Η αυτοκτονία, όπως ορίζεται από τον Durkheim - Point of view

Εν τάχει

Η αυτοκτονία, όπως ορίζεται από τον Durkheim








Ο Ντιρκέμ μελέτησε τον εκούσιο θάνατο ως ένα «κανονικό» ή «φυσιολογικό» κοινωνικό φαινόμενο στις κατώτερες κοινωνίες, δηλαδή στις μη αστικές, μη βιομηχανικές κοινωνίες. Στον εκούσιο θάνατο περιλαμβάνει και τον θάνατο, που είναι αποτέλεσμα πράξεων ανδρείας ή αυτοθυσίας, καθώς και τις περιπτώσεις εθιμικού θανάτου, όπως την περίπτωση που η γυναίκα ακολουθεί τον άνδρα στον θάνατο. Σύμφωνα με τον Ντιρκέμ, η αυτοκτονία παραπέμπει στη διάσταση της συλλογικότητας. Κάθε κοινωνία εμφανίζει μια συγκεκριμένη ροπή ή συχνότητα αυτοκτονιών, που συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες της συλλογικής ζωής και συνεπώς θα πρέπει να προσεγγιστεί και να αναλυθεί με κοινωνικούς παράγοντες. Επομένως, η αυτοκτονία αποτελεί ένα κοινωνικό παρά ένα ατομικό φαινόμενο. 

Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η μελέτη της αυτοκτονίας επιβεβαίωσε τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Ο Ντιρκέμ θεωρούσε ότι η αύξηση του δείκτη των αυτοκτονιών που παρατηρήθηκε στην ευρωπαϊκή κοινωνία στα τέλη του προπερασμένου αιώνα αντανακλούσαν τη διάρρηξη της συνοχής ή τον ενδημικό χαρακτήρα των ανομικών κατασκευών που εμφάνιζε. Δηλαδή, η αυτοκτονία ήταν αποτέλεσμα της χαλάρωσης των κοινωνικών ρυθμίσεων, με βασική συνέπεια να εμφανίζεται μια γενικότερη κρίση. 

Ο Ντιρκέμ απορρίπτει τις ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές ή ψυχοπαθολογικές αναλύσεις, καθώς και τις κληρονομικές και φυλετικές ερμηνείες του φαινομένου της αυτοκτονίας. Υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει μια κοινωνική φύση και συνδέεται με τα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Ο Ντιρκέμ παρατήρησε ότι ο δείκτης αυτοκτονίας είναι σχετικά σταθερός σε μια δεδομένη χρονική στιγμή σε ένα δεδομένο πληθυσμό μιας επιμέρους περιοχής. 


Ο Ντιρκέμ συμπέρανε ότι «η αυτοκτονία μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα προς τον βαθμό συνοχής των κοινωνικών ομάδων των οποίων μέλη αποτελούν τα επιμέρους άτομα» (DurkheimLa Suicide, αναφ. στην Αντωνοπούλου, 2008: 230). 

Μέσα από την εξέταση του βαθμού συνοχής της κοινωνικής ομάδας και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, ο προσδιορισμός της σημασίας παραγόντων, όπως οι θρησκευτικές δοξασίες, η οικογενειακή κατάσταση των ατόμων, η αλτρουιστική ή εγωιστική συμπεριφορά, ο Ντιρκέμ διέκρινε τρία είδη αυτοκτονιών:


Εγωιστική αυτοκτονία: προέρχεται από τον υπέρμετρο ατομισμό, που αποτελεί μια εκτροπή, καθώς το άτομο απομακρύνεται από τη συλλογικότητα, από τη συλλογική προσωπικότητα, διαφοροποιεί τον εαυτό του από τη συλλογική συνείδηση και θέτει σε προτεραιότητα τους δικούς του στόχους. Ουσιαστικά, το άτομο αποσπάται από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο θα έπρεπε να είναι συνεκτικά και ομαλά ενταγμένο, έτσι η κοινωνική συνοχή απορρυθμίζεται και διαταράσσεται. Η εγωιστική αυτοκτονία αποδίδεται είτε στην απομάκρυνση του ατόμου από τη συλλογικότητα είτε από την έλλειψη αποτελεσματικής αφομοίωσης από την κοινωνία ή τις κοινωνικές ομάδες. Είναι δηλαδή αποτέλεσμα της αδυναμίας του κοινωνικού οργανισμού να λειτουργήσει συνεκτικά ως προς τα άτομα που τον απαρτίζουν. Ο Ντιρκέμ θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική τη συνεκτική λειτουργία της οικογένειας. Στο συγκεκριμένο είδος αυτοκτονίας ο εγωισμός θεωρείται η γενεσιουργός αιτία της αυτοκτονίας.   


