Ο νεαρός Πυθαγόρας (εικάζεται γεννημένος στη Σάμο το 580 π.κ.ε.) έγινε μαθητής του φιλόσοφου Φερεκύδη στη Λέσβο, του Ερμοδάμαντα στη Σάμο, και του μεγάλου Θαλή και του Αναξίμανδρου στη Μίλητο. Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης του έδωσε συστατικές επιστολές για τον Φαραώ Άμαση και ο Πυθαγόρας ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου έγινε δεκτός από τους αρχιερείς της Μέμφιδος και της Ηλιούπολης. Μυήθηκε σε όλα τα αιγυπτιακά μυστήρια και έμεινε στην Αίγυπτο είκοσι ολόκληρα χρόνια, περνώντας πλέον για Αιγύπτιος, ώσπου ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης κατέλαβε τη χώρα, διέλυσε τη δυναστεία των Φαραώ κι ο Πυθαγόρας αιχμαλωτίστηκε μαζί με άλλους Αιγυπτίους λόγιους και μεταφέρθηκε ως σκλάβος στη Βαβυλώνα.
Εκεί κατάφερε να διακριθεί και να επιζητούν συναναστροφές μαζί του Πέρσες Μάγοι και σοφοί Χαλδαίοι, για ανταλλαγές γνώσεων και διδασκαλιών κι έπειτα από δώδεκα χρόνια διαμονής στη Βαβυλώνα, όπου οι γνώσεις του είχαν χαρακτηριστεί αρκετά σημαντικές για να κυκλοφορούν ελεύθερες. Ο προσωπικός γιατρός του Πέρση βασιλιά, ο Έλληνας Δημοκείδης, μεσολάβησε και κατάφερε επιτέλους να αφεθεί ελεύθερος ο Πυθαγόρας, με τον όρο να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Σάμο κι όχι στην Αίγυπτο.
Αυτός όμως μόλις απέκτησε την ελευθερία του ταξίδεψε σε όλη την εγγύς Ανατολή, έφτασε μέχρι και την Ινδία, πάντοτε αναζητώντας σπάνιες γνώσεις και σπάνιους ανθρώπους. Ήταν εκ πεποιθήσεως «τουρίστας» περιηγητής. Ταξίδεψε επίσης σε διάσημους «ιερούς τόπους» της Ελλάδας, για να εξερευνήσει τα μυστήρια αυτών των τόπων, στη Δήλο, στο Ιδαίον Άντρον της Κρήτης, στους Δελφούς, όπου λέγεται ότι συνδέθηκε ερωτικά με την Ιέρεια Θεμιστοκλεία και έμεινε μαζί της για έναν χρόνο, όπου έμαθε πολλά μυστικά των Δελφών, μάλλον απομυθοποιητικά για το μαντείο.
Όπου και αν πήγε, ανακάλυψε ότι κανείς δεν ήταν έτοιμος να δεχθεί τις πρωτοποριακές του απόψεις κι ότι ακόμη και οι σοφοί είχαν μόνο τη δική τους σοφία και όχι τη σοφία και τις γνώσεις των άλλων σοφών, γνώσεις στις οποίες ο ίδιος είχε καταλήξει να έχει ευρεία εποπτεία, έχοντας γνωρίσει τόσο πολλούς σοφούς ανθρώπους. Οι επαφές του και τα ταξίδια του τον είχαν μετατρέψει σε έναν σπάνιο ανθολόγο των γνώσεων του τότε κόσμου. Σε ηλικία περίπου πενήντα ετών κατάλαβε ότι ήταν απαραίτητο να ιδρύσει μία σχολή για να διδάξει τις γνώσεις, τις μελέτες και τα συμπεράσματα του και σκέφτηκε να ιδρύσει αυτή τη σχολή στην πατρίδα του τη Σάμο, μη λογαριάζοντας, φαίνεται, το περιβόητο γεγονός ότι «ουδείς προφήτης στον τόπο του».
