Ανθρώπινος και θείος λόγος* [1] - Point of view

Εν τάχει

Ανθρώπινος και θείος λόγος* [1]


Κανένας άνθρωπος και κανένας λόγος ανθρώπου δεν είναι σε θέση να αναφερθεί στην αρχή της πλάνης που τον κυβερνά. Μόνο αν είναι σταθερά προσανατολισμένος στην αλήθεια μπορεί να αναφερθεί στην αρχή που τον διέπει. Και ο λόγος του αββά Ισαάκ είναι σταθερά προσηλωμένος στην αλήθεια, γι’ αυτό και μπορεί να μιλά για ταπεινοφροσύνη χωρίς μνησικακία, για δάκρυα χωρίς μεμψιμοιρία. Δεν διστάζει να αποκαλέσει την ανθρώπινη φύση του Κυρίου ‘‘Θεό’’ και να ζητά μια ενιαία πράξη λατρείας για τον ΄Ανθρωπο που έγινε ο Κύριος,  και για την θεότητα εξίσου. «Διότι πιστεύουμε πως όσα ισχύουν για τον Άνθρωπο υψώνονται μέχρι τον Λόγο που τα δέχεται για τον εαυτό του, επιθυμώντας να τον κάνει να μοιραστεί αυτή την τιμή. Όλα τούτα μας γίνονται γνωστά στο Σταυρό, και μέσω αυτού του γεγονότος, που οι άπιστοι θεωρούν αξιοκαταφρόνητο, έχουμε αποκτήσει μια ορθή γνώση του Δημιουργού».[2]. Διαβάζοντας τα λόγια αυτά σκεφτόμαστε τι μπορεί να σημαίνει θεός κατά χάριν. 
           ΄Όλα τούτα γίνονται γνωστά μέσω του Σταυρού, γεγονός που θεωρείται αξιοκαταφρόνητο και στις μέρες μας. Ο Σταυρός είναι που αποκαλύπτει το ψεύδος και την ενοχή των διωκτών. Ο Σταυρός είναι που ανάγει τον άνθρωπο στο επίπεδο του Θεού. Δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί αυτή η αλήθεια, αν στον Σταυρό δεν σταυρωνόταν ο ίδιος ο Θεός. ΄Ηρθε για τους πεπτωκότες και τους αμαρτωλούς. Και ανύψωσε την φθαρτή ανθρώπινη φύση στην αφθαρσία. Ποιος άνθρωπος θα τον ακολουθήσει, ποια ανθρώπινη κοινότητα θα ανυψωθεί στο φως; Κανείς που λογαριάζει τους άλλους ως απόβλητους δεν μπορεί να έχει σχέση με το μήνυμα της Βασιλείας. 
    Ο Ιησούς είναι Εκείνος που «ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα˙ και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος˙  αλλά το είδος αυτού άτιμον εκλείπον παρά πάντας ανθρώπους».[3] Αλλά ενώ βρίσκει φρικτό θάνατο στο σταυρό, που προορίζεται για τους έσχατους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για μας γίνεται σύμβολο σωτηρίας. Ο  σταυρός καταλύει την κοινή πλάνη, και αναδεικνύεται σε πηγή κάθε γνώσης για τον κόσμο και τους ανθρώπους, όπως και για τον ίδιο τον   Θεό.
          Η σχέση και ο συσχηματισμός μας  με την εξουσία υπό οποιαδήποτε μορφή, αποτελεί για μας σημείο κρίσεως μετά του κόσμου.  Ακόμη και κινήσεις που θεωρούνται χαρακτηριστικές του διακεκριμένου ατόμου, όπως η ανάγκη για αναγνώριση και προβολή, ουσιαστικά απηχούν το πνεύμα μιας αγελαίας συμπεριφοράς. Γι’ αυτό και επιλέγουμε την εν Χριστώ μόνωση, όπου το αποκαλυπτόμενο συμπίπτει με τον αποκαλύπτοντα. Οι συνέπειες της νίκης του Χριστού είναι σαρωτικές στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου που αποζητά την αλήθεια, σε έναν κόσμο που κανείς δεν την αποζητά, ούτε θέλει να υποβληθεί σε κάποιον κόπο για να την πλησιάσει. 
