Πριν από πολλά χρόνια, θυμάμαι, η κόρη μου ήρθε μια μέρα, δεν θα ήτανε τριών χρονών, και μου είπε «Μου ξεδένεις το παπούτσι;» Δεν θυμάμαι αν ήξερε το «λύνω», κι αν το χρησιμοποιούσε ήδη στην ομιλία της, θα είχε όμως ακούσει να λέμε «δέσε τα κορδόνια της» οπότε δεν δυσκολεύτηκε να σχηματίσει το αντίθετο ρήμα: δένω-ξεδένω. Θυμάμαι πως το ίδιο παιδικό ρήμα το είχε χρησιμοποιήσει και η μικρότερη αδερφή μου, σε εντελώς ανάλογη περίσταση και φαντάζομαι πως το ίδιο θα το έχουν πει και χιλιάδες άλλα παιδιά.
Χαρακτήρισα «παιδικό ρήμα» το «ξεδένω» επειδή στη γλώσσα των ενηλίκων ξέρουμε ότι το δένω έχει αντίθετο το «λύνω» και αυτό χρησιμοποιούμε. Στο Βικιλεξικό και τη Live-Pedia βρίσκω λήμμα «ξεδένω», οπότε δεν θέλω να καταδικάσω στην ανυπαρξία τη λέξη, αλλά πάντως δεν θα θεωρήσω έλλειψη των άλλων λεξικών (π.χ. ΛΚΝ και Μπαμπινιώτη) το ότι δεν έχουν σχετικό λήμμα.
Η κόρη μου έφτιαξε το ρήμα «ξεδένω» χρησιμοποιώντας το πολύτιμο πρόθημα ξε-, ένα από τα πιο παραγωγικά της ελληνικής γλώσσας. Όταν σε ένα ρήμα προσθέσουμε το ξε-, το νέο ρήμα που προκύπτει δηλώνει την αντίθετη ενέργεια από αυτήν που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη. Κουρδίζω-ξεκουρδίζω, κλειδώνω-ξεκλειδώνω.
Όμως το ξε- είναι πολυεργαλείο, ελβετικός σουγιάς της γλώσσας, δεν κάνει μόνο μία δουλειά. Σε μια ελαφρώς διαφορετική χρήση, μπορεί επίσης να δηλώσει το τέλος της κατάστασης που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη. Μεθάω-ξεμεθάω.
Ακόμα, σε συνδυασμό με λέξεις που δηλώνουν χρονική διάρκεια, φτιάχνει ρήματα που δηλώνουν ότι διανύουμε ως το τέλος αυτό το χρονικό διάστημα. Όποιος ξεχειμωνιάζει κάπου, περνάει εκεί τον χειμώνα του, ενώ όταν ξενυχτάμε σε ένα κέντρο διασκέδασης περνάμε εκεί τη νύχτα και γυρίζουμε στο σπίτι μας το χάραμα.
Επίσης, σε μια χρήση περίπου αντίθετη με την πρώτη, το πρόθημα ξε- έχει σημασία επιτατική ή εμφατική: το «ξεκουφαίνω» δεν είναι βεβαίως αντίθετο του «κουφαίνω» αλλά δηλώνει έμφαση, την έννοια του «εντελώς». Το ίδιο και ρήματα όπως ξετρελαίνω ή ξεγυμνώνω.
Μια άλλη χρήση δίνει την έννοια «προς τα έξω», με ρήματα όπως «ξεπορτίζω», «ξεχειλίζω», ενώ υπάρχει, αν και σπάνια, και η υποκοριστική χρήση του «ξε-«, όταν προσδίδει στην πρωτότυπη λέξη τη σημασία «λίγο λίγο», «σιγά σιγά», σε ρήματα όπως το ξεγλιστράω ή το ξεμακραίνω.
Τέλος, το πολυεργαλείο ξε- το χρησιμοποιούμε σε εφήμερους λεκτικούς σχηματισμούς, για να εκφράσουμε έντονη αντίρρηση (ή απόρριψη ή αδιαφορία) γι’ αυτά που λέει ο συνομιλητής μας. «Δεν έχει μα και ξεμά» ή «Κουρασμένος ξεκουρασμένος, σήκω και ετοιμάσου, θα χάσουμε το πλοίο».
Ετυμολογικά, το ξε- προέρχεται από την αρχαια πρόθεση εκ- και σε πολλές περιπτώσεις τα ρήματα από ξε- έχουν το αντίστοιχό τους στη λόγια ή την αρχαία γλώσσα, που βέβαια έχει άλλη σημασία ή που χρησιμοποιείται σε άλλο επίπεδο ύφους: : ξεπέφτω/εκπίπτω.
