Ένας διαπλεκόμενος από τα βάθη της ιστορίας
Ο ΓΚΙΜΙΛΟΥ ΕΖΗΣΕ στην αρχαία Βαβυλώνα γύρω στο 530 π.Χ.
Το όνομά του, η δράση του, οι περιπέτειές του είναι γραμμένα διεξοδικά σε μερικές από τις 10.000 πινακίδες που έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή της Βαβυλώνας και που μας αποκαλύπτουν με θαυμαστό τρόπο την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή στην περιοχή από το 625 μέχρι το 400 π.Χ. Οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι και οι Πέρσες, που τους κατέκτησαν στη συνέχεια, ήταν μανιακοί γραφειοκράτες, κατέγραφαν τα πάντα. Κάπου εκεί μέσα ανακαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους ο Γκιμιλού.
Ο Γκιμιλού δεν ήταν βασιλιάς ούτε σατράπης ούτε στρατηγός. Ήταν ένας μεγαλοαπατεώνας, κάτι σαν τον Κοσκωτά της αρχαίας Βαβυλώνας. Ήταν αδίστακτος, ψεύτης, καταφερτζής και απόλυτα διαπλεκόμενος με την πολιτική και τη δικαστική εξουσία. Την εποχή εκείνη όλος ο πλούτος ήταν συγκεντρωμένος στο παλάτι και στους ναούς. Ο Γκιμιλού λοιπόν αποφάσισε να ξεπουπουλιάσει το ναό της Ιστάρ. Καταρχήν, αφαίρεσε μεγάλο αριθμό ζώων από το ναό, που ήταν στην πόλη Ουρούκ. Πήρε πρόβατα από τα βοσκοτόπια της θεάς Ιστάρ και διέταξε ένα δικό του βοσκό να κλέψει πέντε προβατίνες από ένα κοπάδι του ναού, παρά το γεγονός ότι τα ζώα ήταν σημαδεμένα στο μέτωπο με το αστέρι της θεάς. Ο αδερφός του (ήταν οικογενειακή συμμορία) σούφρωσε επίσης έναν τράγο που ανήκε στη θεά, ενώ, πριν αποκαλυφθεί η δράση του, ο ίδιος ο Γκιμιλού είχε αναλάβει να βρει ένα βοσκό του ναού που είχε εξαφανιστεί με το κοπάδι. Συνεπώς, ο Γκιμιλού ασκούσε και χρέη αστυνομικού του ναού. Το βοσκό τον ανακάλυψε, αλλά προτίμησε να τα βρουν διαφορετικά μεταξύ τους. Πήρε ως δώρο δέκα κουρ κριθάρι, δυο σίκλους ασήμι κι ένα πρόβατο. Άφησε το βοσκό να φύγει, αλλά, επειδή έπρεπε να παραδώσει κάποιον, αλυσόδεσε και παρέδωσε το γιο του βοσκού.
Η δράση του Γκιμιλού αποκαλύφθηκε κάποια στιγμή και ο ίδιος προσήχθη σε δίκη το Σεπτέμβριο του 538 π.Χ., ενώπιον της συνέλευσης της πόλης. Ένας ένας οι μάρτυρες έσπασαν και ομολόγησαν τις κλεψιές και τις δωροδοκίες, ενώ ο Γκιμιλού χρησιμοποίησε τα κλασικά επιχειρήματα των ενόχων. «Το πήρα εκείνο το αρνί, άφησα όμως δύο άλλα πρόβατα για τη γιορτή» διαβάζουμε στις πινακίδες που περιέχουν τα πρακτικά της δίκης. Και σε άλλη πινακίδα: «Έκανα την κλοπή, θα μπορούσα όμως να κλέψω ακόμα δύο σίκλους ασήμι κι ένα κατσίκι, αλλά δεν το έκανα από σεβασμό στη θεά». Τα έβαλε μάλιστα με τους ιερείς, λέγοντας πως έκλεβε για να επανορθώσει τις αδικίες που είχαν πα-γιωθεί από την αυταρχική και αλαζονική συμπεριφορά τους. Όλοι οι απατεώνες της ιστορίας παριστάνουν πάντα τους Ρομπέν των Δασών.
Το δικαστήριο του επιδίκασε ένα πρόστιμο πρωτοφανές για τις οικονομικές συνθήκες της εποχής. 0 Γκιμιλού έπρεπε να δώσει στο ναό ενενήντα δύο γελάδια, τριακόσια δύο πρόβατα και ασήμι βάρους μιας μνας και δέκα σίκλων. Το ποσό είναι μεγάλο και για την εποχή μας, πόσο μάλλον για εκείνους τους φτωχικούς καιρούς, όπου η κατοχή ενός γαϊδάρου ή δύο προβάτων ανέβαζε αυτομάτως τον ιδιοκτήτη στην τάξη των πλουσίων. Ο μέσος κάτοικος της Βαβυλώνας ζούσε με μια χούφτα χουρμάδες τη μέρα ή με μια μεζούρα κριθάρι το μήνα. Λογικά, λοιπόν, αυτό το μυθικό πρόστιμο (ενενήντα δύο γελάδια, τριακόσια δύο πρόβατα) έπρεπε να είναι εξοντωτικό για τον Γκιμιλού, όμως οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στις πλάκες μια προσφυγή του ενόχου στο σατραπικό δικαστήριο της Βαβυλώνας, σαν να λέμε στο Εφετείο ή στον Άρειο Πάγο.
Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη από εκεί και πέρα, μπορούμε όμως να φανταστούμε. Ο Γκιμιλού ενεργοποιεί τις διασυνδέσεις του και την ικανότητά του στη δωροδοκία, ενώ οι έντιμοι κατήγοροί του προσπαθούν να τον στριμώξουν για να τον κλείσουν μέσα. Ποιος φαντάζεστε ότι κέρδισε τελικά; Σωστά υποθέσατε. Έκπληκτοι, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια πινακίδα με την οποία, δύο χρόνια αργότερα, του χαριζόταν το υπόλοιπο χρέος από το πρόστιμο, και δύο συμβόλαια τρία χρόνια αργότερα με τα οποία ο Γκιμιλού αναλάμβανε δημόσιες δουλειές. Με το πρώτο συμβόλαιο αναλάμβανε να μεταφέρει με το πλοιάριό του (έγινε και εφοπλιστής ο Γκιμιλού!) ράβδους χρυσού κάποιου Νάμπου-Μουκίν-Απάλ, ενώ με το δεύτερο αναλάμβανε να μεταφέρει δούλους για λογαριασμό του Αντάντ- Σουμ-Ουτούρ, αρχιδιαχειριστή του σατράπη.
Από τότε χάνονται τα ίχνη του Γκιμιλού, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα έζησε πολύ καλά, μέσα σε τιμές, πλούτη και κοινωνική αναγνώριση. Μήπως τελικά θα πρέπει η ιστορία να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα; Ως πότε οι απατεώνες θα καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπινων κοινωνιών, ενώ η ιστορία θα αρνείται να τους αναγνωρίσει ως πρωταγωνιστές της;
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη "Μια σταγόνα ιστορία" (μέρος Δεύτερο)