Επιστρέφοντας στη Σάμο, τη βρήκε να υποφέρει από τον λίαν παρανοϊκό τύραννο Πολυκράτη, ο οποίος είχε μάλλον καταλήξει να μη συμπαθεί τους περιπλανώμενους φιλόσοφους κι ο Πυθαγόρας κατάλαβε ότι η ίδρυση μιας σχολής εκεί θα συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια. Τότε άκουσε κάποιες θαυμαστές ιστορίες για τον Κρότωνα στην Κάτω Ιταλία, για πρωτοποριακές ιδέες, τέχνες, ευτυχισμένους πολίτες κι αποφάσισε πως όλα έδειχναν ότι σε εκείνη την ευτυχισμένη και ανθούσα αποικία θα μπορούσε να ιδρύσει τη σχολή του. Φτάνοντας στον Κρότωνα, ίδρυσε τελικά τη σχολή του εκεί.
Οι φήμες όμως για τον Κρότωνα δεν ήταν όλες αληθινές, αφού η πόλη είχε ενστερνισθεί όλη τη φήμη της ευτυχισμένης και εξαφανισμένης πια γειτονικής Σύβαρης (που οι Κροτωνιάτες είχαν καταστρέψει) και η πόλη είχε κρατήσει πολλά από τον παλιό συντηρητισμό της και το ιερατείο ήταν ακόμη ισχυρό.
Έπειτα από την πάροδο ενός χρόνου, γεμάτου επαφές, συνεδριάσεις, διδασκαλίες και δραστηριότητες της Πυθαγόρειας Σχολής, ο Πυθαγόρας συνελήφθη και βρέθηκε στα δικαστήρια, κατηγορούμενος -φυσικά- για αθεΐα και διαφθορά των νέων (όπως άλλωστε θα συνέβαινε και σε οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη αν ίδρυε τη σχολή του). Το δικαστήριο αποτελούνταν από χίλιους δικαστές (!) και η απολογία του Πυθαγόρα ήταν τόσο γοητευτική και εντυπωσιακή, που τελικά απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες και του επιτράπηκε να συνεχίσει να διδάσκει.
Αυτό δεν έγινε επειδή υπήρχαν εκεί περισσότερες νεωτεριστικές τάσεις απ’ ότι συντηρητικές, κάθε άλλο, απλώς η φιλοσοφία έτεινε να γίνει μόδα στις αποικίες, και η πόλη θα έδειχνε κακό πρόσωπο αν εξόριζε ή σκότωνε έναν φιλόσοφο, θα αποκτούσε φήμη οπισθοδρομικής κοινότητας, κάτι που οι έμποροι και οι σνομπ πλούσιοι δεν το ήθελαν, όσο και αν επέμεναν οι ιερείς και οι πολιτικοί. Ο Πυθαγόρας, έφτασε μάλιστα στο σημείο να ιδρύσει παραρτήματα της σχολής του σε πολλές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας.
Η σχολή του Πυθαγόρα στον Κρότωνα έγινε τόσο φημισμένη για τις γνώσεις και την πρωτοπορία της, που άρχισαν να έρχονται εκεί νέοι από όλες τις πόλεις της Ελλάδας, κάνοντας ένα μεγάλο ταξίδι και ρισκάροντας πολλά για εκείνη, την εποχή. Ήταν γνωστό ότι η σχολή δίδασκε τους «αριθμούς», τη «θανατολογία» (προφανώς την διδασκαλεία περί μετεμψύχωσης), και την «τερατοποιία» του Φερεκύδη (κοντολογίς, πολύ παράξενα πράγματα).
Ο Πυθαγόρας ήταν ένας πολύ αινιγματικός και παράξενος άνθρωπος, εκκεντρικός και μυστηριώδης, ουσιαστικά ήταν ένας αποκρυφιστής, ίσως ο πιο αποκρυφιστής των φιλοσόφων που θα ακολουθούσαν (με εξαίρεση ίσως τον Εμπεδοκλή). Διέβλεπε στους αριθμούς στα πάντα. Προέβλεπε το μέλλον σε πολλές περιστάσεις, γοήτευε τα φίδια (λένε μάλιστα ότι κάποτε είχε ο ίδιος δαγκώσει έναν «θανατηφόρο όφη» που ήταν η μάστιγα των κατοίκων της Τυρρηνίας, ο όφης του επιτέθηκε, ο Πυθαγόρας τον δάγκωσε, ο όφης πέθανε). Κάποτε, εμφανίστηκε να συνομιλεί με τους μαθητές του ταυτόχρονα στον Κρότωνα και στο Μεταπόντο (ήταν κάτοχος, δηλαδή, του μυστικού της «πολυστασίας»). Άλλοτε, καθόταν σε ένα θέατρο και σηκώθηκε και έδειξε στους θεατές το πόδι του που ξαφνικά είχε γίνει χρυσό!
