Σε συζητήσεις και συνεντεύξεις με ουσία και βάθος, ο Έλληνας φιλόσοφος, διανοητής και συγγραφέας δεκάδων βιβλίων εκφράζει, χωρίς φόβο, με πάθος, απόψεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, ειδικά στις ημέρες που διανύουμε.
O Στέλιος Ράμφος αποτελεί παράδειγμα διανοουμένου, ο οποίος εδώ και χρόνια ευρίσκεται επί των επάλξεων και μετά παρρησίας παίρνει θέση, διαφωτίζοντας όλους όσους αναζητούν να κατανοήσουν καινά ερμηνεύσουν τη συλλογική πολιτισμική συμπεριφορά αυτού του έθνους. Ο Ράμφος είναι φανερό ότι άκουγε πάντα «τη βουή των πλησιαζόντων γεγονότων», κατά τον μεγάλο Αλεξανδρινό...
«Ζούμε σήμερα και στην Ελλάδα την κρίση της μετανεωτερικότητας. Πρόκειται για ιστορικο-πολιτικό προϊόν του ‘89. Τότε έπεσαν τα σύνορα, διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις του κόσμου, οι ταχύτητες αυξήθηκαν και η κίνηση του χρήματος έγινε ιλιγγιώδης, χάθηκε η πραγματική αντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και δυνατοτήτων αφηρημένων, γεννήθηκαν οι «φούσκες» και φτάσαμε στη χώρα μας –εκτός από την οικονομική κρίση – να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους αυτή την κρίση ταυτότητος που ταλανίζει χρόνια τον Ελληνισμό: τη σφοδρή σύγκρουση δύο βουλημάτων – της αξιολογικής αναγνώρισης στους κόλπους της ομάδας και της εσωτερικής βεβαιώσεως.
Δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, αλλά κοινωνία της οικογένειας και της παρέας
Αυτή η ακατάσχετη σύγκρουση ενεργεί στη ζωή μας αποσυνθετικά, φτάνοντας στο σημείο να προκαλεί την άγνωστη μέχρι πρότινος ανελέητη αδιαφορία για τους τρίτους (όλο και πιο πολύ αυτή μας κυριεύει!), ενώ ταυτόχρονα μας έχει καταλάβει μία ψυχωτική θέρμη για ό,τι αφορά εμάς και τους όποιους δικούς μας.
Κατέκλυσε τον τόπο μας η ασυνειδησία, επειδή ούτε στην ομάδα ανήκουμε εντελώς ούτε στον εαυτό μας. H κουλτούρα μας, όπως λένε οι ανθρωπολόγοι και οι ιστορικοί είναι μια κουλτούρα κατακερματισμού, δηλαδή μικρών ενοτήτων – οικογένεια, χωριό, μικρή πόλη κ.λπ.-, η οποία δεν διευκολύνει την ατομική ωρίμανση και η οποία, ταυτοχρόνως, είναι συνδεδεμένη και κρατάει τη συνοχή της πάντοτε με όρους συναισθήματος, πράγμα που εμποδίζει τους όρους καθολικότητας.
Οι μοναδικοί δεσμοί που έχουμε στην ελληνική κοινωνία είναι οι οικογένειες και οι παρέες. Δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, ώστε να μας ενδιαφέρει ο τρίτος ή ο άγνωστος. Γι’ αυτό έχουμε και ιδιοτελές κράτος. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο πολιτικό μας σύστημα και αυτό είναι χειρότερο από την κρίση. Ένα πολιτικό σύστημα χωρίς την εμπιστοσύνη των πολιτών είναι μετέωρο. Και δεν βλέπω να κάνει κάτι για να διεκδικήσει την εμπιστοσύνη μας, δυστυχώς».
Αναδιφώντας στα κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων, ο Ράμφος τονίζει με έμφαση τη μακραίωνη αγωνία να βγει ο Ελληνισμός από τον ομαδικό στον αυτεξούσιο, τον ανοιχτό, ώστε να κατορθώσου με τη δική μας εξατομίκευση, άρα να αποκτήσουμε και βαθύ αίσθημα προσωπικής ευθύνης.
«Κι όμως» λέει χαμογελώντας χαρακτηριστικά με χαρμολύπη «το πρόβλημα μας το αντιλαμβανόμαστε αριθμολογικά, ενώ είναι αξιακό. Ζούσαμε, καταναλώνοντας ξένα προϊόντα. Μόνο ένας ανατολίτης – γιατί είμαστε λαός της βαθιάς θρησκευτικής παράδοσης – όταν του δίνουν λεφτά ξέρει απλώς να τα τρώει, χωρίς να τα αξιοποιεί παραγωγικά!».
Δεν μας αρέσει να δουλεύουμε, μας αρέσει να απολαμβάνουμε τα έτοιμα – αυτό σημαίνει ανατολισμός
Σκιαγραφώντας την ψυχική ιδιοσυστασία του ατόμου της ανατολίτικης νοοτροπίας – σε αντίθεση με τον άνθρωπο της Δύσης, ο οποίος εμφορείται από τα ιδανικά του Διαφωτισμού και εξακολουθεί να είναι επηρεασμένος -, «ο ανατολισμός» εξηγεί ο Έλληνας φιλόσοφος
«έγκειται στις μεγάλες ιδέες, τις γενικές σκέψεις και την άρνηση της εργασίας. Δεν μας αρέσει να δουλεύουμε, μας αρέσει να απολαμβάνουμε τα έτοιμα. O τρόπος που αντισταθμίζουμε την τεμπελιά είναι ένα κράτος το οποίο αρμέγουμε. Δημιουργούμε πελατειακές σχέσεις μαζί του και περιμένουμε να μας συντηρεί. Όμως, οι σύγχρονες κοινωνίες, που παράγουν πλούτο, απαιτούν εργασία. O ανατολίτης έχει ένα αίσθημα πλούσιο. Οφείλουμε να διατηρήσουμε το αίσθημα μας, αλλά να του δώσουμε μορφή, ώστε να μας κάνει κοινωνικούς και όχι άγρια θηρία. Και αν θέλουμε πλούτο, πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να τρώμε από τα έτοιμα!».
