Γκαίτε – Το πράσινο φίδι κι η όμορφη Λίλια - Point of view

Εν τάχει

Γκαίτε – Το πράσινο φίδι κι η όμορφη Λίλια



Δίπλα στο μεγάλο το ποτάμι, που τα νερά του είχανε φουσκώσει και ξεχειλίσει με τη τελευταία γερή βροχή, ξαπλωμένος μες στο καλυβάκι του κοιμόταν ο περαματάρης αποκαμωμένος από της ημέρας τον κάματο. Μες στα βαθιά μεσάνυχτα δυνατές φωνές τονε ξυπνήσαν. 'Aκουσε και κατάλαβε πως ήταν ταξιδιώτες που θα θέλανε να τους περάσει αντίπερα.
Όταν λοιπόν εβγήκε από τη πόρτα, είδε δυο μεγάλα Τελώνια να στέκουν από πάνω από τη δεμένη βάρκα και να τονε βεβαιώνουνε πως είναι βιαστικά πολύ και πως θα 'πρεπε κιόλας να βρίσκονται στην αντίπερα όχθη. Ο Γέροντας δεν έχασε καιρό, έλυσε τη βάρκα και με τη συνηθισμένη δεξιοσύνη του τράβηξε γραμμή πάνω από το ποτάμι, ενώ οι ξένοι του μιλούσανε γοργά-γοργά τη σφυριχτή κι άγνωστη γλώσσα τους και κάπου-κάπου ξεσπάγανε σε γέλια δυνατά, χοροπηδώντας ακατάπαυστα, μια στις κουπαστές και στους πάγκους, μια εδώ κι εκεί μες στο κατάστρωμα της βάρκας.
-"Η βάρκα γέρνει!" φώναξε ο γέροντας, "κι αν αναδεύεστε έτσι ολοένα, μπορεί και να τουμπάρει. καθίστε κάτω, πλανεροί Εωσφόροι!"
Σαν άκουσαν αυτή τη συμβουλή, βάλανε κι οι δυο τα γέλια, κοροϊδέψανε τον Γέροντα και στριφογύρισαν ακόμη πιο πολύ. Τότε κι αυτός υπόφερε υπομονετικά τις αταξίες τους και σε λίγο φτάσανε στην αντίπερα όχθη.
-"Να, πάρε για τον κόπο σου!" του φώναξαν οι ταξιδιώτες, άρχισαν να τινάζονται και πλήθος λαμπερά χρυσά νομίσματα πέσανε μες στην υγρή βάρκα.
-"Για όνομα του Θεού, τι κάνετε αυτού!" φώναξε ο Γέροντας, "σε συμφορά μεγάλη θα με ρίξετε! Αν ένα χρυσό νόμισμα έπεφτε μες στα νερά, τότε το ποτάμι, που δε μπορεί να υποφέρει αυτό το μέταλλο, θα φούσκωνε αγριεμένο θα με κατάπινε στα τρομερά του κύματα και μένα και τη βάρκα και ποιος ξέρει τι θα μπορούσατε να πάθετε και σεις. Πάρτε πίσω τα λεφτά σας"!
-"Δε μπορούμε να πάρουμε πίσω ό,τι τινάξαμε από πάνω μας", αποκρίθηκαν εκείνοι.
-"Έτσι λοιπόν με βάζετε στον κόπο, να μαζέψω τα φλουριά σας και να 'βγω να τα θάψω έξω στη γη!" είπε ο Γέροντας σκύβοντας και βάζοντάς τα ένα-ένα μες στο σκούφο του. Τα Τελώνια πήδησαν έξω από τη βάρκα και τότε ο Γέροντας τους φώναξε. "Και πού είναι ο κόπος μου λοιπόν";
-"Όποιος δε δέχεται λεφτά, πρέπει να δουλεύει δωρεάν!" αποκρίθηκαν τα Τελώνια.
-"Πρέπει να ξέρετε πως μόνο με καρπούς της γης μπορώ να πληρωθώ."
-"Με καρπούς της γης; Εμείς τους περιφρονούμε και ποτέ δε τους δοκιμάσαμε".
-"Κι όμως δε μπορώ να σας αφήσω να φύγετε, προτού μου υποσχεθείτε να μου φέρετε τρία κουνουπίδια, τρεις αγκινάρες και τρία μεγάλα κρεμμύδια".
Τα Τελώνια το ρίξανε στ' αστεία και κάνανε να φύγουν, μα νιώσανε πως ήτανε με τρόπο ακατανόητο κολλημένα στο έδαφος. Ποτέ άλλοτε δεν είχανε δοκιμάσει τόσο δυσάρεστο συναίσθημα. Του υποσχεθήκανε λοιπόν πως δε θ' αργούσαν να εκπληρώσουνε την επιθυμία του και τότε αυτός τους ελευθέρωσε κι έσπρωξε πέρα τη βάρκα του. Ήτανε κιόλας αρκετά μακριά, όταν εκείνα του φωνάξανε.
-goethe_fairy_tale4"Γέρο, άκου, Γέρο! Ξεχάσαμε το σπουδαιότερο"! Μα ήτανε πια μακριά και δεν τους άκουσε. 'Aφησε να τον πάρει το ποτάμι πλάι-πλάι στην όχθη κατά κάτω, για να πάει να παραχωρήσει το επικίνδυνο χρυσάφι σ' ένα βουνότοπο, που δε μπορούσαν τα νερά ποτέ τους να τον φτάσουν. Βρήκε μια τρομαχτική χαράδρα ανάμεσα σε θεόρατα βράχια, το πέταξε κει μέσα και κίνησε ξανά για τη καλύβα του.
Μέσα σε κείνη τη χαράδρα βρισκότανε το πράσινο κι ωραίο φίδι. Το κουδούνισμα των νομισμάτων που πέφτανε το ξύπνησε από τον ύπνο του. Μόλις αντίκρυσε τα λαμπερά δισκάκια, άρχισε αμέσως να τα καταπίνει με λαιμαργία μεγάλη και να ψάχνει προσεχτικά παντού, μες στων βράχων τις σκισμές και μες στους θάμνους, όπου είχαν σκορπιστεί τα νομίσματα, μη τύχει και κανένα του ξεφύγει. Και μόλις τα κατάπιε, ένιωσε, με το πλέον ευχάριστο συναίσθημα να λιώνει το χρυσάφι μες στα σπλάγχνα του και σ' όλο ν' απλώνεται το σώμα και παρατήρησε με μεγάλη του χαρά πως είχε γίνει διάφανο και φεγγοβόλο. Από καιρό το 'χανε βεβαιώσει πως ήταν αδύνατο να του συμβεί το φαινόμενο τούτο. Καθώς όμως αμφέβαλλε πολύ, πως αυτό το φως μπορούσε να βαστάξει, η περιέργεια κι ο πόθος του, να εξασφαλίσει το μέλλον, το σπρώξανε να βγει από το βράχο, για να ψάξει να βρει, ποιός τάχα να χε σκορπίσει κεί μέσα τ' ωραίο χρυσάφι.
faehrmann-schlangeΔεν ήβρε κανένα. Ωστόσο μεγάλη αισθάνθηκε ευχαρίστηση αποθαυμάζοντας το ευχάριστο φως που σκόρπιζε γύρω του στη δροσερή πρασινάδα, καθώς σερνόταν ανάμεσα στα χόρτα και στους θάμνους. Όλα τα φύλλα φαίνονταν σα σμαραγδένια κι όλα τα λουλούδια σα μεταμορφωμένα κι ολόλαμπρα. Του κάκου ερεύνησε παντού την άγρια μοναξιά. Ωστόσο πάλι μεγαλώσανε οι ελπίδες του σα βγήκε σ' ένα ύψωμα κι αντίκρυσε πέρα μακριά, όμοια με τη δική του κάποια λάμψη. "Α, να, επιτέλους!" σκέφτηκε, "βρήκα το ταίρι μου" και τράβηξε γραμμή κατά κει. Δε λογάριασε καθόλου πόσο ήτανε δυσάρεστο να σέρνεται μες από βάλτους και καλάμια, γιατί όσο κι αν προτιμούσε να ζει στων βουνών τα λιβάδια και στις ψηλές βραχοσχισμάδες, να τρέφεται με τ' αρωματισμένα χορταράκια και με την απαλή δροσιά ή σε κρουστάλλινη πηγή τη δίψα του να σβήνει, θα μπορούσε ωστόσο, για το λατρεμένο του χρυσάφι και για την ελπίδα του λαμπρού φωτός, ό,τι του ζητούσαν να το κάνει.
Κατακουρασμένο έφτασε τέλος σ' ένα βαλτότοπο, που παίζανε τα δυο μας τελώνια. Έτρεξε κατά πάνω τους, τα χαιρέτησε καταχαρούμενο που συναντούσε τόσο ευχάριστους και συγγενικούς του αφεντάδες. Τα τελώνια τρίβονταν στο σώμα του, πηδούσαν από πάνω του και γελούσαν κατά τον τρόπο τους.
-"Κυρ-Οφιέ", του λέγανε, "αν κι ανήκεις στην οριζόντια γραμμή, αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει. Η αλήθεια είναι πως μόνο κατά τα φαινόμενα έχουμε κάποια συγγένεια, γιατί να! για κοίταξε..." (και πάνω σ' αυτά οι δύο φλόγες εθυσίασαν όλο τους το πλάτος κι έγιναν όσο μπορούσαν μακρουλές και μυτερές), "...πόσον όμορφα μας ντύνει μας, τους άρχοντες της κάθετης γραμμής το λυγερό αυτό μάκρος. Μη μας παρεξηγήσεις, φίλε μου, μα ποιά οικογένεια μπορεί να παινευτεί για τούτο; Από τότε που υπάρχουνε τελώνια, μήτε ξαπλώθηκε κανένα μήτε κάθισε".
Το φίδι αισθανόταν μεγάλη στενοχώρια κοντά σε τέτοιους συγγενείς. Γιατί όσο κι αν εσήκωνε ψηλά το κεφάλι του, το 'νιωθε καλά πως θ' αναγκαζότανε πάλι στη γη να σκύψει, αν ήθελε ν' αλλάξει θέση. Κι όσο δοκίμασε πρωτύτερα ξεχωριστή ευχαρίστηση μες στο σκοτεινό του το δασάκι, τόσον ωραία του φαινότανε πως έχανε απ' τη λάμψη του κάθε στιγμή δίπλα σε τούτα τα ξαδέρφια του. Κι έτσι φοβήθηκε πως στο τέλος θε να σβηνότανε τελείως. Μες στην ανησυχία του αυτή, ρώτησε βιαστικά τους δυο αφεντάδες, μήπως μπορούσανε να το πληροφορήσουν πούθ' ερχότανε τ' αστραφτερό χρυσάφι, που 'χε προ λίγου πέσει μες στη βραχοχαράδρα. Του 'χε περάσει ιδέα πως ήτανε χρυσή βροχή, που στάλαζε γραμμή από τον ουρανό.
Τα τελώνια βάλανε τα γέλια και τιναχτήκανε κι ευθύς πλήθος πολύ, χρυσά νομίσματα πετάχτηκαν ολόγυρά τους, Το φίδι ρίχτηκε γοργά να τα καταβροχθίσει.
-"Τρώγε με την ησυχία σου, κυρ-Οφιέ", είπανε τα ευγενικά αρχοντόπουλα, "μπορούμε να σου δώσουμε όσα θες". Τινάχτηκαν ακόμη μερικές φορές και με τόση γρηγοράδα, που το φίδι δε πρόφτανε πια να καταπιεί το πολύτιμο φαγί του. Η λάμψη του άρχισε να μεγαλώνει ολοφάνερα. Πράγματι φεγγοβολούσε τώρα ολόλαμπρο, ενώ τα τελώνια είχανε πολύ αδυνατίσει και μικρύνει, χωρίς να χάσουν όμως ούτε σταλιά από την ευθυμία τους.
-"Είμαι για πάντα δικός σας", είπε το φίδι, σα κατόρθωσε να ξαναπάρει ανάσα μετά από το δείπνο του, "ζητήστε μου ό,τι θέλετε. ό,τι περνά από μένα, θα το κάνω".
-"Θαυμάσια!", φωνάξανε τα τελώνια. "Πες μας λοιπόν πού κατοικεί η ωραία Λίλια! Πήγαινέ μας όσο μπορείς πιο γρήγορα στο παλάτι και στον κήπο τους ωραίας Λίλιας, πεθαίνουμε από ανυπομονησία να πέσουμε στα πόδια της".
-"Αυτό που ζητάτε", είπε το φίδι με βαθύ αναστεναγμό, "δε μπορώ να σας το κάνω αμέσως. Η ωραία Λίλια κατοικεί δυστυχώς από την άλλη μεριά του ποταμού".
-"Από την άλλη μεριά του ποταμού! Τι κρίμα! Και μεις περάσαμε δώθε, μες στην άγρια τούτη νύχτα! Τί σκληρό που 'ναι το ποτάμι που μας χωρίζει τώρα! Δε θα 'τανε δυνατό να ξαναφωνάξουμε τον Γέροντα";
-"Χαμένος κόπος θα 'τανε", ξαναείπε το φίδι, "γιατί κι αν τον απαντούσατε σε τούτη την όχθη δε θα μπορούσε να σας πάρει πέρα. Έχει την άδεια να περάσει εδώθε τον καθένα, μα κανέναν εκείθε".
-"Ωραία τη πάθαμε! 'Aλλο μέσο δεν υπάρχει να περάσουμε το ποτάμι";
-"Υπάρχουνε κάνα-δυο μα όχι για τούτη τη στιγμή. Εγώ ο ίδιος θα μπορούσα να περάσω πέρα τ' αρχοντόπουλα, αλλά όχι πριν από το μεσημέρι".