 «Και όποτε πλησιάζουμε τον σταυρό, είναι σαν να ερχόμαστε κοντά στο σώμα του Χριστού: τούτο γίνεται χάρη στην πίστη μας σ’ Αυτόν. Πλησιάζοντας τον σταυρό και κοιτάζοντάς τον, ταξιδεύουμε κατευθείαν με τη διάνοιά μας μυστικά στον ουρανό. Και καθώς τιμούμε την ανθρώπινη φύση του Κυρίου μας, το μυστικό μας όραμα καταπίνεται από μια θεώρηση του μυστηρίου της πίστης, σαν σε κάποια όραση που δεν μπορεί να  ιδωθεί ή να γίνει αισθητή».[4]
Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ανθρωπότητα μέσω της θλίψης και του πόνου για τον κόσμο, όχι για να εξαγνιστεί, αλλά για να καταλάβει πως η σωτηρία έγκειται στην αποδοχή του πλησίον. Σ’ αυτό ενυπάρχει και το βαθύτερο μυστήριο του σταυρού. Η στροφή προς τον πλησίον και τη ζωή, και όχι ο εγκλεισμός σε μια ομάδα ή η αυτάρκεια του εγώ και η διατήρηση των κεκτημένων. Ωστόσο στον κάθε ένα ανήκει η απόφαση να παραιτηθεί από τα κεκτημένα. Οι ασκητές αποτραβιούνται από τον κόσμο όχι για να πεθάνουν μέσα στην εκμηδένιση, αλλά για να ζήσουν την πραγματική ζωή. «Αγάπησε όλους τους ανθρώπους, αλλά μείνε μακριά απ’ όλους τους ανθρώπους» (Α΄, Λόγος ΛΔ). Η ρήση αυτή δεν αντιφάσκει προς την αγάπη. Αντιθέτως, αποφεύγοντας την σύμπλευση και την εμπλοκή με τους ανθρώπους, το αδιάκοπο δούναι και λαβείν των ανθρωπίνων σχέσεων, ο ασκητής υπερβαίνει κάθε μορφή ψυχολογικού καταναγκασμού, ακολουθώντας και μιμούμενος μόνο τον Χριστό στην σχέση του με τον Πατέρα.  Το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάτω σεαυτόν και αρράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι», δεν προκαλεί και δεν περιέχει κανενός είδους ανταγωνισμό και αντιπαλότητα.
«Μη συγκρίνεις εκείνους που κάνουν σημεία και τέρατα και έχουν δύναμη, μ’ αυτούς που ησυχάζουν ευρισκόμενοι στη γνώση. Αγάπησε την αργία της ησυχίας περισσότερο απ’ το να χορτάσεις ανθρώπους που πεινούν στον κόσμο και να μεταστρέψεις πλήθη εθνικών στη λατρεία του Θεού. Καλύτερο είναι να ελευθερωθείς από τα δεσμά της αμαρτίας παρά να ελευθερώσεις δούλους από τη σκλαβιά τους. Καλύτερο είναι να ειρηνεύσεις με την ψυχή σου… παρά να ειρηνεύσεις με την διδαχή σου ανθρώπους που διαφωνούν. …Σε συμφέρει να μεριμνάς να αναστήσεις την νεκρωμένη από τα πάθη ψυχή σου κινώντας τις ενθυμήσεις σου γύρω απ’ τον Θεό, παρά να αναστήσεις νεκρούς». [5]
           Ο αββάς Ισαάκ μας καλεί σε μια υπέρβαση ακόμη και των αρετών που θεωρούνται ως το απαύγασμα της χριστιανικής ζωής. Η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς να επιδεικνύουμε αρετές. Γνωρίζει ότι όλες οι αρετές υπόκεινται στην προσβολή του κόσμου, ότι στο διάβα του χρόνου όλα ανατρέπονται και ότι επιχειρώντας κανείς να κάνει το καλό μπορεί να φέρει το κακό.           
            Ο Ισαάκ παίρνοντας κατά γράμμα τον λόγο ότι «ολόκληρος ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται», μας καλεί σε μια πλήρη υπέρβαση, εστιάζοντας την προσοχή του στην ζωή της ψυχής, ώστε να συνταυτιστεί με τη ζωή του Θεού. Η αργία της ησυχίας είναι ο τρόπος για να βρισκόμαστε συνεχώς κοντά στον Θεό, στην ατμόσφαιρα της θεϊκής ύπαρξης. Τα πάθη παραμερίζονται, ακόμη κι αν καλύπτονται πίσω από την βούληση για το καλό. 