Μαζί με άλλους ταξίδευε με πλεούμενο τον ποταμό Κάσα, και άρχισαν να ακούγονται φωνές μέσα από το ποτάμι που φώναζαν «Πυθαγόρα Χαίρε!», ενώ όλοι οι συνοδοί του είχαν καταληφθεί από μεγάλο τρόμο. Κατά τον Ιάμβλιχο, ο Αριστοτέλης έγραψε μια πραγματεία «Περί Πυθαγόρειας φιλοσοφίας» όπου λέει ότι του «λογικού ζώου το μεν είναι θεός, το δε άνθρωπου, το δε ως ο Πυθαγόρας».
Δεν είναι ευρέως γνωστό, ότι για πολλά χρόνια ή και αιώνες, ήταν απαγορευμένο να συζητείται οτιδήποτε σχετίζεται με τον Πυθαγόρα. Η ζωή και το έργο του, αποτέλεσε μεγάλο μυστικό ανά τους αιώνες. ζητά κανείς ή να γράφει για τον Πυθαγόρα και το έργο του. Οι περισσότερες από τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και το έργο του προέρχονται από Έλληνες συγγραφείς πολύ μεταγενέστερων χρόνων, όπως ο Διογένης Λαέρτιος, ο Πορφύριος και ο μαθητής του ο Ιάμβλιχος. Ο Πυθαγόρας έζησε το 580-490 π.κ.ε. ενώ ο Πορφύριος και ο Ιάμβλίχος έζησαν γύρω στο 300 μ.κ.ε. οκτακόσια χρόνια αργότερα. Αυτοί υποτίθεται ότι εξάγουν πληροφορίες τους για το βίο του Πυθαγόρα από τις πραγματείες του Αριστοξένη και του Δικαιάρχου, μαθητών του Αριστοτέλη, οι οποίοι και αυτοί έγραψαν διακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Πυθαγόρα.
Από την ημέρα του θανάτου του και για εκατό χρόνια, δεν γράφτηκε απολύτως τίποτα για τον Πυθαγόρα. Η διδασκαλία στη Σχολή του ήταν αποκλειστικά προφορική, τηρούμενη με όρκο, αυστηρά μυστική. Η ίδια η διδασκαλία του και ο τρόπος που αυτή γινόταν, χαρακτηρίζεται τελείως απόλυτα από τον όρο «μυστικισμός», διότι αυτό ήταν. Όλες ανεξαιρέτως οι πληροφορίες που έχουμε για τον Πυθαγόρα, τη ζωή και το έργο του, είναι τελείως αμφίβολες.
Η προσωπικότητα και η διδασκαλία του τυλίχθηκαν, από την πρώτη στιγμή με ένα πέπλο μεγάλου μυστηρίου και ένα πέπλο περίτεχνου θρύλου, πέπλα που δεν έχασε ποτέ στην πάροδο των αιώνων. Αλλά, από τους ειδικούς, θεωρείτο βέβαιο ότι ο Πυθαγόρας επηρέασε όλους τους φιλόσοφους, λίγο ή πολύ, και άσκησε μεγάλη επίδραση για την ανάπτυξη των επιστημών στον ελληνικό κόσμο και γενικά της φιλοσοφίας. (Βέβαια, δεν έχω δει κανέναν απ’ αυτούς τους ειδικούς που το θεωρούν βέβαιο αυτό, να αναρωτιέται πώς άραγε ο Πυθαγόρας άσκησε αυτή την τόσο μεγάλη και καθοριστική επίδραση, τη στιγμή που όλα γίνονταν με τόσο μεγάλη μυστικότητα)
Πολλούς αιώνες αργότερα, άνθρωποι που προφανώς κατείχαν μυστικά που είχαν ταξιδέψει στους αιώνες από στόμα σε στόμα, μας διηγούνται ότι ο Πυθαγόρας δίδασκε τη «Μετεμψύχωση» (Μετ-εν-ψύχωση). Πίστευε, δηλαδή, ότι μετά το θάνατο η ψυχή του ανθρώπου, αν είναι «τέλεια», μεταβαίνει και ενώνεται με τον Θεό, ενώ αν ο άνθρωπος έχει διαπράξει αμαρτήματα κατά τη ζωή του, επιστρέφει με τη μορφή φυτού ή ζώου, για τιμωρία και εξαγνισμό. Όλα τα φυτά και ζώα που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι παρά άνθρωποι αμαρτωλοί, που έχουν σταλεί εδώ σε αυτή τη μορφή -από ένα αόρατο και ακατανόητο σύστημα- για να «εξαγνιστούν».