-"Αυτή την ώρα δε μας αρέσει να ταξιδεύουμε".
-"Τότε μπορείτε να περάσετε κατά το βράδυ, απάνω στη σκιά του Γίγαντα".
-"Και τί πρέπει να κάνουμε";
-"Ο μεγάλος Γίγαντας, που μένει δω κοντά, δε μπορεί να κάνει τίποτα με το σώμα του. Τα χέρια του μήτε άχυρο δε θα μπορούσαν να σηκώσουν, οι ώμοι του δε θα βαστούσαν ούτε ένα δεμάτι. η σκιά του όμως μπορεί πολλά να κάνει, ίσως όλα. Γι' αυτό τη μεγαλύτερή του δύναμη την έχει κατά την ανατολή και τη δύση του ήλιου και δεν έχει παρά να καθίσει κανείς το βραδάκι στους ώμους της σκιάς του. Τότε ο Γίγαντας τραβά σιγά-σιγά κατά την όχθη κι η σκιά περνά τον ταξιδιώτη από την άλλη τη μεριά. Μ' αν θέλετε κατά το μεσημέρι να 'ρθείτε κει στην ακρούλα του δάσους, που τα δέντρα κατεβαίνουν ίσαμε κάτω στο νερό, μπορώ να σας περάσω μόνος μου και στην ωραία Λίλια να σας συστήσω. Αν πάλι φοβόσαστε το μεσημεριάτικο λιοπύρι, τότε πηγαίνετε να βρείτε κατά το βραδάκι τον Γίγαντα σε κείνο κει το βραχολιμανάκι, και δίχως άλλο θα σας φερθεί πολύ ευγενικά".
Τ' αρχοντόπουλα τότε απομακρύνθηκαν με μιαν ελαφράν υπόκλιση και το φίδι φχαριστήθηκε που ξέμπλεξε από δαύτα, όχι μόνο γιατί ήθελε να χαρεί το ίδιο του το φως, μα και γιατί περίμενε να ικανοποιήσει κάποια του περιέργεια, που από καιρό τώρα το βασάνιζε κατά περίεργο τρόπο.
Μες στις βραχοχαράδρες, όπου συχνά σερνότανε πέρα-δώθε, είχε κάνει σ' ένα μέρος κάποια περίεργη ανακάλυψη γιατί, αν ήταν αναγκασμένο να έρπει χωρίς φως μες σε κείνα τα βάραθρα, είχε ωστόσο κατορθώσει να ξεχωρίζει με την αφή καλά-καλά τ' αντικείμενα. Είχε συνηθίσει να συναντά παντού μόνον ακανόνιστα φυσικά σώματα. Πότε γλιστρούσε μέσα στις αιχμές μεγάλων κρυστάλλων, πότε αισθανότανε τις μύτες ή τις φλέβες του φυσικού αργύρου και πότε έφερνε στο φως μαζί του το ένα ή τ' άλλο πολύτιμο πετράδι.
Με μεγάλη του όμως έκπληξη αισθάνθηκε κλεισμένα μες στο κοίλωμα ενός βράχου, αντικείμενα που μαρτυρούσαν το πέρασμα του ανθρώπινου χεριού. Τοίχους στρωτούς, που δε μπορούσε να τους ανεβεί, κανονικές απότομες γωνίες, καλοφτιαγμένες κολώνες και το περιεργότερο απ' όλα, ανθρώπινα αγάλματα, που πολλές φορές τυλίχτηκε τριγύρω τους κι είχε σχηματίσει την ιδέα πως πρέπει να 'ναι από χαλκό ή από καλά-καλά γιαλισμένο μάρμαρο. Ένιωθε λοιπόν την επιθυμία ν' αντιληφθεί και με τα μάτια του επιτέλους όλ' αυτά που 'χεν αισθανθεί και να βεβαιωθεί για τις υποθέσεις του. Θαρρούσε πια πως ήτανε σε θέση να φωτίσει με το δικό του το φως εκείνη την υπόγεια και θαυμαστή στοά κι έλπιζε πως θα μπορούσε μονομιάς να γνωριστεί εντελώς και παίρνοντας το γνώριμό του δρόμο δεν άργησε να βρει και σχισμάδα, απ' όπου συνήθιζε να χώνεται μες στο ναό.
Μόλις βρέθηκε κει μέσα, κοίταξε με περιέργεια γύρω-γύρω. Αν κι η λάμψη του δε μπορούσε να φωτίσει ολόκληρο το χώρο, τα κοντινά όμως αντικείμενα φαίνονταν αρκετά καθαρά. Με κατάπληξη και τρόμο είδε τότε να στέκει μπρος του, ψηλά, μέσα σε αστραφτερή αχιβάδα τ' ολόχρυσο άγαλμα ενός σεβάσμιου βασιλέα. Το άγαλμα κείνο ήταν υπερφυσικού μεγέθους, αλλά το σχήμα του όλο έδινε την εντύπωση μάλλον κοντού παρά ψηλού ανθρώπου. Τ' ομορφοκαμωμένο σώμα του ήτανε διπλωμένο σ' έναν απλό μανδύα κι ένα στεφάνι από δρυΐνο κλαρί κρατούσε σηκωμένα τα μαλλιά του. Μόλις το φίδι κάρφωσε τα μάτια σε κείνη τη σεβάσμια μορφή, ο βασιλιάς μίλησε και του 'πε:
-"Πούθ' έρχεσαι";
-"Μες από τις χαράδρες, όπου είναι το χρυσάφι", αποκρίθηκε το φίδι.
-"Τί είναι λαμπρότερο από το χρυσάφι;" ρώτησε ο βασιλιάς;
-"Το φως", απάντησε το φίδι.
-"Και τί είναι παρηγορητικότερο από το φως;" ξαναρώτησε ο βασιλιάς.
-"Ο λόγος", αποκρίθηκε κείνο.
Στα λόγια αυτά, γυρίζοντας τα μάτια του αντίκρυσε δίπλα του έν άλλο ολόλαμπρο άγαλμα. Ήταν ένας ασημένιος βασιλιάς με ψηλή και λυγερή κορμοστασιά, καθισμένος μέσα σε μιαν άλλην αχιβάδα. Πλούσια και πλουμιστά φορέματα σκεπάζανε το κορμί του. Το στέμμα του, το σκήπτρο, το ζουνάρι του λάμπαν απ' τα πολύτιμα πετράδια. Περήφανη γαλήνη χυνότανε στο πρόσωπό του και φαινόταν σα να 'θελε κάτι να πει, όταν μια μαύρη ως τη στιγμή κείνη φλέβα, διακλαδισμένη στο μαρμάρινο τοίχο, έλαμψε ξάφνου και σκόρπισε μες σ' όλο το ναό έν ευχάριστο φως. Στο φως εκείνο είδε το φίδι τον τρίτο βασιλιά. Χάλκινος όπως ήταν και μεγαλόσωμος κι όπως στεκόταν εκεί δα στο ρόπαλό του ακουμπισμένος και δαφνοστεφανωμένος, έμοιαζε περισσότερο με βράχο παρά με άνθρωπο. Μα κει που πήγαινε να κοιτάξει κατά τον τέταρτο βασιλιά που στεκόταν ακόμη πιο μακρυά του, οι τοίχοι ανοίχτηκαν, η λαμπρή φλόγα έλαμψε σαν αστραπή κι εξαφανίστηκε.
Τότε ένας άνθρωπος, που βγήκε από κει μέσα, ούτε ψηλός ούτε κοντός, τράβηξε τη προσοχή του φιδιού. Ήτανε ντυμένος σα χωριάτης και κρατούσε στο χέρι ένα λυχνάρι που σκόρπιζε ήσυχη κι ευχάριστη στο μάτι λάμψη και που φώτιζε κατά πολύ περίεργο τρόπο, ολάκερο το δώμα κείνο, χωρίς να ρίχνει ούτε μια σκιά.
-"Γιατί έρχεσαι, αφού έχουμε φως;" ερώτησε ο χρυσός βασιλιάς.
-"Ξέρεις πως δε πρέπει να φωτίζω τα σκοτάδια".
-"Μήπως η βασιλεία μου τελειώνει;" ρώτησε ο ασημένιος βασιλιάς.
-"Κάλλιο αργά παρά ποτέ", αποκρίθηκε ο γέροντας. Τότε ο χάλκινος άρχισε να ρωτά με δυνατή φωνή.
-"Πότε θα σηκωθώ";
-"Σε λίγο", αποκρίθηκεν ο γέροντας.
-"Με ποιόν πρέπει να ενωθώ";
-"Με τους μεγαλύτερους αδερφούς σου", είπε ο γέροντας.
-"Και τι θα γίνει ο πιο νέος;" ρώτησε ο βασιλιάς.
-"Θα καθίσει κάτω", ξανάπε ο γέροντας.
-"Δεν είμαι κουρασμένος", φώναξε ο τέταρτος βασιλιάς με φωνή βραχνή και ψευδή.
Εκεί που αυτοί μιλούσαν, το φίδι έφερε γύρα το ναό, εκοίταξε καλά-καλά τα πάντα και παρατηρούσε τώρα από κοντά τον τέταρτο βασιλιά. Στεκόταν ακουμπισμένος σε μια κολώνα. Εύσωμος καθώς ήτανε φαινότανε πιότερο βαρύς παρά ωραίος. Ήταν αδύνατον όμως να διακρίνει κανείς από τί μέταλλο ήτανε χυμένο τ' άγαλμά του. Εξετάζοντάς τονε καλά-καλά, έβλεπε κανείς πως ήταν ένα μίγμα από τρία μέταλλα, από τα οποία ήτανε καμωμένοι οι αδερφοί του. Φαίνεται όμως ότι στο χύσιμο τα μέταλλα αυτά δεν είχαν ενωθεί εντελώς. Φλέβες χρυσές κι αργυρές διατρέχαν ακατάστατα τη χάλκινη μάζα και δίνανε στ' άγαλμα δυσάρεστην όψη. Ωστόσο ο χρυσός βασιλιάς ξαναρώτησε τον άνθρωπο.
-"Πόσα μυστικά γνωρίζεις";
-"Τρία", του απάντησεν ο γέροντας.
-"Ποιό είναι το σπουδαιότερο;" ρώτησεν ο ασημένιος βασιλιάς.
-"Αυτό που ξέρουν όλοι", αποκρίθηκεν ο γέροντας.
-"Δε θα το φανερώσεις και σε μας;" ρώτησε ο χάλκινος.
-"Μόλις μάθω το τέταρτο", είπε ο γέροντας.
-"Και τί με νοιάζει εμένα;" μουρμούρισε μονάχος του ο μιχτός βασιλιάς.
-"Εγώ το ξέρω το τέταρτο", είπε το φίδι, πλησίασε τον γέροντα και κάτι του σφύριξε στ' αφτί.
-"Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!" φώναξεν ο γέροντας με φωνή τρομερή. Εβούιξεν ο ναός, τα μετάλλινα αγάλματα αντήχησαν και την ίδια στιγμή ο γέροντας χάθηκε κατά τη δύση και το φίδι κατά την ανατολή, περνώντας κι οι δυο τους με μεγάλη ταχύτητα, μες απ' τις σχισμάδες των βράχων.
Όλοι οι δρόμοι που περνούσε ο γέρος γέμιζαν ξοπίσω του χρυσάφι, γιατί το λυχνάρι του είχε τη μαγική δύναμη να μεταβάλει κάθε πέτρα σε χρυσάφι, κάθε ξύλο σε ασήμι, τα νεκρά ζώα σε πολύτιμα πετράδια και να εκμηδενίζει τα μέταλλα. Αλλά για να 'χει αυτή τη δύναμη, έπρεπε να φωτίζει μοναχό του. Αν άλλο φως ήτανε δίπλα του, έριχνε μόνο μιαν ωραία καθαρή λάμψη, που παρηγορούσε πάντα κάθε ζωντανό. Ο γέρος μπήκε στη καλύβα του, τη χτισμένη πάνω στα βουνά και βρήκε τη γυναίκα του στη πιο τρανή απελπισία. Καθότανε πλάι στο τζάκι κι έκλαιγε και δε μπορούσε να συχάσει.
-"Αχ, τί δυστυχισμένη που 'μαι!" φώναξε, "καλά δεν ήθελα σήμερα να σ' αφήσω να φύγεις!"
-"Τί τρέχει λοιπόν;" ρώτησε ο γέρος ησυχότατα.
-"Μόλις έφυγες", του 'πε κείνη με λυγμούς, "παρουσιαστήκανε στη πόρτα μας δυο ταξιδιώτες πολύ ζωηροί. Έκανα τη κουταμάρα να τους αφήσω να 'μπουν μέσα, μου φάνηκαν άνθρωποι ευγενικοί και καθώς πρέπει. Ήταν ντυμένοι μ' ελαφρές φλογίτσες, που θα μπορούσες να τους πάρεις για τελώνια. Μόλις εμπήκανε στο σπίτι, αρχίσαν να με κολακεύουν με τόσον αδιάντροπα λόγια και τόσο γίναν ενοχλητικοί, που ντρέπομαι και να το συλλογιέμαι".
-"Ε", είπεν ο γέρος χαμογελώντας, "θα θέλανε δίχως άλλο ν' αστειευθούνε. Η ηλικία σου δεν επιτρέπει βέβαια τίποτε περισσότερο από συνηθισμένες φιλοφρονήσεις".