            Σκέφτομαι αυτές τις φράσεις ενώ ο ήλιος δύει και η τύρβη της ημέρας παραχωρεί τη θέση της στους θορύβους της νύχτας. Μέσα στο αμφίβολο φως, η απόσπαση από τα πράγματα του κόσμου καθορίζει τον τρόπο και το είδος της οράσεως. Η αμεριμνησία μάς κάνει να αναλογιστούμε το διάβα των γενεών. Δεν διδάσκουν οι πράξεις που έχουν σχέση με την δράση, αλλά  οι πράξεις που συντελούνται εν αδρανεία. Ενεργώντας επί του εαυτού μας ενεργούμε και προς τα έξω, θεραπεύοντας τον εαυτό μας θεραπεύουμε και τους άλλους. Δεν αισθανόμαστε, δεν καταλαβαίνουμε την εσωτερική ενότητα που διέπει τον ορατό και αόρατο κόσμο. Την ενότητα που είναι δημιούργημα της αγάπης του Θεού. 
            Ποια η κατάσταση και ποια η στάση μέσα στη σιωπή; Πού βρίσκονται οι ιδέες και τα λόγια; Ποιο είναι το τίμημα των λέξεων; Πού βρίσκεται η επίκληση και πού το αίτημα; Πού βρίσκεται η προσευχή; Για ποια ελευθερία μιλάμε, για ποια ανάσταση; Αναζητώ το νόημα, τον ανείπωτο λόγο, τον λόγο τον αϊδιο και ανείκαστο, και ο λόγος βρίσκεται στη σιωπή. Ο λόγος είναι η ίδια η σιωπή.         
         Γνωρίζουμε ότι από αυτή την κατάσταση φθοράς που ζούμε θα αναδυθεί μια άλλη κατάσταση υπάρξεως.  Δεν ενδιαφέρει αν θα μείνει το όνομα ή η ανάμνησή μας στις γενεές που έρχονται. Δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι.  Δεν βρισκόμαστε στον τόπο του μαρτυρίου. Δεν είναι εδώ ο τόπος όπου γυρεύει κάποιος να βρει δικαίωση, ζώντας με τα ψίχουλα της καθημερινής ζωής. 
           Δεν έχουμε να επιδείξουμε κάποιο πρόσωπο  στον κόσμο. Ποια είναι η υπόσταση του λεγομένου ‘‘προσώπου’’ όταν η ζωή και ο κοινωνικός βίος έχουν πλέον ταυτιστεί απολύτως; Πού θα υπάρξει και πού θα ανατείλει αυτό το πρόσωπο; ΄Εξω  από τον κοινωνικό χώρο και τις αναγνωρίσεις του, μας λένε πως δεν υπάρχει ζωή. Μιλώντας για πρόσωπο πνευματικό, το μόνο που μπορεί να  εννοούμε είναι ένα πρόσωπο εν εκλείψει. Δύεις εδώ για να ανατείλεις αλλού. Μπορεί οι άρχοντες του αιώνος τούτου και της γενεάς αυτής να αισθάνονται κυρίαρχοι του παιχνιδιού, ακλόνητοι στο βάθρο τους, να επιχειρούν να σφετεριστούν ακόμη και τη θέση του Χριστού, καταγγέλλοντάς μας ότι δεν ακολουθούμε πιστά το δρόμο Του, ότι μας ξεπερνούν στη μέριμνά τους για τους εμπερίστατους και τους αδύναμους, αλλά δεν μπορούν πλέον να μας οικειωθούν. Δίνουμε μια μαρτυρία, που αν και αποτελεί καρπό μιας ασήμαντης μειοψηφίας ανθρώπων, ωστόσο υπάρχει. Το «ως εν ουρανώ και επί της γης» είναι μια συγκλονιστική αποκάλυψη. 
            Είναι μια ξενιτεία το να κινείσαι έξω από τους κοινούς μύθους της κάθε εποχής, αντίθετα απ’ τη ροή που κυλά το ποτάμι, που δημιουργούν μάλιστα την ψευδαίσθηση στους συμμετέχοντες ότι δρουν ελεύθερα και ανεξάρτητα.  Ελευθερία είναι να αφήσεις όλα τούτα πίσω σου, όχι μόνο ως πράγματα χωρίς αξία, αλλά και ως εμπόδια για την πνευματική πρόοδο. 
