Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε - Point of view

Εν τάχει

Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε



Η πίστη είναι καθοριστική όχι μόνο για τη θρησκεία αλλά και για την επιστήμη. Σπάνια όμως σκεφτόμαστε πόσο παράξενη είναι. Διαβάστε επάνω σε τι είναι πραγματικά χτισμένες οι βασικές αξίες σας.
1
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η λογική είναι βασίλισσα. Νομίζουμε ενδεχομένως ότι όλα τα πιστεύω μας έχουν δομηθεί μέσα από ασφαλείς λογικές διεργασίες και οι ακλόνητες πεποιθήσεις μας υπογραμμίζουν το ποιοι είμαστε και το πόσο δίκιο έχουμε να εμπιστευόμαστε το μυαλό μας. Οι νευροεπιστήμονες έχουν όμως άλλη άποψη. Μας λένε ότι οι πεποιθήσεις μας σμιλεύονται από την παιδική μας ηλικία με υλικά που δεν μας ανήκουν.
Με τις σκέψεις και τα πιστεύω της αγέλης μας, των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά μας και τους εμπιστευόμαστε όσο είμαστε μικροί και άγουροι. Και πως στη συνέχεια το μόνο που κάνουμε είναι να «κουμπώνουμε» τα εισερχόμενα δεδομένα της ζωής μας στις προκατασκευασμένες αυτές πεποιθήσεις. Και, αν το σκεφθείτε, είναι μάλλον λογικό: άνθρωποι με αντιδιαμετρικά αντίθετα πιστεύω θεωρούνται εξίσου λογικοί… Αρα από τι είναι φτιαγμένες οι πεποιθήσεις μας;
God brain
Τα πιστεύω καθορίζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο και πώς ενεργούμε μέσα σε αυτόν. Χωρίς αυτά δεν θα υπήρχαν συνωμοσίες για τον αποκεφαλισμό στρατιωτών, δεν θα υπήρχαν πόλεμος, οικονομικές κρίσεις και ρατσισμός. Επίσης δεν θα υπήρχαν εκκλησίες και προστατευόμενες φυσικές περιοχές, δεν θα υπήρχαν επιστήμη και τέχνη. Όποια πιστεύω και αν έχετε, είναι δύσκολο να φανταστείτε μια ζωή χωρίς αυτά. Τα πιστεύω, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι αυτά που μας κάνουν ανθρώπους. Επίσης έρχονται τόσο φυσικά ώστε σπάνια καθόμαστε να σκεφθούμε πόσο παράξενη είναι η πίστη.
Υλη και πίστη
Τα βασικά «πιστεύω» μας
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά με την πίστη είναι ότι διαφέρει υπερβολικά από άτομο σε άτομο, ιδιαίτερα σε ζητήματα που έχουν πραγματικά σημασία, όπως η πολιτική και η θρησκεία. Σύμφωνα με έρευνες του Τζέραρντ Σόσιερ από το Πανεπιστήμιο του Ορεγκον, αυτές οι μυριάδες διαφορές μπορούν να ταξινομηθούν σε πέντε βασικές «διαστάσεις». Στον πυρήνα τους, υποστηρίζει, αυτές αφορούν το τι θεωρούμε ότι αποτελεί αξιόλογη πηγή αξίας και καλοσύνης στη ζωή, είτε πρόκειται για μια έννοια, ένα αντικείμενο, ένα υπερφυσικό ον ή ένα ιστορικό πρόσωπο. Το σύστημα πίστης μας είναι το σύνολο που προκύπτει από τη θέση μας σε καθεμιά από αυτές τις πέντε διαστάσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη.
1. Παραδοσιακή θρησκευτικότητα: το επίπεδο πίστης στα επικρατούντα (mainstream) θεολογικά συστήματα όπως ο Χριστιανισμός ή το Ισλάμ.
2. Υποκειμενική πνευματικότητα: το επίπεδο πίστης σε μη υλικά φαινόμενα, όπως τα πνεύματα, η αστρολογία και το παραφυσικό.
3. Απόλυτο προσωπικό συμφέρον: η πίστη ότι ο ηδονισμός αποτελεί πηγή αξίας και καλοσύνης στη ζωή.
4. Κοινοτικός ορθολογισμός: η πίστη στη σημασία των κοινών θεσμών και στην άσκηση της λογικής.
5. Αποστροφή στην ανισότητα: το επίπεδο ανοχής της ανισότητας στην κοινωνία, ένα υποκατάστατο της παραδοσιακής πολιτικής διαίρεσης Αριστεράς – Δεξιάς.