Οι διάφορες αυτές ζωές της ψυχής ενός ανθρώπου, διαρκούν έως και 3.000 χρόνια. Η ουσία, όμως, όλων των όντων είναι οι αριθμοί. Το Σύμπαν προήλθε «από το Χάος δια της μορφής», δηλαδή σχηματίστηκε από μέτρο και αρμονία, σε χρήση ενός συμπαντικού νου. Είναι η περιβόητη «Τάξις», δημοφιλής από τότε σε όλους τους φιλοσόφους. Ο Πυθαγόρας είναι ο πρώτος που ονόμασε αυτό το «μόρφωμα» του Σύμπαντος, «Κόσμον», εξαιτίας της αρμονίας και της ομορφιάς που επικρατούν σε αυτό.
Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, δίδασκαν ότι απέναντι από τη Γη κείται η Αντίχθων, συνδεδεμένη όμως προς τη Γη, (ας πούμε, μία Γη-2, ένας παράλληλος κόσμος αντίστοιχος του δικού μας). Η Γη και η Αντίχθων κινούνται «γύρω από το ήρεμο κεντρικό πυρ». Την κίνηση της Γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονα της, ως διδασκαλία του Πυθαγόρα, τη φανέρωσε σε φιλοσοφικούς κύκλους πρώτος ο Πυθαγόρειος Ικέτας, και έπειτα ο Πυθαγόρειος Έκφαντος και ο μαθητής του Πλάτωνα Ηρακλείδης ο Ποντικός.
Από αυτούς επηρεάστηκε αργότερα -κατά το 280 π.κ.ε.- ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, μαθητής του μαθητή του Αριστοτέλη, Στράτωνα, αλλά ο Αρίσταρχος που πρώτος τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά για όλα αυτά στους «πολιτισμένους» συνανθρώπους του, καταδιώχθηκε για αθεΐα και μάλιστα πρωτοστατούντος του στωικού «φιλόσοφου» Κλεάνθη ο οποίος ζητούσε τη θανάτωση ή εξορία του Αρίσταρχου.
Από αυτήν τη σκυταλοδρομία γνώσης, συμπεραίνουμε ότι τη θεωρία της κίνησης της Γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον εαυτό της, θα την είχαν διατυπώσει πρώτοι ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του, οι οποίοι όμως, για αυτόν ακριβώς τον φόβο τέτοιων διώξεων, χρησιμοποιούσαν κώδικες και αλληγορίες και σύμβολα κατά τη διδασκαλία, και εξασκούσαν τους μαθητές τους στο «νόμο της σιγής». Τρόποι αντίστοιχοι με εκείνους των Αλχημιστών του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Οι σελίδες αυτού του άρθρου δεν θα επαρκούσαν για να διηγηθώ έστω περιληπτικά της γνώσεις των Πυθαγορείων για τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα, τις δονήσεις και τη μουσική, αν και μερικές από αυτές είναι σχετικά γνωστές. Μέσω των διδαχών περί αριθμών, το πνεύμα των μαθητών τους άρχιζε σταδιακά να ανιχνεύει τον τύπο μιας αόρατης τάξης επί της ορατής πραγματικότητας.
