*Η έπαυλη του στην Τζαμάικα, "Goldeneye" |
Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την 36η Γιορτή Ποιητών
της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, στις 20/12/2015
στην αίθουσα Αλέξανδρος της Θεσσαλονίκης
Λένε πως το γράψιμο είναι σαν να ποντάρεις όλη σου τη ζωή σ’ ένα κουτσό άλογο. Δεν το κάνεις για να κερδίσεις την κούρσα, αλλά επειδή απλά σ’ αρέσει τ’ όνομα του αλόγου: «Χένρι Τσινάσκι. Τι μεγαλοπρεπές ψοφίμι!»
Ο ποιητής κι ο συγγραφέας, ισχυρίζονται οι γνωστικοί, δεν στέκουν στα σωστά τους, είναι άνθρωποι άρρωστοι, ανερμάτιστοι. Γιατί στ’ αλήθεια, η πιθανότητα να κερδίσεις γράφοντας, όσα οι κοινωνικές επιταγές απαιτούν κι αναδεικνύουν –πλούτη, δόξα, αθανασία- είναι τόσες, που αν αυτά ζητάς απ’ τη ζωή σου, θα ‘τανε προτιμότερο να γράφεις λόττο κι όχι λογοτεχνία.
Ο λογοτέχνης είναι ζώο μοναχικό, παντέρημος τη στιγμή της δημιουργίας. Μονάχα έτσι η αλχημεία λειτουργεί. Η μοναξιά του διαρκεί έτη πολλά και λυτρωμό δεν έχει. Μόλις αποσώσει την ιστορία του, μόλις καταφέρει να συμπυκνώσει όλο το σύμπαν σ’ έναν κόκκο άμμου, σαν τον Γουίλιαμ Μπλέηκ, βυθίζεται ξανά στη μοναξιά της επομένης, σάμπως Σίσυφος που ‘χει για βράχους τις λέξεις και το χαρτί για βουνό.
Να μη γράφεις, παρά μόνο στην αδήριτη ανάγκη, αν δεν νιώσεις πως αλλιώς θα οδηγηθείς στην τρέλα, στην αυτοκτονία, στο φόνο, ορμηνεύει ο Μπουκόφσκι. Αν δεν σου καίει τα σπλάχνα μην το κάνεις. Γιατί η λογοτεχνία είναι δύστροπο ψωράλογο και σε τραβολογάει στην απόκρημνη ατραπό.
Όσα σκλαβώνεις στο χαρτί, ποτέ δε σου το συγχωρούν και μια μέρα σ’ εκδικιούνται. Δεν τα ορίζεις πια. Παίρνουν ζωή δικιά τους, σε λοιδορούν και σε στοιχειώνουν. Δεν έχει πια μετάνοια και σπλάχνος. Κι αν απ’ το νεκροκρέβατο, όπως ο Κάφκα, περίφοβος προστάξεις «κάψτε τα», κείνα πεισματώνονται και σηκώνουν μπαϊράκι. Πεταλουδίζουνε περγελαχτά ολοτρόγυρα, να μαντατεύουνε για πάντα τους πιο μύχιους φόβους, τις άφραστες πικρές σου ενοχές.
Όσοι όμως έχουν βυθιστεί, έστω για μια φορά, στο σιωπητήριο της γραφής, όταν τ’ ακούν αυτά χαμογελούν δερβίσικα. Γιατί γνωρίζουνε ότι η λογοτεχνία είναι η μόνη από τις τέχνες, που σου πληρώνει μετρητοίς τη δούλεψή σου.
Μόλις θ’ αγγίξει η γραφίδα το χαρτί, τα δάχτυλα μυρμηγκιάσουνε στην αφή του πληκτρολόγιου, μια πόρτα φωτίζει άξαφνα κι απάνω γράφει με άλικα γράμματα, αιματόβρυτα: «Μόνο για Τρελούς».
Πίσω απ’ την πύλη, άμα θρασέψεις να την ανοίξεις, παραφυλά η Χώρα των Θαυμάτων. Ο λευκός κούνελος υποκλίνεται κωμικά, βγάζοντας το ημίψηλο καπέλο, και σε ξεσέρνει χοροπηδώντας στο άπατο λαγούμι του.
Σε τούτονε τον κόσμο, εσύ ‘σαι ο Θεός. Γιατί οδηγήθηκες μέχρις εδώ μοναχά από Θείο Έρωτα κι είναι τούτο αρκετό για να πλάσεις ένα σύμπαν απαρχής. Εν αρχή ην ο Λόγος…
Άξαφνα γίνεσαι εξαίσιος, υπερούσιος, παντεπόπτης· ποιητής… ουρανού και γης. Σκαρφίζεσαι ανθρώπινους χαρακτήρες ή πλάσματα πρωτόφαντα, παράξενα, μορφές αγγέλων και δαιμόνων. Ύστερα κείνα ζωντανεύουνε, αναθρώσκουνε και ψυχώνονται, παίρνουνε στα χέρια την ύπαρξή τους. Σε οδηγούν σε μονοπάτια που δεν τα ‘χες προηγουμένως φανταστεί.