Το 1921 ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ έθεσε το ζήτημα λακωνικά περιγράφοντας την πίστη ως «το κεντρικό πρόβλημα στην ανάλυση του νου». Το να πιστεύουμε, είπε, είναι «το πιο "νοητικό" πράγμα που κάνουμε» – εννοώντας το πιο μακρινό από την «απλή ύλη» από την οποία είναι φτιαγμένος ο εγκέφαλός μας. Πώς μπορεί ένα φυσικό αντικείμενο όπως ο ανθρώπινος εγκέφαλος να πιστεύει πράγματα; Η φιλοσοφία έχει κάνει ελάχιστη πρόοδο σε αυτό το κεντρικό πρόβλημα του Ράσελ. Ολοένα και περισσότερο όμως οι επιστήμονες έρχονται να βοηθήσουν.
neuro1
«Κάποτε πιστεύαμε ότι οι ανθρώπινες πεποιθήσεις είναι υπερβολικά σύνθετες ώστε να αναλυθούν από την επιστήμη»
λέει ο Φρανκ Κρούγκερ, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον στο Φέαρφαξ της Βιρτζίνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Αυτή η εποχή έχει όμως παρέλθει». Εκείνο το οποίο αναδεικνύεται είναι μια εικόνα της πίστης η οποία είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία έχουν καταλήξει τα συμπεράσματα της κοινής λογικής – μια εικόνα που μπορεί να αλλάξει ορισμένες από τις ευρέως αποδεκτές πεποιθήσεις μας σχετικά με τον εαυτό μας. Τα πιστεύω είναι θεμελιώδη στη ζωή μας, όσον αφορά όμως το τι πιστεύουμε και γιατί αποδεικνύεται ότι έχουμε πολύ λιγότερο έλεγχο από ό,τι νομίζαμε.
Πεποιθήσεις σε διάφορα μεγέθη
Οι πεποιθήσεις μας «κυκλοφορούν» σε διάφορες μορφές και διάφορα μεγέθη, από τις επουσιώδεις και τις εύκολα επαληθεύσιμες – πιστεύω ότι θα βρέξει σήμερα – ως τη βαθιά, μη στηριζόμενη σε αποδείξεις, πίστη – πιστεύω στον Θεό. Ολες μαζί συγκροτούν έναν προσωπικό οδηγό για την πραγματικότητα λέγοντάς μας όχι μόνο τι είναι ορθό με βάση τα γεγονότα αλλά και τι είναι σωστό και καλό και επομένως πώς να συμπεριφερόμαστε απέναντι στους άλλους και απέναντι στον φυσικό κόσμο. Αυτό τις καθιστά εύλογα όχι μόνο το πιο νοητικό πράγμα που κάνει ο εγκέφαλός μας αλλά και το πιο σημαντικό. «Το κύριο κατευθυντήριο σύστημα του εγκεφάλου είναι το να εξάγει νόημα. Ολα τα άλλα είναι δουλικά συστήματα» λέει ο ψυχολόγοςΠίτερ Χάλιγκαν από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στη Βρετανία.
Ωστόσο, παρά το ότι είναι τόσο σημαντικές, ένα από τα μακροχρόνια προβλήματα για τη μελέτη των πεποιθήσεων είναι να προσδιορίσει κάποιος επακριβώς τι είναι αυτό που προσπαθεί να κατανοήσει. «Ολοι ξέρουν τι είναι πίστη ώσπου να τους ζητήσεις να την ορίσουν» λέει ο κ. Χάλιγκαν. Αυτό στο οποίο υπάρχει γενική συμφωνία είναι ότι η πίστη είναι κάτι παρόμοιο με τη γνώση αλλά πιο προσωπικό. Το να γνωρίζουμε ότι κάτι είναι αληθές είναι διαφορετικό από το να πιστεύουμε ότι είναι αληθές. Η γνώση είναι αντικειμενική ενώ η πίστη είναι υποκειμενική. Αυτή η μη στηριζόμενη στη λογική πλευρά είναι που δίνει στην πίστη τον μοναδικό, και προβληματικό, χαρακτήρα της.
neuron_in_tissue_culture-1
Πιστεύω ή ξε-πιστεύω;
Οι φιλόσοφοι έχουν από παλιά συζητήσει τη σχέση ανάμεσα στο να γνωρίζουμε και να πιστεύουμε. Τον 17ο αιώνα ο Ρενέ Ντεκάρτ και ο Μπαρούχ Σπινόζα συγκρούστηκαν γι’ αυτό το ζήτημα ενώ προσπαθούσαν να εξηγήσουν πώς καταλήγουμε στις πεποιθήσεις μας. Ο Ντεκάρτ πίστευε ότι η κατανόηση πρέπει να έρχεται πρώτη: μόνο αφού έχεις κατανοήσει κάτι μπορείς να το ζυγίσεις και να αποφασίσεις αν θα το πιστέψεις ή όχι. Ο Σπινόζα δεν συμφωνούσε. Υποστήριζε ότι το να γνωρίζεις κάτι σημαίνει αυτόματα ότι το πιστεύεις: μόνο αφότου έχεις πιστέψει κάτι μπορείς να το ξε-πιστέψεις. Η διαφορά μπορεί να φαίνεται επουσιώδης αλλά έχει τεράστια σημασία για το πώς λειτουργεί η πίστη.
