεργεί όπως πρέπει. Η έννοια του πρέποντος συνδέεται με την έννοια του σκοπού που είναι το αγαθό. Αν αναφερθούμε σε ορισμένα παραδείγματα, το θάρρος είναι η μεσότητα ως προς το φόβο και την ανδρεία, η σωφροσύνη ως προς τις ηδονές και τις λύπες, υπερβολή δε η ακολασία.
Η ελευθεριότητα (ως προς τα χρήματα) είναι η μεσότητα ανάμεσα από την ανελευθερία και την ασωτία, η μεγαλοψυχία είναι η μεσότητα ως προς τη μικροψυχία και τη χαυνότητα, η φιλαλήθεια ως προς την ειρωνεία και την αλαζονεία, η φιλία ως προς την επιτήδευση και την κολακεία, η ελευθερία ως προς την ανελευθερία και την ασωτία κ.ο.κ. Δηλαδή η ηθική πράξη (και η ηθική αρετή) συνίσταται στο να πράττουμε κατά προαίρεση, να εγκαθιστούμε προτιμήσεις, να υποτάσσουμε τις επιθυμίες μας και τα πάθη μας στο λόγο και να αποφασίζουμε ελεύθερα. Εδώ παρεμβαίνει ο ρόλος του εκούσιου, της βούλησης, της προαίρεσης, όπως και της πρόθεσης.
Για να είναι μια πράξη πραγματικά ηθική πρέπει α) να είναι a priori αυτή που αρμόζει καλύτερα στη δοσμένη περίσταση, β) να εμπνέεται από καλό κίνητρο, γ) να είναι το αποτέλεσμα μιας σταθερής διάθεσης.10 Διαπιστώνουμε εδώ πως παρά τη σημασία που αποδίνει στο κίνητρο των πράξεων, 11 η όλη πορεία του ατόμου προς την αρετή είναι μια κατάκτηση του ατόμου που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση του.
Για να κατακτήσουμε εντούτοις τη σωφροσύνη, το θάρρος και τις άλλες αρετές πρέπει να συμμετέχουμε κάπως στους κινδύνους και στις ηδονές. «Ο άνθρωπος που αποφεύγει, γεμάτος φόβο, τον παραμικρό κίνδυνο, που δεν μπορεί να υπομένει καθόλου, είναι δειλός, ενώ εκείνος που δε φοβάται τίποτε είναι θρασύς. Έτσι και εκείνος που απολαμβάνει όλες τις ηδονές και δεν αποφεύγει τίποτε γίνεται ακόλαστος και εκείνος που αποφεύγει όλες, όπως οι αγροίκοι, είναι αναίσθητος. Η σωφροσύνη και η ανδρεία φθείρονται από την υπερβολή και την έλλειψη, σώζονται δε από τη μεσότητα.
Ποια είναι η αιτία της υπεροχής της μεσότητας;
Είναι ο λογικός χαρακτήρας της, όλη η πρακτική φρόνηση την οποία περικλείει η λέξη του μέτρου. Η μεσότητα σε σχέση με μας είναι σύμφωνη με την επιταγή του λόγου και της επιστήμης και ο τελικός σκοπός της πράξης.
Αυτή η διαβεβαίωση ότι η μεσότητα η προς εμάς είναι ο τελικός σκοπός της πράξης συνδέεται με δυο άλλες παραδοχές: α) τη λογική προσαρμογή των συνθηκών και β) τις σχέσεις μεταξύ του σκοπού και των μέσων. Για το α΄ πρέπει να συνδεθούμε με τη διδασκαλία του Αριστοτέλη πάνω στις σχέσεις μεταξύ λόγου και βούλησης, μεταξύ του πρακτικού λόγου και της ηθικής αρετής. Για το β΄ δεδομένο – σχέσεις μεταξύ σκοπού και μέσων – η μεσότητα είναι μια επιλογή μεταξύ των μέσων που οδηγούν στην πράξη και είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας λόγου και ηθικής αρετής, αλλά σύγχρονα είναι και προαίρεση (deliberation) δηλαδή με ποια μέσα μπορούμε να επιτύχουμε το σκοπό που επιλέξαμε, πώς θα βρούμε το μέσο με το οποίο θα αναγνωρίσουμε την αρχική αιτία που είναι ο τελευταίος σκοπός της έρευνας.13 Διαπιστώνουμε εδώ τον τελολογικό χαρακτήρα της ηθικής του Αριστοτέλη, όπως τον διατύπωσε και στην αρχή των ΗΝ για την ιεράρχηση των σκοπών.