Μέσα από τα αριθμητικά σύμβολα και τις μαθηματικές έννοιες, που γι’ αυτούς είχαν σαφώς και μαγικό χαρακτήρα εκτός από επιστημονικό (δηλαδή ερευνητικό), άρχιζαν να παρακολουθούν έναν αόρατο κόσμο που έστεκε ανάμεσα από τον κόσμο μας, ο οποίος είχε απόλυτο νόημα κι ερμηνεία, σε αντίθεση με τον ορατό κόσμο των φαινομένων. Περιορίζομαι στο να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό δείγμα, παραθέτοντας κάτι που γράφει ο Αριστοτέλης για τις μαθηματικές έρευνες του Πυθαγόρα και τις μεταφυσικές δοξασίες που εξήγαγε από αυτές:
«Από τις βαθιές τους μαθηματικές γνώσεις, δημιουργήθηκε από τους Πυθαγόρειους η θεωρία ότι οι Αρχές των μαθηματικών είναι επίσης και οι Αρχές του Όντος. Επειδή δε στα μαθηματικά οι αριθμοί είναι εκ φύσεως το πρώτο πράγμα το οποίο συναντά κανείς, οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι έβλεπαν στους αριθμούς μεγάλη ομοιότητα προς το Είναι και το Γίγνεσθαι, μεγαλύτερη ή προς το Πυρ, τη Γη και το Ύδωρ, και ονόμαζαν αυτοί την τάδε μεταβολή των αριθμών, δικαιοσύνη, την τάδε μεταβολή των αριθμών, ψυχή και νου, την τάδε, χρόνο, κλπ. Εκτός από αυτά, έβλεπαν αυτοί στους αριθμούς τις ιδιότητες και τις σχέσεις της Αρμονίας και πίστευαν ότι τα πάντα στη φύση είναι ομοιώματα των αριθμών, ότι τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία των όντων και ότι ολόκληρος ο ουρανός είναι αριθμός» (Μετά τα φυσικά, 985 Β).
Όλα αυτά και πολλά άλλα, φυσικά, αποτελούσαν μεταφυσικές και μυστικιστικές πεποιθήσεις, φιλοσοφικής πρόθεσης, που καμία άμεση σχέση δεν είχαν με τα μαθηματικά και τη γεωμετρία όπως την ξέρουμε, παρ’ όλο που τα μαθηματικά και η γεωμετρία όπως την ξέρουμε προέρχεται από αυτές τις παράξενες, έρευνες και μυστικιστικές πεποιθήσεις. Άλλωστε, όλα αυτά αποτελούν ένα ζήτημα για το οποίο όλοι οι λόγιοι όλων των αιώνων, ατέρμονα συζητούν και αναρωτιούνται, και έτσι έχει απειράριθμες προεκτάσεις. Ακόμη, όλα αυτά, δεν ήταν παρά ένα μικρό δείγμα από τα απίστευτα και πρωτάκουστα πράγματα για τα οποία συζητούσαν ο Πυθαγόρας και οι φίλοι του, ερευνούσαν, δίδασκαν, αλληγορούσαν.
Το πρώτο πράγμα που ανακάλυψε ο Πυθαγόρας ήταν ότι δεν μπορείς να μιλήσεις στον καθένα για αυτά τα πράγματα, διότι είτε δεν θα καταλάβει τίποτε απολύτως, είτε θα σε κάνει να χάσεις τον χρόνο σου σε άκαρπες συζητήσεις, είτε απλώς θα προσπαθήσει μισαλλόδοξα να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από εσένα που τα λες όλα αυτά, αφού οι άνθρωποι, ακόμη και οι πιο ανόητοι, έχουν μια πάγια διαμορφωμένη άποψη για τα πάντα, ή έτσι νομίζουν.
Ο Πυθαγόρας συμπέρανε ότι το να συζητάς για όλα αυτά με τον καθένα, ήταν το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις. Φυσικά, επειδή μέσα από όλα αυτά οι Πυθαγόρειοι εξήγαγαν μεγάλη κοσμοθεωρία και ερμηνεία του κόσμου, ο Πυθαγόρας ήξερε ότι ερχόντουσαν σε αντιπαράθεση με τη συγκεκριμένη μυθολογική-θεοκρατική ερμηνεία του κόσμου που επικρατούσε εκείνες τις εποχές μέσω των ιερατείων και των αρχόντων των πολιτειών.