           Η απόσπασή μας δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτική όσο κινούμεθα μέσα στον κόσμο, αν και θέλουμε να ελευθερωθούμε από τον κόσμο.. Ευρισκόμενοι όμως μέσα στον κόσμο ας εργαστούμε προς αυτή την κατεύθυνση: «Αντί να είσαι εκδικητής, γίνε ελευθερωτής. Αντί επικριτής, γίνε άνθρωπος της καταλλαγής. Αντί προδότης, γίνε μάρτυρας. Αντί να επιπλήττεις, γίνε υπερασπιστής. Να ικετεύεις τον Θεό εξ ονόματος των αμαρτωλών ώστε να βρουν έλεος». [6]
         Μέσα από τα παθήματα και τις δοκιμασίες μαλακώνει η καρδιά του ανθρώπου. Τα χέρια που κρατούν το σταυρό και τα χέρια που κρατούν το όπλο δεν είναι τα ίδια χέρια. Ο σταυρός ποτέ δεν μπορεί να αποτελεί όπλο κατά των αντιπάλων προκειμένου να εκλείψουν ή να εξοντωθούν.  «Ας υπερισχύει πάντα μέσα σου η ζυγαριά του ελέους, έως ότου αισθανθείς εντός σου εκείνο το έλεος που έχει ο Θεός για τον κόσμο. Ας γίνει αυτή η κατάστασή μας ένας καθρέφτης που μέσα του θα μπορούμε να δούμε την ομοιότητα και την αληθινή εικόνα που κατά φυσικό τρόπο ανήκει στη Θεία Ουσία. Από αυτά τα πράγματα και τα όμοια τους φωτιζόμαστε ώστε να κινούμαστε προς τον Θεό με  διαυγή νου. Μια σκληρή και ανελέητη καρδιά ποτέ δεν πρόκειται να καθαριστεί. Ο ελεήμων άνθρωπος είναι γιατρός της δικής του ψυχής, γιατί σαν σφοδρός άνεμος καταδιώκει την σκότιση των παθών από το εσωτερικό του εαυτού του». [7]
          Η ησυχία εναυγάζει την αχλύ της ψυχής και ο άνθρωπος εγείρεται εκ του ύπνου. ΄Οσο καταγίνεται με τα εξωτερικά πράγματα, τόσο ο ύπνος γίνεται πιο βαθύς. Εδώ μιλάμε για τον εσωτερικό άνθρωπο που υπερβαίνει την πάλη των λογισμών, που οι λογισμοί δεν είναι πια σε θέση να τον παρασύρουν σε συμπεριφορές αλλότριες και ξένες προς την φύση της ψυχής. Μέσα στον ζόφο της καθημερινής ζωής όπου ο άνθρωπος πνίγεται και γογγύζει, ανοίγεται ένας δρόμος που δεν είναι απρόσιτος. Πρέπει να σκεφτούμε την απομάκρυνση από τις ζοφώδεις συνήθειές μας, με την ανελευθερία και την σκλαβιά τους. Στρεφόμενος ο νους προς το παρελθόν και προς το μέλλον, παραλύει από τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αλλά και εκείνες που εκπληρώθηκαν αφήνουν ένα πελώριο κενό. Δεν μπορεί η καρδιά να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Δεν μπορεί να σταθεί στο ‘‘τεριρέμ του τώρα’’. Μια κίνηση λήθης, μια κίνηση ελευθερίας που δεν διδάσκεται στον κόσμο.  Χωρίς να βαρυθυμούμε, ανεπαισθήτως, μυστικώς, ανθίζει η ελπίδα μέσα στην ερημιά. 
           Τι θα μας προστατεύσει; Τι θα διώξει μακριά μας τα βλαβερά πράγματα; Μπορεί να υπάρξει τέτοια προστασία; Ποια είναι η πνευματική δύναμη που προστατεύει τον άνθρωπο και υπερίπταται αυτού, απομακρύνοντας οτιδήποτε βλαβερό μπορεί να πλησιάσει το σώμα και την ψυχή του; Μέσα στο ζόφο μάταια η καρδιά στρέφεται σε εξωτερικά σχήματα. ΄Όταν στην αίσθησή της έχει τελειώσει ο κόσμος, κι εκείνη περισυλλέγεται εις τα ίδια, όταν εισέλθει στα εσώτερα δώματά της, κάτι διαφορετικό γεννιέται, κάτι απρόσμενο, απρόσιτο και ξένο, κι ωστόσο οικείο και κοντινό. «Η καλή γη που ευφραίνει τον γεωργό της φέρνοντας εκατονταπλάσιους καρπούς, είναι η ψυχή που έχει στιλβωθεί από την μνήμη του Θεού και την ακοίμητη αγρυπνία ημέρα και νύχτα. Ο Κύριος εδραιώνει για την ασφάλειά της νεφέλη, που την επισκιάζει την ημέρα και την φωτίζει τη νύχτα μ’ ένα λαμπρό φως: μέσα στο σκοτάδι της ένα φως λάμπει». [8]
             Ω επιστροφή του ανθρώπου που δεν είναι ξένος, αφύπνιση ακέραια που λαμπρύνεται από το φως της ημέρας, μετά την ταφή του εαυτού, βεβαιώνοντας πως ό,τι είδαν τα μάτια μας δεν ήταν γέννημα της φαντασίας, αλλά μας είχε δωρηθεί˙ χρόνος άπειρος, απερίτμητος, αδιάσπαστος, χρόνος ολόκληρος που δεν χάνεται. 