Όταν συνθέτεται με λέξη που αρχίζει από φωνήεν, το ξε- παίρνει τη μορφή ξ-, ας πούμε: ξαλαφρώνω, ξημερώνει.
Το ξε- φτιάχνει ρήματα χωρίς να υπάρχουν πάντοτε τα αντίστοιχα πρωτότυπα ρήματα. Ξενυχτάμε, αλλά δεν *νυχτάμε. Ξεκαρδιζόμαστε αλλά δεν *καρδιζόμαστε. Ωστόσο, υπάρχει αντίστοιχο ουσιαστικό. Όταν ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, γελάμε με την καρδιά μας σε υπερθετικό βαθμό.
Από την άλλη, υπάρχουν μερικά ρήματα που αρχίζουν από ξε- χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχο ρήμα ή αντίστοιχη πρωτότυπη λέξη. Το τάδε ύφασμα ξεφτίζει αλλά κανείς δεν *φτίζει. Λέμε σε κάποιον να ξεκουμπιστεί, δηλαδή να φύγει, αλλά όταν έρχεται δεν λέμε ότι *κουμπίζεται. Και ενώ μας αρέσει να ξεφαντώνουμε, δεν ξέρουμε αν είναι ωραίο να *φαντώνει κανείς.
Μπορεί να υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Μια υποψήφια τέτοια λέξη είναι το «ξεφτιλίζω», αλλά αυτή ετυμολογείται, κατά Μπαμπινιώτην, από το εξευτελίζω (γι’ αυτό και την ξεφτιλίζει γράφοντάς την ‘ξευτιλίζω’), ενώ κατά ΛΚΝ από το «ξεφιτιλίζω», βγάζω το φιτίλι).
Κάποιες φορές, η πρωτότυπη λέξη υπάρχει αλλά δεν χρησιμοποιείται πια πολύ. Λέμε «ξεχαρβαλωμένος», αλλά το χάρβαλο το έχουμε σχεδόν ξεχάσει -όμως υπάρχει και σημαίνει ερείπιο.
Στα αγγλικά, τέτοιες λέξεις λέγονται unpaired words, αζευγάρωτες. Υπάρχει innocent αλλά όχι nocent, υπάρχει inept αλλά όχι ept, uncouth αλλά όχι couth. Μέσα στο μυαλό μου είχα έναν στίχο I promised I would be ept, couth and …. (ένα τρίτο, ίσως kempt) που μάλιστα νόμιζα ότι είναι του e.e.cummings, αλλά προφανώς όλα αυτά τα είχα φανταστεί. Γίνονται πάντως ωραία λογοπαίγνια με τέτοιες αζευγάρωτες λέξεις, όπως το διάσημο του Wodehouse: “I could see that, if not actually disgruntled, he was far from beinggruntled.” (Η πρώτη λέξη υπάρχει, και σημαίνει ‘δυσαρεστημένος’. Η δεύτερη δεν υπάρχει, είναι όπως το *φαντώνω). Κάποιος κάθισε κι έφτιαξε και ολόκληρο ποίημα με τα χαμένα ταίρια των αζευγάρωτων λέξεων.
Η ετυμολογία βρίσκει τις λέξεις που κρύβονται, τα χαμένα ταίρια των τριών αζευγάρωτών λέξεων του τίτλου μας.
* Το ξεφτίζω ανάγεται στο αρχαίο «εκπτύω», μάλλον από τον αόριστο «εξέπτυσα» που θα έγινε ξέφτισα. Η ετυμολογία της λέξης οδηγεί τον Μπαμπινιώτη να γράφει ‘*ξεφτύζω’, ανατρέποντας χωρίς σοβαρό λόγο την καθιερωμένη ορθογραφία.
* Το ξεκουμπίζομαι παράγεται από το αρχαίο «εκκομίζω» (μεταφέρω προς τα έξω, δηλαδή) -εδώ πρέπει να επηρεάστηκε από το ακουμπίζω (>ακουμπώ).
* Το ξεφαντώνω, τέλος, παράγεται απο το αρχαίο «έκφαντος» (φανερωμένος), μέσω ενός ρήματος *εκφαντώ, που έδωσε το μεσαιωνικό εξεφαντώνω. Δηλαδή στην αρχή θα είχε τη σημασία «διασκεδάζω στα φανερά» και μετά έμεινε η έννοια της διασκέδασης.
Μπορεί να βρούμε κι άλλες τέτοιες αζευγάρωτες λέξεις από ξε-; Έχω στο νου μου μία που περιμένω να δω ποιος θα την εντοπίσει πρώτος στα σχόλια.
Υπάρχει τέλος και το «ξεχνάω», που δεν ζευγαρώνεται με το ανύπαρκτο *χνάω αλλά με το χάνω -αλλά αυτά τα έχουμε πει σε παλιότερο άρθρο.
Πηγή: sarantakos