Rene-Descartes
Αν σχεδιάζατε ένα σύστημα απόκτησης της πίστης από την αρχή προφανώς θα έμοιαζε με το καρτεσιανό. Η άποψη του Σπινόζα δεν φαίνεται πειστική. Αν η προκαθορισμένη ρύθμιση του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι να δέχεται χωρίς σκέψη αυτά που μαθαίνουμε ως αληθινά, τότε αυτό που μας λέει η κοινή λογική μας, ότι οι πεποιθήσεις μας είναι κάτι στο οποίο φθάνουμε μέσω της λογικής, φεύγει από το παράθυρο. Ωστόσο, παραδόξως, τα στοιχεία φαίνονται να υποστηρίζουν τον Σπινόζα. Για παράδειγμα, τα μικρά παιδιά είναι υπερβολικά εύπιστα, κάτι το οποίο υποδηλώνει ότι η ικανότητα να αμφιβάλλουμε και να απορρίπτουμε απαιτεί περισσότερους νοητικούς πόρους από ό,τι η αποδοχή. Κατά ανάλογο τρόπο τα κουρασμένα ή αφηρημένα άτομα είναι περισσότερο επιρρεπή στην πειθώ. Οταν μάλιστα μπήκαν στον χορό και οι νευροεπιστήμονες, τα ευρήματά τους προσέθεσαν περισσότερο βάρος στην άποψη του Σπινόζα.
Ο εύπιστος εγκέφαλός σας
Η νευροεπιστημονική διερεύνηση της πίστης ξεκίνησε το 2008, όταν ο Σαμ Χάρις από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες έβαλε ανθρώπους στον εγκεφαλικό τομογράφο και τους ρώτησε αν πίστευαν ή όχι σε διάφορες γραπτές δηλώσεις. Ορισμένες ήταν απλές προτάσεις που αφορούσαν γεγονότα όπως «η Καλιφόρνια είναι μεγαλύτερη από το Ρόουντ Αϊλαντ». Αλλες αφορούσαν ζητήματα προσωπικής πίστης όπως «μάλλον δεν υπάρχει Θεός». Ο κ. Χάρις διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις που οι εθελοντές πίστευαν ότι είναι αληθείς παρήγαν ελάχιστη εγκεφαλική δραστηριότητα – μόλις μερικές σύντομες αναλαμπές σε περιοχές που σχετίζονται με τη συλλογιστική και τη συναισθηματική ανταμοιβή. Αντιθέτως, η δυσπιστία παρήγε μακρότερη και ισχυρότερη ενεργοποίηση περιοχών οι οποίες σχετίζονται με την προσεκτική εξέταση και τη λήψη αποφάσεων, σαν ο εγκέφαλος να έπρεπε να δουλέψει πιο σκληρά για να φθάσει σε μια κατάσταση δυσπιστίας. Οι δηλώσεις που οι εθελοντές δεν πίστευαν ενεργοποιούσαν και αυτές περιοχές που εμπλέκονται στο συναίσθημα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση σχετιζόμενες όχι με την ανταμοιβή αλλά με τον πόνο ή την αηδία.
Τα αποτελέσματα του κ. Χάρις ερμηνεύθηκαν ευρέως ως περαιτέρω επιβεβαίωση του ότι η προκαθορισμένη ρύθμιση του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι να αποδέχεται. Η πίστη έρχεται εύκολα, η αμφιβολία θέλει προσπάθεια. Αν και αυτή δεν φαίνεται μια έξυπνη στρατηγική για να βρει κάποιος την πορεία του μέσα στον κόσμο, έχει νόημα αν τη δούμε υπό το πρίσμα της εξέλιξης. Αν τα εξελιγμένα γνωσιακά συστήματα που στηρίζουν την πίστη εξελίχθηκαν από πιο πρωτόγονα αντιληπτικά συστήματα, θα πρέπει να διατηρούν πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των απλούστερων συστημάτων. Ενα από αυτά είναι η μη κριτική αποδοχή των εισερχόμενων πληροφοριών. Αυτός είναι ένας καλός κανόνας όταν πρόκειται για αισθητηριακές αντιλήψεις αφού οι αισθήσεις μας συνήθως παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες. Μας φόρτωσε όμως ένα μη βέλτιστο σύστημα για την αξιολόγηση πιο αφηρημένων ερεθισμάτων όπως οι ιδέες.


Σε λάθος δρόμο
Περισσότερες ενδείξεις υπέρ του ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει ήρθαν από τη μελέτη του πώς και γιατί η πίστη παίρνει λάθος δρόμο. «Αν σκεφθείτε τις εγκεφαλικές βλάβες ή τις ψυχικές διαταραχές που προκαλούν αυταπάτες και παραισθήσεις, μπορείτε να αρχίσετε να κατανοείτε πού ξεκινάει η πίστη» λέει ο κ. Χάλιγκαν. Οι αυταπάτες αυτές περιλαμβάνουν πεποιθήσεις οι οποίες φαίνονται παράξενες στους «απ’ έξω» αλλά απολύτως φυσικές στο ίδιο το άτομο. Για παράδειγμα, τα άτομα μερικές φορές πιστεύουν ότι έχουν πεθάνει, ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα έχουν αντικατασταθεί από απατεώνες ή ότι οι σκέψεις και οι ενέργειές τους ελέγχονται από εξωγήινους. Και – κάτι που λέει πολλά – αυτού του είδους οι αυταπάτες συχνά συνοδεύονται από διαταραχές της αντίληψης, της επεξεργασίας των συναισθημάτων ή της «εσωτερικής παρακολούθησης» – του να γνωρίζει π.χ. κάποιος αν έχει ξεκινήσει μια συγκεκριμένη σκέψη ή ενέργεια.