Σχολιάζοντας την περιβόητη ρήση “Όλοι μαζί τα φάγαμε” αναφορικά με την ευθύνη των πολιτών, ο Ράμφος επισημαίνει με εμφατικότητα:
«Δεν τα φάγαμε μαζί, γιατί δεν τα παίρναμε όλοι. Τα έπαιρνε το κράτος και μετά γινόταν η μοιρασιά σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Ακόμα και στο σχολείο δεν μαθαίνουμε να εργαζόμαστε, αλλά να αποστηθίζουμε. Αν είσαι εκεί παθητικός, πώς θα είσαι στη δουλειά σου παραγωγικός;» απευθύνει το εύλογο ρητορικό ερώτημα.
Επανέρχεται και επιμένει στην ψυχική σκιαγράφηση του Ελληνισμού, διότι κατά τη γνώμη του εκεί είναι κρυμμένο το κλειδί της κατανόησης, άρα και της λύσης:
«Είμαστε λαός έντονα θρησκευτικός και γι’ αυτό δεν μας αρέσει το καινούργιο. Είμαστε πολύ συντηρητικοί, με την κακή έννοια του όρου. Επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα δεν (εν)νοείται, επειδή είμαστε ένας λαός πίστεως. H έρευνα δεν μας ενδιαφέρει. Μας νοιάζει να επιβεβαιώνουμε αυτό που πιστεύουμε. Διψάμε για επαλήθευση, μισούμε τη διάψευση. Εχουμε συνεχώς έναν μπαμπά από πάνω μας ή και μέσα μας που μας υπαγορεύει τι να κάνουμε.
H άρνηση της αναλήψεως ευθυνών είναι παιδική συμπεριφορά. H εμμονή στην παιδικότητα είναι η επιμονή του παιδιού, που έχει υποστεί τέτοια πίεση από τους γονείς του ώστε δεν θέλει να μεγαλώσει ποτέ.Έχει εθιστεί και συμβιβαστεί με την παιδικότητα του. Γι’ αυτό και έχουν παρασυρθεί και οι Ευρωπαίοι και μας αντιμετωπίζουν σαν τα άτακτα παιδιά, που πρέπει να πάνε στο αναμορφωτήριο!
Ένα φαγοπότι 35 ετών είναι φαγοπότι ψευδαισθήσεων και ο πραγματικός λογαριασμός έρχεται τώρα. Το γλέντι στήθηκε πάνω στη βάση του ότι η βασιλεία των ουρανών είναι εντός ημών. Δηλαδή στο τραπέζι επάνω, στις ψησταριές. Στο τραγούδι και στις διαδηλώσεις. Γιατί το μεγάλο τρίγωνο των τελευταίων 35 ετών ήτανε διαδηλώσεις, απεργίες, πορείες, τραγούδι πολύ και καγιέν. Αυτό το μεγάλο τρίπτυχο ήτανε εκείνο που καλούμαστε τώρα και είναι λογικό ένας λογαριασμός να πρέπει να πληρωθεί.
Αυτά τα τρία είναι σύμβολα απολυτότητας συναισθήματος. Με το καγιέν είσαι μοναδικός, με το τραγούδι εκφράζεσαι. Και με τη διαδήλωση πολιτικοποιείσαι και εκφράζεις την ευθύνη σου απέναντι στα τεκταινόμενα παγκοσμίως και εν Ελλάδι. Οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα σου. Ό,τι κάνουμε στην Ελλάδα επειδή γίνεται για λόγους συναισθηματικούς έχει μιαν απόληξη. Ποια είναι η απόληξη; Η ανάγκη συμπτώσεως φαντασιώσεως με εικόνα. Η εικόνα μας φτιάχνεται έτσι όπως τη θέλουμε και φτιάχνοντας την εικόνα έτσι όπως τη θέλουμε φτιάχνουμε και μια πραγματικότητα την οποία παρακολουθούμε μέχρι να έρθει η ώρα του λογαριασμού.
Ο Βορράς, αλλά όχι η Πορτογαλία, η Ισπανία, η νότια Ιταλία, η Ελλάδα κ.τ.λ., έχει αντίθετη συμπεριφορά, γιατί κατάφερε στην ιστορία του ένα πράγμα: να ταιριάξει το αίσθημα με τη λογική. Κάνοντας λογική το αίσθημα μόνο σε φαγοπότι αντέχεις ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ή κάνεις πολέμους και κινείσαι με τρόπο τέτοιο ώστε την επομένη να μπορείς να αλληλοσφάζεσαι με τη μεγαλύτερη ευκολία. Και ακριβώς επειδή το συναίσθημα είναι το κυρίαρχο, έχεις χάσει το πρίσμα με το οποίο αρχίσαμε και το οποίο είναι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο είναι η ζωή. Το συναίσθημα είναι τα άκρα. Έχοντας φτάσει λοιπόν στα άκρα το μόνο που σου μένει είναι ή να αυτοκτονήσεις ή να πέσεις στο κενό. Εμείς προτιμήσαμε το φαγητό. Έτσι έγινε η ιστορία.
Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να είμαστε διαφορετικοί από τους Γερμανούς;
Η πρώτη εντύπωση που έχει κανείς είναι ότι οι βόρειοι λαοί είναι ψυχροί. Και είναι ψυχροί γιατί έχουν και σκέψη. Και όταν περνάει κάτι από τη σκέψη παγώνει. Αλλά αυτό δεν απηχεί στην πραγματικότητα. Γιατί εκεί γεννώνται τα μεγάλα έργα τέχνης. Εκεί έχουμε τον Beethoven, τον Bach, τους μεγάλους ποιητές. Άρα δεν είναι η ψυχρότης του τύπου που εισπράττουμε στον δρόμο. Στον δρόμο μπορεί να εισπράξουμε είτε μια επιφύλαξη είτε μια ανάγκη περισκέψεως. Σε αυτό τους βοηθάει η ίδια τους η θρησκευτικότητα, η ίδια τους η κουλτούρα, όπως είπατε, η ίδια τους η νοοτροπία.
Τι είναι η νοοτροπία τώρα. Η νοοτροπία είναι μια ζωή που έχει γίνει συνήθεια. Γι’ αυτό αλλάζει. Άρα μπορούμε να ελπίζουμε, αρκεί να καταλάβουμε τους μηχανισμούς πλέον του τι μεταβάλλουμε σε συνήθεια εμείς. Και αυτό θα το καταλάβουμε αν βγούμε από τη σφαίρα της φύσεως και πάμε στη σφαίρα των σκοπών.
Οι Γερμανοί λοιπόν και οι βόρειοι έκαναν και θρησκευτικές επιλογές αντίστοιχες. Ο προτεσταντισμός τους παίζει μεγάλο ρόλο στην ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν τον κόσμο. Ενώ οι ορθόδοξοι είναι κάτι διαφορετικό. Ο προτεσταντισμός τους λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ενός διαμορφωμένου εγώ, όχι με την έννοια του εγωισμού, με την έννοια της οντότητας.