Έτσι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κανείς δεκτός στη Σχολή των Πυθαγορείων, κι ακόμη και όταν γινόταν δεκτός , κανείς απαιτούνταν πλήρη μυστικότητα για τα πάντα όσα-άκουγε ή έβλεπε εκεί μέσα (όσα άκουγε ή έβλεπε μόνο, διότι του απαγορευόταν να μιλάει εκεί, να πει έστω και την παραμικρή λέξη, για αρκετά χρόνια).
Ο υποψήφιος μαθητής καλούταν στο Γυμναστήριο της Σχολής, όπου συμμετείχε σε ασκήσεις μαζί με τους άλλους μαθητές. Η πάλη απαγορευόταν από τον Πυθαγόρα, διότι έλεγε ότι εκείνοι που προορίζονται για την άσκηση της αρετής, δεν έπρεπε να κυλιούνται στο χώμα σαν τα ζώα. Ακολουθούσε συμπόσιο κατά το οποίο ο υποψήφιος δεχόταν όλων των ειδών τις παράξενες ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει αβίαστα και ελεύθερα.
Ο Πυθαγόρας και οι συνεργάτες του παρατηρούσαν με προσοχή τους μορφασμούς, τις όψεις και το γέλιο του υποψήφιου, βγάζοντας συμπεράσματα για την προσωπικότητα του, τον «φυσιογνωμούσαν» όπως έλεγαν. Αργότερα, ο υποψήφιος καλούταν σε ένα σπήλαιο, στο οποίο οι θρύλοι έλεγαν ότι υπήρχαν φαντάσματα και κακά πνεύματα, εκεί του ζητούσαν να περάσει μία νύχτα μόνος του μέσα στο σπήλαιο αυτό. Αυτός που δεν τα κατάφερνε να παραμείνει εκεί, απορριπτόταν ως ασθενής κι επιπόλαιος χαρακτήρας. Αν ο υποψήφιος περνούσε επιτυχώς αυτές και άλλες άγνωστες δοκιμασίες, γινόταν δεκτός στην πρώτη τάξη της Σχολής, όπου η φοίτηση του διαρκούσε πέντε ολόκληρα χρόνια.
Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, υπέρτατος νόμος ήταν η απόλυτη σιγή. Ο μαθητής ήταν υποχρεωμένος μόνο να ακούει και να μη ρωτά τίποτε, να μη σχολίαζε: τίποτε, να μη μιλάει σε κανέναν, στην είσοδο της Σχολής υπήρχε η επιγραφή «Εκάς Βέβηλοι», δηλαδή μακριά οι βέβηλοι από εδώ, οι «αμύητοι», δηλαδή -από το «μύω»- αυτοί που δεν μπορούν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό -και όχι κάποιοι «βέβηλοι» με τη θρησκευτική έννοια του όρου, δηλαδή ιερόσυλοι ή κάτι τέτοιο.
Το μόνο δόγμα ήταν το «Αυτός Έφα» (που σήμαινε, αυτό το είπε ο Πυθαγόρας, και άρα είναι ορθό κι άρα δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Οι μαθητές και μαθήτριες αυτής της πρώτης τάξης, ονομαζόντουσαν «ακουσματικοί», και αποτελούσαν το «Ομακόειον» (δηλαδή αυτούς που ακούνε όμοια), που ήταν κοινόβιο, και συντηρούταν από κοινό ταμείο στο οποίο οι μαθητές είχαν καταθέσει όλη την περιουσία τους. Τα πρώτα μαθήματα ήταν πολύπλοκες διδαχές ηθικής και φιλοσοφίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ετών, ο μαθητής δεν συναντούσε ποτέ τον ίδιο τον Πυθαγόρα αλλά τους συνεργάτες του (που αναφέρονταν σε αυτόν λέγοντας «Αυτός» και όχι λέγοντας «ο Πυθαγόρας») και με κάποιους εκλεκτούς ο Πυθαγόρας επικοινωνούσε με ραβασάκια, όπου τους έγραφε διάφορα αινιγματικά μηνύματα.