              Ω επιστροφή, μουσική του μέσα κόσμου, γνώση των καιρών και των ενιαυτών, που αυξάνεται και σε αυξάνει πέρα απ’ ό,τι λογάριασες ως εαυτό. Μόνο ό,τι είναι κρυμμένο εντός μας είναι αθάνατο, εξαιρείται της τύχης και μας αγκαλιάζει, δεν μας αποδιώχνει και μας περιχωρεί. 
           Ω επιστροφή, όταν η καρδιά μας σμικρυνθεί και γίνει σαν του νηπίου, και όλα έχουν το μεγαλείο της πληρότητας, και όλα έχουν νόημα και περιεχόμενο, και δεν χρειάζεται πλέον να ικετεύεις, να παρακαλάς, να στέκεσαι ευλαβικά, αλλά η ίδια η πλήρωση είναι η ευλάβεια, η ίδια η πλήρωση είναι η ικεσία, καθώς εξακοντίζεσαι πέρα, πέρα και πέρα, εκείθε πέρα, όπου το αύριο και το χθες, το σήμερα και το τώρα. ΄Οπου σε αγκαλιάζει η νύχτα και σε καλημερίζει το ξημέρωμα. 
           Ω επιστροφή στο ασύλληπτο, ψηλαφώντας του θανάτου την μόνη πραγματικότητα, μέσα στη θνητή ύπαρξη, ανάμεσα στον θνητό ύπνο και την θνητή μας έγερση, ω επιστροφή στην γενέθλια γη όπου ακέραιο αγκαλιάζουμε τον άνθρωπο και δεν είμαστε πια μόνο ο θνητός εαυτός μας, και ο εαυτός έχει καταποθεί στον θρίαμβο του αϊδίου φωτός, και ο κάθε ένας είναι ο άλλος, ο έτερος, και τίποτα πια δεν καθορίζει η τύχη. 
        Ω λύτρωση, γαλήνια ανάπαυση καθώς η καρδιά δεξιώνεται το θαύμα. ΄Εκπληκτοι και σαστισμένοι μέσα στο θάμβος, παραδομένοι και έκπληκτοι. 
  
             Στην  απαλή κόψη του ύπνου, όταν το κεφάλι ακουμπά στο προσκέφαλο και οι αισθήσεις αρχίζουν να ναρκώνονται, ο νους που ελευθερώθηκε από τις μέριμνες δέεται μυστικά, ξυπνητός ακόμη, να τύχει της ελλάμψεως του φωτός. Περιμένοντας μιαν απάντηση, την δύναμη να συνεχίσει να ζητά την έλευση του Πνεύματος. Δεν μπορεί να στραφεί κανείς στον Χριστό μέσα στα όρια του κόσμου υποκύπτοντας συνάμα στους τρόπους του. ΄Όπως έχει ειπωθεί, ο κόσμος ζει στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης χωρίς να περιμένει κανέναν Μεσσία. [8] Το φως του Ευαγγελίου δεν έχει ανατείλει ακόμα. Η Βασιλεία του Θεού παραμένει μια ουτοπία. ΄Όμως η βεβαιότητα της ελεύσεως της Βασιλείας δεν ανακαινίζει μόνο τη ζωή του ανθρώπου, αλλάζει και την σχέση του με  τον θάνατο. Ο θάνατος δεν έχει πλέον κάτι το απρόσμενο και τελεσίδικο, αυτή την τρομακτική απάλειψη και εκμηδένιση του όντος. Ο θάνατος γίνεται η πύλη της αιωνίου ζωής. Στον ναό εισερχόμαστε από τα δυτικά, από την δύση του βίου, και προχωρούμε προς την ανατολή, προς την ανακαίνισή μας. Δεν μπορεί να περιγραφεί η κατάσταση του ανθρώπου που έχει αποκοπεί από το κοσμικό φρόνημα και έχει στραφεί στον Χριστό, αφήνοντας πίσω του τις επιταγές του βίου. Ανατέλλει η πραγματική ζωή. Ο ουράνιος Πατέρας, δια του Υιού, μας χαρίζει την ύπαρξή Του. «Όσο για τον θάνατο, που υπήρξε τόσο τρομακτικός για την ανθρώπινη φύση, τώρα ακόμη και οι γυναίκες και τα παιδιά μπορούν να κρατήσουν ψηλά το κεφάλι τους απέναντι του. Ο θάνατος που βασιλεύει πάνω σε όλους, αποδείχτηκε τώρα ευκολότερος, όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους εθνικούς: ο φόβος του έχει μειωθεί πολύ σε σύγκριση με ό,τι γινόταν προηγουμένως». [9]
             Ο άνθρωπος που με την ψυχή του πλημμυρισμένη από λαχτάρα βρίσκεται πεσμένος μπροστά στον σταυρό δεν υπόκειται, κατά τον Iσαάκ, σε κανένα νόμο ή κανόνα, ούτε έχουν κάποια εξουσία επάνω του οι καιροί και οι χρονικές περίοδοι. αντίθετα, απ’ την στιγμή εκείνη και μετά βρίσκεται πάνω απ’ αυτά, και είναι με τον Θεό χωρίς κανένα περιορισμό.