Πράγμα το οποίο για εμάς ήταν μονίμως καταστροφικό. Εμείς έπρεπε να είμαστε μονίμως ταπεινοί και σεμνοί. Ταπεινοί βαθύτερα με την έννοια του να έχουμε μια απώλεια εαυτού για να πλησιάσουμε τον Θεό. Τότε μοιραία το μόνο που σου μένει είναι να αγαπάς όπως μισείς, δηλαδή αδιακρίτως. Το πρόβλημά μας είναι ότι αγαπάμε όπως μισούμε.
Είμαστε αδιάκριτοι στο συναίσθημα επειδή είναι μόνο του. Η διάκριση του βορείου επειδή είναι προτεστάντης ή επειδή είναι πιο σύγχρονος καθολικός, όπως οι Γάλλοι, του δίνει τη δυνατότητα διαφορετικής στάσεως απέναντι στα πράγματα. Ενώ ο νότιος, ο παλαιο-καθολικός ή ο ορθόδοξος, έχει μια συναισθηματική αδιακρισία η οποία μετράει σε αυθεντικότητα σε μέτρο εκρηκτικό. Ένα θέμα που πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ είναι η έπαρσή μας στο συναίσθημα. Μέχρι τώρα το είχαμε κάνει άλλοθι.
Και τι κερδίσαμε; Κερδίζουμε μια ψευδαίσθηση του παρόντος. Γιατί το φαγοπότι είναι στο παρόν. Ούτε στην πείνα της προηγουμένης ούτε στον λογαριασμό της επομένης. Και θέλω να πω ότι ένα μεγάλο φαγοπότι και μια έμφαση στο παρόν είναι εκείνα που αποτελούν πρόβλημα για τους λαούς που είπαμε πριν, για λαούς χωρίς διάρκεια και χωρίς προοπτική. Οπότε το μόνο που τους μένει ως διάρκεια είναι θλιβερές διαδικασίες, οι οποίες πληρώνονται πολλαπλά αφού δεν υπάρχουν προοπτικές. Και αυτό το πράγμα κοστίζει. Όταν το παρόν αρχίζει να μεταβάλλεται σε αιωνιότητα, τότε πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε πού είναι ο πιο κοντινός ψυχίατρος».
Ο Έλληνας φιλόσοφος πλειστάκις έχει αναφερθεί στη λογική της ήσσονος προσπάθειας, που έχει κατακυριεύσει τα τελευταία 30 χρόνια τη χώρα μας. Και την εξηγεί ιστορικά:
«Η Μεταπολίτευση ανέβασε στο προσκήνιο όσους ήταν μόλις πριν θύματα των πολιτικών διακρίσεων και διώξεων. Επίσης, μετά το ‘8ι στηρίχτηκαν οικονομικά και πολιτικά τα λαϊκότερα στρώματα. H εποχή διψούσε για ισότητα, όμως – και εδώ συνετελέσθη το μέγα ιστορικό σφάλμα! μπροστά σε αυτή τη δίψα της παρέβλεψε τον σεβασμό της αξίας. Και βεβαίως, όταν σου ζητάει κάποιος τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια, είναι σαν να σου λέει ότι αξίζεις ανεξαρτήτως αυτού που κάνεις. Όμως, σε μια κοινωνία ίσων πολιτών υπάρχουν φυσικές ανισότητες. Δεν μπορώ εγώ να μπω στην Εθνική Μπάσκετ!
Το σύστημα των πελατειακών σχέσεων εξυπηρέτησε έτσι την παράλογη αντίληψη ότι στη δημοκρατία δεν είμαστε μόνο πολιτικά ίσοι, αλλά και φυσικά ίσοι. Αυτή η εξίσωση δημιούργησε τερατογονία και οδήγησε λαϊκιστικά σε μοιραία εξίσωση των πάντων προς τα κάτω. H αντικατάσταση της φυσικής ανισότητας έγινε με τον παράνομο ή το διεφθαρμένο χρηματισμό. Αν δεν ανατραπεί αυτό, δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση ακόμα κι αν ξεπληρώσου με το χρέος μας.
Ο μέσος λαϊκός φοροφυγάς είναι αυτός που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους παραλογισμούς του κράτους. Το ελληνικό κράτος σχεδόν σε υποχρεώνει να παραβιάσεις και το ίδιο σου το αίσθημα περί δικαιοσύνης. Διότι, από τη μία, για να εξυπηρετήσει ημετέρους χαρίζεται και, από την άλλη, για να εισπράξει γίνεται αγιογδύτης.
Ο Έλληνας δεν αγαπάει το κράτος, αλλά και το κράτος δεν αγαπάει τον Ελληνα. O δημόσιος υπάλληλος μπορεί να φέρεται τυραννικά, γιατί επιτέλους αποκτάει κοινωνικό ρόλο. Και δυστυχώς, δεν είμαστε ακόμη οι Έλληνες άνθρωποι με ολοκληρωμένο εσωτερικό κόσμο, ώστε να παίρνουμε την εικόνα του εαυτού μας από μέσα μας.
Και φυσικά, το μέγα ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι: Πώς αλλάζει αυτή η κατάσταση; Σε αυτό ο Ράμφος είναι κατηγορηματικός:
«Είναι ευνόητο ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να προχωρήσει μόνο με την αγορά. Χρειάζεται και εμπιστοσύνη σε αξίες, λόγους υπάρξεως. H αυτοματοποίηση θα φέρει μεγάλες αλλαγές στην εργασία και οι άνθρωποι στο εγγύς μέλλον δεν θα έχουν απολύτως σταθερά επαγγέλματα. Για να προσαρμοστείς θα χρειάζεται να έχεις ελαστικότητα και ευρύτητα αντιλήψεως.
Αυτά δεν είναι αποτελέσματα στενού επαγγελματικού προσανατολισμού, αλλά εσωτερικής κουλτούρας. Ο άνθρωπος των ανθρωπιστικών γραμμάτων έχει το ένστικτο, που του επιτρέπει να διαισθάνεται τις τάσεις, τις ροπές και τις εξελίξεις. Μη σπεύδουμε να απαξιώσουμε την κλασική παιδεία. Οι κοινωνίες κατευθύνονται από ελίτ, οι οποίες, όμως, λειτουργούν αρνητικά όταν συνδέονται με πολύ χαμηλούς μέσους όρους καλλιέργειας και αποδίδουν όταν οι μέσοι όροι είναι υψηλοί. Και τα δύο είναι ζήτημα Παιδείας!» συμπληρώνει.
