Ζευγαρώνοντας με τον ακατάλληλο
Γιατί οι άνθρωποι, ακόμα και οι πιο έξυπνοι, παντρεύονται ή γενικά ζευγαρώνουν τόσο συχνά με πρόσωπα εντελώς ακατάλληλα; Ποιος είναι ο λόγος που επιλέγεις να αποτύχεις στον έρωτα με κάποιον όταν όλοι οι τρίτοι γύρω σου προέβλεπαν εξαρχής την αποτυχία σας;
Η πρώτη εύκολη απάντηση που μας έρχεται στα χείλη είναι πως ο έρωτας είναι τυφλός. Ο έρωτας λένε, δεν έχει να κάνει με τη λογική. Ερωτευμένοι βαριά – ιδίως κατά τη νιότη – με τον ίδιο τον έρωτα, αφήνουμε τον ποθητό άνθρωπο, ως ορισμένο μοναδικό πρόσωπο, σε δεύτερο πλάνο.
Πρώτα ο έρωτας για τον έρωτα, μετά ο έρωτας για το πρόσωπο, το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Λαχταρούμε τόσο να βυθιστούμε στην αισθηματική ατμόσφαιρα και στο σενάριο ενός ειδυλλίου, που δε χάνουμε καιρό για να εξετάσουμε προσεχτικά ποιος είναι πράγματι αυτός που αρχίζουμε να ερωτευόμαστε. Αν είναι δηλαδή όντως εκείνος που αγαπάμε.
Λίγα ελκυστικά χαρακτηριστικά είναι υπεραρκετά να πυροδοτήσουν καρδιά και σώμα. Για τα υπόλοιπα, τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, θα αναλάβει η φλογισμένη φαντασία του πόθου να κάνει τις αναγκαίες προσθήκες, τις αναγκαίες επιδιορθώσεις.
Άραγε δίχως τούτη τη φλογισμένη φαντασία του πόθου, πόσους όντως ερωτεύσιμους θα ανακαλύπταμε γύρω μας;
Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως τα ψεύδη του έρωτα περνούν στην αρχή απ’ τη μαγεία, τη γοητεία και την ποίηση, την έκσταση κι εκείνη την υπέρβαση των ορίων σου, των ορίων ζωής και θανάτου.
Να όμως που οι άνθρωποι συχνά ζευγαρώνουμε με πρόσωπα που, από χέρι, καταδικάζουν τη γοητεία σε απογοήτευση. Οι άνθρωποι διαλέγουν πρόσωπα ακατάλληλα να σχετιστούν και, ακόμα συχνότερα, να παντρευτούν. Είναι όμως πάντα ο τυφλός έρωτας που οργανώνει τη ζημιά;
Πολλοί καταφεύγουν στη επίφαση του έρωτα. Στα κλισαρισμένα επεισόδια και στις ασφαλείς ρυθμίσεις σχέσεων. Ήρεμα και κανονικά θα αγαπούν μέχρι να απομείνουν κι οι ίδιοι ένα ασφαλές κλισέ του εαυτού τους. Φτιάχνουν λοιπόν ερωτική σχέση και γάμο με άνθρωπο που δε συνταράσσει, ώστε να μη διαταράσσει τον κόσμο τους. Το προτιμούν.
Όλα μετρημένα και ζυγισμένα με κριτήριο κάποια επίφαση σιγουριάς. Ώστε να μπορούν και να χωρίσουν εύκολα. Ώστε να μπορούν να φύγουν. Για να μην πονέσουν φριχτά αν εγκαταλειφθούν, για να ξεχάσουν κατόπιν εύκολα, και πιο πολύ, για να είναι σε θέση γρήγορα να αναπληρώσουν. Για να μπορούν να είναι πολυγαμικοί και να μη χάνουν ευκαιρίες για νέες μικροπεριπέτειες.
Ο γνήσιος έρωτας είναι – θες δε θες – πιστός, ενώ εκείνοι προτιμούν να λένε πως έχουν εμπειρίες. Η φανταχτερή ποσότητα εις βάρος της ακριβής ποιότητας ήταν πάντα για τον κόσμο ένα δίλημμα. Όχι, όχι… δε θα προσφέρουν τον εαυτό τους στον άλλον, γιατί δε θέλουν να χάσουν τον εαυτούλη τους.
Δε φεύγουν όμως πάντα όπως ονειρεύονται. Τις πιο πολλές φορές δένονται για τα καλά σε μέτριες σχέσεις, σε μέτριες συγκινήσεις. Παραμένουν σε μια υποτονική, «λίγη» σχέση, που κατά βάθος περιφρονούν, όπως περιφρονούν και την αδυναμία τους…
Είναι απίστευτο, αλλά οι περισσότεροι, δε ζούμε. Προσπαθούμε μόνο να μην πεθάνουμε.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