Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο, Μαρκούζε, η ικανοποίηση των πραγματικών μας αναγκών μας βοηθούν ώστε να αποκτήσουμε μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στη ζωή μας και να εμπλουτίσουμε τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Αντίθετα, οι πλαστές ανάγκες μας οδηγούν σε μια στρέβλωση της αληθινής μας φύσης. Στη σύγχρονη βιομηχανία, η δημιουργία ψεύτικων ή πλαστών αναγκών είναι βασικό χαρακτηριστικό, που έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη διαφόρων προβλημάτων, καθώς μέσα από τη δημιουργία ψευδών αναγκών, το άτομο δημιουργεί μια άρρηκτη σχέση με την υπάρχουσα οργάνωση της παραγωγής και κατανάλωσης.
Ο μαζικός πολιτισμός επιστρατεύεται για να παράγει υποκατάστατα, που παρέχουν μια ψευδή, αλλά αποτελεσματική αίσθηση ασφάλειας. Οι ψευδείς ανάγκες δημιουργούνται από εξωτερικές δυνάμεις, όπου ο άνθρωπος δεν έχει τον άμεσο έλεγχο. Ουσιαστικά, πρόκειται για ανάγκες που δημιουργούν μια «ευφορία μέσα στη δυστυχία», που έχουν ετερόνομη ανάπτυξη και ικανοποίηση. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε «να αναπαύεσαι, να διασκεδάζεις, να δρας και να καταναλώνεις όπως όλοι οι άλλοι, να αγαπάς και να μισείς ότι αγαπούν και μισούν οι άλλοι, αυτό στο μεγαλύτερό τους μέρος είναι ανάγκες πλαστές» (Μαρκούζε, 1971, σ. 36). Οι πλαστές ανάγκες δικαιολογούν την ξεθεωτική δουλειά, την επιθετικότητα, την εξαθλίωση και την αδικία. Η ικανοποίηση αυτών δημιουργεί στο άτομο μια ευημερία, η οποία όμως εμποδίζει το άτομο να κατανοήσει τη γενική καχεξία και να αναγνωρίσει τις ευκαιρίες για την εξαφάνισή της.
Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να καλύψουμε όλες τις επιθυμίες μας, γιατί αν προσπαθούσαμε να ικανοποιήσουμε όλες τις επιθυμίες μας, τότε η κοινωνία και ο πολιτισμός μας θα κατέρρεε άμεσα. Για αυτό θα πρέπει να πειθαρχούμε και να έχουμε αυτοσυγκράτηση, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε την ύπαρξη κάποιας τάξης στον κοινωνικό κόσμο. Στις οργανωμένες κοινωνίες, η ζωή απαιτεί την απώθηση των επιθυμιών μας και τη διοχέτευση της ενεργητικότητάς μας σε άλλους τομείς, που είναι κοινωνικά επωφελείς.
Το ίδιο το άτομο θα πρέπει να καθορίσει τα κριτήρια προτεραιότητας, να διακρίνει την αλήθεια από την πλαστικότητα, τις πραγματικές από τις πλαστές ανάγκες. Για να το πετύχει αυτό, ο άνθρωπος ως αυτοκαθοριζόμενο ον, θα πρέπει να έχει προσωπική ελευθερία. Η έννοια της ελευθερίας στον Χέγκελ προϋποθέτει τη συνείδηση του εαυτού. Μέσα στη μονοδιάστατη κοινωνία, όπως ορίζεται από τον Μαρκούζε, η ελευθερία είναι απαραίτητη για την απελευθέρωση. Πρόκειται για την ελευθερία της σκέψης, «τη συνειδητοποίηση του καταπιεστικού χαρακτήρα της παραγωγικότητας, την απόλυτη ανάγκη αποδέσμευσης από τα πάντα, της θραύσης των πάντων» (Μαρκούζε, 1971, σ. 251-252).
Ο Μαρκούζε θεωρεί ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε μια «αληθινά ελεύθερη κοινωνία» με τη χρήση παραδοσιακών όρων οικονομικής, πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας, για αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν αρνητικοί όροι για τον καθορισμό της ελευθερίας, συνιστώντας άρνηση των μορφών που κυριαρχούν. Η οικονομική ελευθερία είναι η απελευθέρωση από την οικονομία και από τον καταναγκασμό που ασκείται με τις οικονομικές σχέσεις και δυνάμεις, καθώς και η «απελευθέρωση από την καθημερινή πάλη για την ύπαρξη, απαλλαγή από την ανάγκη να κερδίζουμε τη ζωή μας». Η πολιτική ελευθερία είναι η απελευθέρωση από την πολιτική αυτή που πάνω της τα άτομα δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο, ενώ η πνευματική ελευθερία είναι η αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, που βρίσκεται σε σύγχυση λόγω των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της διαπαιδαγώγησης που πραγματοποιείται (Μαρκούζε, 1971, σ. 30-36).
«Το να κάνεις ή να μην κάνεις, να χρησιμοποιείς ή να καταστρέφεις, να παίρνεις ή να πετάς κάτι, θεωρήθηκαν πάντα σαν ανάγκες από τη στιγμή που έγιναν πράγματα αναγκαία και απαραίτητα για τους κυρίαρχους θεσμούς και τα συμφέροντα. Οι ανθρώπινες ανάγκες είναι ανάγκες ιστορικές και, απέναντι σε μια κοινωνία που καταπιέζει το άτομο, οι ανάγκες των ατόμων και το δικαίωμα ικανοποίησής τους θα πρέπει να καθορίζονται με βάση κριτήρια που ξεπερνούν την τωρινή κατάσταση και να διαγράφουν για τις ανάγκες μια κλίμακα αξιών που να βρίσκεται σε αληθινή εναρμόνιση με την ανθρώπινη πραγματικότητα» (Μαρκούζε, 1971, σ. 36).
«Αυτό που αρνιόμαστε δεν είναι ασήμαντο ούτε χωρίς αξία. Ακριβώς γι’ αυτό η άρνηση είναι αναγκαία. Υπάρχει μια λογική που δεν θα τη δεχτούμε πια, ένα επίστρωμα σωφροσύνης που μας τρομάζει, μια προσφορά συμφωνίας και συμφιλίωσης που δεν θα την εισακούσουμε. Η ρήξη είναι γεγονός. Φτάσαμε στο σημείο εκείνο που δεν ανέχεται πια τη συνενοχή». (Maurice Blanchot, 1985).
Η σύγχρονη κοινωνία καταπνίγει τις ανάγκες που ζητούν απελευθέρωση, ενώ στηρίζει και προωθεί «την καταστροφική δύναμη και την καταπιεστική λειτουργία» της κοινωνίας της αφθονίας (Μαρκούζε, 1971, σ. 38). Πρόκειται για μια κοινωνία που έχει αλλοτριωθεί, κάνοντας τους ανθρώπους σκλάβους των μηχανών και των αφεντικών, αλλά και για μια καταπιεστική κοινωνία, που στηρίζεται στην επικράτηση του θετικισμού και έχει νεκρώσει κάθε πιθανότητα ανάπτυξης της κριτικής σκέψης.
Craib, I. (2009). Σύγχρονη κοινωνική θεωρία. Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαρκούζε, Χ. (1971). Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος. Επιστήμη και Κοινωνία. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.