Τα ελαττώματα αυτά είναι το σημείο από όπου ξεκινούν οι αυταπάτες, υποστηρίζει η Ρόμπιν Λάνγκντον από το Πανεπιστήμιο Μακουάρι στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας. Τα άτομα με αυταπάτες περί ελέγχου τους από εξωγήινους, για παράδειγμα, συχνά έχουν ελαττωματική κινητική παρακολούθηση, οπότε δεν καταγράφουν ενέργειες τις οποίες έχουν τα ίδια ξεκινήσει ως δικές τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα άτομα με την αυταπάτη που είναι γνωστή ως «μη αυτοταυτοποίηση στον καθρέφτη», τα οποία δεν αναγνωρίζουν το ίδιο το είδωλό τους, έχουν επίσης συχνά ένα αισθητηριακό ελάττωμα που λέγεται αγνωσία καθρέφτη: δεν «συλλαμβάνουν» τις ανακλαστικές επιφάνειες. Ενας καθρέφτης τούς φαίνεται σαν ένα παράθυρο και αν τους ζητηθεί να πιάσουν ένα αντικείμενο που αντανακλάται στην επιφάνειά του θα προσπαθήσουν να το φθάσουν μέσα στον καθρέφτη ή πίσω από αυτόν. Οι αισθήσεις τους τούς λένε ότι το άτομο στον καθρέφτη δεν είναι οι ίδιοι και έτσι πιστεύουν ότι αυτό είναι αλήθεια. Και πάλι, εμπιστευόμαστε τα δεδομένα των αισθήσεών μας και, αν αυτά μας λένε ότι το μαύρο είναι άσπρο, σε γενικές γραμμές καλά κάνουμε και τις πιστεύουμε.
Ισως νομίζετε ότι δεν θα ξεγελιόσασταν ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, όπως λέει η κυρία Λάνγκντον, «όλοι είμαστε προγραμματισμένοι για αυτού του είδους την πίστη, τουλάχιστον αρχικά». Σκεφθείτε την εμπειρία όταν παρακολουθείτε ένα ταχυδακτυλουργικό σόου. Παρότι ξέρετε ότι όλα σε αυτό είναι ψευδαίσθηση, η ενστικτώδης αντίδρασή σας είναι να θεωρήσετε ότι ο μάγος έχει αλλάξει τους νόμους της φυσικής.
Οι λανθασμένες αντιλήψεις δεν είναι αυταπάτες φυσικά. Το να βλέπουμε να πριονίζουν κάποιον στα δύο και μετά να τον ενώνουν ξανά δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως οι άνθρωποι μπορούν με ασφάλεια να πριονιστούν στα δύο. Επιπροσθέτως τα αισθητηριακά ελαττώματα δεν οδηγούν πάντα σε αυταπάτες. Τι άλλο χρειάζεται, λοιπόν; Απεικονιστικές μελέτες του εγκεφάλου από τον κ. Χάρις έχουν προσφέρει ένα σημαντικό στοιχείο: η πίστη αφορά τόσο τη συλλογιστική όσο και το συναίσθημα.
Το αίσθημα του σωστού
Ο σχηματισμός μιας αυταπάτης μάλλον απαιτεί επίσης κάποια βλάβη στη διαδικασία του συναισθηματικού ζυγίσματος. Είναι πιθανόν ένας τραυματισμός στον εγκέφαλο να την έχει καταστρέψει ολοσχερώς κάνοντας τα άτομα απλώς να αποδέχονται τα στοιχεία που παρέχουν οι αισθήσεις τους. Ή μπορεί απλώς να την έχει αποδυναμώσει «κατεβάζοντας» το κατώφλι των στοιχείων που απαιτούνται ώστε να γίνει αποδεκτή μια αυταπάτη.
Για παράδειγμα, κάποιος με ένα εγκεφαλικό τραύμα το οποίο έχει προκαλέσει βλάβη στη συναισθηματική επεξεργασία των προσώπων μπορεί να σκεφθεί «αυτή που ήρθε χθες να με δει έμοιαζε με τη γυναίκα μου αλλά δεν την αισθανόμουν σαν εκείνη, ίσως να ήταν μια απατεώνισσα. Θα αποφύγω να καταλήξω σε μια τελική κρίση ώσπου να ξανάρθει». Η επόμενη συνάντηση προκαλεί τα ίδια συναισθήματα, οπότε η υπόθεση επιβεβαιώνεται και η αυταπάτη αρχίζει να αναπτύσσεται.
Σύμφωνα με την κυρία Λάνγκντον και άλλους ειδικούς, τα όσα περιγράφονται πιο πάνω είναι παρόμοια με τα όσα συμβαίνουν στη φυσιολογική διαδικασία του σχηματισμού των πεποιθήσεων. Και τα δύο αφορούν εισερχόμενες πληροφορίες που συνδυάζονται με ασυνείδητη σκέψη επάνω σε αυτές τις πληροφορίες ώσπου να φθάσει ένα «αίσθημα του σωστού» και να σχηματιστεί μια πίστη.
Αυτή η διαδικασία των δύο σταδίων θα μπορούσε να βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί άτομα χωρίς εγκεφαλική βλάβη είναι επίσης εκπληκτικά επιρρεπή σε παράξενες πεποιθήσεις. Η φυσική ευπιστία μας είναι το ένα πρόβλημα και είναι ιδιαίτερα πιθανόν να μας οδηγήσει σε λάθος μονοπάτια όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ισχυρισμούς που βασίζονται σε ιδέες οι οποίες είναι δύσκολο να επαληθευτούν με τις αισθήσεις μας – «η 11η Σεπτεμβρίου ήταν δουλειά από μέσα» για παράδειγμα. Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με το «αίσθημα του σωστού» το οποίο φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά επιρρεπές στα λάθη.
