Η «Αλυσίδα της Αγάπης» - Point of view

Εν τάχει

Η «Αλυσίδα της Αγάπης»



Ο Ιάσων, καθόταν λυπημένος στην ακρογιαλιά. Ακουμπούσε το κεφάλι του στα χέρια του και εκείνα στα γόνατά του, ενώ το σώμα του έγερνε βαρύ προς τα εμπρός.
Περίεργο για τον Ιάσονα να κάθεται έτσι, ακίνητος, αφηρημένος, «άψυχος». Αυτός που όλη μέρα έτρεχε γελαστός από εδώ και από εκεί, φώναζε και χαιρετούσε ζωηρά τα παιδιά που συναντούσε στο δρόμο, πετούσε πέτρες στην επιφάνεια των κυμάτων για να τις δει να χορεύουν πάνω σε αυτά, όσο πιο πολλές φορές τόσο το καλύτερο… έψαχνε για βότσαλα και κοχύλια, βότανα και χορταρικά που έκαναν καλό, όπως είχε ακούσει τόσες φορές τους δικούς του να λένε.
Ο λόγος που ο Ιάσων αισθανόταν σήμερα βαθειά λυπημένος ήταν ένας, αλλά πολύ σοβαρός. Μόλις είχε μάθει, είχε ακούσει, χωρίς να τον καταλάβουν οι δικοί του, ότι η Δάφνη, η αγαπημένη του σύντροφος των παιχνιδιών είχε αρρωστήσει.
Ήταν καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, η ζέστη πολλή και –όπως κάθε χρόνο- οι οικογένειες των δύο αγαπημένων, αχώριστων φίλων, είχαν έρθει στο νησί για τις καθιερωμένες τους διακοπές. Η πρώτη εβδομάδα είχε κυλήσει ανέμελα, ευχάριστα, υπέροχα, με πρωϊνά μπάνια και βόλτες, με παιχνίδια στην παραλία, με γέλια, καλωσορίσματα και πειράγματα. Ύστερα, ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Η Δάφνη δεν φάνηκε μια μέρα στην παραλία, δεν φάνηκε δυο, δεν φάνηκε τρεις…
Ο Ιάσων ανησύχησε. Πέρασε και ξαναπέρασε από το σπίτι της, αλλά δεν την είδε πουθενά. Ούτε στον κήπο να παίζει με τα παιχνίδια της, ούτε στην βεράντα του σπιτιού της που με τα λίγα της σκαλιά οδηγούσε στον πυκνοφυτεμένο κήπο, να κάθεται παρέα με τη γιαγιά της και να διηγούνται ιστορίες χαρούμενες, από τα τώρα και από τα παλιά, η μια στην άλλη, ούτε κάπου εκεί τριγύρω να είναι και να κυνηγάει με τα μαλλιά ξέπλεκα, τα χέρια ανοιχτά και φωνές χαρούμενες, το σκυλάκι της, τον Φίλο.
Τίποτα. Πουθενά. Λες και άνοιξε η Γη και την κατάπιε. Ρώτησε φυσικά τους δικούς του, όχι μια, αλλά πολλές φορές. Τίποτα και από εκεί. Απάντηση δεν πήρε. Σιωπή. Αλλά μια σιωπή περίεργη, διαφορετική. Επειδή, κάθε φορά που πήγαινε να ρωτήσει κάποιον από τους δικούς του για τη Δάφνη, εκείνοι σώπαιναν για λίγο, στην αρχή, (ένα λίγο που φαινότανε πολύ), και μετά, γρήγορα, πολύ γρήγορα, βιαστικά, του έλεγαν κάτι άλλο, άσχετο με τη Δάφνη… για το ποιον είδαν το πρωί στον δρόμο, για το φαγητό που ετοίμαζαν και θα του άρεσε πολύ, για το καινούριο λουλούδι που ξεπετάχτηκε από τη γλάστρα εκείνη κοντά στο παραθύρι, και έβγαιναν από το δωμάτιο γιατί «έπρεπε να φέρουν …κάτι». Περίεργα ήταν όλα αυτά, πολύ περίεργα. Τόσο, που έκαναν τον Ιάσονα να ανησυχεί, χωρίς όμως να ξέρει ακριβώς να πει τον λόγο. Απλά, ήταν εκείνη η «σιωπή» για τη Δάφνη, λες και η Δάφνη δεν υπήρχε…
Μέχρι σήμερα το πρωί, που ξύπνησε μάλλον αργά και πήγε στην κουζίνα από όπου άκουγε τις φωνές των δικών του, μάλλον όχι φωνές ακριβώς, ψίθυρους θα έλεγε καλύτερα, και πριν εκείνοι προλάβουν να τον αντιληφθούν, πρόλαβε ο ίδιος να ακούσει κάποια λόγια άσχημα, με λύπη φορτωμένα… «Η Δάφνη, η μικρούλα Δάφνη είναι άρρωστη, πολύ άρρωστη, και κανείς δεν ξέρει τι έχει», έλεγαν.