-"Η ηλικία μου, η ηλικία μου;" φώναξεν η γυναίκα. "Όλη την ώρα για την ηλικία μου θ' ακούω; Είμαι δα τόσο γερασμένη; Συνηθισμένες φιλοφρονήσεις! Εγώ το ξέρω. Και για κοίταξε γύρω σου πώς κατάντησαν οι τοίχοι; Δε βλέπεις τις παλιές τις πέτρες που εκατό χρόνια τώρα δε φαίνονται πια; Όλο το χρυσάφι το γλύψανε και το φάγανε. Δε μπορείς να φανταστείς με τι γρηγοράδα. Κι όλο μου λέγανε πως ήταν νοστιμότερο απ' το κοινό χρυσάφι. Και σα καθαρίσανε καλά-καλά τους τοίχους, φαινόντανε πολύ ευχαριστημένοι και μάλιστα δεν άργησαν να γίνουν ψηλότεροι, χοντρότεροι και πιο λαμπροί. Έπειτα ξαναρχίσαν τα πειράγματά τους, μου λέγανε χίλια λόγια, με κράζανε βασίλισσά τους, τινάζονταν και πλήθος χρυσά νομίσματα πέφτανε γύρω. Για δες ακόμη πόσα λάμπουν εκεί κάτω απ' το κάθισμα. Αλλά, τι δυστυχία! Ο σκύλος μας έφαγε κάνα-δυο και δες! Νάτον, εκεί στο τζάκι πεθαμένος. Το καημένο το ζώο! Είμαι απαρηγόρητη. Το είδα σαν είχανε πια φύγει αλλιώς δε θα 'χα υποσχεθεί να πληρώσω το χρέος τους στον περαματάρη".
-"Τί του χρωστάνε;" ρώτησεν ο γέρος.
-"Τρία κουνουπίδια", είπε η γυναίκα, "τρεις αγκινάρες και τρία μεγάλα κρεμμύδια. Τους υποσχέθηκα, άμα ξημερώσει, να τα πάω κάτω στο ποτάμι".
-"Δε πειράζει να τους κάνεις αυτή τη χάρη", αποκρίθηκεν ο γέρος, "γιατί μ' αυτή την ευκαιρία θα μας φανούν κι εκείνοι χρήσιμοι σε κάτι".
-"Αν θα μας είναι χρήσιμοι δε ξέρω, από υποσχέσεις κι όρκους άλλο τίποτα".
Εκεί που μίλαγαν σβήστηκε σιγά-σιγά η φωτιά στο τζάκι, ο γέρος σκέπασε τα κάρβουνα με πολλή στάχτη, παραμέρισε τ' αστραφτερά χρυσά νομίσματα κι έτσι φώτιζε πάλι το λυχνάρι του μόνο. Στην όμορφή του λάμψη ξανασκεπάστηκαν οι τοίχοι με χρυσάφι κι ο σκύλος έγινε από τον ωραιότερο όνυχα που μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι εναλλαγές των σκοτεινών και μαύρων χρωμάτων του πολύτιμου αυτού λίθου, τον μεταβάλλανε στο σπανιότερο έργο τέχνης.
-"Πάρε το καλάθι σου", είπεν ο γέρος "και βάλε μέσα τον όνυχα. Έπειτα βάλε γύρω-γύρω τα τρία κουνουπίδια, τις τρεις αγκινάρες και τα τρία κρεμμύδια και πήγαινέ τα στο ποτάμι. Κατά το μεσημέρι βάλε το φίδι να σε περάσει πέρα και πήγαινε να επισκεφθείς την ωραία Λίλια. Δώσε της τον όνυχα, θα τον αγγίσει και θα ζωντανέψει, καθώς πεθαίνει κάθε ζωντανό π' αγγίζει. Έτσι θ' αποκτήσει ένα πιστό σύντροφο. Πες της να μη λυπάται, γιατί η απολύτρωσή της πλησιάζει. Τη μεγαλύτερη δυστυχία να τη θεωρεί ως τη μεγαλύτερη ευτυχία, γιατί ήρθε πια το πλήρωμα του χρόνου".
Η γερόντισσα ταχτοποίησε το καλάθι της και μόλις ξημέρωσε, πήρε το δρόμο. Αστραφτερός ανάτειλεν ο ήλιος και φώτιζε το ποτάμι που λαμποκοπούσε πέρα μακριά. Η γυναίκα προχωρούσε με βήμα αργό, γιατί το καλάθι της βάραινε το κεφάλι. Όχι ωστόσο εξαιτίας του βάρους του όνυχα. Ό,τι πεθαμένο κουβαλούσε δεν το αισθανόταν. Ίσα-ίσα μάλιστα που το καλαθάκι ανασηκωνόταν και κρεμόταν επάνω από το κεφάλι της. Όμως ένα φρέσκο λαχανικό ή ένα μικρό ζωάκι ζωντανό τη βάραιναν εξαιρετικά. Είχε προχωρήσει αρκετήν ώρα μεμψιμοιρώντας, όταν έξαφνα σταμάτησε κατατρομαγμένη, γιατί σχεδόν είχε πατήσει πάνω στη σκιά του Γίγαντα, που απλωνόταν ίσαμ' αυτήν μες στον κάμπο. Και μόλις τότε αντίκρυσε τον τεράστιο Γίγαντα, που 'χε πάρει το λουτρό του στο ποτάμι, να βγαίνει μέσα από τα νερά και δεν ήξερε πώς να τον αποφύγει. Μόλις αυτός την αντιλήφτηκε, άρχισε ν' αστειεύεται και να τη χαιρετά και τα χέρια της σκιάς του χώθηκαν αμέσως στο καλάθι. Ελαφρά-ελαφρά και με μεγάλη τέχνη πήραν ένα κουνουπίδι, μιαν αγκινάρα κι ένα κρεμμύδι και τα φέρανε στο στόμα του Γίγαντα, που προχώρησε μακρύτερα τραβώντας δίπλα στο ποτάμι, κι άφησε ελεύθερο στη γερόντισσα το δρόμο.
Συλλογιζόταν μήπως θα 'τανε καλύτερα να γυρίσει πίσω στο περβόλι της και να ξαναπάρει τα λαχανικά που λείψαν από το καλάθι της, μα όλο προχωρούσε με τη σκέψη αυτή, ώσπου σε λίγο έφτασε στου ποταμού την όχθη. Ώρα πολλή κάθισε και περίμενε τον περαματάρη. και τον είδε τέλος να ζυγώνει φέρνοντας ένα παράξενο ταξιδιώτη. Έν ευγενικό κι ωραίο παλικάρι, που δε χόρταινε να το κοιτά, κατέβηκε από το καΐκι.
-"Τι μου φέρνεις;" φώναξεν ο βαρκάρης.
-"Τα λαχανικά που σου χρωστάνε τα τελώνια", του απάντησε η γυναίκα και τα 'βγαλε από το καλάθι. Μόλις είδε ο γέροντας πως ήταν μόνο δυο από κάθε είδος λυπήθηκε πολύ και της είπε πως δεν ήτανε δυνατό να τα δεχτεί. Η γερόντισσα χιλιοπαρακάλεσε να τα πάρει, του εξήγησε πως δε μπορούσε να ξαναγυρίσει στο σπίτι και πως θα τη βαραίνανε πολύ στο δρόμο που 'χεν ακόμη μπρος της. Εκείνος όμως επέμεινε στην άρνησή του και τη βεβαίωσε πως δεν ήτανε καθόλου στο χέρι του να κάνει αλλιώς.
-"Ό,τι ανήκει σε μένα, πρέπει να τ' αφήσω απείραχτο εννιά ώρες και δεν έχω δικαίωμα να πάρω τίποτα, πριν δώσω το τρίτο στο ποτάμι". Έπειτ' από πολλή συζήτηση της είπε τέλος ο γέροντας. "Υπάρχει ακόμη ένα μέσο. Αν αναλαμβάνεις την υποχρέωση μόνη σου απέναντι του ποταμιού κι αναγνωρίζεις πως του τα χρωστάς εσύ, τότε μπορώ να πάρω τα έξι κομμάτια. Όμως υπάρχει κάποιος κίνδυνος σ' αυτό".
-"Αλλ' αν κρατήσω το λόγο μου, υπάρχει φόβος να πάθω τίποτα";
-"Ούτε το παραμικρό. Βάλτο χέρι σου μες στο ποτάμι", της είπε ο γέρος "και δώσε την υπόσχεση πως θα ξοφλήσεις το χρέος σ' εικοσιτέσσερις ώρες".
Η γερόντισσα έκαμε όπως της είπε. Μα τί τρομάρα πήρε σαν έβγαλε από το νερό κατάμαυρο σα κάρβουνο το χέρι της! 'Aρχισε τότε να τα βάζει με το γέρο, να του φωνάζει πως τα χέρια της ήτανε πάντα το στολίδι της και πως μ' όλες αυτές τις βαριές δουλειές είχε κατορθώσει να κρατήσει πάντα χαριτωμένα και λευκά τα ευγενικά αυτά μέλη της. Παρατηρώντας έπειτα το χέρι της με μεγάλη θλίψη, έβαλε τις φωνές απελπισμένη.
-"Αυτό είναι ακόμη πιο χειρότερο! Για δες πώς έλιωσε και χάθηκε! Είναι πολύ μικρότερο από τ' άλλο".
-"Για την ώρα μόνο φαίνετ' έτσι", είπεν ο γέρος, "αν δε κρατήσεις το λόγο σου, μπορεί να γίνει αληθινά. Το χέρι σου θ' αφανίζεται σιγά-σιγά, ώσπου στο τέλος θα εξαφανιστεί εντελώς, χωρίς ωστόσο και να πάψεις να το μεταχειρίζεσαι. Όλα θα μπορείς να τα κάνεις όπως πάντα, μα δε θα το βλέπει πια κανείς".
-"Κάλλιο να μη μπορούσα να το μεταχειριστώ κι όλοι να το βλέπανε στη θέση του", είπεν η γερόντισσα. "'Αλλωστε όλ' αυτά δεν έχουνε καμιά σημασία, θα κρατήσω το λόγο μου κι έτσι θα ελευθερωθώ από το μαύρο αυτό πετσί κι από την ανησυχία". Και παίρνοντας βιαστικά το καλάθι της, που υψώθηκε μόνο του πάνω απ' τους ώμους της και μόνο του στεκότανε στον αέρα, κίνησε βιαστικά να συναντήσει το παλικαράκι, που περπατούσε σιγαλά στου ποταμού την όχθη πέρα, στους λογισμούς του βυθισμένο. Η θαυμαστή ομορφιά του κι η φορεσιά του η παράξενη είχανε πολύ χτυπήσει τη γερόντισσα.
Ολόλαμπρη αρματωσιά σκέπαζε τ' όμορφο κορμί του, χωρίς να του δεσμεύει τις κινήσεις. Από τους ώμους του κρεμότανε πορφυρός μανδύας, γύρω απ' το ξέσκεπο κεφάλι του κυματίζανε τα καστανά πεντάμορφα βοστρύχια του, το αγνό πρόσωπό του και τα καλοκαμωμένα πόδια του, τα φώτιζαν οι αχτίδες του ήλιου. Με γυμνό πέλμα βάδιζε καρτερικά στη καφτερήν άμμο και φαινότανε σα να μην αισθάνεται καμιά εξωτερικήν εντύπωση, σε βαθιά λύπη βυθισμένος. Η φλύαρη γερόντισσα προσπαθούσε ν' ανοίξει ομιλία μαζί του, μα κείνος της απαντούσε πάντα με τόσες λίγες λέξεις, ώσπου στο τέλος κουρασμένη πια να του μιλά του κάκου πάντα, μ' όλο που τη κρατούσαν τα όμορφά του μάτια τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του.
goethe_fairy_tale3-"Περπατάς πολύ σιγά, παλικάρι μου κι εγώ βιάζομαι, γιατί φοβάμαι μη χάσω τη στιγμή, που μπορώ να περάσω το ποτάμι, πάνω στο πράσινο φίδι, για να πάω να δώσω στη πεντάμορφη Λίλια τ' όμορφο τούτο δώρο που της στέλνει ο άντρας μου". Κι ευθύς τάχυνε το βήμα της. αλλά και το παλικαράκι, σαν να ξύπνησε, κίνησε βιαστικά να τη προφτάσει.
-"Πας στη πεντάμορφη Λίλια!" της φώναξε. "Μα τότε θα πάμε μαζί. Τί είν' αυτό το δώρο που της πας";
-"Παλικάρι μου, δεν είναι σωστό, αφού τόσην ώρα απαντούσες με μονοσύλλαβα στις ερωτήσεις μου, να ρωτάς τώρα με τόση ζωηρότητα για τα μυστικά μου. Λόγος σου και λόγος μου, σα θέλεις. διηγήσου μου τα πάθη σου και τη ζωή σου κι εγώ ό,τι είναι θα σου είπω για με και για το δώρο μου".
Αμέσως συμφώνησαν. Η γραία του διηγήθηκε τα δικά της, την ιστορία του σκύλου και τον άφησε να ιδεί το θαυμάσιο κείνο δώρο. Σήκωσε τότε το παλικάρι από το καλάθι το φυσικό κείνο έργο τέχνης και πήρε στην αγκαλιά του το σκύλο που φαινότανε σαν να γλυκοκοιμάται.