Για τη σημερινή κατάσταση
«Πίσω από την μεγάλη συζήτηση για το μνημόνιο να διαβάσουμε την θεραπευτική μέθοδο. Γιατί ένας Έλληνας που πηγαίνει να ζήσει στο εξωτερικό, σταδιακά, χάνει τις κακές συνήθειες της πατρίδας του και προσαρμόζεται; Κοινός παρονομαστής του ελληνικού προβλήματος είναι ο φόβος. Η χώρα μας δεν γνώρισε αναγέννηση και ο ιστορικός χρόνος λειτουργεί αντίστροφα: στιλβώνεται η απουσία της αυτοπεποίθησης του λαού. Έτσι επικρατούν οι ίδιες συμπεριφορές συναισθηματικής παιδικότητας. Αν ένα παιδί δεν μεγαλώσει, θα νιώθει πάντα παιδί, θα συνεχίζει να τρώει ξύλο. Πρέπει να ωριμάσεις για να μετασχηματιστείς. Αυτή η σκέψη θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος οδηγός σε κείνους που αντιμετωπίζουν τα δύσκολα σημερινά προβλήματα.
Ως νέοι, ως φοιτητές, οι αριστερές ιδέες μάς ελκύουν. Βοηθούν τις εσωτερικές πληγές μας, την αντιμετώπιση του αισθήματος αδυναμίας, καταπίεσης από τους μεγαλύτερους. Όταν πατάμε τα τριάντα, τότε που παράγουμε και δημιουργούμε θετικότητα στην ζωή μας, το νεανικό μένος διαδέχεται η κατάφαση στη ζωή, η ανάγκη πρωτοβουλιών για δημιουργία και τα τεράστια ποσοστά εφηβικών εξεγέρσεων και αμφισβήτησης σβήνουν, ευτυχώς, γιατί πώς αλλιώς η κοινωνία θα προχωρούσε; Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ιστορική ενηλικίωση των λαών.
Το βαθύτερο εμπόδιο για τον λαό μας είναι ένα ανεπούλωτο τραύμα που είναι ορατό και αυτή τη στιγμή: η δυσπιστία προς τον εαυτό μας. Αυτό το έλλειμμα εαυτού που ανάγεται σε άλλους αιώνες.
Αυτός που κυνηγά την ευκολία κι όχι την δουλειά και τον κόπο, χάνει μακροπρόθεσμα. Δείτε τους παραγωγούς της Κατερίνης, οι απολύτως εξαρτημένοι από τους μεσάζοντες, πώς αποκτούν σιγουριά. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για την πρώτη διαρθρωτική αλλαγή.
Σε μια προχωρημένη δημοκρατία ο ηγέτης αποτελεί ζωντανό παράδειγμα υπέρβασης του ελλείμματος αυτοπεποίθησης. Πρέπει να απελευθερώσει τον λαό του από ψυχολογικά δεσμά. Ναι, χρειάζεται ένας ηγέτης καθ΄ υπέρβαση, με αυτοπεποίθηση, χωρίς αμφιβολίες. Γιατί όσοι αμφιβάλλουν, απλώς κολακεύουν τον κόσμο, προσπαθούν να στηρίξουν την σχέση τους με τον λαό εκμεταλλευόμενοι ακριβώς το έλλειμμα εαυτού. Αλλά αυτό είναι που πληρώναμε μέχρι τώρα. Από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά, με τις όποιες φαντασιώσεις τους, εκεί έχουν ποντάρει: στον λαϊκισμό.
Τόσα κόμματα, τόσοι αρχηγοί για να γλυτώσουν τη μπόρα και το λέω με αίσθηση της σοβαρότητας των πραγμάτων. Είναι επίσης ένας τρόπος να γίνεις κάτι… Για να βρίσκεσαι μέσα στο κάδρο. Γιατί αυτός κι όχι εγώ; Διεκδικείς την αρχηγία για να μπορείς να ρίξεις τις ευθύνες σε άλλους. Πρόκειται για μια «ενεργητική» στάση, μέρος της δομής της ελληνικής εξουσίας. Θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να διαφύγουν, να απομακρυνθούν της «κακής» πολιτικής.
Έτσι ενεργητικά εκφράζεται συχνά η ανημπόρια, η ανασφάλεια, η ανεπάρκεια, ο φθόνος, η επιβεβαίωση μέσω της κριτικής των άλλων ότι είσαι σπουδαίος. Το έλλειμμα εαυτού είναι δυστυχώς το κυριαρχικό στοιχείο στο σύνολο των αντιδράσεων μας.
Θεωρεί ότι η δομή του γερμανικού πνεύματος, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις νόρμες της λουθηρανικής πίστης έχουν ως προέκταση την «επιταγή» της βούλησης:
«Γι΄ αυτό είναι δυναμικός λαός παρότι έχασε δυο πολέμους. Οι Αγγλοσάξονες, μάγοι της ανάλυσης, ξεκινούν από την εμπειρία, ξέρουν να προβλέπουν καλύτερα».
Και ποια είναι η μεγάλη αρετή των Ελλήνων: η έμπνευση και ό,τι αυτή συνεπάγεται, κατά καιρούς:
«Σκεφτείτε το μεγαλείο του ΄40 και μετά την αλληλοσφαγή του ΄42… Ο φόβος προηγείται των γεγονότων και δίνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Η ανασφάλεια, η τάση κάλυψής μας – γιατί θεωρούμε εαυτούς υποκείμενα συνωμοσιών -, αποτελεί το κεντρικό φοβικό στοιχείο της φυλής μας, έχει μάλιστα θεσμοποιηθεί απ΄ την πολιτική. Πρόκειται για την πολιτική που βασίζει την επιτυχία της στον βαθμό που θα εξάψει τον φόβο. Με σαφή επίγνωση της ψυχολογίας και υποδαυλίζοντας το νοσηρό της στοιχείο, θέλει να διατηρεί την παιδικότητα στη συμπεριφορά των πολιτών».