Με τα πόδια του κοκκαλωμένα στο ίδιο σημείο, χωρίς να βρίσκει τη δύναμη να κουνηθεί, ο Ιάσων άκουσε ακόμη να λένε ότι, τελείως απροειδοποίητα, εντελώς απροσδόκητα και ξαφνικά, η Δάφνη έπεσε στο κρεββάτι με πυρετό πολύ και δεν άνοιγε τα πανέμορφα ματάκια της. Δεν έτρωγε, δεν έπινε παρά λίγες σταγόνες δροσερό γάλα που έσταζε με πολλή αγάπη και δάκρυα στα μάτια η μαμά της, δεν μιλούσε, δεν άκουγε. Κοιμόταν βαθιά σαν να έπρεπε από κάτι να ξεκουραστεί.
Ο Ιάσων δεν στάθηκε να ακούσει τίποτα άλλο. Έτρεξε, όσο πιο γοργά μπορούσε, με όση δύναμη και ταχύτητα του χάριζαν τα πόδια του, εκεί, στην παραλία, στο γνωστό σημείο, το δικό τους σημείο, όπου μαζί με τη Δάφνη έστηναν κάθε μέρα και από έναν πύργο από άμμο, προσπαθώντας κάθε μέρα να κάνουν κάτι περισσότερο, να ανέβει ο πύργος τους ψηλά, στον ουρανό!
Εκεί, που κάθε μέρα, λίγο πριν ξεκινήσουν για το σπίτι, λίγο πριν το απόγευμα, στέκονταν δίπλα-δίπλα στην ακρογιαλιά, έκαναν τα χέρια τους χωνί και προσπαθούσαν να φωνάξουν δυνατά το δελφίνι εκείνο που οι ιστορίες του τόπου ήθελαν να εμφανίζεται μαγικά, μόνο στα καλά παιδάκια και να τους κάνει κάποιο χατήρι, μια ευχή. Και αφού το δελφίνι εκείνο δεν εμφανιζόταν ποτέ, σκασμένοι στα γέλια, έτρεχαν να προλάβουν τους δικούς τους που είχαν προηγηθεί, βάζοντας σαν στοίχημα άλλοτε ένα χωνάκι παγωτό και άλλοτε μια σοκολάτα για το ποιος θα έβγαινε πρώτος.
Ο Ιάσων σηκώθηκε απότομα επάνω. Ένιωθε τον θυμό να φουντώνει μέσα του. Θυμό για τη Δάφνη και την αρρώστια της, θυμό για την αδικία αυτή που γινόταν –η Δάφνη έπρεπε να είναι τώρα εδώ, γερή, μαζί του, και όχι άρρωστη και μακριά- θυμό για τον φόβο που ένιωθε…Τι θα γινόταν η Δάφνη; Τι είχε; Πότε θα γινόταν καλά; Πότε θα έπαιζαν ξανά και οι δύο με τους πολυαγαπημένους τους φίλους; Και είχαν φίλους πολλούς, όλα τα παιδιά, πάρα πολλά παιδιά, αλλά και σχεδόν όλοι οι μεγάλοι του τόπου ήταν φίλοι τους.