          
          Η μελέτη των Γραφών είναι η πύλη για να πλησιάσουμε τον Θεό. Χωρίς τον μόχθο της ανάγνωσης η διάνοια δεν έχει κανένα μέσο να Τον πλησιάσει. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ο νους απερίσπαστος εμβαθύνει στα νοήματα των Γραφών. ΄Ενα ταξίδι ο πλους μέσα στη νύχτα. Μελετάς, αφήνεσαι, ταξιδεύεις, αλλά όχι σε λογισμούς αλλότριους. Μέσα στη σιωπή κρατάς σταθερή πορεία. «Ο άνθρωπος που διαβάζει με τρόπο κοινό  φράσεις που έχουν μεγάλη σημασία, απογυμνώνει την καρδιά του, και την στερεί από εκείνη την άγια δύναμη που παρέχει στην καρδιά την γλυκύτατη γεύση της κατανόησης που προκαλεί δέος στην ψυχή.[10] Η μελέτη των Γραφών και ο διαλογισμός πάνω στα νοήματά τους, εκτοπίζει κάθε άλλο λογισμό από το νου. Η ησυχία είναι  μια συνεχής έκπληξη. Αισθάνεσαι σαν άνθρωπος που γεννιέται κάθε στιγμή. «Οδηγούμαστε στην κατεύθυνση της αγάπης του Θεού, που η γλυκύτητά της ξεχύνεται συνεχώς στις καρδιές μας σαν μέλι ή κηρήθρα, και οι ψυχές μας αγάλλονται με τη νοστιμιά που η κρυφή λειτουργία της προσευχής και η ανάγνωση των Γραφών χύνουν στις καρδιές μας. [11]
         ΄Ένα φως οδηγεί την διάνοια να διακρίνει τους ασήμαντους λόγους από τον λόγο της αλήθειας. ΄Όταν η ανάγνωση βαίνει παράλληλα με τον σκοπό της ζωής, η ακτίνα του φωτός που διαπορεύεται ανάμεσα στις φράσεις και καθοδηγεί τη νόηση, φωτίζει όλο και περισσότερο την πορεία. Σχολάζεις μελετώντας και εξετάζοντας τα νοήματα των Γραφών. Καμιά ενθύμηση δεν σε ταράζει. Φουντώνει η επιθυμία να εισέλθεις στα γραφόμενα, να ζήσεις τα γραφόμενα, να παραμείνεις στη μέθη που προκαλούν. Με τα αναγνώσματα ο νους καταλαμβάνεται από ορισμένους στίχους, ή από το περιεχόμενο τους, και μελετά, εξετάζει, εμβαθύνει από μόνος του στην πνευματική τους σημασία. Η ανάγνωση, η περισυλλογή, η προσευχή βοηθούν την  ψυχή για να δεχτεί την αγάπη του Θεού. Η γέννηση της αγάπης δεν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού. «Αν κανείς δέχεται, φαντάζεται ή διδάσκει πως μπορεί να εικονιστεί η αγάπη του Θεού μέσα του ως αποτέλεσμα της επαγρύπνησης ως προς την τήρηση των νόμων ή με ανάλογα μέσα, ή είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή αγώνα εκ μέρους του, ή αποτέλεσμα ανθρώπινων πρακτικών και μέσων –  δεν ξέρει τι λέει».   [12]
             Οι άνθρωποι δεν καταδικάζονται από τον Θεό. Τους καταδικάζει η απόγνωσή τους, όταν νομίζουν ότι είναι κύριοι του εαυτού τους και των πράξεών τους και η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Και αντί να στραφούν προς την Πηγή του φωτός, στρέφονται προς την τρέλα και τον θάνατο. Ο Θεός δεν είναι ούτε πάνω απ’ το κεφάλι μας, ούτε κάτω από τα πόδια μας. Είναι μια ‘‘πραγμάτωσις εν εαυτώ’’. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Κι αν δεν βρεθεί μέσα μας δεν θα βρεθεί πουθενά.