Info: Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα (1939). Φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, συγγραφέας δοκιμίων. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών ενώ συνέχισε στο Παρίσι σπουδάζοντας Φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Βενσάν. Στην εργοβιογραφία του περιλαμβάνεται πλούσια αρθρογραφία, δημοσιευμένη σε περιοδικά όπως «Ευθύνη», «Ερουρέμ», «Ινδικτος».
viaO Στέλιος Ράμφος αποτελεί παράδειγμα διανοουμένου, ο οποίος εδώ και χρόνια ευρίσκεται επί των επάλξεων και μετά παρρησίας παίρνει θέση, διαφωτίζοντας όλους όσους αναζητούν να κατανοήσουν καινά ερμηνεύσουν τη συλλογική πολιτισμική συμπεριφορά αυτού του έθνους. Ο Ράμφος είναι φανερό ότι άκουγε πάντα «τη βουή των πλησιαζόντων γεγονότων», κατά τον μεγάλο Αλεξανδρινό...
«Ζούμε σήμερα και στην Ελλάδα την κρίση της μετανεωτερικότητας. Πρόκειται για ιστορικο-πολιτικό προϊόν του ‘89. Τότε έπεσαν τα σύνορα, διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις του κόσμου, οι ταχύτητες αυξήθηκαν και η κίνηση του χρήματος έγινε ιλιγγιώδης, χάθηκε η πραγματική αντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και δυνατοτήτων αφηρημένων, γεννήθηκαν οι «φούσκες» και φτάσαμε στη χώρα μας –εκτός από την οικονομική κρίση – να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους αυτή την κρίση ταυτότητος που ταλανίζει χρόνια τον Ελληνισμό: τη σφοδρή σύγκρουση δύο βουλημάτων – της αξιολογικής αναγνώρισης στους κόλπους της ομάδας και της εσωτερικής βεβαιώσεως.
Δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, αλλά κοινωνία της οικογένειας και της παρέας
Αυτή η ακατάσχετη σύγκρουση ενεργεί στη ζωή μας αποσυνθετικά, φτάνοντας στο σημείο να προκαλεί την άγνωστη μέχρι πρότινος ανελέητη αδιαφορία για τους τρίτους (όλο και πιο πολύ αυτή μας κυριεύει!), ενώ ταυτόχρονα μας έχει καταλάβει μία ψυχωτική θέρμη για ό,τι αφορά εμάς και τους όποιους δικούς μας.
Κατέκλυσε τον τόπο μας η ασυνειδησία, επειδή ούτε στην ομάδα ανήκουμε εντελώς ούτε στον εαυτό μας. H κουλτούρα μας, όπως λένε οι ανθρωπολόγοι και οι ιστορικοί είναι μια κουλτούρα κατακερματισμού, δηλαδή μικρών ενοτήτων – οικογένεια, χωριό, μικρή πόλη κ.λπ.-, η οποία δεν διευκολύνει την ατομική ωρίμανση και η οποία, ταυτοχρόνως, είναι συνδεδεμένη και κρατάει τη συνοχή της πάντοτε με όρους συναισθήματος, πράγμα που εμποδίζει τους όρους καθολικότητας.
Οι μοναδικοί δεσμοί που έχουμε στην ελληνική κοινωνία είναι οι οικογένειες και οι παρέες. Δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, ώστε να μας ενδιαφέρει ο τρίτος ή ο άγνωστος. Γι’ αυτό έχουμε και ιδιοτελές κράτος. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο πολιτικό μας σύστημα και αυτό είναι χειρότερο από την κρίση. Ένα πολιτικό σύστημα χωρίς την εμπιστοσύνη των πολιτών είναι μετέωρο. Και δεν βλέπω να κάνει κάτι για να διεκδικήσει την εμπιστοσύνη μας, δυστυχώς».
Αναδιφώντας στα κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων, ο Ράμφος τονίζει με έμφαση τη μακραίωνη αγωνία να βγει ο Ελληνισμός από τον ομαδικό στον αυτεξούσιο, τον ανοιχτό, ώστε να κατορθώσου με τη δική μας εξατομίκευση, άρα να αποκτήσουμε και βαθύ αίσθημα προσωπικής ευθύνης.
«Κι όμως» λέει χαμογελώντας χαρακτηριστικά με χαρμολύπη «το πρόβλημα μας το αντιλαμβανόμαστε αριθμολογικά, ενώ είναι αξιακό. Ζούσαμε, καταναλώνοντας ξένα προϊόντα. Μόνο ένας ανατολίτης – γιατί είμαστε λαός της βαθιάς θρησκευτικής παράδοσης – όταν του δίνουν λεφτά ξέρει απλώς να τα τρώει, χωρίς να τα αξιοποιεί παραγωγικά!».
Δεν μας αρέσει να δουλεύουμε, μας αρέσει να απολαμβάνουμε τα έτοιμα – αυτό σημαίνει ανατολισμός
Σκιαγραφώντας την ψυχική ιδιοσυστασία του ατόμου της ανατολίτικης νοοτροπίας – σε αντίθεση με τον άνθρωπο της Δύσης, ο οποίος εμφορείται από τα ιδανικά του Διαφωτισμού και εξακολουθεί να είναι επηρεασμένος -, «ο ανατολισμός» εξηγεί ο Έλληνας φιλόσοφος
«έγκειται στις μεγάλες ιδέες, τις γενικές σκέψεις και την άρνηση της εργασίας. Δεν μας αρέσει να δουλεύουμε, μας αρέσει να απολαμβάνουμε τα έτοιμα. O τρόπος που αντισταθμίζουμε την τεμπελιά είναι ένα κράτος το οποίο αρμέγουμε. Δημιουργούμε πελατειακές σχέσεις μαζί του και περιμένουμε να μας συντηρεί. Όμως, οι σύγχρονες κοινωνίες, που παράγουν πλούτο, απαιτούν εργασία. O ανατολίτης έχει ένα αίσθημα πλούσιο. Οφείλουμε να διατηρήσουμε το αίσθημα μας, αλλά να του δώσουμε μορφή, ώστε να μας κάνει κοινωνικούς και όχι άγρια θηρία. Και αν θέλουμε πλούτο, πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να τρώμε από τα έτοιμα!».
Σχολιάζοντας την περιβόητη ρήση “Όλοι μαζί τα φάγαμε” αναφορικά με την ευθύνη των πολιτών, ο Ράμφος επισημαίνει με εμφατικότητα:
«Δεν τα φάγαμε μαζί, γιατί δεν τα παίρναμε όλοι. Τα έπαιρνε το κράτος και μετά γινόταν η μοιρασιά σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Ακόμα και στο σχολείο δεν μαθαίνουμε να εργαζόμαστε, αλλά να αποστηθίζουμε. Αν είσαι εκεί παθητικός, πώς θα είσαι στη δουλειά σου παραγωγικός;» απευθύνει το εύλογο ρητορικό ερώτημα.