Όμως, τελικά, η ελεύθερη βούληση και η προαίρεση αποτελεί το μεγαλύτερο βαθμό της ηθικής αρετής, αν εξαιρέσουμε την ευδαιμονία, τη μακαριότητα (contemplation), που επιφυλάσσεται σε ένα πολύ μικρό αριθμό ατόμων, τους σοφούς. Η ελεύθερη εκλογή μιας πράξης, η προαίρεση, είναι ο κατεξοχήν ιδιαίτερος χαρακτήρας της αρετής· χάρη σ’ αυτόν μπορούμε να κρίνουμε την ηθική αξία της πράξης.14 Σύμφωνα με τον ορισμό της αρετής ο σώφρων (ο φρόνιμος) αποτελεί τον κανόνα της συμπεριφοράς· ο σώφρων δεν αφήνεται να παρασυρθεί από τις ηδονές των αισθήσεων, αλλά αυτοκυριαρχείται, δεν κάνει τίποτε αντίθετο προς το λόγο, αν και έχει επιθυμίες.15 Έτσι ο σώφρων δε βρίσκει ευχαρίστηση σε ό,τι είναι αντίθετο με το λογικό, ενώ ο κακός δύσκολα μπορεί να ασκηθεί στην αρετή,16 γιατί» η κακία φθείρει την αρχή. Δεν μπορεί να γευθεί κανένας την ηδονή της δικαιοσύνης, εάν δεν είναι ο ίδιος δίκαιος.
Ως προς την ηδονή – το ενδιαφέρον για την ευχαρίστηση – μπορούμε να πούμε πως ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει το σοβαρό ρόλο της, αλλά υποταγμένης στο ρόλο του σώφρονος ανθρώπου. Μ’ αυτό τον τρόπο υποτάσσει την ηθική αρετή στη διανοητική αρετή. Η σωφροσύνη, μια από τις κατώτερες διανοητικές, είναι η αρετή της προαίρεσης (deliberation), που είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να είναι κανένας πραγματικά σώφρων και αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς ηθική αρετή.17 Άρα, η σωφροσύνη δεν μπορεί να χωριστεί από την ηθική αρετή, επειδή οι αρχές της απορρέουν από τις ηθικές αρετές και επειδή ο ορθός λόγος στις ηθικές πράξεις προέρχεται από τη σωφροσύνη.
Συμπερασματικά, η πρώτη βαθμίδα της ευτυχίας βασιζόμενη στην έξη, τη δραστηριότητα, δηλαδή την πράξη και την ηδονή κατακτάται όταν ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην προαίρεση, δηλαδή όταν επιλέγει το αγαθό έχοντας απόλυτη ελευθερία ως προς την επιλογή και ως προς τη βούληση του. Επομένως η ελεύθερη επιλογή, η προαίρεση είναι απαραίτητοι παράγοντες για την ηθική πράξη. Ο ρόλος του εκούσιου και της ευθύνης των πράξεων μας είναι σημαντικός. Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι η κακία είναι εκούσια και ότι εναπόκειται σε μας να την αποφύγουμε με λογική απόφαση και ελεύθερη προαίρεση. Η πράξη είναι εθελούσια, όταν η αρχή της είναι μέσα σ’ αυτόν που ενεργεί και όταν αυτός γνωρίζει τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκτελεί την πράξη. Η προαίρεση είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ηθικής αρετής και χάρη σ’ αυτό μπορούμε να κρίνουμε την ηθική αξία.
Η προαίρεση προϋποθέτει τη βούληση και το λόγο. Δεν υπάρχει προαίρεση άνευ νου και διανοίας. Η επιθυμία εξάλλου που είναι τάση έμφυτη και μετέχει του αισθητού και του νοητού δεν είναι πάντα υποταγμένη στο λόγο. Όταν δε συμβαίνει αυτό υπάρχει εσωτερική πάλη, όταν αντίθετα υπάρχει αρμονία επιθυμίας και λογικού ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Η μεσότητα επομένως που εξασφαλίζει την ηθική πράξη είναι η μεσότητα η προς ημάς που εμπεριέχει το λόγο, το μέτρο, την ελεύθερη βούληση και προαίρεση. Αυτή η μεσότητα που, όπως είδαμε, ως ηθική ενέργεια και πράξη είναι εξαίρετη, κορυφή, ακρότητα (ενώ ως κατάσταση είναι μεσότητα) προσανατολισμένη στο αγαθό και στην ευτυχία, προϋποθέτει μεγάλη άσκηση και πειθαρχία από μας και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να κατακτηθεί και είναι, βέβαια, πολύ μακριά από τη μετριότητα.
Υποσημειώσεις
1. …καί διά ταῦτα τῆς μέν κακίας ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψις, τῆς δέ ἀρετῆς ἡ μεσότης.