-"Ευτυχισμένο ζώο!" εφώναξε, "Θα σ' αγγίξουν τα χέρια της και θα σου ξαναδώσουνε τη ζωή, ενώ μεις οι ζωντανοί την αποφεύγουμε, μη και μας βρει η μαύρη μοίρα. Κι όμως τί λέω! Μαύρη μοίρα! Μήπως δεν είναι τάχα πολύ πιο σκληρό και πιο τρομερό να ζει κανείς σα παράλυτος σιμά της παρά να πεθάνει από το χέρι της; Για δες με!" είπε στη γερόντισσα, "Κοίταξε πώς έχω καταντήσει! Τούτη την αρματωσιά, που δε τη ντρόπιασα στον πόλεμο και τούτη τη πορφύρα, που προσπαθούσα σοφά κυβερνώντας να τη κερδίσω, μου τ' άφησεν η μοίρα και τα δυο, το 'να για βάρος περιττό, τ' άλλο, στολίδι χωρίς σημασία. Στέμμα και σκήπτρο και σπαθί τα 'χω πετάξει κι είμαι τώρα γυμνός και στερημένος, όσο κάθε άλλο τέκνο της γης, γιατί έχουνε τόσο κακήν επίδραση τα γαλανά κι ωραία της μάτια, που παίρνουνε τη δύναμη από κάθε πλάσμα ζωντανό, που αναγκάζουν όσους δε σκότωσε τ' άγγιγμα του χεριού της να νιώθουνε πως δεν είναι πια παρά ζωντανοί κινούμενοι ίσκιοι".
Έτσι εξακολούθησε τα παράπονα δίχως να ικανοποιήσει τη περιέργεια της γερόντισσας, που 'θελε να πληροφορηθεί τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική κατάστασή του. Ούτε του πατέρα του, ούτε του βασιλείου του τ' όνομα κατόρθωσε να μάθει. Κείνος χάιδευε τον πετρωμένο σκύλο που οι αχτίδες του ήλιου και το θερμό στήθος του νέου τον ζεστάνανε, σα να 'τανε ζωντανός. Όλο ρωτούσε για τον άνθρωπο με το λυχνάρι και για τ' αποτελέσματα του θείου φωτός, λες κι υποσχότανε πολλά καλά στη θλιβερή ύπαρξή του για το μέλλον. Εκεί που μιλούσαν, είδαν από μακριά το μεγαλόπρεπο της γέφυρας τόξο, που 'φτανε από τη μια στην άλλη όχθη, αστραφτερό και θαυμαστό μες στη λάμψη του ήλιου. Τα χάσανε κι οι δυο πολύ, γιατί ποτέ δεν είχαν δει τόσο λαμπρό το γεφύρι.
-"Για δες εκεί!" είπε το βασιλόπουλο. "Λες και δεν ήταν άλλοτε τόσον όμορφο, σα φαινότανε στα μάτια μας χτισμένο από λάσπη κι από πρασίτη! Πώς να μη φοβάσαι πια να πατήσεις το πόδι σου πάνω του, τώρα που φαίνεται σα να 'ναι από σμαράγδια και χρυσόπρασα και χρυσολίθους μ' ασύγκριτην ομορφιά και πλούτο καμωμένο";
Κανείς από τους δυο δεν ήξερε τη μεταβολή που 'χε πάθει το φίδι. Γιατί το γεφύρι κείνο ήτανε το φίδι, που κάθε μεσημέρι τεντωνότανε πάνω από το ποτάμι και γινόταν έτσι μια παράτολμη γέφυρα. Με σεβασμό και φόβο πατήσανε πάνω του οι διαβάτες κι αμίλητοι πέρασαν απέναντι. Δεν είχανε καλά-καλά πατήσει στην αντίπερα όχθη κι η γέφυρα πήρε να τραντάζεται και να κουνιέται. Σε λίγο ακούμπησε στην επιφάνεια του νερού και παίρνοντας τη κανονική του μορφή το πράσινο φίδι σύρθηκε στη στεριά κι αντάμωσε τους ταξιδιώτες. Κι εκεί που το φχαριστούσανε γιατί τους επέτρεψε να περάσουνε το ποτάμι πάνω στη πλάτη του, νιώσανε πως εκτός από τους τρεις τους θα 'τανε κι άλλα πρόσωπα στη συντροφιά τους, που ωστόσο δε μπορούσαν να τα δούνε τα μάτια τους. Ακούγανε το φίδι ν' απαντά με σφυρίγματα σε κάποια άλλα σφυρίγματα κοντά τους. Τεντώσανε καλά τ' αφτιά και τέλος να τι κατορθώσαν ν' αρπάξουν από τα λόγια που αντάλλαζαν οι δυο φωνές.
-"Θα πάμε πρώτα να περιδιαβάσουμε incognito μες στο περβόλι της ωραίας Λίλιας κι έπειτα μόλις έρθει η νύχτα και γίνουμε πάλι κάπως παρουσιάσιμοι, θα παρακαλέσουμε να μας συστήσεις στην υπερτέλεια ομορφιά. Θα μας συναντήσεις πέρα, στην όχθη της μεγάλης λίμνης".
-"Σύμφωνοι", αποκρίθηκε το φίδι και μ' έναν ήχο σα σφύριγμα χάθηκε στον αέρα.
Οι τρεις μας ταξιδιώτες κανονίσανε τότε με ποιά σειρά θα παρουσιάζονταν στη Πεντάμορφη, γιατί, αν και μπορούσαν πολλά πρόσωπα να μαζευτούνε γύρω της, έπρεπε όμως ένας-ένας να 'ρχεται και να φεύγει, αν δεν ήθελε να αισθανθεί ζωηρότατους πόνους. Πρώτη η γυναίκα με το μεταμορφωμένο σκύλο της μες στο καλάθι ζύγωσε στο περβόλι κι έψαξε να βρει τη Κυρά της χωρίς να δυσκολευτεί πολύ, γιατί κείνη την ώρα καθότανε στην άρπα της και τραγουδούσε. Οι γλυκύτατοι ήχοι γράφανε πρώτα κύκλους στην επιφάνεια των ατάραχων νερών της λίμνης κι έπειτα ελαφροσείανε, σαν ήρεμη πνοή, τη χλόη και τα κλαριά. Μέσα σε μιαν αίθρα καταπράσινη κάτω από λίγα ολόλαμπρα και φουντωμένα δέντρα καθόταν η Πεντάμορφη και μόλις την αντίκρυσε η γερόντισσα ένιωσε πάλι να μαγεύονται τα μάτια και τ' αφτιά της κι η καρδιά της, τόσο που τη ζύγωνε γοητευμένη κι όλο ορκιζόταν από μέσα της, πως, από τότε που 'χε να τη δει, είχε κερδίσει πάλι σ' ομορφιά. Γι' αυτό η καλή γυναίκα της φώναξε από μακριά και τη χαιρέτησε παινεύοντάς τη.
goethe_fairy_tale2-"Πώς είμαι ευτυχισμένη που σε βλέπω! Τριγύρω σου ανοίγουν οι ουρανοί! Με τί χάρη ακουμπά η άρπα στα γόνατά σου, πόσο γλυκά την αγκαλιάζουνε τα χέρια σου! Φαίνεται σα να λαχταρά στα στήθια σου να πέσει! Τί τρυφερότατα αντηχεί καθώς αγγίζουνε τις χορδές τα μακρουλά τα δάχτυλά σου! Αχ τρισεύγενο παλικάρι, που θα μπορούσες να πάρεις τη θέση της"! Μ' αυτά τα λόγια τη ζύγωσε. Η ωραία Λίλια σήκωσε τα μάτια, άφησε τα χέρια της να πέσουνε κι αποκρίθηκε.
-"Μη μου σπαράζεις τη καρδιά με τα παράκαιρα παινέματά σου και νιώθω πιο βαριά τη δυστυχία μου! Να, δες, εδώ στα πόδια μου κείται νεκρό τ' άμοιρο το καναρίνι μου που άλλοτε τόσο ευχάριστα συνόδευε τα τραγούδια μου, το 'χα συνηθίσει να κάθεται πάνω στην άρπα μου κι είχα κατορθώσει να το μάθω να μη μ' αγγίζει. Σήμερα κει που τονωμένη από τον ύπνο, τόνιζα ένα ήρεμο πρωινό τραγούδι κι ο μικρός μου τραγουδιστής, ζωηρότερος όσο ποτέ άλλοτε, σκόρπιζε γύρω μου τις αρμονίες του, όρμησε ένα γεράκι πάνω από το κεφάλι μου. Το καημένο το πουλάκι μου, κατατρομαγμένο πετά για να κρυφτεί στην αγκαλιά μου και νιώθω στη στιγμή τους τελευταίους σπασμούς της ζωής που το άφηνε. Αλλά τονε βρήκε τον ληστή η ματιά μου και τώρα σέρνεται παράλυτος πέρα, κει στην ακρολιμνιά. Τί όφελος όμως για μένα η τιμωρία του; Πάει πια το αγαπημένο μου πουλάκι και τώρα ο τάφος του θ' αυξήσει τα θλιβερά του περβολιού μου κυπαρίσια".
-"Θάρρος! Ωραία μου Λίλια", της φώναξε η γυναίκα, σφογγίζοντας κι αυτή κάποιο της δάκρυ, που ανέβασε στα μάτια της η αφήγηση της δύστυχης κοπέλας, "κάνε καρδιά λιγάκι ακόμη, ο γέρος μου σου παραγγέλνει πως πρέπει να λιγοστέψεις τον πόνο σου και τη μεγάλη σου τη δυστυχία να τήνε πάρεις για πρόδρομο της μεγαλύτερης χαράς, γιατ' ήρθε πια το πλήρωμα του χρόνου. Κι αλήθεια", εξακολούθησε η γερόντισσα, "πράματα παράξενα συμβαίνουνε στον κόσμο. Για κοίτα δω το χέρι μου τί μαύρο που 'χει γίνει! Αλήθεια, πόσο πιο μικρό γίνηκε κιόλας από τ' άλλο! Πρέπει να κάνω γρήγορα, προτού να συναντήσω τον Γίγαντα και γιατί να βουτήξω το χέρι μου στο ποτάμι; Δε μπορείς να μου δώσεις ένα κουνουπίδι, μια αγκινάρα κι ένα κρεμμύδι, να τα πάω στο ποτάμι και να γίνει άσπρο το χέρι μου όπως πριν, που να μπορώ και δίπλα στο δικό σου να το κρατήσω";
-"Κουνουπίδια και κρεμμύδια θα τα κατάφερνες να βρεις ακόμα. Αγκινάρες όμως του κάκου θα ζητούσες. Όλα τα φυτά μες στο μεγάλο μου περβόλι μήτε καρπό μήτε λουλούδια κάνουνε. Μα κάθε κλωναράκι που κόβω να φυτέψω σε κάποιου αγαπημένου μου τον τάφο, αμέσως πιάνει και πετά ψηλά κλαριά. Όλα τούτα τα ρουμάνια, τα χαμόκλαδα, τους φράχτες, αλίμονό μου, έτσι τα 'χω δει να μεγαλώνουνε! Τα σκιερά τούτα πεύκα, οι οβελίσκοι των κυπαρισσιών αυτών, οι κολοσσοί των δρυών και των φράξων εκείνων, όλα ήτανε μικρά κλωνάρια, θλιβερά ενθύμια φυτεμένα από το χέρι μου σε χώμα που μόνο του θε να 'μενε για πάντα στείρο".
Η γερόντισσα δεν πρόσεξε πολύ στα λόγια τούτα. Όλο το χέρι της κοίταζε που όσο πήγαινε φαινόταν να μαυρίζει μπρος στην ωραία Λίλια κι από στιγμή σε στιγμή να γίνεται μικρότερο. Έκανε ν' αρπάξει το καλάθι και να φύγει βιαστικά, όταν έξαφνα κατάλαβε πως είχε το καλύτερο ξεχάσει. Σήκωσε αμέσως το μεταμορφωμένο σκυλί και το ακούμπησε κοντά στην πεντάμορφη χάμω στη πρασινάδα.
-"Ο άντρας μου", είπε, "σου στέλνει αυτό το ενθύμιο. ξέρεις πως το πολύτιμο αυτό πετράδι μπορείς αγγίζοντάς το να το ζωντανέψεις. Πολύ θα χαρείς δίχως άλλο με το καλό και πιστό αυτό ζώο και μόνον η σκέψη πως θα 'ναι δικό σου, με παρηγορεί από τη λύπη μου που το χάνω".
Η Λίλια κοίταξε τ' όμορφο ζώο μ' ευχαρίστηση και, κατά πως φαινόταν, με θαυμασμό.
-"Πολλά σημάδια απ' αυτά μου 'ρχονται να μου δώσουνε κάποιαν ελπίδα", είπε. "Μα δεν είναι τάχα του φυσικού μας το ξεγέλασμα που μας κάνει να φανταζόμαστε ότι κάποιο μεγάλο αγαθό πλησιάζει, τη στιγμή ακριβώς που όλες οι δυστυχίες μας βρίσκουν μαζί;
Τι να μου κάνουν τα καλά που μου 'ρχονται σημάδια;
Και του πουλιού μου ο θάνατος κι αυτό το μαύρο χέρι;
Κι αυτός ο σκύλος που όμοια του δε βρίσκονται πετράδια;
Τάχα το φως του λυχναριού δε μου τον έχει φέρει;
Μακριά από τις ανθρώπινες τις ηδονές του κόσμου,
άλλο δεν έχω σύντροφο παρά το μαύρο πόνο.
Γιατί ο ναός στον ποταμό σιμά δε στέκει εμπρός μου;
Χτισμένο το γεφύρι του γιατί δεν ανταμώνω";
Το τραγούδι αυτό που θα 'χε μαγέψει κάθε άλλον άνθρωπο και που η ωραία Λίλια το συνόδεψε με τους γλυκύτερους τόνους της άρπας της, η καλή γυναίκα τ' άκουσε με μεγάλην ανυπομονησία. Μα κει που πήγαινε να την αποχαιρετήσει, ήρθε πάλι το πράσινο φίδι και τη σταμάτησε. Είχε ακούσει τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού και για τούτο είπε ευθύς στην ωραία Λίλια για να της δώσει θάρρος.