Αλτρουιστική αυτοκτονία: πρόκειται για ένα είδος αυτοκτονίας που εμφανίζεται κυρίως σε κοινωνίες με υψηλό βαθμό αφομοίωσης του ατόμου στη συλλογική ζωή, με υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής, καθώς και σε συνθήκες συμπαγούς και αδιαφοροποίητης συλλογικής συνείδησης. Το άτομο ταυτίζεται με την κοινωνία και επιλέγει την αυτοκτονία λόγω ηθικών δεσμεύσεων ή θρησκευτικών δοξασιών, στις οποίες υποτάσσεται με αυτόματο τρόπο. Το άτομο φτάνει στην αυτοκτονία θεωρώντας ότι είναι καθήκον του, ενώ η άρνηση της αυτοκτονίας επιφέρει κυρώσεις. Πιστεύει ότι οδηγείται στη θυσία και αυτό είναι υποχρεωτικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλτρουιστικής αυτοκτονίας είναι όταν οι γυναίκες ακολουθούν στον θάνατο τον άνδρα τους ή όταν οι ακόλουθοι ή δούλοι των βασιλέων θανατώνονται ή ακολουθούν τους κυρίους τους όταν αυτοί πεθαίνουν.  
Στα δύο παραπάνω είδη αυτοκτονίας την κύρια ευθύνη την έχει η κοινωνία, η οποία στην πρώτη περίπτωση επιτρέπει στο άτομο να την αποφύγει, καθώς δεν είναι επαρκώς ολοκληρωμένη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση κρατά το άτομο σε μια πολύ στενή σχέση μαζί της. Η αλτρουιστική αυτοκτονία συναντάται κυρίως στις πρωτόγονες κοινωνίες.


Ανομική αυτοκτονία: γενεσιουργός αιτία της ανομικής αυτοκτονίας θεωρείται η απορρύθμιση της κοινωνίας, η διατάραξη της κοινωνικής ισορροπίας. Προκαλείται δηλαδή από την απορρύθμιση της ικανότητας της ισορροπίας τις προσδοκίες, τις ανάγκες και τις απολαβές των ατόμων. Ανομία είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χαλάρωση των ρυθμιστικών κανόνων που διέπουν την κοινωνική ζωή. Πρόκειται δηλαδή για μια κατάσταση που αφορά το εσωτερικό περιβάλλον της κοινωνίας και εμφανίζεται κυρίως στο χώρο της οικονομίας, της βιομηχανίας και του εμπορίου.  

Ο Ντιρκέμ διαπίστωσε ότι ο δείκτης αυτοκτονίας είναι πιο υψηλός σε περιοχές, όπου 
επικρατεί ο προτεσταντισμός και πολύ χαμηλότερος σε περιοχές όπου τη δικαιοδοσία έχει η Καθολική Εκκλησία. Οι προτεστάντες δηλαδή αυτοκτονούν ευκολότερα από τους καθολικούς. Το φαινόμενο αυτό εξηγήθηκε με την θέση ότι ο καθολικισμός είναι ένα δόγμα που ελέγχει τη συνείδηση, ενώ ο προτεσταντισμός επιτρέπει ελευθερία στην ατομική σκέψη και συνείδηση. Η Προτεσταντική Εκκλησία είναι λιγότερο ενοποιημένη και ολοκληρωμένη. Επίσης, παραλληλίζει τον προτεσταντισμό με την ευρύτερη εξέλιξη του ατομισμού που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας.


Αντωνοπούλου, Μ.Ν. (2008). Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας. Κοινωνική Θεωρία και Νεότερη Κοινωνία. Αθήνα: Σαββάλας.


via

Pages