Επανέρχεται και επιμένει στην ψυχική σκιαγράφηση του Ελληνισμού, διότι κατά τη γνώμη του εκεί είναι κρυμμένο το κλειδί της κατανόησης, άρα και της λύσης:
«Είμαστε λαός έντονα θρησκευτικός και γι’ αυτό δεν μας αρέσει το καινούργιο. Είμαστε πολύ συντηρητικοί, με την κακή έννοια του όρου. Επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα δεν (εν)νοείται, επειδή είμαστε ένας λαός πίστεως. H έρευνα δεν μας ενδιαφέρει. Μας νοιάζει να επιβεβαιώνουμε αυτό που πιστεύουμε. Διψάμε για επαλήθευση, μισούμε τη διάψευση. Εχουμε συνεχώς έναν μπαμπά από πάνω μας ή και μέσα μας που μας υπαγορεύει τι να κάνουμε.
H άρνηση της αναλήψεως ευθυνών είναι παιδική συμπεριφορά. H εμμονή στην παιδικότητα είναι η επιμονή του παιδιού, που έχει υποστεί τέτοια πίεση από τους γονείς του ώστε δεν θέλει να μεγαλώσει ποτέ.Έχει εθιστεί και συμβιβαστεί με την παιδικότητα του. Γι’ αυτό και έχουν παρασυρθεί και οι Ευρωπαίοι και μας αντιμετωπίζουν σαν τα άτακτα παιδιά, που πρέπει να πάνε στο αναμορφωτήριο!
Ένα φαγοπότι 35 ετών είναι φαγοπότι ψευδαισθήσεων και ο πραγματικός λογαριασμός έρχεται τώρα. Το γλέντι στήθηκε πάνω στη βάση του ότι η βασιλεία των ουρανών είναι εντός ημών. Δηλαδή στο τραπέζι επάνω, στις ψησταριές. Στο τραγούδι και στις διαδηλώσεις. Γιατί το μεγάλο τρίγωνο των τελευταίων 35 ετών ήτανε διαδηλώσεις, απεργίες, πορείες, τραγούδι πολύ και καγιέν. Αυτό το μεγάλο τρίπτυχο ήτανε εκείνο που καλούμαστε τώρα και είναι λογικό ένας λογαριασμός να πρέπει να πληρωθεί.
Αυτά τα τρία είναι σύμβολα απολυτότητας συναισθήματος. Με το καγιέν είσαι μοναδικός, με το τραγούδι εκφράζεσαι. Και με τη διαδήλωση πολιτικοποιείσαι και εκφράζεις την ευθύνη σου απέναντι στα τεκταινόμενα παγκοσμίως και εν Ελλάδι. Οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα σου. Ό,τι κάνουμε στην Ελλάδα επειδή γίνεται για λόγους συναισθηματικούς έχει μιαν απόληξη. Ποια είναι η απόληξη; Η ανάγκη συμπτώσεως φαντασιώσεως με εικόνα. Η εικόνα μας φτιάχνεται έτσι όπως τη θέλουμε και φτιάχνοντας την εικόνα έτσι όπως τη θέλουμε φτιάχνουμε και μια πραγματικότητα την οποία παρακολουθούμε μέχρι να έρθει η ώρα του λογαριασμού.
Ο Βορράς, αλλά όχι η Πορτογαλία, η Ισπανία, η νότια Ιταλία, η Ελλάδα κ.τ.λ., έχει αντίθετη συμπεριφορά, γιατί κατάφερε στην ιστορία του ένα πράγμα: να ταιριάξει το αίσθημα με τη λογική. Κάνοντας λογική το αίσθημα μόνο σε φαγοπότι αντέχεις ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ή κάνεις πολέμους και κινείσαι με τρόπο τέτοιο ώστε την επομένη να μπορείς να αλληλοσφάζεσαι με τη μεγαλύτερη ευκολία. Και ακριβώς επειδή το συναίσθημα είναι το κυρίαρχο, έχεις χάσει το πρίσμα με το οποίο αρχίσαμε και το οποίο είναι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο είναι η ζωή. Το συναίσθημα είναι τα άκρα. Έχοντας φτάσει λοιπόν στα άκρα το μόνο που σου μένει είναι ή να αυτοκτονήσεις ή να πέσεις στο κενό. Εμείς προτιμήσαμε το φαγητό. Έτσι έγινε η ιστορία.
Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να είμαστε διαφορετικοί από τους Γερμανούς;
Η πρώτη εντύπωση που έχει κανείς είναι ότι οι βόρειοι λαοί είναι ψυχροί. Και είναι ψυχροί γιατί έχουν και σκέψη. Και όταν περνάει κάτι από τη σκέψη παγώνει. Αλλά αυτό δεν απηχεί στην πραγματικότητα. Γιατί εκεί γεννώνται τα μεγάλα έργα τέχνης. Εκεί έχουμε τον Beethoven, τον Bach, τους μεγάλους ποιητές. Άρα δεν είναι η ψυχρότης του τύπου που εισπράττουμε στον δρόμο. Στον δρόμο μπορεί να εισπράξουμε είτε μια επιφύλαξη είτε μια ανάγκη περισκέψεως. Σε αυτό τους βοηθάει η ίδια τους η θρησκευτικότητα, η ίδια τους η κουλτούρα, όπως είπατε, η ίδια τους η νοοτροπία.
Τι είναι η νοοτροπία τώρα. Η νοοτροπία είναι μια ζωή που έχει γίνει συνήθεια. Γι’ αυτό αλλάζει. Άρα μπορούμε να ελπίζουμε, αρκεί να καταλάβουμε τους μηχανισμούς πλέον του τι μεταβάλλουμε σε συνήθεια εμείς. Και αυτό θα το καταλάβουμε αν βγούμε από τη σφαίρα της φύσεως και πάμε στη σφαίρα των σκοπών.
Οι Γερμανοί λοιπόν και οι βόρειοι έκαναν και θρησκευτικές επιλογές αντίστοιχες. Ο προτεσταντισμός τους παίζει μεγάλο ρόλο στην ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν τον κόσμο. Ενώ οι ορθόδοξοι είναι κάτι διαφορετικό. Ο προτεσταντισμός τους λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ενός διαμορφωμένου εγώ, όχι με την έννοια του εγωισμού, με την έννοια της οντότητας.