-"Η προφητεία για το γεφύρι πραγματοποιήθηκε. Ρώτησε τούτη τη καλή γυναίκα να σου πει πόσο λαμπρό είναι τώρα το τόξο του. Ό,τι ήταν άλλοτε ίασπης μουντός και πρασίτης μόνο, που το πολύ-πολύ στις κόχες άφηνε να περνά το φως, έγινε τώρα διάφανο πετράδι. Βήρυλλος δεν υπάρχει λαμπρότερος, μήτε σμαράγδι μ' ωραιότερο χρώμα".
-"Σου εύχομαι κάθε ευτυχία", του αποκρίθηκε η Λίλια. "μόνο συγχώρεσέ με που δε μπορώ να θεωρήσω τη προφητεία εκπληρωμένη ακόμη. Πάνω από το τόξο του γεφυριού σου μόνο πεζοπόροι μπορούν να διαβούνε κι όμως μας έχουνε δώσει την υπόσχεση πως άλογα κι αμάξια και κάθε λογής ταξιδιώτες θα μπορούν να διαβαίνουν όλα μαζί το γεφύρι και για τη μια μεριά ή για την άλλη. Η προφητεία δε μιλά και για μεγάλα βάθρα που θ' ανεβούνε μόνα τους μες από το ποτάμι"; Η γερόντισσα που 'χε πάντα καρφωμένα τα μάτια στο χέρι της, τους έκοψε την ομιλία και τους αποχαιρέτησε. "Στάσου μια στιγμούλα ακόμη", τη παρακάλεσε η ωραία Λίλια. "πάρε μαζί σου το καημένο το καναρίνι και παρακάλεσε το λύχνο να το μεταμορφώσει σ' όμορφο τοπάζι. Θα το ξαναζωντανέψω αγγίζοντάς το και μαζί με το σκυλάκι σου, θε να 'ναι αυτά τα δυο η καλύτερή μου διασκέδαση. Μα τρέξε όσο μπορείς πιο γρήγορα, γιατί άμα δύσει ο ήλιος θ' αρχίσει ανεπανόρθωτη αποσύνθεση του δυστυχισμένου ζώου κι η ωραία συνοχή της μορφής του θα διαλυθεί για πάντα".
Η γερόντισσα έβαλε το μικρό λείψανο μές στο καλάθι της ανάμεσα σε φύλλα τρυφερά κι έφυγε βιαστική.
-"Όπως κι αν είναι", είπε τότε το φίδι, συνεχίζοντας τη κομμένη τους ομιλία, "ο ναός χτίστηκε".
-"Δε βρίσκεται όμως δίπλα στο ποτάμι", αποκρίθηκε η όμορφη.
-"Καρτερά ακόμη μες στα βάθη της γης", είπε το φίδι. "Είδα τους βασιλιάδες και τους μίλησα".
-"Πότε όμως θα σηκωθούνε;" ρώτησεν η Λίλια.
-"'Aκουσα τα μεγάλα λόγια που αντήχησαν μες στο ναό. 'Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!" το φίδι αποκρίθηκε και χαρούμενη γαλήνη απλώθηκε στης όμορφης το πρόσωπο.
-"Τα καλά λόγια", του 'πε, "τ' ακούω σήμερα για δεύτερη φορά. Πότε θα 'ρθει μέρα να τ' ακούσω και τρίτη";
Σηκώθηκε κι αμέσως μια χαριτωμένη κοπέλα βγήκε μες απ' τα χαμόκλαδα και πήρε την άρπα της. Την ακολούθησε και δεύτερη που ήρθε και πήρε το σκαλιστό από ελεφαντοκόκαλο σκαμνάκι, που καθόταν η πεντάμορφη, το 'κλεισε κι έβαλε κάτω απ' τη μασκάλη το ασημένιο του μαξιλαράκι. Έπειτα παρουσιάστηκε και τρίτη, κρατώντας μια μεγάλη μαργαριτοκέντητη ομπρέλα και καρτερούσε μήπως η Λίλια τη χρειαστεί στον περίπατό της. Ανέκφραστη ήταν των τριών αυτών παρθένων η ομορφιά κι η χάρη κι ωστόσο άλλο δεν έκαναν παρά να μεγαλώνουν την ομορφιά της Λίλιας, γιατί όλοι μολογούσανε πως δε μπορούσαν ούτε καν να συγκριθούν μαζί της. Στο μεταξύ η ωραία Λίλια κοιτούσε μ' ευχαρίστηση το θαυμαστό σκυλάκι. Έσκυψε, τ' άγγιξε κι εκείνο στη στιγμή πετάχτηκε πάνω. Κοίταξε γύρω του χαρούμενα, έτρεξε πάνω-κάτω και τέλος όρμησε στην ευεργέτιδά του, για να της εκδηλώσει όλη του τη χαρά. Κείνη το πήρε και το 'σφιξε στην αγκαλιά της.
-"Τί κρύο που 'σαι!" του φώναξε. "Αλλ' αν και ζεις με μισερή ζωή, ωστόσο καλώς όρισες κοντά μου. Θα σε λατρεύω τρυφερά, θα παίζω με χαρά μαζί σου, θα σε γεμίζω χάδια κι έτσι σφιχτά στην αγκαλιά μου θα σε σφίγγω".
Έπειτα το ξανάφησε, το 'διωξε πέρα το ξαναφώναξε να 'ρθει. Έπαιζε τόσο χαριτωμένα μαζί του, που όποιος την έβλεπε θα γοητευότανε και θα μοιραζότανε τη χαρά της, καθώς προ λίγου η θλίψη της είχε σε κάθε μια καρδιά γεννήσει τη συμπόνια. Την ευθυμία της αυτή και τα χαριτωμένα της παιχνίδια, τα σταμάτησε με τον ερχομό του το θλιμμένο κείνο παλικάρι. Ζύγωσε πάντα ο ίδιος καθώς τονε γνωρίσαμε, μόνο που η ζέστη της ημέρας φαινόταν να τον έχει ακόμη περισσότερο εξαντλήσει και στην αγαπημένη του κοντά κάθε στιγμή γινότανε πια χλωμός. Στο χέρι του βαστούσε το γεράκι, ήμερο, σα να 'τανε περιστέρι και με κρεμασμένες τις φτερούγες.
-"Δεν είν' ευγενικό", του φώναξε η Λίλια, "να φέρνεις μπρος στα μάτια μου το μισητό αυτό ζώο, το τέρας, που μου σκότωσε σήμερα το μικρό τραγουδιστή μου".
-"Μη το καταριέσαι τ' άμοιρο πουλί!" αποκρίθηκε τότε το παλικάρι. "Κάλλιο με τον εαυτό σου και με τη μοίρα σου να τά 'χεις. Αχ, άσε με να 'χω κοντά μου το σύντροφο της δυστυχίας μου".
Στο μεταξύ το σκυλάκι δεν έπαυε να παίζει με την πεντάμορφη κι εκείνη απαντούσε πάντα με χαρά στις τρέλες του αγαπημένου της. Χτυπούσε τα χέρια της για να το τρομάξει. έπειτα έτρεχε, για να το τραβήξει πάλι κοντά της. Το κυνηγούσε να το πιάσει, όταν έφευγε, το φόβιζε να φύγει, σα πήγαινε να πέσει πάνω της. Το παλικάρι κοίταγε βουβό κι όλο με λύπη πιο μεγάλη, αλλά στο τέλος, όταν πήρε στα χέρια της το μισητό κείνο ζώο, που της φαινόταν αποτρόπαιο και το 'σφιξε στην άσπρη της αγκάλη και φίλησε το μαύρο ρύγχος του με τα ουράνια της τα χείλη, εξαντλήθηκε πια η υπομονή του και της εφώναξε απελπισία γεμάτος.
-"Τί σου χρωστώ λοιπόν εγώ, που η θλιβερή μου μοίρα με καταδίκασε να ζω κοντά σου κι όμως, ίσως για πάντα, χωρισμένος από σένα, εγώ που τα 'χασα όλα εξαιτίας σου, ακόμα και τον εαυτό μου. Τί σου χρωστώ να βλέπω με τα μάτια μου έν αφύσικο έκτρωμα να προκαλεί τη χαρά σου, να κερδίζει την αγάπη σου και ν' απολαβαίνει τ' αγκαλιάσματά σου; Είμαι υποχρεωμένος για καιρό ακόμη να πηγαινοέρχομαι έτσι και να μετράω το θλιβερό κύκλο του ποταμού περνώντας μια από δω και μια από κει; Όχι, κρύβεται ακόμη μες στο στήθος μου μια σπίθα απ' το παλιό ηρωικό μου θάρρος. Ας αστράψει απ' αυτήν η στερνή φλόγα τώρα! Αφού μπορούν να γέρνουνε στην αγκαλιά σου οι πέτρες, πέτρα κι εγώ λοιπόν ας γίνω. Αν τ' άγγιγμά σου σκοτώνει, θέλω να πεθάνω από το χέρι σου".
Στα λόγια αυτά έκαμε μιαν απότομη κίνηση. Το γεράκι πέταξε απ' το χέρι του, αυτός όμως όρμησε πάνω στη πεντάμορφη. Κείνη τέντωσε τα χέρια να τονε κρατήσει πέρα, μα έτσι τον άγγιξε πιο γρήγορα. Έχασε τότε τις αισθήσεις του κι έπεσε μες στην αγκαλιά της. Τρελή από τρόμο ως ένιωσε το ωραίο κείνο βάρος, έβγαλε μια φωνή κι έκανε πίσω και το πανώριο παλικάρι γλίστρησε από τα χέρια της κι έπεσε άψυχο στη γη. Το δυστύχημα είχε γίνει! Η γλυκιά Λίλια, ασάλευτη, με μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσε το άψυχο το πτώμα. Η καρδιά της λες κι είχε σταματήσει μες στα στήθια της κι είχε στερέψει από τα μάτια της το δάκρυ. Μάταια προσπαθούσε το σκυλάκι της ένα καλό της νεύμα να κερδίσει. Όλος ο κόσμος είχε νεκρωθεί μαζί με το φίλο της. Η βουβή της απελπισία καμιά βοήθεια δε ζητούσε γύρω της γιατί ήξερε πως καμιά δεν υπήρχε βοήθεια.
Goethe_9_SMALLΤο φίδι ωστόσο εμπήκε σε μεγάλη κίνηση. Θα 'λεγε κανείς πως έβαλε στο νου του κάποιον τρόπο σωτηρίας και τα παράξενα στριφογυρίσματά του χρησίμεψαν αληθινά για να εμποδίσουνε για λίγο τις άμεσες τουλάχιστον κι απαίσιες συνέπειες του δυστυχήματος. Σχημάτισε γύρω από το πτώμα έναν τεράστιο κύκλο με το ευλύγιστο σώμα του, έπιασε την άκρη της ουράς του με τα δόντια του κι απόμεινε ακίνητο. Σε λίγο, ήρθε μια απ' τις όμορφες κοπέλες της Λίλιας, έφερε το φιλντισένιο σκαμνάκι και μ' ευγενικές χειρονομίες, κάλεσε τη πεντάμορφη κυρά της να καθίσει. Ευτύς έπειτα ήρθεν η δεύτερη, κρατώντας ένα κόκκινο σα τη φωτιά μαγνάδι, όχι τόσο για να σκεπάσει, όσο για να στολίσει το κεφάλι της κυράς της. Ήρθε κι η τρίτη και της έδωσε την άρπα. Δεν είχε ακόμα καλά-καλά ακουμπήσει πάνω της το λαμπρότερο όργανο και βγάλει απ' τις χορδές τους πρώτους γλυκούς ήχους, όταν η πρώτη ξαναγύρισε κρατώντας ένα στρογγυλό και λαμπερό καθρέφτη, στάθηκε μπρος στη πεντάμορφη, τον έστησε στα μάτια της μπρος και της έδειξε τη μαγευτικότερη που γίνεται μέσα στη φύση εικόνα. Η θλίψη μεγάλωνε την ομορφιά της, το πέπλο τη γοητεία της, η άρπα τη χάρη της, έτσι, που όσο κι αν εύχοταν κανείς ν' αλλάξει η θλιβερή της θέση, τόσο που ποθούσε να 'κλεινε για πάντα μες στο νου του την εικόνα κείνη όπως στεκόταν εκεί δα μπρος του.
Έριξε μια βουβή ματιά μες στον καθρέφτη κι έπειτα έκαμε τις χορδές πότε να βγάζουν τους συγκινητικότερους τόνους και πότε, σαν η θλίψη της μεγάλωνε, ν' αντιλαλούν σπαραχτικά τον πόνο της. 'Aνοιξε κάνα-δυο φορές το στόμα για να τραγουδήσει, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει φωνή. Τέλος η λύπη της ξέσπασε σε θρήνους. οι δυο κοπέλες της τρέξαν να την κρατήσουνε και να τη βοηθήσουν, η άρπα έπεσε από την αγκαλιά της και μόλις πρόφτασε η μια να την αρπάξει και να τη
παραμερίσει.
-"Ποιός θα μας φέρει τον άνθρωπο με το λυχνάρι, προτού να δύσει ο ήλιος;" ψιθύρισε το φίδι ελαφρά μα καθαρά-καθαρά. Οι κοπέλες κοιταχτήκανε και τα κλάματα της Λίλιας δυνάμωσανε. Τη στιγμή κείνη ξαναγύρισε λαχανιασμένη η γυναίκα με το καλάθι.