Εξέλιξη, βιολογία και παρέες
Από πού λοιπόν έρχεται το αίσθημα του σωστού; Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι έχει τρεις κύριες πηγές: την εξελιγμένη ψυχολογία μας, τις προσωπικές βιολογικές διαφορές μας και τις παρέες που κάνουμε.
Η σημασία της εξελιγμένης ψυχολογίας υπογραμμίζεται από το πιο σημαντικό ίσως από όλα τα συστήματα πεποιθήσεων: τη θρησκεία. Αν και οι κοινωνίες ποικίλλουν σημαντικά, η θρησκευτική πίστη αυτή καθαυτή είναι αξιοσημείωτα όμοια παντού. Οι περισσότερες θρησκείες παρουσιάζουν ένα οικείο σύνολο πρωταγωνιστών: υπερφυσικοί παράγοντες, μετά θάνατον ζωή, ηθικοί κανόνες και απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα. Γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι τα πιστεύουν τόσο αβίαστα;
Σύμφωνα με τη θεωρία της θρησκείας ως γνωσιακού υπο-προϊόντος, η ενστικτώδης ορθότητά τους απορρέει από βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γνωσιακής λειτουργίας που εξελίχθηκαν για άλλους λόγους. Ιδιαίτερα τείνουμε να θεωρούμε ότι τα γεγονότα προκαλούνται από ενεργούς παράγοντες. Ενα θρόισμα στο χορτάρι μπορεί να είναι ένας θηρευτής αλλά μπορεί να είναι και απλώς ο άνεμος, ωστόσο έχουμε περισσότερο όφελος αν κάνουμε λάθος ρέποντας προς την πλευρά της προφύλαξης: οι πρόγονοί μας που έτειναν υπέρ της διαμεσολάβησης ενός ενεργού παράγοντα θα επιβίωναν περισσότερο και θα είχαν περισσότερους απογόνους. Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχολογία μας έχει εξελιχθεί για να αναζητεί μοτίβα επειδή αυτή ήταν μια χρήσιμη στρατηγική επιβίωσης. Κατά τη διάρκεια της εποχής της ξηρασίας, για παράδειγμα, τα ζώα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνονται γύρω από μια λιμνούλα με νερό, επομένως εκεί θα πρέπει να πάει κάποιος να κυνηγήσει. Και πάλι έχουμε όφελος όταν αυτό το σύστημα είναι υπερενεργό.
Αυτός ο ισχυρός συνδυασμός υπερευαισθησίας υπέρ της «παραγοντοποίησης» και της «μοτιβοποίησης» παρήγαγε έναν ανθρώπινο εγκέφαλο ο οποίος είναι προγραμματισμένος να βλέπει τη μεσολάβηση παραγόντων και τον σκοπό παντού. Και η μεσολάβηση παραγόντων μαζί με τον σκοπό αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της θρησκείας – ιδιαίτερα η ιδέα ενός παντοδύναμου παράγοντα ο οποίος κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν και δίνει νόημα σε κατά τα άλλα τυχαία γεγονότα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως δεκτικοί στους θρησκευτικούς ισχυρισμούς και όταν τους συναντάμε για πρώτη φορά – τυπικά ως παιδιά – τους αποδεχόμαστε χωρίς αμφισβήτηση. Υπάρχει σε αυτούς ένα «αίσθημα του σωστού» το οποίο πηγάζει από τα βάθη της γνωσιακής αρχιτεκτονικής μας.
Η ομάδα μου είναι η καλύτερη
Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκερ, όλες οι πεποιθήσεις αποκτώνται με παρόμοιο τρόπο. «Τα πιστεύω εμπίπτουν σε ένα ολόκληρο φάσμα αλλά έχουν όλα την ίδια ιδιότητα. Μια πεποίθηση είναι μια πεποίθηση».
Ο εγκέφαλός μας που αναζητεί παράγοντες και μοτίβα συνήθως μας υπηρετεί σωστά αλλά ταυτοχρόνως μας κάνει επιρρεπείς σε μια ευρεία κλίμακα αλλόκοτων και παράλογων πεποιθήσεων, από την πίστη στο παραφυσικό και στο υπερφυσικό ως τις θεωρίες συνωμοσίας, τις προκαταλήψεις, τον εξτρεμισμό και την πίστη στη μαγεία. Παράλληλα η εξελιγμένη ψυχολογία μας στηρίζει επίσης κάποιες άλλες πεποιθήσεις όπως ο δυϊσμός – το να βλέπουμε δηλαδή το πνεύμα και το σώμα ως διαφορετικές οντότητες – ή μια φυσική τάση να πιστεύουμε ότι η ομάδα στην οποία ανήκουμε είναι ανώτερη από τις άλλες.