Με δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα από τα μάτια του και να τραντάζουν συθέμελα το στήθος του, ο Ιάσων σηκώθηκε, στάθηκε όσο πιο αγέρωχα μπορούσε και έβαλε τα τρεμάμενα χέρια του, στο στόμα. Σιγά, σιγανά στην αρχή, αλλά όλο και πιο δυνατά στη συνέχεια, άρχισε να φωνάζει… «Δελφίνι!» , «Δελφίνι μου!», «Δελφίνιιιιιιιιιιι!». Και ξαφνικά και πάλι, ένας θόρυβος απαλός, ένα θρόϊσμα, ένα ξεφύσημα, ένα χάδι πάνω στα κύματα ακούστηκε και ένα μικρό, πανέμορφο δελφίνι φάνηκε να τον πλησιάζει απαλά.
Ο Ιάσων στάθηκε κατάπληκτος, ακίνητος. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ήταν αλήθεια, ή ζούσε ένα όνειρο; «Με φώναξες;», άκουσε το δελφίνι να λέει, ανάμεσα σε θαλάσσιες τούμπες και παιχνίδια, ανάμεσα σε βουτιές και παιχνιδίσματα. Ο Ιάσων σκέφτηκε ότι πρέπει να ονειρευόταν. Κουνήθηκε από τη θέση του, χτύπησε τα πόδια του στην άμμο, τσιμπήθηκε δυνατά. «Με θέλεις κάτι;». Άκουσε ξανά το δελφίνι να λέει. Πήγε να μιλήσει, άνοιξε τα χείλη του, αλλά φωνή δεν βγήκε. Ένας ήχος περίεργος, ένας ψίθυρος, μια ανάσα. «Πες μου, σε ακούω», ήταν και πάλι το δελφίνι που μίλησε.
Ο Ιάσων έτρεξε στην παραλία, έπεσε στα γόνατα, έσκυψε και πήρε με τις χούφτες του νερό και έβρεξε το πρόσωπό του. Μόνο τότε μπόρεσε να μιλήσει, να φωνάξει, καλύτερα. «Ναιιιιι! Σε θέλω, εγώ, εγώ ήμουν που σε φώναζα».
-«Πες μου, λοιπόν, σε ακούω».
-«Είναι για τη Δάφνη, όχι για μένα. Είναι για τη Δάφνη που θέλω να κάνεις κάτι».
-«Ποια είναι η Δάφνη; Την ξέρω;»
-«Είναι η φίλη μου, η πιο καλή μου φίλη. Είναι ένα πολύ καλό παιδί. Το καλύτερο κοριτσάκι στον κόσμο», απάντησε ο Ιάσων, ξεσπώντας ξαφνικά σε κλάμματα γοερά, καθώς σκέφτηκε τη Δάφνη ξαπλωμένη και ακίνητη στο κρεββάτι, τη Δάφνη που μόνο καλό είχε να πει για τον κόσμο όλο.
-«Και τι θέλεις να κάνω για τη Δάφνη; Έχει κάτι;»
-«Ναι, είναι άρρωστη, πολύ, αλλά δεν ξέρω από τι. Θέλω σε παρακαλώ να την κάνεις καλά. Σε παρακαλώ…»
-«Εντάξει, θα την κάνω καλά, αν πρώτα κάνεις εσύ κάτι για εμένα».
-«Τι; Πές μου και θα το κάνω».
-«Θέλω να φτιάξεις μια αλυσίδα αγάπης από εδώ, από τα πρώτα κύματα, από εμένα, μέχρι τη Δάφνη. Αύριο, την ίδια ώρα να την έχεις έτοιμη. Και αν το κάνεις αυτό, τότε και εγώ θα κάνω καλά τη Δάφνη. Αν μου αποδείξεις την αγάπη σου και τη θέλησή σου να την κάνεις καλά, τότε μόνο θα αξίζεις αυτό το δώρο από εμένα. Αύριο, την ίδια ώρα, σε περιμένω εδώ. Ά, και κάτι ακόμα, Μην πεις για την κουβέντα μας αυτή σε κανέναν», είπε το δελφίνι και βουτώντας στο νερό απομακρύνθηκε γοργά.