Η μεγαλύτερη αρετή, κατά τον Πυθαγόρα, ήταν η φιλία, και ίσως γι’ αυτό έπρεπε ο μαθητής ν’ αποδείξει, ότι είχε μεγάλες αρετές για να γίνει φίλος του. Η φιλία για τους Πυθαγόρειους ήταν «εναρμόνιος ισότης» μια κωδική φράση που ουσιαστικά σήμαινε ότι πρέπει να κάνεις φίλους μόνο τους ίσους σου. Όταν ρωτούσαν τον Πυθαγόρα τι εννοούσε με τη λέξη «φίλος» (γνωρίζοντας ότι άλλα έλεγε και άλλα εννοούσε, ο Πυθαγόρας απαντούσε: «άλλος εγώ». Στα συμπόσια, μερικοί γνωρίζοντας πόσο καλός ήταν στη φυσιογνωμική, τον ρωτούσαν να τους πει για τον χαρακτήρα τους κρίνοντας τη φυσιογνωμία τους, κι εκείνος απλά έλεγε το περιβόητο: «Υπάρχει πιο εύκολος τρόπος: δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι».
Μετά τα πέντε χρόνια, αν ο Πυθαγόρας έκρινε ότι ο μαθητής ήταν άξιος «προαγωγής», τον ανακήρυττε «εσωτερικό μαθητή» και τον δεχόταν στην αληθινή Σχολή. Τότε άρχιζε να μαθαίνει για τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα και τη μουσική κι ότι ξέρουμε γι’ αυτά δεν ήταν παρά τα πρώτα εσωτερικά μαθήματα, ενώ για τα υπόλοιπα έχουμε γνώση θολή και αμφίβολη. Είναι φανερό ότι η Σχολή του Πυθαγόρα αποτέλεσε πρότυπο για τη δομή και τη λειτουργία των μετέπειτα λεγόμενων εσωτερικών ταγμάτων και μυστικών αδελφοτήτων και Μυστικών Εταιριών.
Στο ιδιότυπο αυτό «μοναστήρι» (γιατί κάτι τέτοιο ήταν) μπορούσαν να φοιτήσουν και άνδρες και γυναίκες, αλλά πρώτα έπρεπε να δώσουν όρκο πλήρους αγνότητας και να μάθουν να τηρούν μία αυστηρή δίαιτα που απαγόρευε το κρασί, το κρέας, τα αυγά και τα κουκιά. Για κάποιον παράξενο λόγο ο Πυθαγόρας μισούσε τα κουκιά κι απαγόρευε να τα τρώνε ακόμη και τα βόδια. Όλοι έπρεπε να ντύνονται με μακρύς χιτώνες σκούρων χρωμάτων, ήταν απαγορευμένο να χασκογελάνε και κάθε νύχτα πριν κοιμηθούν έπρεπε να κάνουν την αυτοκριτική τους (Ανακεφαλαίωση).
Ο σημαντικός αυτός άνθρωπος, ο Πυθαγόρας, διηγούταν στους μαθητές του ότι θυμόταν θαυμάσια και ξεκάθαρα, πως στην προηγούμενη ζωή του, ο ίδιος ήταν μία κυρία ελαφρών ηθών, μια εταίρα και σε μια άλλη περασμένη ζωή του ήταν ο Αρχαίος ήρωας Εύφορος του Τρωικού Πολέμου και μάλιστα, όταν πήγε στο Άργος, αναγνώρισε στον ναό την πανοπλία που ο ίδιος είχε φέρει ως λάφυρο από την Τροία. Ήταν ο Μεγάλος φίλος. Δίδασκε την αρετή, την ταπεινότητα και τη σεμνότητα, αλλά ο ίδιος είχε προσωπικές σχέσεις μόνο με εκείνους που του εκδήλωναν συμπεριφορές λατρείας μεσιακής προς το άτομο του.
Ήταν μια μεγαλοφυΐα, ένας μυστηριώδης τύπος, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, αργότερα πολλοί τον πίστευαν για ημίθεο, σίγουρα ήταν ένας από τους πρώτους μεγάλους επιστήμονες, αλλά ακόμη πιο σίγουρα ήταν ο απόλυτος «γκουρού», τους τρόπους του οποίου μιμήθηκαν με ακρίβεια αμέτρητοι «δάσκαλοι» και «μύστες» στην ιστορία της ανθρωπότητας, λιγότερο θαυμαστοί απ’ αυτόν.