-"Χάθηκα, σακατεμένη θα μείνω!" εφώναξε. "Για δέστε δω, σχεδόν σβήστηκε το χέρι μου. Ούτε ο περαματάρης ούτε ο Γίγαντας θελήσαν να με περάσουνε πέρα, γιατί είμαι ακόμα χρεωμένη στο νερό. Μάταια πρόσφερα εκατό κουνουπίδια και κρεμμύδια. Τα τρία κομμάτια θέλουν μόνο και μήτε φύλλο από αγκινάρα βρίσκεται σε τούτα εδώ τα μέρη".
-"Λησμόνησε τα βάσανά σου", είπε το φίδι "και κοίταξε να μας βοηθήσεις. Ίσως έτσι να σωθείς και συ. Τρέξε όσο μπορείς πιο γρήγορα και ψάξε να βρεις τα τελώνια. Έχει ακόμα πολύ φως και δε θα μπορέσεις να δεις, ίσως τ' ακούσεις όμως να γελάνε και να χοροπηδάν. Αν κάνουνε γρήγορα, προφταίνουν να τα περάσει ο Γίγαντας πάνω απ' το ποτάμι και τότε θα μπορέσουν να βρουν και να μας στείλουνε τον άνθρωπο με το λυχνάρι".
Η γερόντισσα έτρεξε όσο μπορούσε και το φίδι φάνηκε να περιμένει, όχι με λιγότερη από τη Λίλια ανυπομονησία, πότε να γυρίσουνε κι οι δυο. Κατά κακή όμως τύχη, ο ήλιος που 'γερνε μόνο τις κορφές χρύσωνε πια των δέντρων του ρουμανιού κι ίσκιοι μακροί απλωνόνταν πάνω απ' τη λίμνη κι από τα λιβάδια. Το φίδι όλο σάλευε ανυπόμονα κι η Λίλια δεν απόσταινε να κλαίει. Στη δύσκολη κείνην ώρα το φίδι όλο και κοίταγε τριγύρω, γιατί φοβότανε πως από στιγμή σε στιγμή ο ήλιος θα βασίλευε, η σήψη θα περνούσε το μαγικό του κύκλο και θ' άδραχνε ακατάσχετα τ' όμορφο παλικάρι. Τέλος είδε ψηλά μες στον αιθέρα το γεράκι που το χτυπούσαν οι στερνές του ήλιου αχτίδες και του ματοβάφανε τα φτερά. Τινάχτηκε από τη χαρά του για το καλό σημάδι και δε γελάστηκε, γιατί σε λίγο είδαν τον άνθρωπο με το λυχνάρι να γλυστρά πάνω από τη λίμνη, σαν να φορούσε παγοπέδιλα. Το φίδι δεν άλλαξε διόλου τη στάση του, η Λίλια όμως πετάχτηκε πάνω και του φώναξε:
-"Ποιό καλό πνεύμα σε στέλνει τη στιγμή αυτή, που 'χουμε τόσο την ανάγκη σου και τόσο λαχταρούσαμε να 'ρθεις";
-"Το πνεύμα του λύχνου μου με φέρνει", αποκρίθηκε ο Γέροντας, "και το γεράκι μ' οδήγησε ως εδώ. Όταν έχουν την ανάγκη μου, ο λύχνος μου τριζοβολά και τότε όλο κοιτάω ψηλά, να δω κάνα σημάδι. ένα πουλί ή κάποιο μετέωρο μου δείχνουνε τ' ουρανού το μέρος, που πρέπει να κατευθυνθώ. Ησύχασε, Πεντάμορφη! Αν θα μπορέσω να βοηθήσω, δεν το ξέρω. ένας μόνος δε φελά, παρά όταν ενωθεί μ' άλλους πολλούς και στην κατάλληλη ώρα. Ας αποτρέψουμε για λίγο το κακό κι ας ελπίζουμε. Κράτα τον κύκλο σου κλεισμένο", εξακολούθησε, στρέφοντας προς το φίδι κι ανεβαίνοντας σ' ένα λοφίσκο κει κοντά, έριξε το φως του λύχνου του σο νεκρό σώμα πάνω. "Φέρτε και τ' όμορφο καναρινάκι και βάλτε το κι αυτό μέσα στον κύκλο"!
Οι κοπέλες πήρανε το μικρό κείνο λείψανο από τα καλάθι που 'χε παρατήσει η γερόντισσα και κάναν όπως είπεν ο γέροντας. Σε λίγο ο ήλιος έδυσε κι απλώθηκε σκοτάδι και τότε δεν έφεγγαν κατά τον τρόπο το δικό τους μόνο το φίδι και του ανθρώπου ο λύχνος, αλλ' ακόμα και το πέπλο της Λίλιας σκορπούσε φως απαλότατο, που σα γλυκό δωροχάραμα φώτιζε το χλωμό πρόσωπό της και τ' άσπρο της φόρεμα με μιαν άπειρη χάρη. Συλλογισμένοι κι αμίλητοι κοιτάζαν ο ένας τον άλλο. Βέβαιη ελπίδα ελάττωνε τις έγνοιες και τη θλίψη. Για τούτο δε δεχτήκανε δυσάρεστα την επιστροφή της γερόντισσας μαζί με τις δυο χαρούμενες φλόγες, που στο μεταξύ θα κάνανε δίχως άλλο πολλές ασωτίες, γιατί είχαν εξαιρετικά αδυνατίσει, χωρίς αυτό και να τις εμποδίζει, να 'ναι όσο μπορούν ευγενικότερες προς τη βασιλοπούλα και τις θεραπαινίδες της. Με τέλεια αυτοπεποίθηση και μεγάλη εκφραστικότητα λέγανε πράματα αρκετά κοινότυπα.
Εξαιρετικά ευαίσθητες δείχτηκανε για τη χάρη που σκόρπιζε στη Λίλια και στις φίλες της το λαμπρό πέπλο. Οι θεραπαινίδες χαμήλωναν ντροπαλά τα μάτια τους και το εγκώμιο της ομορφιάς τους τις ομόρφαινε στ' αληθινά. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι κι ήσυχοι, εκτός απ' τη γερόντισσα, που, μ' όλη τη διαβεβαίωση του αντρός της, πως το χέρι της δεν μπορούσε να μικρύνει πιότερο, όσο το φώτιζε το φως του λύχνου του, πολλές φορές εξέφρασε τη γνώμη πως αν τα πράγματα ξακολουθούσαν έτσι, το ευγενικό αυτό μέλος της θα 'χε τελείως εξαφανιστεί, πολύ πριν από τα μεσάνυχτα. Ο Γέροντας με το λυχνάρι άκουγε προσεχτικά τις φλυαρίες των τελωνιών κι ήταν πολύ ευχαριστημένος που με τις ομιλίες τους είχε διασκεδάσει κι ευθυμήσει κάπως η Λίλια.
Κι όταν φτάσανε τα μεσάνυχτα χωρίς κανείς να καταλάβει πώς, ο γέροντας κοίταξε τ' αστρα και τότε αρχίνησε να λέει:
-"Σε καλήν ώρα είμαστε ενωμένοι. Ας κάμει καθένας το έργο του, ας εκτελέσει καθένας το καθήκον του κι οι ατομικές λύπες θα σβήσουνε μες στη γενικήν ευτυχία, ακριβώς όπως η γενική δυστυχία καταστρέφει τις ατομικές χαρές".
Έπειτα από τα λόγια αυτά, ένας περίεργος θόρυβος δημιουργήθηκε, γιατί όλα τα παρόντα πρόσωπα μονολογούσαν μεγαλοφώνως λέγοντας τί είχε να κάνει το καθένα. Μόνον οι τρεις κοπέλες σιωπούσαν. Είχαν αποκοιμηθεί η μια κοντά στην άρπα, η άλλη δίπλα στην ομπρέλα κι η τρίτη δίπλα στο σκαμνί και κανείς δε μπορούσε βέβαια να τις κατηγορήσει, γιατί ήτανε πολύ αργά. Τα φλογερά παλικαράκια, ύστερα από μερικές παροδικές φιλοφρονήσεις που αφιερώσαν στις θεραπαινίδες, γι' άλλη δεν είχαν πια μιλιά παρά μονάχα για τη Λίλια, για την ωραία των ωραίων.
-"Πάρε τον καθρέφτη", είπε ο Γέροντας στο γεράκι, "και μόλις δεις τον ήλιο ν' ανατέλλει ρίξε από ψηλά τις πρώτες του αχτίδες στις κοιμισμένες απάνω και ξύπνησέ τες".
Το φίδι άρχισε τώρα να κουνιέται. Έλυσε τον κύκλο του και τράβηξε σιγά-σιγά, με πλατιούς ελιγμούς, για το ποτάμι. Τα δυο τελώνια ακολουθούσαν με τόσην επισημότητα που θα μπορούσε κανείς να τα πάρει για τις σοβαρότερες φλόγες του κόσμου. Η γερόντισσα κι ο άντρας της πιάσανε τότε το καλάθι, που το απαλό του φως δεν το 'χανε και πολύ παρατηρήσει και τραβώντας το από τη μια μεριά κι από την άλλη το κάνανε να μεγαλώσει και να γίνει φωτερότερο. Σήκωσαν έπειτα το πτώμα του νέου, το ξαπλώσανε μέσα και πάνω στο στήθος του ακουμπήσανε το καναρίνι. Το καλάθι υψώθηκε στον αέρα μονάχο του πάνω από το κεφάλι της γερόντισσας κι εκείνη τότε κίνησε πίσω από τα τελώνια. Η ωραία Λίλια πήρε το σκυλάκι στα χέρια της κι ακολούθησε τη γερόντισσα κι ο άνθρωπος με το λυχνάρι έκλεισε τη συνοδεία. Όλος ο τόπος γύρωθε φωτιζόταν από τα διάφορα αυτά φώτα κατά τον περιεργότερο τρόπο.
Αλλά δεν τα χάσανε λιγότερο σα ζυγώσανε στο ποτάμι κι αντίκρυσαν ένα λαμπρότερο τόξο να ενώνει τις όχθες του. Ήτανε το φίδι το ευεργετικό, που τους ετοίμαζε το δρόμο. Κι αν τη μέρα θαυμάζανε τα διάφανα πολύτιμα πετράδια που φαίνονταν ν' αποτελούνε το γεφύρι, τη νύχτα πια σαστίσαν όλοι με τη φωτερή λαμπρότητά τους. Από το πάνω μέρος, το φωτερό του τόξο γραφόταν ολοκάθαρο στο σκοτεινό ουρανό, αλλ' από κάτω, ζωηρές αχτίδες εκτοξεύονταν προς το κέντρο του δείχνοντας έτσι την κινητή στερεότητα του οικοδομήματος. Η συνοδεία πέρασε σιγά-σιγά κι ο περαματάρης που κοίταγε από μακριά, από τη μικρή του τη καλύβα, παρατηρούσε σαστισμένος το φωτερό τόξο και τα παράξενα φώτα που περνούσανε πάνω του.
Μόλις φτάσανε στην αντίπερα όχθη, άρχισε το τόξο να ταλαντεύεται κατά τον τρόπο του και να ζυγώνει το νερό κυματιστά. Σε λίγο βρισκότανε και το φίδι στη στεριά, σχημάτιζε πάλι τον κύκλο του γύρω από το καλάθι, που είχε μόνο του κατέβει στη γη. Τότε έσκυψεν ο γέροντας και του 'πε:
-"Τι αποφάσισες";
-"Να θυσιαστώ, πριν με θυσιάσουν", αποκρίθηκε το φίδι. "Δώσε μου την υπόσχεση πως δε θ' αφήσεις καμιά πέτρα στη στεριά".
Ο Γέροντας του το υποσχέθηκε κι είπε έπειτα στην ωραία Λίλια:
-"'Aγγισε το φίδι με το ζερβί σου χέρι και τον αγαπημένο σου με το δεξί".
Η Λίλια γονάτισε κι άγγιξε το φίδι και το πτώμα. Στη στιγμή φάνηκε κείνος να ξαναγυρίζει στη ζωή. Κουνήθηκε μες στο καλάθι και σε λίγο ανασηκώθηκε και κάθισε. Η Λίλια πήγε να τον αγκαλιάσει, όμως ο γέροντας την εμπόδισε. Βοήθησε το παλικάρι να σηκωθεί και τ' οδήγησε να βγει από το καλάθι κι απ' τον κύκλο. Το παλικάρι στάθη ολόρθο, το καναρίνι φτερούγισε και κάθισε στον ώμο του. Μέσα τους ξαναξύπνησε η ζωή, αλλά το πνεύμα τους δεν είχε ακόμη ξαναγυρίσει. Τ' όμορφο βασιλόπουλο είχε τα μάτια του ανοιχτά, αλλά δεν έβλεπε, ή τουλάχιστον φαινότανε σα να τα κοίταζε όλα μ' αδιαφορία. Μόλις πέρασε η πρώτη κατάπληξη για τα γεγονότα αυτά, τότε παρατηρήσανε τη παράξενη μεταβολή που 'χε πάθει το φίδι. Το μακρουλό κι ωραίο του σώμα είχε διαλυθεί σε χιλιάδες λαμπερά πετράδια. Καθώς πήγε να πάρει η γερόντισσα το καλάθι της, χτύπησεν απρόσεχτα πάνω στο φίδι και δεν έβλεπαν πια τίποτ' απ' το σχήμα του, μόνον ένας ωραίος κύκλος απ' ολόλαμπρα πετράδια κειτότανε χάμω στη χλόη.