-«Ε! Περίμενε, περίμενε», του φώναξε ο Ιάσων, αλλά εκείνο είχε κιόλας πάει μακριά.
Ο Ιάσων, έμεινε ασάλευτος για πολύ. Είχε στα αλήθεια δει το δελφίνι; Του είχε στ’ αλήθεια μιλήσει; Του είχε ζητήσει να φτιάξει μια «τί;». Μια αλυσίδα αγάπης; Και πώς θα το κατάφερνε αυτό; Πώς φτιάχνει κάποιος μια αλυσίδα αγάπης; Και από πού να ζητήσει βοήθεια, αφού το δελφίνι του είχε πει να μην πει τίποτα σε κανέναν. Άχ! Αγάπη… πόση αγάπη ένιωθε για τη Δάφνη. Να μπορούσε να της δείξει πόσο. Να γινόταν μόνο να τη δει να τρέχει κοντά του και να τρέξει και εκείνος γοργά για να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να απλώσει τα χέρια του και να την τραβήξει όσο πιο κοντά του γινόταν… να απλώσει τα χέρια του και να…
Μα ναι, πώς δεν το είχε σκεφθεί τόσην ώρα; Από την αρχή; Πώς έχασε τόση πολύτιμη ώρα αφού κάθε λεπτό, κάθε στιγμή μετρούσε τόσο για την υγεία της μικρής του φίλης. Ο Ιάσων έφυγε τρέχοντας από την παραλία. Πήγε πίσω, προς το σπίτι του, πήγε σε ένα-ένα σπίτι που εύρισκε μπροστά του, χτύπησε όλες τις πόρτες, μίλησε σε όλους όσους γνώριζε, σε όλα τα παιδιά που ήξερε και έπαιζε καλοκαίρια τώρα, μαζί τους, αλλά και σε όλους τους μεγάλους, και τους έδινε ραντεβού για την επόμενη ημέρα, για «κάτι σημαντικό», όπως τους είπε. Όλοι συγκατένευαν χαμογελώντας γλυκά και ύστερα έκλειναν την πόρτα πίσω του.
Η νύχτα έπεσε, το φεγγάρι φώτισε τον ουρανό και τα αστέρια τρύπωσαν με τις αχτίδες του στο δωμάτιο του Φοίβου για να του κρατήσουν με το φως τους συντροφιά αφού εκείνος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Άγρυπνος μετρούσε τα λεπτά και τις ώρες μέχρι να ξημερώσει, μέχρι να έρθει η στιγμή το δελφίνι να φανεί και πάλι στην παραλία και εκείνος να του δείξει την αλυσίδα της αγάπης που όλη μέρα «έφτιαχνε» μέχρι να γίνει και πάλι η Δάφνη καλά.
Και η μέρα ξημέρωσε. Ένας ήλιος λαμπερός, φωτεινός, γενναιόδωρος, έστελνε τη ζεστασιά του στη Γη και τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Ιάσων, άρπαξε από το χέρι τους δικούς του και μαζί τους, άρχισε να πηγαίνει σε κάθε ένα από τα σπίτια που είχε πάει και την προηγούμενη ημέρα. Αφού μαζεύτηκαν όλοι, μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων, έφτασαν έξω από το σπίτι του μικρού κοριτσιού. Εκεί, στάθηκε ένα παιδάκι, ένα πανέμορφο, γλυκό κοριτσάκι, φίλη τους από τις καλοκαιρινές τους ανέμελες στιγμές.