Η κλειστή κάστα των Πυθαγορείων, πεισμένη πως αποτελούσε μία τάξη εκλεκτών που είχαν εντεταλμένη αποστολή από τον Θεό του Σύμπαντος, τον Κοσμικό Νου, αφού ο Πυθαγόρας συνήθως μιλούσε για έναν Θεό, τον «Δημιουργό» κι όχι για πολλούς Θεούς να βάλουν τάξη και να δώσουν γνώση στον χαοτικό όχλο των ανόητων ανθρώπων, αποφάσισε να διεισδύσει κρυφά στην κρατική εξουσία με σκοπό να ιδρύσει σταδιακά στον Κρότωνα την τέλεια δημοκρατία που θα βασίζεται στις αλήθειες που είχε ανακαλύψει ο μεγάλος δάσκαλος.
Ίσως ξεκίνησε έτσι μία συνωμοσία, ίσως κι όχι, δεν ήμαστε σίγουροι, πάντως πολλά διοικητικά πόστα του Κρότωνα είχαν καταληφθεί από αυστηρούς Πυθαγόρειους, ειδικευμένους σε γνώσεις που κανείς δεν είχε ξανακούσει και ίσως αυτό να προκάλεσε την καχυποψία των πολιτών απέναντι στη Σχολή. Ο Πυθαγόρας, σαν να είχε δει το τέλος να πλησιάζει, είχε, εμπιστευτεί το σύγγραμμα του με τίτλο Σχόλια στη κόρη του Δαμώ, που ήταν ίσως η πιο πιστή μαθήτρια του, για να το διασώσει μετά τον θάνατο του.
Ένας οργισμένος όχλος Κροτωνιστών φονταμενταλιστών της εποχής, (κατ’ άλλους, μέλη του ρεύματος των «δημοκρατικών» υπό τον Κύλωνα) περικύκλωσε τη Σχολή κι όλοι μαζί εισέβαλαν, κατέστρεψαν και έκαψαν ότι βρήκαν εκεί μέσα, έβγαλαν έξω όλους τους ενοίκους και τους έσφαξαν. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας κατάφερε να δραπετεύσει μέσα στη νύχτα αλλά, (κατά μία μυθολογική θεώρηση) ο όχλος τον κυνήγησε με πυρσούς, ώσπου τα βήματα του τον οδήγησαν σε ένα χωράφι με κουκιά.
Μισούσε τόσο πολύ τα κουκιά που δεν καταδέχθηκε να ξαπλώσει ανάμεσα τους για να κρυφτεί, κι έτσι οι διώκτες του τον εντόπισαν και τον σκότωσαν επί τόπου. Αργότερα, ο λαός παρέφρασε την απέχθεια του Πυθαγόρα για τα κουκιά, σε απέχθεια για τα πράσα, και απέδιδε σε αυτό το μοιραίο γεγονός της σύλληψής του την καταγωγή της φράσης «τον πιάσανε στα πράσα». Εκείνη τη νύχτα πρέπει να σφαγιάστηκαν εκατοντάδες ιδιαίτεροι άνθρωποι, κάτοχοι ποιος ξέρει πόσων μυστικών γνώσεων. Σώθηκαν σαν από θαύμα μονάχα δύο μαθητές του Πυθαγόρα, ο Άρχιππος και ο Λύσις, απ’ αυτούς, ο Λύσις διέφυγε τελικά στη Θήβα, όπου πήρε ως μαθητή του τον Επαμεινώνδα.
Ο Φιλόλαος, ο πρώτος Πυθαγόρειος συγγραφέας, λέει -σε ένα απόσπασμα που από θαύμα δεν το έκαψαν αργότερα κι αυτό οι συμπολίτες του- για τις πεποιθήσεις των Πυθαγορείων περί ψυχής: «Μαρτυρούν δε ακόμη και οι παλαιοί θεολόγοι και μάντεις, ότι η ψυχή έχει συνδεθεί με το σώμα ως τιμωρία για τις αμαρτίες αυτής κα ότι είναι εντός του σώματος σαν να ευρίσκεται εις τον τάφον»
Όταν η ψυχή του Πυθαγόρα απελευθερώθηκε βιαίως από το σώμα του, ο ίδιος ήταν ογδόντα ετών. Δεν έχει τάφο.
Παντελής Γιαννουλάκης «Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και το αρχαίο ελληνικό κατεστημένο» / Strange