            Δεν πρέπει να εκλάβουμε την ταπεινότητα ως αρετή. Σαν κάτι που οφείλουμε να αποκτήσουμε διότι τούτο εντέλλεται η χριστιανική ζωή. Δεν πρέπει να την δούμε ως καθήκον. Μόνο όταν αγαπάς ταπεινώνεσαι πραγματικά. Η ταπεινότητα σηκώνει όλους τους φραγμούς στο δρόμο προς τον Θεό και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Διαφορετικά, σε κάθε μας βήμα υπάρχουν προσκόμματα. Ο αββάς Ισαάκ μας λέγει να υπομένουμε την περιφρόνηση και τον  εξευτελισμό, να υπομένουμε την αδικία και να σμικρύνουμε τον εαυτό μας. Δεν είναι ηθικές κατηγορίες αυτές, αλλά οντολογικές. Πολλοί είναι εκείνοι που ενοχλούνται από αυτή τη στάση.  Ακόμη και οι πιο κοντινοί άνθρωποι, εν αγνοία τους πολλές  φορές, προσπαθούν  να προσβάλλουν αυτό που είσαι, αυτό που ξεφεύγει από τα μέτρα και την κοινή συνισταμένη των σχέσεων. 
Ο αγώνας και η προσπάθεια να αποκτήσουμε υπόσταση εν τω κόσμω μας απομακρύνει από τη δυνατότητα να αποκτήσουμε μια υπόσταση πραγματική. Ο κόσμος ως κτίσμα δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί, γι’ αυτό και ο δικός μας προσδιορισμός με αναφορά στον κόσμο, δεν έχει νόημα. 
Άλλο οι  αρετές που μπορεί κανείς να ασκεί δημοσίως και άλλο οι πνευματικές απολαύσεις. Η πνευματική στάση και απόλαυση είναι αόρατη στα μάτια των πολλών.  Η καρδιά αυξάνεται και χωρά τους πάντες υπομένοντας και εμμένοντας στη μόνωση. Το είναι ολόκληρο πληρούται και ανακαινίζεται. Αίρονται τα εμπόδια και οι σχέσεις απλοποιούνται. «Αυτός που έχει τη δύναμη να υπομείνει την αδικία με χαρά, αν και είναι στο χέρι του να την αποκρούσει, έχει λάβει συνειδητά από τον Θεό την παρηγοριά για την πίστη του».[13]
 Υπομένοντας, εγκαρτερώντας, καταλαβαίνουμε πού οδηγούν οι δρόμοι του κόσμου. Δεν ήρθαμε στον κόσμο για να ζήσουμε μια ζωή παράλογη και χωρίς νόημα. Δεν ήρθαμε για να υπηρετήσουμε τις φιλοδοξίες μας και να παραδοθούμε στον ύπνο. Δεν ήρθαμε για να χειραγωγήσουμε τους άλλους και να τους επιβάλλουμε έναν τρόπο ζωής˙ αλλά να πορευτούμε ως ελεύθερα τέκνα του Θεού. 
   «Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση των αμαρτιών του είναι μεγαλύτερος από κάποιον που ωφελεί ολόκληρο τον κόσμο με την θέα του προσώπου του. Ο άνθρωπος που αναστενάζει μια ώρα για την ψυχή του είναι μεγαλύτερος από κάποιον που εγείρει νεκρούς με την προσευχή και κατοικεί ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους. Ο άνθρωπος που αξιώνεται να δει τον εαυτό του είναι μεγαλύτερος απ’ εκείνον που αξιώνεται να δει τους αγγέλους, γιατί ο δεύτερος κοινωνεί με τα σωματικά του μάτια, ενώ ο πρώτος με τα μάτια της ψυχής. Ο άνθρωπος που ακολουθεί τον Χριστό στο μοναχικό πένθος είναι μεγαλύτερος από κάποιον που δοξάζει τον Θεό στις συνάξεις των ανθρώπων».[14] 
         Το παραπάνω χωρίο κινείται πέρα από τα έργα και πέρα από τις θεωρήσεις μας. Στα λόγια αυτά υποπτευόμαστε την ύπαρξη μιας πληρότητας απερίγραπτης. Είναι εκείνοι που δεν θέλουν να βλέπουν τίποτε άλλο εκτός από το Πρόσωπο του Χριστού. Το άρρητο κάλλος του προσώπου Του. Ο μοναχικός εν Χριστώ άνθρωπος, ο άνθρωπος του μοναχικού πένθους, δεν υπόκειται σε καμιά συλλογική συμπεριφορά. Η παντοδυναμία της συλλογικής συμπεριφοράς δεν τον αγγίζει. ΄Όχι από περιφρόνηση, αλλά από την δίψα της αλήθειας που τον διακατέχει και τον καθοδηγεί. 