Πράγμα το οποίο για εμάς ήταν μονίμως καταστροφικό. Εμείς έπρεπε να είμαστε μονίμως ταπεινοί και σεμνοί. Ταπεινοί βαθύτερα με την έννοια του να έχουμε μια απώλεια εαυτού για να πλησιάσουμε τον Θεό. Τότε μοιραία το μόνο που σου μένει είναι να αγαπάς όπως μισείς, δηλαδή αδιακρίτως. Το πρόβλημά μας είναι ότι αγαπάμε όπως μισούμε.
Είμαστε αδιάκριτοι στο συναίσθημα επειδή είναι μόνο του. Η διάκριση του βορείου επειδή είναι προτεστάντης ή επειδή είναι πιο σύγχρονος καθολικός, όπως οι Γάλλοι, του δίνει τη δυνατότητα διαφορετικής στάσεως απέναντι στα πράγματα. Ενώ ο νότιος, ο παλαιο-καθολικός ή ο ορθόδοξος, έχει μια συναισθηματική αδιακρισία η οποία μετράει σε αυθεντικότητα σε μέτρο εκρηκτικό. Ένα θέμα που πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ είναι η έπαρσή μας στο συναίσθημα. Μέχρι τώρα το είχαμε κάνει άλλοθι.
Και τι κερδίσαμε; Κερδίζουμε μια ψευδαίσθηση του παρόντος. Γιατί το φαγοπότι είναι στο παρόν. Ούτε στην πείνα της προηγουμένης ούτε στον λογαριασμό της επομένης. Και θέλω να πω ότι ένα μεγάλο φαγοπότι και μια έμφαση στο παρόν είναι εκείνα που αποτελούν πρόβλημα για τους λαούς που είπαμε πριν, για λαούς χωρίς διάρκεια και χωρίς προοπτική. Οπότε το μόνο που τους μένει ως διάρκεια είναι θλιβερές διαδικασίες, οι οποίες πληρώνονται πολλαπλά αφού δεν υπάρχουν προοπτικές. Και αυτό το πράγμα κοστίζει. Όταν το παρόν αρχίζει να μεταβάλλεται σε αιωνιότητα, τότε πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε πού είναι ο πιο κοντινός ψυχίατρος».
Ο Έλληνας φιλόσοφος πλειστάκις έχει αναφερθεί στη λογική της ήσσονος προσπάθειας, που έχει κατακυριεύσει τα τελευταία 30 χρόνια τη χώρα μας. Και την εξηγεί ιστορικά:
«Η Μεταπολίτευση ανέβασε στο προσκήνιο όσους ήταν μόλις πριν θύματα των πολιτικών διακρίσεων και διώξεων. Επίσης, μετά το ‘8ι στηρίχτηκαν οικονομικά και πολιτικά τα λαϊκότερα στρώματα. H εποχή διψούσε για ισότητα, όμως – και εδώ συνετελέσθη το μέγα ιστορικό σφάλμα! μπροστά σε αυτή τη δίψα της παρέβλεψε τον σεβασμό της αξίας. Και βεβαίως, όταν σου ζητάει κάποιος τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια, είναι σαν να σου λέει ότι αξίζεις ανεξαρτήτως αυτού που κάνεις. Όμως, σε μια κοινωνία ίσων πολιτών υπάρχουν φυσικές ανισότητες. Δεν μπορώ εγώ να μπω στην Εθνική Μπάσκετ!
Το σύστημα των πελατειακών σχέσεων εξυπηρέτησε έτσι την παράλογη αντίληψη ότι στη δημοκρατία δεν είμαστε μόνο πολιτικά ίσοι, αλλά και φυσικά ίσοι. Αυτή η εξίσωση δημιούργησε τερατογονία και οδήγησε λαϊκιστικά σε μοιραία εξίσωση των πάντων προς τα κάτω. H αντικατάσταση της φυσικής ανισότητας έγινε με τον παράνομο ή το διεφθαρμένο χρηματισμό. Αν δεν ανατραπεί αυτό, δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση ακόμα κι αν ξεπληρώσου με το χρέος μας.
Ο μέσος λαϊκός φοροφυγάς είναι αυτός που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους παραλογισμούς του κράτους. Το ελληνικό κράτος σχεδόν σε υποχρεώνει να παραβιάσεις και το ίδιο σου το αίσθημα περί δικαιοσύνης. Διότι, από τη μία, για να εξυπηρετήσει ημετέρους χαρίζεται και, από την άλλη, για να εισπράξει γίνεται αγιογδύτης.
Ο Έλληνας δεν αγαπάει το κράτος, αλλά και το κράτος δεν αγαπάει τον Ελληνα. O δημόσιος υπάλληλος μπορεί να φέρεται τυραννικά, γιατί επιτέλους αποκτάει κοινωνικό ρόλο. Και δυστυχώς, δεν είμαστε ακόμη οι Έλληνες άνθρωποι με ολοκληρωμένο εσωτερικό κόσμο, ώστε να παίρνουμε την εικόνα του εαυτού μας από μέσα μας.
Και φυσικά, το μέγα ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι: Πώς αλλάζει αυτή η κατάσταση; Σε αυτό ο Ράμφος είναι κατηγορηματικός:
«Είναι ευνόητο ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να προχωρήσει μόνο με την αγορά. Χρειάζεται και εμπιστοσύνη σε αξίες, λόγους υπάρξεως. H αυτοματοποίηση θα φέρει μεγάλες αλλαγές στην εργασία και οι άνθρωποι στο εγγύς μέλλον δεν θα έχουν απολύτως σταθερά επαγγέλματα. Για να προσαρμοστείς θα χρειάζεται να έχεις ελαστικότητα και ευρύτητα αντιλήψεως.
Αυτά δεν είναι αποτελέσματα στενού επαγγελματικού προσανατολισμού, αλλά εσωτερικής κουλτούρας. Ο άνθρωπος των ανθρωπιστικών γραμμάτων έχει το ένστικτο, που του επιτρέπει να διαισθάνεται τις τάσεις, τις ροπές και τις εξελίξεις. Μη σπεύδουμε να απαξιώσουμε την κλασική παιδεία. Οι κοινωνίες κατευθύνονται από ελίτ, οι οποίες, όμως, λειτουργούν αρνητικά όταν συνδέονται με πολύ χαμηλούς μέσους όρους καλλιέργειας και αποδίδουν όταν οι μέσοι όροι είναι υψηλοί. Και τα δύο είναι ζήτημα Παιδείας!» συμπληρώνει.