Δίπλα από το πρώτο αυτό κοριτσάκι στάθηκε ένα άλλο, ύστερα ένα άλλο παιδάκι, ένας μεγάλος, άλλος «μεγάλος», η μαμά μιας άλλης φίλης τους, ο μπαμπάς ενός φίλου τους- αγοριού, άλλος, άλλη, άλλος,… όλοι μαζί δίπλα-δίπλα, πιασμένοι από το χέρι, μια μεγάλη αλυσίδα ανθρώπων που είχαν από καλοσύνη ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Ιάσονα, μια μεγάλη αλυσίδα αγάπης που έφτανε μέχρι τη θάλασσα, τα πρώτα κύματα, εκεί όπου στάθηκε ο Φοίβος καλώντας και πάλι το δελφίνι.
Και εκείνο ήρθε. Βγήκε και πάλι από τη θάλασσα, έκανε τις βουτιές και τις τούμπες του και στάθηκε τελικά απέναντι από τον Ιάσονα, πάνω στην παιχνιδιάρα ουρά του. «Ήρθες», του είπε, «και απ’ ό,τι βλέπω, έφτιαξες και την αλυσίδα αγάπης που σου είπα. Και εγώ, για να σε ανταμείψω για τον κόπο σου θα κάνω καλά τη Δάφνη. Πήγαινε λοιπόν και κόψε λίγο από εκείνο το βότανο που βλέπεις κοντά στο πρώτο δέντρο της παραλίας, βράσε το και στάξε λίγες σταγόνες στα χείλη της Δάφνης.
Ύστερα, βοήθησέ τη να σηκωθεί και να δει όλους αυτούς που από αγάπη και μόνο έτρεξαν να τη βοηθήσουν και η Δάφνη θα γίνει καλά», είπε το δελφίνι και έφυγε κολυμπώντας μακριά, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο τον Ιάσονα, αλλά και μια ολόκληρη αλυσίδα ανθρώπων δακρυσμένων από συγκίνηση να μην πιστεύουν αυτό που μόλις είδαν.
Ο Ιάσων, έτρεξε, έκοψε λίγο από το βότανο που του έδειξε το δελφίνι, πήγε στο σπίτι της Δάφνης, το έβρασε, το φύσηξε να κρυώσει, έσταξε λίγες σταγόνες στα χείλη της, και στάθηκε δίπλα της για να τη δει να ανοίγει τα μάτια της και να του χαμογελά. Πριν την αρπάξει απαλά από το χέρι για να την πάει έξω να δει από ψηλά όλους αυτούς τους ανθρώπους που στέκονταν ακόμη χέρι-χέρι και της χαμογελούσαν με αγάπη, ζεστά, πρόλαβε να ακούσει τα κλάματα χαράς του μπαμπά και της μαμάς της μικρούλας Δάφνης.
Τα δυο παιδιά, κατηφόρισαν όσο πιο προσεκτικά μπορούσαν προς τη θάλασσα, προς το δικό τους σημείο, εισπράττοντας χάδια και χαμόγελα από όλους τους ανθρώπους που συναντούσαν στον δρόμο τους, και που δεν έλεγαν να αφήσουν ο ένας το χέρι του άλλου, συγκινημένοι ακόμη από το «θαύμα» που ζούσαν.
Τα δυο παιδιά στάθηκαν δίπλα στο κύμα. Ο Ιάσων, πέρασε το χέρι του στους ώμους της μικρής του φίλης και φώναξε ψιθυριστά το δελφίνι. Και εκείνο από μακριά, στάθηκε και πάλι για λίγο στην ουρά του, έκανε μια τελευταία βουτιά και χάθηκε στην αγαπημένη του θάλασσα με το χαρούμενο, γάργαρο και υγιές γέλιο της Δάφνης να ηχεί και να μεταφέρεται από κύμα σε κύμα, από βότσαλο σε βότσαλο, απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλον εκείνο τον ευλογημένο τόπο.
Ο Ιάσων και η πίστη του, λίγο βότανο, το σωστό, ένα δελφίνι και μια απέραντη αλυσίδα αγάπης, είχαν κάνει το θαύμα τους, όπως άλλωστε συμβαίνει καμμιά φορά και στη ζωή. Με κάποιους άλλους ήρωες, ίσως…
via

Pages