Μια δεύτερη πηγή του «αισθήματος του σωστού» είναι πιο προσωπική. Οταν πρόκειται για κάτι σαν τις πολιτικές πεποιθήσεις, το συμπέρασμα ήταν ανέκαθεν ότι βρίσκουμε τον δρόμο μας προς μια συγκεκριμένη στάση μέσω της λογικής. Περίπου όμως μέσα στην τελευταία δεκαετία έγινε εμφανές ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις έχουν τις ρίζες τους στη βασική βιολογία μας. Οι συντηρητικοί, για παράδειγμα, γενικώς αντιδρούν με περισσότερο φόβο από ό,τι οι προοδευτικοί στις απειλητικές εικόνες, έχουν υψηλότερα σκορ στις μετρήσεις που σχετίζονται με τη διέγερση, όπως αυτές που αφορούν την αγωγιμότητα του δέρματος και τον ρυθμό με τον οποίο ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια του. Αυτό υποδηλώνει ότι αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα πιο επικίνδυνο μέρος και ενδεχομένως εξηγεί σε έναν βαθμό τη στάση τους σε ζητήματα όπως η έννομη τάξη και η εθνική ασφάλεια.
Μια άλλη βιολογική αντίδραση που έχει θεωρηθεί ότι εμπλέκεται στις πολιτικές πεποιθήσεις είναι η αηδία. Σε γενικές γραμμές οι συντηρητικοί αηδιάζουν πιο εύκολα από ερεθίσματα όπως η οσμή των σωματικών αερίων και των σκουπιδιών. Και η αηδία τείνει να κάνει τα άτομα όλων των πολιτικών πεποιθήσεων να αποστρέφονται περισσότερο τις ηθικά ύποπτες συμπεριφορές, αν και η αντίδραση αυτή είναι πιο έντονη στους συντηρητικούς. Αυτό έχει προταθεί ως μια ερμηνεία για τις διαφορές απόψεων σε σημαντικά ζητήματα όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ή η παράνομη μετανάστευση. Οι συντηρητικοί συχνά αισθάνονται ισχυρή αποστροφή απέναντι σε αυτές τις παραβιάσεις του status quo και έτσι τις κρίνουν ηθικά απαράδεκτες. Οι προοδευτικοί αηδιάζουν λιγότερο εύκολα και έχουν λιγότερες πιθανότητες να τις κρίνουν τόσο σκληρά.
Διαφορετικές πραγματικότητες
Αυτές οι ενστικτώδεις αντιδράσεις έχουν τόσο ισχυρή επιρροή ώστε άνθρωποι με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις κυριολεκτικά φθάνουν να κατοικούν σε διαφορετικές πραγματικότητες. Πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι πεποιθήσεις των ατόμων σχετικά με αμφιλεγόμενα ζητήματα ευθυγραμμίζονται με την ηθική στάση που έχουν απέναντι σε αυτά. Οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής, για παράδειγμα, συχνά ισχυρίζονται ότι αυτή αποτρέπει το έγκλημα και σπάνια οδηγεί στην εκτέλεση αθώων, οι αντιτιθέμενοι σε αυτήν λένε ακριβώς το αντίθετο.
Αυτό μπορεί να συμβαίνει απλώς επειδή οδηγούμαστε στις ηθικές μας θέσεις μέσω της λογικής, ζυγίζοντας τα γεγονότα που έχουμε στη διάθεσή μας προτού καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα. Υπάρχει όμως ένας μεγάλος και αυξανόμενος αριθμός στοιχείων που υποδηλώνουν ότι τα πιστεύω λειτουργούν αντίστροφα. Πρώτα παίρνουμε την ηθική μας θέση και ύστερα πλάθουμε τα δεδομένα ώστε να ταιριάζουν σε αυτήν.
Αν λοιπόν οι ηθικές μας θέσεις καθοδηγούν τις στηριζόμενες σε δεδομένα πεποιθήσεις μας, από πού πηγάζουν οι ηθικές μας θέσεις; Η σύντομη απάντηση; Οχι από τον εγκέφαλό μας.
Η ηθική είναι ένστικτο
Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Χέιτ από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, οι ηθικές κρίσεις μας συνήθως είναι γρήγορες και ενστικτώδεις: οι άνθρωποι σπεύδουν να βγάλουν συμπεράσματα και μόνον αργότερα επινοούν αιτίες για να δικαιολογήσουν την απόφασή τους. Για να το δείτε στην πράξη, προσπαθήστε να αντιπαρατεθείτε με κάποιον επάνω σε ένα θέμα το οποίο είναι προσβλητικό αλλά ανώδυνο, όπως το να χρησιμοποιήσει τη σημαία της πατρίδας του για να καθαρίσει μια τουαλέτα. Οι περισσότεροι θα επιμείνουν ότι αυτό είναι κακό αλλά δεν θα βρουν μια συλλογιστική για να το στηρίξουν και θα καταφύγουν σε δηλώσεις του τύπου «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, απλώς ξέρω ότι είναι κακό».
Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν θέσετε σε ανθρώπους ερωτήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταυτόχρονα ένα ηθικό στοιχείο και ένα στοιχείο το οποίο στηρίζεται σε δεδομένα όπως: «Είναι η καταναγκαστική ανάκριση υπόπτων για τρομοκρατία ηθικά κακή ακόμη και όταν παράγει χρήσιμες πληροφορίες;» ή «Είναι η διανομή προφυλακτικών στο πλαίσιο ενός προγράμματος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ηθικά κακή ακόμη και όταν μειώνει τα ποσοστά της εγκυμοσύνης στην εφηβεία και των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων;». Οι άνθρωποι που απαντούν «ναι» σε ένα τέτοιου είδους ερώτημα έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να αμφισβητήσουν τα δεδομένα ή να παρουσιάσουν τα δικά τους, εναλλακτικά δεδομένα για να υποστηρίξουν την πεποίθησή τους. Οι αντιτιθέμενοι στη διανομή προφυλακτικών, για παράδειγμα, συχνά δηλώνουν ότι τα προφυλακτικά δεν λειτουργούν, οπότε η διανομή τους δεν ωφελεί έτσι κι αλλιώς.
«Σήμα» κουλτούρας
Εκείνα που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι είναι σωστά για να τα πιστέψουμε διαμορφώνονται επίσης σε τεράστιο βαθμό από την κουλτούρα μέσα στην οποία μεγαλώνουμε. Πολλές από τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις μας σχηματίζονται κατά την παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκερ, η διαδικασία ξεκινάει από τη στιγμή που γεννιόμαστε, βασισμένη αρχικά σε αισθητηριακές αντιλήψεις – ότι τα αντικείμενα πέφτουν προς τα κάτω, π.χ. – και αργότερα επεκτείνεται σε πιο αφηρημένες ιδέες και προτάσεις. Δεν είναι άξιο απορίας ότι το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις πεποιθήσεις που συναντάμε στον δρόμο μας.«Είμαστε κοινωνικά όντα. Οι πεποιθήσεις μεταδίδονται από τους ανθρώπους στους οποίους βρισκόμαστε πιο κοντά» λέει ο επιστήμονας. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αν όλοι έπρεπε να κατασκευάσουμε ένα σύστημα πίστης εξαρχής με βάση την άμεση εμπειρία μας, δεν θα πηγαίναμε πολύ μακριά.
Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την εγγύτητα, σχετίζεται επίσης και με την αίσθηση του ότι ανήκουμε κάπου. Η κοινωνική φύση μας σημαίνει ότι υιοθετούμε τις πεποιθήσεις σαν σήματα πολιτισμικής ταυτότητας. Το βλέπουμε συχνά σε ζητήματα που αποτελούν «καυτή πατάτα», στα οποία το να ανήκει κάποιος στη σωστή φυλή μπορεί να είναι πιο σημαντικό από το να είναι υπέρ της πλευράς των σωστών στοιχείων. Η αποδοχή της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγμα, έχει εξελιχθεί σε «ταμπέλα» (shibboleth) στις Ηνωμένες Πολιτείες – οι συντηρητικοί βρίσκονται από τη μια πλευρά, οι προοδευτικοί από την άλλη. Η εξέλιξη, ο εμβολιασμός και άλλα σχετικά αποτελούν ανάλογα διχαστικά ζητήματα.
Μαζί μας από την εφηβεία
Το τι λοιπόν καταλήγουμε τελικά να πιστεύουμε διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την κουλτούρα, τη βιολογία και την ψυχολογία μας. Μόλις φθάσουμε στην εφηβεία τείνουμε να έχουμε ένα σχετικά συνεκτικό και ανθεκτικό σύνολο πεποιθήσεων οι οποίες μένουν μαζί μας για το υπόλοιπο της ζωής μας. Αυτές σχηματίζουν ένα διασυνδεδεμένο σύστημα πίστης με ένα σχετικά υψηλό επίπεδο εσωτερικής συνέπειας. Η ιδέα όμως ότι αυτό αποτελεί προϊόν ορθολογικών, συνειδητών επιλογών είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη. «Αν θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν έχω πραγματικά επιλέξει τις πεποιθήσεις μου. Ανακαλύπτω ότι τις έχω»λέει ο κ. Χάλιγκαν. «Μερικές φορές τις σκέφτομαι, μου είναι όμως δύσκολο να κοιτάξω προς τα πίσω και να πω ποια ήταν η γένεση αυτής της πεποίθησης».
Ξεχάστε τα δεδομένα
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ο προσωπικός μας οδηγός πεποιθήσεων είναι χτισμένος στην άμμο αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ανθεκτικός στην αλλαγή. «Αν ακούσετε κάτι καινούργιο, προσπαθείτε να το ταιριάξετε στις υπάρχουσες πεποιθήσεις σας» λέει ο κ. Χάλιγκαν. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να απορρίψουμε κάτι το οποίο αντιβαίνει στη θέση μας ή να αναζητήσουμε περισσότερες πληροφορίες προκειμένου να επιβεβαιώσουμε κάτι το οποίο ήδη πιστεύουμε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πεποιθήσεις των ανθρώπων δεν μπορούν να αλλάξουν. Αν μας παρουσιαστούν αρκετές αντιφατικές πληροφορίες, μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη και το κάνουμε. Πολλοί άθεοι, για παράδειγμα. βρίσκουν με λογικά επιχειρήματα τον δρόμο τους προς τη θρησκεία. Συχνά ωστόσο ο ορθολογισμός δεν θριαμβεύει εδώ. Αντίθετα, είναι πιο πιθανό να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις μας ανταποκρινόμενοι σε ένα πολύ ισχυρό ηθικό επιχείρημα – και όταν το κάνουμε αναπλάθουμε τα γεγονότα ώστε να ταιριάξουν στη νέα πεποίθησή μας. Τις περισσότερες φορές ωστόσο απλώς εμμένουμε στα πιστεύω μας.
