Μεγαλώσαμε με ταμπέλες. Μάθαμε να λειτουργούμε με καθορισμένες συμπεριφορές, να είμαστε το καλό παιδί και να κάνουμε όλα αυτά που υπαγόρευε αυτός ο τίτλος, να είμαστε ευγενικά παιδιά, ήσυχα, με τρόπους, να διαβάζουμε, να αγαπάμε και να προσφέρουμε στους άλλους. Το είχαμε ανάγκη να το κάνουμε αυτό γιατί μόνο έτσι αισθανόμασταν κάποιου είδους αναγνώριση, λαμβάναμε κάποια φιλοφρόνηση, αποφεύγαμε κριτική και μαλώματα και γινόμασταν αποδεκτοί.
Μεγαλώνοντας μπήκαμε σε άλλη πανοπλία. Αυτή του καλού/ής συζύγου, γονιού, συντρόφου, εργαζομένου/ης και συνεχίσαμε από κεκτημένη ταχύτητα να δημιουργούμε αυτή την πανοπλία με σκοπό να ενταχθούμε, αυτή τη φορά, στην κοινωνία. Κάθε φορά που κάναμε κάποιο βήμα να σπάσουμε αυτή την εικόνα βρίσκαμε αντιμέτωπους γονείς, το κοινωνικό περίγυρο, την κριτική, την αποδοκιμασία τους και ενίοτε το θυμό τους.
Κάποια στιγμή θελήσαμε να ξεφύγουμε από αυτές τις μάσκες, δεν είμαστε πια ούτε παιδιά, ούτε ο κοινωνικός περίγυρος τόσο καθοριστικός για να μας κρατά δέσμιους. Μπουχτίσαμε και είπαμε να δούμε λίγο τον εαυτό μας.
Και καθώς αναπτυσσόμασταν και προοδεύαμε στο μονοπάτι της πνευματικής μας ανάπτυξης, αρχίσαμε να δημιουργούμε μια άλλη ταμπέλα, αυτή του πνευματικού ανθρώπου. Ο πνευματικός άνθρωπος, είναι χαρούμενος, έχει όλα τα θέματα του λυμένα, δεν έχει θυμό, δεν δυσανασχετεί, προσφέρει, είναι ο καλός Σαμαρείτης, τρώει υγιεινά, κάνει διαλογισμό, δεν κάνει αυτό, δεν κάνει εκείνο.
Ξαφνικά βρεθήκαμε πάλι εγκλωβισμένοι και αυτή τη φορά τόσο μα τόσο ματαιωμένοι που ενώ το θέλαμε τόσο πολύ να ενταχθούμε σε αυτή τη πνευματική κάστα ανθρώπων, έρχονται τα σκοτεινά μας σημεία να μας πουν, ” ούπς”, δεν ανήκεις εδώ, έχεις δρόμο ακόμα, χρειάζεσαι πολύ δουλειά με τον εαυτό σου. Και κάπως έτσι το έργο επαναλαμβάνεται.
Και εγώ σου λέω το εξής. Είναι εντάξει να είσαι όπως είσαι. Είναι εντάξει να κάνεις ότι κάνεις. Κανείς στο δεν σου ζητάει να είσαι τέλειος, απλά να είσαι ανθρώπινος, να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου. Γνώρισε τον εαυτό σου, αποδέξου τον, όπως είναι, είναι εντάξει. Και τί έγινε που τρώς κρέας και τί έγινε που εχθές θύμωσες με τους γονείς σου και τί έγινε που έβρισες το γείτονα; Πώς βάζεις τις ταμπέλες του πνευματικού ανθρώπου; Ποιος βάζει τις ταμπέλες του καλού και του κακού; Μόνο αυτός που κρίνει τον εαυτό του σαν καλό και αφορίζει τα σκοτεινά του κομμάτια. Αυτό θες να είσαι; Ένας άνθρωπος με πανοπλία; Ένας άνθρωπος με συγκεκριμένη συμπεριφορά που δεν είσαι όμως εσύ; Και τότε για ποια πνευματικότητα μιλάς;
Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει δει και έχει αποδεχτεί την ανθρώπινη φύση του σε όλο της το μεγαλείο. Είναι αυτός που δέχεται τον εαυτό του όπως είναι και έτσι κάνει και για τους άλλους γύρω του. Είναι αυτός που αναγνωρίζει τα σκοτεινά του κομμάτια και εργάζεται με αυτά χωρίς ενοχές, χωρίς να τα κουκουλώνει. Είναι αυτός που καταφέρνει να είναι ο εαυτός του και αυτή είναι η μεγάλη μαγκιά και το μεγαλείο του. Και από αυτή τη θέση μπορεί να εμπνέει , να ενδυναμώνει, να συμπονά και να συναισθάνεται τους άλλους.
Και η λέξη πνευματικός είναι επίσης μια ταμπέλα. Η λέξη άνθρωπος, με Α κεφαλαίο ίσως είναι η καλύτερη λέξη που μπορεί να περιγράψει εκείνο το όν που έχει βιώσει το θεό μέσα του και βαδίζει με τέχνη στην γήινη πραγματικότητα του.
Και ναι ακόμα και αυτός ο άνθρωπος έχει τις προκλήσεις του, έχεις τις δύσκολες στιγμές του, έχει τις κακές στιγμές του, μπορεί να κάνει πράγματα που θα πληγώσουν τους άλλους, άλλα έχει και το θάρρος να πει συγνώμη, να αποκαταστήσει την βλάβη, να αποδεχτεί την αδυναμία του.
Όλοι βρισκόμαστε σε μια φάση εξέλιξης και περνάμε διάφορες προκλήσεις, αν όμως αφήσουμε την κριτική στον εαυτό και σταματήσουμε να τον καταπιέζουμε να μπει σε κουτάκια, τότε όλο αυτό το ταξίδι, θα γίνει πιο εύκολο και πιο ικανοποιητικό. Και χρειάζεται να ζούμε με χαρά και πληρότητα, όχι με καταπίεση και πρέπει. Ας αφήσουμε τον άνθρωπο να ξεδιπλωθεί ελεύθερα και μαζί του θα ξεδιπλωθεί και το πνεύμα του.