Για τη σημερινή κατάσταση
«Πίσω από την μεγάλη συζήτηση για το μνημόνιο να διαβάσουμε την θεραπευτική μέθοδο. Γιατί ένας Έλληνας που πηγαίνει να ζήσει στο εξωτερικό, σταδιακά, χάνει τις κακές συνήθειες της πατρίδας του και προσαρμόζεται; Κοινός παρονομαστής του ελληνικού προβλήματος είναι ο φόβος. Η χώρα μας δεν γνώρισε αναγέννηση και ο ιστορικός χρόνος λειτουργεί αντίστροφα: στιλβώνεται η απουσία της αυτοπεποίθησης του λαού. Έτσι επικρατούν οι ίδιες συμπεριφορές συναισθηματικής παιδικότητας. Αν ένα παιδί δεν μεγαλώσει, θα νιώθει πάντα παιδί, θα συνεχίζει να τρώει ξύλο. Πρέπει να ωριμάσεις για να μετασχηματιστείς. Αυτή η σκέψη θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος οδηγός σε κείνους που αντιμετωπίζουν τα δύσκολα σημερινά προβλήματα.
Ως νέοι, ως φοιτητές, οι αριστερές ιδέες μάς ελκύουν. Βοηθούν τις εσωτερικές πληγές μας, την αντιμετώπιση του αισθήματος αδυναμίας, καταπίεσης από τους μεγαλύτερους. Όταν πατάμε τα τριάντα, τότε που παράγουμε και δημιουργούμε θετικότητα στην ζωή μας, το νεανικό μένος διαδέχεται η κατάφαση στη ζωή, η ανάγκη πρωτοβουλιών για δημιουργία και τα τεράστια ποσοστά εφηβικών εξεγέρσεων και αμφισβήτησης σβήνουν, ευτυχώς, γιατί πώς αλλιώς η κοινωνία θα προχωρούσε; Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ιστορική ενηλικίωση των λαών.
Το βαθύτερο εμπόδιο για τον λαό μας είναι ένα ανεπούλωτο τραύμα που είναι ορατό και αυτή τη στιγμή: η δυσπιστία προς τον εαυτό μας. Αυτό το έλλειμμα εαυτού που ανάγεται σε άλλους αιώνες.
Αυτός που κυνηγά την ευκολία κι όχι την δουλειά και τον κόπο, χάνει μακροπρόθεσμα. Δείτε τους παραγωγούς της Κατερίνης, οι απολύτως εξαρτημένοι από τους μεσάζοντες, πώς αποκτούν σιγουριά. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για την πρώτη διαρθρωτική αλλαγή.
Σε μια προχωρημένη δημοκρατία ο ηγέτης αποτελεί ζωντανό παράδειγμα υπέρβασης του ελλείμματος αυτοπεποίθησης. Πρέπει να απελευθερώσει τον λαό του από ψυχολογικά δεσμά. Ναι, χρειάζεται ένας ηγέτης καθ΄ υπέρβαση, με αυτοπεποίθηση, χωρίς αμφιβολίες. Γιατί όσοι αμφιβάλλουν, απλώς κολακεύουν τον κόσμο, προσπαθούν να στηρίξουν την σχέση τους με τον λαό εκμεταλλευόμενοι ακριβώς το έλλειμμα εαυτού. Αλλά αυτό είναι που πληρώναμε μέχρι τώρα. Από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά, με τις όποιες φαντασιώσεις τους, εκεί έχουν ποντάρει: στον λαϊκισμό.
Τόσα κόμματα, τόσοι αρχηγοί για να γλυτώσουν τη μπόρα και το λέω με αίσθηση της σοβαρότητας των πραγμάτων. Είναι επίσης ένας τρόπος να γίνεις κάτι… Για να βρίσκεσαι μέσα στο κάδρο. Γιατί αυτός κι όχι εγώ; Διεκδικείς την αρχηγία για να μπορείς να ρίξεις τις ευθύνες σε άλλους. Πρόκειται για μια «ενεργητική» στάση, μέρος της δομής της ελληνικής εξουσίας. Θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να διαφύγουν, να απομακρυνθούν της «κακής» πολιτικής.
Έτσι ενεργητικά εκφράζεται συχνά η ανημπόρια, η ανασφάλεια, η ανεπάρκεια, ο φθόνος, η επιβεβαίωση μέσω της κριτικής των άλλων ότι είσαι σπουδαίος. Το έλλειμμα εαυτού είναι δυστυχώς το κυριαρχικό στοιχείο στο σύνολο των αντιδράσεων μας.
Θεωρεί ότι η δομή του γερμανικού πνεύματος, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις νόρμες της λουθηρανικής πίστης έχουν ως προέκταση την «επιταγή» της βούλησης:
«Γι΄ αυτό είναι δυναμικός λαός παρότι έχασε δυο πολέμους. Οι Αγγλοσάξονες, μάγοι της ανάλυσης, ξεκινούν από την εμπειρία, ξέρουν να προβλέπουν καλύτερα».
Και ποια είναι η μεγάλη αρετή των Ελλήνων: η έμπνευση και ό,τι αυτή συνεπάγεται, κατά καιρούς:
«Σκεφτείτε το μεγαλείο του ΄40 και μετά την αλληλοσφαγή του ΄42… Ο φόβος προηγείται των γεγονότων και δίνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Η ανασφάλεια, η τάση κάλυψής μας – γιατί θεωρούμε εαυτούς υποκείμενα συνωμοσιών -, αποτελεί το κεντρικό φοβικό στοιχείο της φυλής μας, έχει μάλιστα θεσμοποιηθεί απ΄ την πολιτική. Πρόκειται για την πολιτική που βασίζει την επιτυχία της στον βαθμό που θα εξάψει τον φόβο. Με σαφή επίγνωση της ψυχολογίας και υποδαυλίζοντας το νοσηρό της στοιχείο, θέλει να διατηρεί την παιδικότητα στη συμπεριφορά των πολιτών».
Info: Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα (1939). Φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, συγγραφέας δοκιμίων. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών ενώ συνέχισε στο Παρίσι σπουδάζοντας Φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Βενσάν. Στην εργοβιογραφία του περιλαμβάνεται πλούσια αρθρογραφία, δημοσιευμένη σε περιοδικά όπως «Ευθύνη», «Ερουρέμ», «Ινδικτος».