Κατόπιν όλων αυτών το δυσάρεστο συμπέρασμα είναι ότι κάποια, αν όχι όλα, από τα θεμελιώδη πιστεύω μας για τον κόσμο βασίζονται όχι στα γεγονότα και στη λογική – ή έστω στην παραπληροφόρηση – αλλά σε ενστικτώδη αισθήματα τα οποία πηγάζουν από την εξελιγμένη ψυχολογία, τη βασική βιολογία και την κουλτούρα μας. Τα αποτελέσματα είναι ορατά παντού: πολιτικά αδιέξοδα, θρησκευτικές αντιπαλότητες, χάραξη πολιτικών χωρίς στοιχεία και ένα απύθμενο πηγάδι μπερδεμένης γλώσσας, ασυναρτησίας και προκατάληψης. Ακόμη χειρότερα, οι βαθιές ρίζες των προβλημάτων μας είναι ως επί το πλείστον αόρατες σε εμάς. «Αν έχετε μια πεποίθηση, εξ ορισμού τη θεωρείτε αληθινή» λέει ο κ. Χάλιγκαν. «Μπορείτε να βγείτε έξω από τις πεποιθήσεις σας; Δεν νομίζω ότι θα ήσασταν ικανός».
Ο κόσμος θα ήταν βαρετός αν όλοι πιστεύαμε τα ίδια πράγματα. Θα ήταν όμως οπωσδήποτε καλύτερος αν όλοι παύαμε να πιστεύουμε τόσο έντονα στις πεποιθήσεις μας.
Τα παράξενα που πιστεύουμε 
Θεωρούμε ότι οι πεποιθήσεις μας βασίζονται σε μια αλήθεια. Όταν όμως το 90% των ανθρώπων διατηρεί πεποιθήσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν αυταπάτες, ίσως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε την πραγματικότητα.

Οι φυσιολογικοί άνθρωποι πιστεύουν στα πιο παράξενα πράγματα. Σχεδόν οι μισοί ενήλικοι στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν τουλάχιστον μία θεωρία συνωμοσίας. Η πίστη σε παραφυσικά ή υπερφυσικά φαινόμενα είναι ευρέως διαδεδομένη, ενώ οι προκαταλήψεις και η πίστη στη μαγεία είναι σχεδόν οικουμενικές.
Εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ατόμων διατηρεί επίσης πεποιθήσεις τις οποίες ένας ψυχίατρος θα χαρακτήριζε αυταπάτες. Το 2011 ο ψυχολόγος Πίτερ Χάλιγκαν από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ εξέτασε πόσο συνηθισμένες είναι οι πεποιθήσεις του είδους στη Βρετανία (δείτε το Top 10 της αυταπάτης). Διαπίστωσε ότι περισσότεροι από το 90% είχαν σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον μία. Στις πεποιθήσεις αυτές περιλαμβάνονται το να πιστεύει κάποιος/α ότι μια διασημότητα είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του/της, ότι δεν ελέγχει κάποιες πράξεις του/της και ότι ο κόσμος λέει ή κάνει πράγματα τα οποία εμπεριέχουν ένα ειδικό μήνυμα για εκείνον/η. Κανένα από τα άτομα που εξέτασε ο κ. Χάλιγκαν δεν προβληματιζόταν για τις παράξενες πεποιθήσεις του. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι είναι τόσο διαδεδομένες υποδηλώνει πως το «αίσθημα του σωστού» που συνοδεύει την πίστη δεν αποτελεί πάντα αξιόπιστο οδηγό για την πραγματικότητα.
Το Top 10 της αυταπάτης
1. Το σώμα μου ή κάποιο μέρος του σώματός μου είναι δύσμορφο ή άσχημο (46,4 %)
2. Δεν έχω έλεγχο κάποιων πράξεών μου (44,3%)
3. Είμαι ένα εξαιρετικά ταλαντούχο άτομο το οποίο οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν (40,5%)
4. Ορισμένα μέρη είναι διπλά, π.χ. υπάρχουν σε δύο διαφορετικά σημεία ταυτοχρόνως (38,7%)
5. Ο κόσμος λέει ή κάνει πράγματα τα οποία περιέχουν ένα ιδιαίτερο μήνυμα ειδικά για μένα (38,5%)
6. Κάποιοι άνθρωποι έχουν βαλθεί να μου κάνουν κακό ή να με δυσφημήσουν (33,8%)
7. Οι σκέψεις μου δεν βρίσκονται απολύτως υπό τον έλεγχό μου (33,6%)
8. Υπάρχει κάποιο άλλο άτομο που μου μοιάζει ή φέρεται όπως εγώ (22,7%)
9. Κάποιοι άνθρωποι είναι διπλοί, π.χ. υπάρχουν σε δύο μέρη ταυτοχρόνως (26,2%)
10. Οι γνωστοί μου μεταμφιέζονται σε άλλα πρόσωπα για να με χειραγωγήσουν ή να μου κάνουν κακό (24,9%)



via

Pages