Δε διαφεντεύουν όμως και τη μοίρα. Του λόγου σου ορίζεις πόσο θε να ζήσουν, πότε και με ποιον τρόπο θα πεθάνουν. Αν θα τιμωρηθούν, εάν θα λυτρωθούνε. Φτιάνεις κύματα ανταρεμένα να ορθώνονται, σκίζεις τους ουρανούς, ανοίγεις τετράβαθες χαράδρες, ξαμολάς το γαζέπι σου επί δίκαιων και αδίκων, πυρπολείς λαλέουσες βάτους.
Μα το λαγούμι πάει ακόμα πιο βαθιά. Όποιος πιστέψει πως η αληθινή ανταμοιβή της γραφής, είναι η αμετροεπής μέθη της αλαζονείας κι η θεϊκή παράκρουση, όποιος αμποδεθεί από τούτης της Κίρκης το ξόρκι, κινδυνεύει ν’ αποκτήσει γουρουνίσια μούρη.
Ο δρόμος για την Ιθάκη περνάει αναπότρεπτα απ’ τα τρίσβαθα του Άδη. Άμα δεν έχεις τα κότσια να πας κατά κει, είσαι καταραμένος να καταλήξεις σαν τον Τζωρτζ Μάρτιν, πλούσιος αλλά κενός.
Τούτο το ταξίδι είναι νόστος, μες στη λαγότρυπα του παράδοξου. Γιατί τι άλλο είναι ο Θεός, παρά μια προβολή της ανθρώπινης ψυχής πάνω στο άπειρο; Και τι άλλο είναι ο άνθρωπος, παρά εικόνα κι ομοίωση του Θεού;
Κάθε μορφή που ξεπήδησε μέσα απ’ του νου σου τα ερέβη, καθένας θεατρίνος που ανέβηκε στο σανίδι αυτού του μαγικού Θεάτρου των Θαυμάτων, είναι κομμάτι της ψυχής σου, αντανάκλαση του εγώ σου, περσόνα του δικού σου χαρακτήρα.
Δεν θα μπορούσε αλλιώς να γίνει. Για να ψυχωθεί ο κόσμος που ‘πλασες, θέλει να μπεις μέσα του κι εσύ, να γίνεις ολάκερος η ιστορία σου, το ποίημα σου. Να ταυτιστείς με τις εικόνες που απείκασες, με τα πρόσωπα που γέννησες, να ζήσεις τη ζωή τους, να πονέσεις τους πόνους τους, να μιλήσεις τα λόγια τους, να πεθάνεις το θάνατό τους.
Αν εσύ δε γίνεις το έργο σου, αν δε βογκούν κι οι λαίλαπες με τη δικιά σου τη φωνή, δε θα μπορέσεις να ξελογιάσεις κι άλλους, να σ’ ακολουθήσουν στην επίφοβη λαγότρυπα. Άμα δεν είσαι αληθινός, σπάει η γητειά κι αίρεται η Συναινετική Εξαπάτηση, που ο γερο-Τόλκιν λόγιζε ως αναγκαίο δεσμό, μια συμφωνία μυστική ανάμεσα σε λογοτέχνη κι αναγνώστη. Έτσι το έργο δεν θα ‘βρει πια θεατές και η παράσταση μοιραία ματαιώνεται.
Κάθε λέξη που δεν τόλμησες ν’ αρθρώσεις, κάθε σκέψη που δε βάσταξες να στοχαστείς, αποκτάν πρόθυμο στόμα και φωνή μες στο μαγικό μας θέατρο. Το κρύφιο και τ’ ανομολόγητο, βρίσκουν καρδιά κι αίμα να τα σαρκώσει.
Λευτερωμένα απ’ το φόβο της κοινωνικής απόρριψης, απ’ το βάρος της αλλότριας ηθικής, χοροπηδάνε μπρος στα μάτια σου, ατίθασα, ξεκαπίστρωτα, ανεπιτήδευτα. Αυθεντικά!