           Αποκτούμε μια γνώση και μια συνείδηση που μας εισάγει σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Η προβολή του πλούτου, της αναγνώρισης και της ισχύος ως πεμπτουσίας της εν τω κόσμω υπάρξεως και ζωής, αποτελούν  στοιχεία που μας απομακρύνουν από την αλήθεια που σώζει και ελευθερώνει. Γνωρίζοντας τον εαυτό μας, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς τον Χριστό. ΄Όταν ο Ισαάκ λέγει ότι «ο άνθρωπος που αναστενάζει για την ψυχή του είναι μεγαλύτερος απ’ εκείνον που εγείρει νεκρούς με την προσευχή και κατοικεί ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους», καταλαβαίνουμε ότι καμιά ειδωλοποίηση δεν γίνεται ανεκτή. Το βλέμμα του πιστού είναι ολοκληρωτικά στραμμένο εντός του. Χριστιανισμός σημαίνει την απόκτηση αυτής της βαθιάς εσωτερικής γνώσεως. Ο χριστιανός δεν πτοείται από θαύματα. Δεν περιμένει το θαύμα για να αγωνιστεί ώστε να πραγματωθεί εν εαυτώ η Βασιλεία του Θεού. Το θαύμα μπορεί να αποτελέσει και πρόσκομμα προς την οδό της Αγάπης. 
 Η άκτιστη επίγεια Εκκλησία του Χριστού δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός οργανωμένου συνόλου, ενός επί γης θεσμού. Η Εκκλησία δεν είναι στρατευμένη επί της γης για να θριαμβεύσει στον ουρανό. Η Εκκλησία θριαμβεύει επί της γης δια του Σταυρού, που οι αρχές και οι εξουσίες κάνουν ό,τι μπορούν για να μας κάνουν να τον ξεχάσουμε. Αν η επίσημη Εκκλησία δεν μπορέσει να στραφεί και να δείξει την οδό της Βασιλείας, εμπράκτως και χωρίς δεύτερες σκέψεις, αργά ή γρήγορα θα καταστεί ένα εξάρτημα του πεπτωκότος κόσμου, που μπορεί να την τιμούν και να την σέβονται, αλλά δεν θα σώζει κανέναν. 

Σημειώσεις
[1] Αββά Ισαάκ του Σύρου, Β΄ μέρος των Λόγων, Λόγος ΙΑ, 22.
[2] Ησαίας, 53, 2-3. (Δεν είχε η μορφή του κάτι το ιδιαίτερο, ούτε μεγαλοπρέπεια. Τον
είδαμε και η μορφή του δεν είχε κάτι ξεχωριστό, ούτε ομορφιά. Αλλά ήταν
ατιμασμένη, περιφρονημένη απ’ όλους τους ανθρώπους).
[3] Β΄, Λόγος, ΙΑ, 18-19.
[4] Α΄, Λόγος ΚΓ..
[5] Α΄, Λόγος ΛΔ..
[6] Α΄, Λόγος ΛΔ..
[7] Α΄, Λόγος ΛΔ.
[8] Γέροντος Σωφρονίου.
[9] Β΄, Λόγος ΙΑ, 8.
[10] Α΄, Λόγος Α..
[11] Β΄, Λόγος ΚΘ, 5.
[12] Β΄, Λόγος ΙΗ, 2.
[13] Α΄, Λόγος Ε.
[14] Α΄, Λόγος ΛΔ.

* Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Αλεξ. Κοσματόπουλου, «Τώρα και πάντοτε, *Σημειώσεις στις Γραφές του Ισαάκ του Σύρου» (Εκδ. Πατάκης).

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του ιερομονάχου Αναστασίου, από το Ιερό Κουτλουμουσιανό Κελλί Τιμίου Προδρόμου "Διονυσίου του εκ Φουρνά", στο Άγιον Όρος.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Pages