Ο γέροντας άρχισε γρήγορα-γρήγορα να μαζεύει τα πετράδια και να τα βάζει στο καλάθι. φώναξε μάλιστα και τη γυναίκα του να τονε βοηθήσει. Έπειτα πήρανε κι οι δυο το καλάθι, το φέρανε κάτω στο ποτάμι, σε μια ψηλή μεριά της όχθης και ρίξαν όλα τα πετράδια στο νερό, όχι και χωρίς τη δυσαρέσκεια της Πεντάμορφης και της γυναίκας του που πολύ θα θέλαν να διαλέξουν κάνα-δυο για τον εαυτό τους. Σα φωτερά κι αστραφτερά αστράκια κολυμπούσανε τα πετράδια μες στα κύματα κι ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς, αν εχάθηκανε πέρα μακριά ή αν εβούλιαξαν.
-"Κύριοί μου", είπε τότε ο γέροντας με σεβασμό στα τελώνια, "από δω κα πέρα θα πηγαίνω γω μπρος και θα σας δείχνω το δρόμο, αλλά σεις θα μας κάνετε μεγάλη εκδούλευση, ανοίγοντάς μας τη πύλη του ναού, που κανείς άλλος από σας δε μπορεί να την ανοίξει κι απ' όπου τούτη τη φορά πρέπει να μπούμε".
Τα τελώνια υποκλίθηκαν ευγενικά και μείνανε πίσω. Ο γέρος με το λύχνο κίνησε μπρος και τράβηξε κατά το βράχο, που ανοίχτηκε μπροστά του. Σιωπηλή και δισταχτική ερχότανε λίγο πιο πάνω η Λίλια. Η γερόντισσα βιαζόταν μήπως μείνει πίσω κι όλο τέντωνε το χέρι της, για να το βρίσκει το φως απ' το λυχνάρι του αντρός της. Τα τελώνια κλείνανε τη συνοδεία, λαφρογέρνανε τις φλογοκορφές τους τη μια προς την άλλη κι εφαίνονταν σα να συνομιλούνε.
Δεν είχαν και πολύ προχωρήσει, όταν η συνοδεία σταμάτησε μπρος σε μια μεγάλη σιδερένια πύλη, που τα θυρόφυλλά της τα 'κλεινε μαλαματένια κλειδαριά. Ο γέροντας φώναξε ευθύς τα τελώνια, που δίχως να προσμένουν να τους δώσουν θάρρος, βαλθήκανε γοργά-γοργά με τις πιο λεπτές τους φλόγες να τρώνε κλειδαριά και σύρτη. Βαριά αντηχήσανε τα σίδηρα, όταν γοργά ανοιχτήκανε τα θυρόφυλλα και μες στο ναό τα σεβάσμια των βασιλιάδων αγάλματα φανήκανε στο φως που χύθηκε μέσα. Καθένας υποκλίθηκε μπρος στους σεβασμιότατους κυρίαρχους κι απ' όλους πιο πολύ τα τελώνια δεν έπαυαν τις βαθιές υποκλίσεις. Έπειτα από λίγες στιγμές σιωπής, ο χρυσός βασιλιάς ερώτησε:
-"Από πού έρχεστε";
-"Από τον κόσμο", αποκρίθηκεν ο γέρος.
-"Πού πηγαίνετε;" είπεν ο ασημένιος βασιλιάς.
-"Στον κόσμο", ξανάπε ο γέροντας.
-"Τί θέλετε από μας;" ρώτησε ο χάλκινος βασιλιάς.
-"Να σας συνοδέψουμε", είπε ο Γέροντας.
Μα εκεί που ετοιμαζόταν να μιλήσει κι ο ανάκατος βασιλιάς, είπε ο χρυσός στα τελώνια που είχανε πολύ ζυγώσει κοντά του.
-"Τραβηχτείτε μακριά μου. Το χρυσάφι μου δεν είναι για τις γλώσσες σας"!
Τότε κι εκείνα πήγανε στον ασημένιο βασιλιά, τον τύλιξανε και κάνανε το φόρεμά του να λαμπαδίζει ωραία με το χλωμό τους φως.
-"Καλώς ορίσατε", τους είπε κείνος, "αλλά εγώ δεν μπορώ να σας θρέψω. Ψάχτε να βρείτε αλλού τροφή και να μου φέρνετε το φως σας".
Απομακρύνθηκαν τότε κι αποφεύγοντας το χάλκινο βασιλιά, που δε φάνηκε να τα προσέχει ριχτήκανε στον ανάκατο.
-"Ποιος θα κυριαρχήσει στον κόσμο;" φώναξε κείνος με τραυλή λαλιά.
-"Όποιος μπορεί να σταθεί στα πόδια του", αποκρίθηκεν ο γέροντας.
-"Εγώ μπορώ!" είπεν ο ανάκατος βασιλιάς.
-"Αυτό θα το δούμε τώρα", είπεν ο γέρος, "γιατί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου".
Η ωραία Λίλια κρεμάστηκε στο λαιμό του γέροντα και τονε φίλησε με τη καρδιά της.
-"'Aγιε Πατέρα", του 'πε, "χίλιες φορές σ' ευχαριστώ, γιατί ακούω για τρίτη φορά το βαθυστόχαστο λόγο, το λόγο τον προφητικό".
Δεν είχε καλά-καλά τελειώσει τη φράση της και κρεμάστηκε ακόμη δυνατότερα από το λαιμό του γέρου, γιατί το έδαφος άρχισε να σαλεύει κάτω από τα πόδια τους. Η γερόντισσα και το παλικάρι κρατιότανε κι αυτοί ο ένας από τον άλλο. Μόνο τ' ανάερα τελώνια δε νιώσανε τίποτε. Μπορούσε καθαρά να το νιώσει κανείς πως όλος ο ναός ταλαντεύοντανε, σαν το καράβι που σήκωσεν άγκυρα κι απομακρύνεται σιγά-σιγά από το λιμάνι. Της γης τα βάθη ανοίγονταν, θαρρείς, για να περάσει. Πουθενά δε σκόνταβε, βράχος κανείς δεν του 'κλεινε το δρόμο. Σε μια στιγμή φάνηκε σα να 'πεφτε ψιλή-ψιλή βροχή μες από το άνοιγμα του τρούλου. Τότε ο γέρος κράτησε πιο σφιχτά τη Λίλια και της είπε:
-"Είμαστε κάτω απ' το ποτάμι, σε λίγο φτάνουμε".
Ύστερ' από λίγο νομίσανε πως στάθηκαν, όμως γελάστηκαν. Ο ναός ανέβαινε προς τα πάνω. Παράξενος κρότος ακούστηκε τότε πάνω από τα κεφάλια τους. Σανίδες και δοκάρια ανάκατα αρχίσαν να περνούν με θόρυβο μες από το άνοιγμα του τρούλου. Η Λίλια κι η γερόντισσα πεταχτήκανε πλάι, ο άνθρωπος με το λυχνάρι άρπαξε το παλικάρι και στάθηκε ακίνητος. Η καλυβίτσα του περαματάρη, γιατί ο ναός καθώς ανέβαινε, αυτή ξεκόλλησε από χάμω και τη πήρε μαζί του, έπεσε σιγά-σιγά μέσα και σκέπασε το παλικάρι και τον γέροντα.
Οι γυναίκες φωνάζανε δυνατά κι ο ναός τραντάχτηκε σα καράβι που ξάφνου χτυπά στη στεριά. Όλο αγωνία τρέχαν οι γυναίκες μες στο μισοσκόταδο γύρω από τη καλύβα. Η θύρα της ήτανε κλεισμένη και κανείς δεν άκουγε τα χτυπήματά τους. Χτυπήσαν δυνατότερα και τέλος σαστίσανε πιο πολύ, σαν άκουσαν πως το ξύλο αρχίνισε να κουδουνίζει.
Το φως της λάμπας, που ήτανε κλεισμένη μέσα, είχε μεταβάλει, με τη δύναμή του, το ξύλο σε ασήμι, από τα μέσα προς τα έξω. Σε λίγο άλλαξε και το σχήμα της καλύβας γιατί το ευγενικό μέταλλο αφήνοντας τη τυχαία μορφή των σανιδιών, των δοκαριών και των στύλων απλώθηκε και σχημάτισε ένα λαμπρότερο σπιτάκι με μεγάλη τέχνη εργασμένο. Έτσι τώρα στήθηκε μες στο μεγάλο ναό ένας άλλος μικρός κι ωραιότατος ή καλύτερα, αν θέλετε, ένας βωμός αντάξιος του ναού. Από μια εσωτερική σκάλα που 'φτανε ίσαμε πάνω ανέβηκε τότε το ευγενικό παλικάρι ψηλά. Ο άνθρωπος με το λυχνάρι το φώτιζε κι ένας άλλος φαινόταν να το υποστηρίζει, ένας άλλος που παρουσιάστηκε με κοντό άσπρο φόρεμα και μ' ένα κουπί ασημένιο στο χέρι. Αμέσως αναγνώριζε κανείς πως ήταν ο περαματάρης, που κατοικούσε κάποτε στο μεταμορφωμένο τώρα καλυβάκι.
Η ωραία Λίλια ανέβηκε τότε τα εξωτερικά σκαλιά, που φέρναν από το ναό στον βωμό πάνω, αλλ' ακόμα δεν ήταν καιρός να ζυγώσει τον αγαπημένο της. Η γερόντισσα, που το χέρι της όλο και μίκραινε όσο ήταν ο λύχνος κρυμμένος, έβαλε τις φωνές.
-"Δε θα με σώσει μένανε κανείς από τη δυστυχία; Μες στα τόσα θάματα δε μπορεί να γίνει κι ένα για το χέρι μου";
Τότε της είπε ο άντρας της, δείχνοντάς της τη θύρα.
-"Για δες, η μέρα χάραξε, τρέξε και λούσου στο ποτάμι".
-"Ωραία συμβουλή!" φώναξε κείνη. "Για να γίνω κατάμαυρη και να εξαφανιστώ μια και καλή! Σάμπως επλήρωσα το χρέος μου";
-"Σύρε και κάμε όπως σου λέω!" της είπε ο γέροντας, "όλα τα χρέη σβηστήκανε".
Η γερόντισσα έφυγε τρεχάλα. Την ίδια στιγμή βγήκεν ο ήλιος και το φως του χτύπησε τη κορφή του τρούλου. Ο γέρος στάθηκε ανάμεσα στο παλικάρι και στη κόρη κι είπε με φωνή δυνατή:
-"Τρεις βασιλεύουνε στη γη. Σοφία, Κάλλος κι Ισχύς". Στη πρώτη λέξη πετάχτηκε πάνω ο χρυσός βασιλιάς, στη δεύτερη σηκώθηκε ο ασημένιος και στη τρίτη ο χάλκινος σιγά-σιγά, ενώ ο ανάκατος βασιλιάς κάθισε χάμω αδέξια μονομιάς. Όποιος τον έβλεπε, μ' όλο το επίσημο της ώρας, δε θα μπορούσε να κρατήσει τα γέλια, γιατί ούτε καθισμένος ήταν, ούτε ξαπλωμένος, ούτε ακουμπισμένος, αλλά σωριασμένος χάμω ακατάστατα.
Τα τελώνια, που είχαν ως τώρα ασχοληθεί μαζί του, τραβηχτήκανε πέρα. Αν και χλωμά στο πράσινο το φως, φαινόνταν όμως πάλι καλοθρεμμένα και τέλειες φλόγες, γιατί με μεγάλη δεξιοσύνη είχανε γλύψει με τις μυτερές γλωσσίτσες τους ίσαμε μέσα στο βάθος τους τις χρυσές φλέβες του κολοσσιαίου αγάλματος. Τ' ακανόνιστα κενά που δημιουργήθηκαν έτσι, μείναν ανοιχτά κάμποσην ώρα και το άγαλμα διατήρησε για τούτο τη πρώτη του μορφή. Αλλ' όταν τέλος φαγωθήκανε κι οι πιο μικρές φλεβίτσες, το άγαλμα σωριάστηκε μονομιάς και κατά δυστυχία ακριβώς το μέρος εκείνο που κι όταν ο άνθρωπος κάθεται, διατηρείται ακέριο. Εξ αντιθέτου τα μέλη που 'πρεπε να λυγίσουνε μείναν αλύγιστα. Όποιος ένιωθε πως δεν είχε τη διάθεση να γελάσει, καλά θα 'κανε να στρέψει αλλού τα μάτια. το πράμα κείνο, το μεταξύ μορφής κι άμορφης μάζας, ήταν αποκρουστικότατο να το βλέπει κανείς.
Ο άνθρωπος με το λυχνάρι κατέβασε τότε απ' το βωμό τ' όμορφο παλικάρι που 'χε πάντα άπλανο καρφωμένο μπροστά του το βλέμμα και τ' οδήγησε στο σιδερένιο βασιλιά. Στα πόδια του ισχυρού ηγεμόνα κειτόταν ένα σπαθί στο σιδερένιο του θηκάρι. Το παλικάρι το ζώστηκε.
-"Στα ζερβά το σπαθί, λεύτερο το δεξί το χέρι!" φώναξε ο πανίσχυρος βασιλιάς.
Έπειτα πήγανε στον ασημένιο κι εκείνος έσκυψε κι έδωσε στο παλικάρι το σκήπτρο του. Το πήρε στο ζερβί του χέρι κι ο βασιλιάς του είπε με φωνή καλόβουλη.
-"Ποίμαινε τα πρόβατα"!
Όταν φτάσανε στο χρυσό βασιλιά, τότε αυτός με πατρική χειρονομία, σα να τον ευλογούσε, φόρεσε στο κεφάλι του νέου το δρύινο στεφάνι κι είπε:
-"Αναγνώριζε το υπέρτατο"!