2. ΗΝ 1109α, 33. Διό δεῖ τόν στοχαζόμενον τοῦ μέσου πρῶτον μέν, ἀποχωρεῖν τοῦ μᾶλλον ἐναντίου, καθάπερ ρημάτων παραινεῖ.
3. Βιβλ. II, 5, 1106α 26-29. Ἐν παντί δη συνέχει καί διαιρετῷ ἐστίν λαβεῖν τό μέν πλεῖον τό δ’ ἔλαττον τό δ’ ἴσον, καί ταῦτα ἤ κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα ἤ πρός ἡμᾶς· τό δέ ἴσον μέσον τι ὑπερβολῆς καί ἐλλείψεως.
4. ΗΝ. Β,5, 1106α, 33- β, 4, όπου το παράδειγμα του Μίλωνα.
5. ΗΝ. Β 6, 1107α 6-8 «διό κατά μέν τήν οὐσίαν καί τόν λόγον τόν τό τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστίν ἡ ἀρετή, κατά δέ τό ἄριστον καί τό εὖ ἀκρότης».
6. ΗΝ Β, 6, 1107α , 1-4 «Ἐστίν ἄρά ἀρετή ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, ὡρισμένη λόγῳ καί ὡς ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειε».
7. ΗΝ. Η, 11, 1151β, 34 – 1152α, 6.
8. ΗΝ. Β, 5, 1106β, 16-17 «λέγω δέ τήν ἠθικήν, αὕτη γάρ ἐστίν περί πάθη καί πράξεις, ἐν δέ τούτοις ἐστίν ὑπερβολή καί ἔλλειψις καί μέσον». _
9. ΗΝ. Β, 5, 1106β, 21-22 «τό δέ ὅτε καί ἐφ’ οἷς καί πρός οὕς ἕνεκα καί ὡς δεῖ μέσον τε καί ἄριστον, ὅπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς».
10. ΗΝ Β, 3, 1105α, 28-33 «Τά δέ κατά τάς ἀρετάς γινόμενα οὐκ ἐάν αὐτά πῶς ἔχῃ, δικαίως ἤ σωφρόνως πράττεται, ἀλλά καί ἐάν ὁ πράττων πῶς ἔχων πράττῃ, πρῶτον μέν εἰδώς, ἔπειτα ἐάν προαιρούμενος καί προαιρούμενος δι’ αὐτά, τό δέ τρίτον καί ἐάν βεβαίως καί ἀμετακινήτως ἔχων πράττῃ».
11. Πολιτικά, 7, 13, 5, 1331β 26-29 «Ἐπεί δέ δ’ ἐστίν ἐν’ οἷς γίγνεται τό εὖ πᾶσι, τούτοιν δ’ ἐστίν ἐν μέν ἐν τῷ τοῦ σκοποῦ κεῖσθαι καί τό τέλος (=τελικές βλέψεις) τῶν πράξεων ὀρθῶς, ἐν δέ τάς πρός τό τέλος φερούσας πράξεις εὑρίσκειν».
12. ΗΝ Β2, 1104α 20-29 και HE Β, II 1220β, 20-29, διά τήν μεσότητα τήν πρός ἡμᾶς.
13. ΗΝ Γ, 3, 1112β, 11-19.
14. ΗΝ Γ, 4, 1111 β, 5-6 «οἰκειότατον (ἡ προαίρεσις) γάρ εἶναι δοκεῖ τῇ ἀρετῇ καί μᾶλλον τά ἤθη κρίνειν τῶν πράξων».
15. ΗΝ. 4. 11, 1151β 34-1152 αβ.
16. ΗΝ Ζ, 5, 1140β 19-20 «ἐστί γάρ ἡ κακία φθαρτική ἀρχῆς».
17. ΗΝ Ζ, 13,1144β, 31-32 «δῆλον οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι οὐχ οἷον τε ἀγαθόν εἶναι κυρίως ἄνευ φρονήσεως, οὐδέ φρόνιμον, ἄνευ τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς» 4. ΗΝ Κ, 8,1141α. 18-20 «εἴη ἄν ἡ σοφία νοῦς καί ἐπιστήμη…»
18. ΗΝ Γ, 4, llllß, 5-6 «οἰκειότατον (ἡ προαίρεσις) γάρ εἶναι δοκεῖ τῇ ἀρετῇ μᾶλλον τά ἤθη κρίνειν τῶν πράξεων».
19. ΗΝ Γ, 12, 1119β, 15.
@Απόσπασμα από: J.M. Zemb «Αριστοτέλης»
@Γ.Α. Παπακωστούλα-Γιανναρά