Πες μου, πόσοι στον κόσμο καταχτήσαν το προνόμιο ν’ αντικρίσουνε κατάματα το εγώ τους, τόσο αληθινό κι απροσχημάτιστο; Ποιος άλλος άντεξε να δει το ίδιο του το βλέμμα, να τον κοιτά πεινασμένο και βλοσυρό, μέσα από κάθε δυνατή κατεύθυνση, πίσω από κάθε πιθανή γωνία; Πόσοι βλογήθηκαν εντέλλει να σχωρέσουν τον εαυτό τους;
Τούτη είναι η αληθινή σου ανταμοιβή, το δελφικό παράγγελμα της αυτογνωσίας. Είναι μαζί η οδύνη κι η ηδονή του ταξιδιού, ο συνεπαρμός της αβυσσαλέας τσουλήθρας που σ’ έφερε εδώ κάτω. Είναι τα πάθια των ανθρώπων που σου άργασαν το τρυφερό τομάρι, το μονοπάτι που οδηγεί στην επίγνωση.
Ιδού ο Νόστος! Ο Προσκυνητής βρίσκει αυτό που αναζητά, στο σημείο όπου στεκόταν εξαρχής, προτού τον πάρει ο δρόμος. Απ’ τον εαυτό σου ξεκίνησες και πάλι εκεί θα καταλήξεις. Γι’ αυτό κι ο λογοτέχνης πλέχει σ’ αέναη μοναξιά, ταξιδευτής στις θάλασσες του αμόρφου…
Λένε πως ο ποιητής κι ο συγγραφέας είναι άνθρωποι άρρωστοι, ανερμάτιστοι. Μακάρι να ‘ταν έτσι. Είθε να ‘μασταν εμείς οι κηλίδες στην άσπιλη ψυχή της ανθρωπότητας, οι ρυτίδες στην αγέραστη θωριά της αθανασίας. Μα ολάκερος ο κόσμος είναι νοσηρός, η ζωή ανισόρροπη και το Σύμπαν παρανοϊκό. Έτσι ήταν από πάντα κι έτσι θα ‘ναι.
Τούτη η τρέλα η ιερή ήταν που μας έδωσε εξαρχής την απελπισιά και το κουράγιο, για να πάρουμε στο κατόπι το λευκό κούνελο, στο στυγερό κι υπέροχο λαγούμι του. Εκεί βουτάνε μονάχα όσοι δεν έχουνε πια τίποτα να χάσουν. Δεν είναι αρρώστια η γραφή, είναι η θεραπεία. Γιατί κι ο πιο αποτρόπαιος ζόφος, σαν βγει στο φως παύει να υπάρχει.
Αυτό είναι ο λογοτέχνης: μηδαμινός κι ασήμαντος, Θεός και παντοκράτωρ, ασθενής και οδοιπόρος, βασανιστής ανθρώπινων ψυχών, θεραπευτής του ανθρώπινου άγους, ανατόμος της Αβύσσου, στρατοκόπος του απροσδιόριστου, ξεναγός της Χώρας του Ποτέ, διασκεδαστής, παραμυθάς, προαγωγός της εξαπάτησης και βαφτιστής της θλίψης…
Φίλες και φίλοι, συνοδοιπόροι και σύντροφοι, τούτη η γιορτή των λογοτεχνών είναι η καμήλα που μας διασώζει απ’ την Έρημο της Λησμονιάς και μας ξεβγάζει στην Όαση της Τέρψης. Ήδη τα τραπέζια έχουνε στηθεί τριγύρω απ’ τη φωτιά, μαύροι οργανοπαίχτες μελώνουν τον αιθέρα με τις παράξενες αρμονίες τους κι οι κούπες ξέχειλες με οίστρο υψώνονται προς την ολόγιομη Σελήνη. Ας τραγουδήσουμε τα ποιήματά μας, ας διηγηθούμε τις ιστορίες μας, όλοι μαζί να σκαριφίσουμε τον χάρτη του δικού μας ονειρόκοσμου, λέξη προς λέξη, ψηφίδα προς ψηφίδα…
[Έμπνευση για τούτη την ομιλία μου έδωσε ο Γελωτοποιός, με το κείμενό του "Γράμμα σ' ένα Νέο Συγγραφέα"]
*ο Φλέμινγκ μαγεύτηκε από την Τζαμάικα. Εκεί δεν είχε πόλεμο, παρά μόνο υπέροχες παραλίες, ωραίες γυναίκες και εξαιρετικό ρούμι. Αγόρασε γη και έφτιαξε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη, την οποία ονόμασε ”Goldeneye”.
*ο Φλέμινγκ μαγεύτηκε από την Τζαμάικα. Εκεί δεν είχε πόλεμο, παρά μόνο υπέροχες παραλίες, ωραίες γυναίκες και εξαιρετικό ρούμι. Αγόρασε γη και έφτιαξε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη, την οποία ονόμασε ”Goldeneye”.