Ο Γέροντας παρατηρούσε καλά-καλά το παλικάρι, ενώ γίνονταν όλ' αυτά. Μόλις ζώστηκε το σπαθί, το στήθος του φούσκωσε, τα χέρια του δυναμώσανε και τα πόδια του βαδίζανε σταθερότερα. Σα πήρε το σκήπτρο στο χέρι, φάνηκε σα να μαλακώνει η δύναμή του και σα να γίνεται ισχυρότερος με μιαν ανέκφραστη χάρη. Όταν όμως το δρύινο στεφάνι στόλισε τα σγουρά μαλλιά του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ζωντανέψανε, πνεύμα ανέκφραστο έλαμψε στα μάτια του κι η πρώτη λέξη που είπε το στόμα του ήτανε:
-"Λίλια! Αγαπημένη Λίλια!" φώναξε ξανανεβαίνοντας βιαστικά τ' ασημένια σκαλοπάτια, για ν' ανταμώσει τη κόρη που από ψηλά από το βωμό είχε παρακολουθήσει τις περιοδείες του. "Αγαπημένη Λίλια! Ο άνθρωπος που δεν του λείπει τίποτε, τί θα μπορούσε πολυτιμότερο να ποθήσει, εξόν από την αθωότητα και τη γαλήνια αγάπη που μου προσφέρουνε τα στήθη σου; Ω, φίλε", εξακολούθησε, στρέφοντας προς το γέροντα και καρφώνοντας τη ματιά του στα τρία ιερά αγάλματα, "λαμπρό και σταθερό είναι το βασίλειο των πατέρων μας, όμως ξέχασες τη τέταρτη δύναμη, την αρχαιότερη, τη γενικότερη, τη σταθερότερη που βασιλεύει στον κόσμο, τη δύναμη της αγάπης".
Στα λόγια αυτά, έριξε τα χέρια του γύρω στο λαιμό της ωραίας κόρης, που 'χε πετάξει πέρα το πέπλο της και τα μάγουλά της χρωματίζονταν με τη πιο όμορφη και πιο αναλλοίωτη κοκκινάδα. Τότε ο γέροντας είπε χαμογελώντας.
-"Η αγάπη δεν άρχει, αλλά πλάθει, που είναι πολύ περισσότερο".
Μες σ' αυτή τη τελετή, μες στην ευτυχία και τη γοητεία, κανείς δε παρατήρησε πως είχε ξημερώσει πέρα -πέρα και ξαφνικά κάτι εντελώς απροσδόκητα πράματα χτυπήσανε τα μάτια της συντροφιάς μες απ' την ανοιγμένη θύρα. Μια μεγάλη πλατεία με περιστύλιο σχημάτιζεν ένα είδος προαυλίου και στο βάθος του έβλεπε κανείς μια μακριά, μεγαλοπρεπέστατη γέφυρα, με πολλά-πολλά τόξα, που ένωνε τις όχθες του ποταμού. Από τη μεριά κι από την άλλη ήτανε κατασκευασμένες άνετες και λαμπρές στοές για τους διαβάτες, που κατά χιλιάδες κιόλας είχανε μαζευτεί και περνούσανε βιαστικοί πέρα-δώθε. Στο μεσιανό μεγάλο δρόμο κύμα από κοπάδια και ζα, από καβαλάρηδες κι αμάξια κυλούσαν ακατάπαυστα κι από τη μια κι από την άλλη όχθη, χωρίς καθόλου να μπερδεύονται. Όλοι φαινόνταν σαστισμένοι για τη τόσην άνεση και μεγαλοπρέπεια κι ο νέος βασιλιάς με τη γυναίκα του ήτανε τόσο γοητευμένοι για τη κίνηση και τη ζωή του μεγάλου αυτού λαού, όσο ήτανε κι ευτυχισμένοι με την αμοιβαία τους αγάπη.
-"Τίμα και μη ξεχνάς το φίδι", είπεν ο άνθρωπος με το λυχνάρι. "του χρωστάς τη ζωή, οι λαοί σου του χρωστάνε το γεφύρι που ένωσε τις δυο γειτονικές αυτές χώρες και τις γέμισε ζωή. Τα λαμπερά εκείνα πετράδια που κολυμπούσανε στα νερά, τα λείψανα του θυσιασμένου κορμιού του, είναι τα βάθρα του μεγαλόπρεπου αυτού γεφυριού. Πάνω σε κείνα χτίστηκε μονάχο του και μόνο του θα συντηρείται".
Μα κει που πήγαιναν να του ζητήσουν εξηγήσεις για το θαυμαστό κείνο μυστήριο, τέσσερις όμορφες κοπέλες μπήκαν από την πύλη του ναού. Από την άρπα, την ομπρέλα και το σκαμνάκι αναγνώρισαν ευθύς τις τρεις θεραπαινίδες της Λίλιας, η τέταρτη όμως, ωραιότερη απ' τις άλλες, ήταν άγνωστη, μα πέρασε γοργά με κείνες το ναό, σαν αδερφούλα αστειευόμενη μαζί τους κι ανέβηκε τ' ασημένια σκαλοπάτια.
-"Θα με πιστεύεις λοιπόν εδώ και στο εξής, αγαπημένη μου γυναίκα;" είπεν ο άνθρωπος με το λυχνάρι προς την ωραία κείνη. "χαρά σε σένα και στο κάθε πλάσμα που θα λουστεί σήμερα το πρωί στον ποταμό"! Ξανανιωμένη κι όμορφη η γερόντισσα, χωρίς ούτε σημάδι απ' τη παλιά μορφή της, αγκάλιασε με νεανικά και γεμάτα ζωή χέρια τον άνθρωπο με το λυχνάρι, που δέχτηκε ευχαριστημένος τις τρυφερότητες αυτές. "Αν σου φαίνομαι πολύ γερασμένος", είπε χαμογελώντας, "έχεις το δικαίωμα σήμερα να διαλέξεις άλλον άντρα. Κανένας γάμος από σήμερα δεν ισχύει πια, εκτός αν ξαναγίνει".
-"Δε ξέρεις λοιπόν", αποκρίθηκε κείνη, "πως κι εσύ ξανάνιωσες";
-"Πολύ χαίρομαι, να φαίνομαι στα νέα σου μάτια νέος κι εγώ και λεβέντης. Δέχομαι λοιπόν πάλι το χέρι σου και με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα ξαναζήσω μαζί σου τη χιλιετηρίδα που μας έρχεται".
Η βασίλισσα καλωσόρισε τη καινούρια φιλενάδα της και κατέβηκε μαζί μ' αυτή και με τις άλλες της συντρόφισσες απ' το βωμό, ενώ ο βασιλιάς, ανάμεσα στους δυο άντρες, κοίταγε κατά τη γέφυρα και παρατηρούσε προσεχτικά του λαού τ' ανάδεμα. Όμως πολύ δε κράτησεν η ευχαρίστησή του, γιατί είδε κάποιο περιστατικό που σε μια στιγμή τον πλημμύρισε θλίψη. Ο μέγας Γίγαντας, που δεν είχε ακόμη καλοξυπνήσει από τον πρωινό του ύπνο, πήγε τρικλίζοντας να περάσει τη γέφυρα και δημιούργησε τρομερή ταραχή.
Σηκώθηκε, κατά τη συνήθειά του, μισοκοιμισμένος και συλλογίστηκε να πάει να λουστεί στο γνωστό του κολπίσκο. αλλά βρήκε στη θέση του στεριά και παραπατούσε πάνω στο πλατύ λιθόστρωτο του γεφυριού. Αν κι είχε τόσο αδέξια χωθεί ανάμεσα σ' ανθρώπους και σε ζώα κι όλοι ήτανε σαστισμένοι από τη παρουσία του, κανείς ωστόσο τίποτα δεν αισθανόταν. Αλλ' όταν τονε χτύπησε στα μάτια ο ήλιος και σήκωσε τα χέρια του για να τα τρίψει, τότε ο ίσκιος από τις τεράστιες γροθιές του πέφτοντας κάτω αναστάτωσε με τόση δύναμη κι αδεξιοσύνη τα πλήθη, που μάζες ολόκληρες από ανθρώπους και ζώα συγκρουστήκανε και διατρέχανε τον κίνδυνο να γκρεμιστούνε στο ποτάμι.
Ο βασιλιάς, σαν είδε τη κακή αυτή πράξη, έφερε δίχως να το θέλει το χέρι στο σπαθί του, αλλά κρατήθηκε συλλογισμένος, ρίχνοντας ήσυχα τη ματιά του πρώτα στο σκήπτρο του κι έπειτα στο λυχνάρι και στο κουπί των συντρόφων του.
-"Μαντεύω τη σκέψη σου", είπε ο άνθρωπος με το λυχνάρι, "αλλά κι εμείς κι η δύναμή μας είμαστε ανίσχυροι μπροστά σ' αυτόν τον ανίσχυρο. Μείνε ήσυχος! Είναι το τελευταίο κακό που κάνει. καλά που ο ίσκιος του δεν ήρθε κατά πάνω μας".
Στο μεταξύ ο Γίγαντας όλο και ζύγωνε, σαστισμένος μ' ό,τι έβλεπε μπρος του, σαν άνοιξε τα μάτια του, άφησε τα χέρια του να ξαναπέσουν και χωρίς να κάνει πια καμιά ζημιά προχωρούσε μ' ανοιχτό το στόμα προς το προαύλιο. Τραβούσε γραμμή κατά τη θύρα του ναού, όταν έξαφνα, σαν έφτασε στη μέση της αυλής, καρφώθηκε στο έδαφος. Έμεινε κει μεταμορφωμένος σε τεράστιο τρομαχτικό άγαλμα από κοκκινωπή λαμπρή πέτρα κι ο ίσκιος έδειχνε τις ώρες, που ήταν γύρω-γύρω του σε κύκλο χαραγμένες χάμω, όχι σε αριθμούς, αλλά σ' ευγενικές γεμάτες σημασία εικόνες.
Ο βασιλιάς χάρηκε πολύ που βρέθηκε να χρησιμοποιηθεί για κάτι ωφέλιμο ο ίσκιος του τέρατος, μα κι η βασίλισσα που ανέβηκε λαμπροστολισμένη μαζί με τις παρθένες της μες από το βωμό, δε τα 'χασε λιγότερο αντικρύζοντας το παράξενο κείνο άγαλμα που σχεδόν έκρυβε τη θέα του γεφυριού από το ναό.
Στο μεταξύ ο λαός, βλέποντας το Γίγαντα ακίνητο μαζεύτηκε κοντά του τον περικύκλωσε και σάστισε με τη μεταμόρφωσή του. Από κει το πλήθος έστρεψε προς το ναό, που μόλις τώρα ως φαίνεται είχεν αντιληφθεί την ύπαρξή του κι όρμησε προς τη πύλη.
Τη στιγμή κείνη πετώντας το γεράκι πάνω από τον τρούλο, έριξε με τον καθρέφτη που κρατούσε του ήλιου το φως στα πρόσωπα που στέκανε πάνω στο βωμό. Ο βασιλιάς, η βασίλισσα κι οι σύνοδοί τους φάνηκαν μέσα στο μισοσκότεινο του ναού θόλο σα φωτισμένοι από ουράνια λάμψη κι ο λαός προσκύνησε. Όταν το πλήθος συνήλθε και σηκώθηκε, ο βασιλιάς κι οι δικοί του είχανε κατεβεί μέσα στο βωμό, για να πάνε στο παλάτι τους από κρυφές στοές κι ο λαός σκορπίστηκε μες στο ναό για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Παρατηρούσε με κατάπληξη και σεβασμό τους τρεις βασιλιάδες που στέκαν όρθιοι. Μα τίποτε δεν τους έβαλε σε τόσο πειρασμό, όσο κείνος ο σωρός που μες στη τέταρτη αχιβάδα ήτανε κρυμμένος κάτω από 'να χαλί. Γιατί ποιός ξέρει ποιος από ευσπλαχνία είχεν απλώσει πάνω στο σωριασμένο βασιλιά ένα λαμπρότατο κάλυμμα, που κανένα μάτι δε μπορούσε να το περάσει και κανένα χέρι δεν έπρεπε να τολμήσει να το ανασηκώσει. Ποτέ ο λαός δεν θα κουράζονταν να βλέπει και ν' αποθαυμάζει και το πλήθος που όλο σπρωχνότανε θα συντρίβονταν μες στο ναό, αν δε τραβιότανε πάλι η προσοχή του έξω, προς τη μεγάλη πλατεία.
Ξαφνικά πολλά χρυσά νομίσματα, σα να πέφταν από ψηλά, αντηχήσανε στις μαρμαρένιες πλάκες. Οι πιο κοντά διαβάτες ορμήσανε ποιος να τα πρωταρπάξει. Αυτό το θαύμα ξαναγίνηκε πολλές φορές πότε δω, πότε κει. Μπορεί ο καθένας να το καταλάβει πως τα τελώνια φεύγοντας θελήσαν ν' αστειευτούν ακόμη μια φορά και σκορπίζαν εύθυμα το χρυσάφι που είχανε πάρει απ' το κορμί του σωριασμένου βασιλιά. Αχόρταγο το πλήθος έτρεχε κάμποσο καιρόν εδώ κι εκεί, σπρωχνόταν και σκιζόταν, ακόμη κι όταν πια δεν έπεφτε χρυσάφι. Τέλος διαλύθηκε σιγά-σιγά, τράβηξε το δρόμο του κι ίσαμε σήμερα το γεφύρι πάνω δεν έχει πιο πολλούς προσκυνητάδες.

Pages