«Σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις» - Point of view

Εν τάχει

«Σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις»


Οἱ πνευματικές ἡδονές εἶναι αὐτές 

πού θά κάνουν εὐτυχισμένο τόν ἄνθρωπο

Τά ζητήματα ἤ τά προβλήματα πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπον εἶναι δύο εἰδῶν κατά τήν γνώμη τῶν ἁγίων Πατέρων. Μερικά ζητήματα εἶναι ἐποχιακά καί γι᾽ αὐτό ἐφήμερα. Ὅσο κι ἄν φαίνονται μεγάλα, δύσκολα, ἐπείγοντα καί καυτά, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀλλοιώνονται, ὑποβαθμίζονται, χάνουν τήν ἐπικαιρότητά τους καί τελικά παύουν νά ὑφίστανται καί ἀφανίζονται ἀπό τήν συνείδησι.
Ὑπάρχουν ὅμως καί μερικά ἄλλα πού ξεπερνοῦν τό χρόνο. Εἶναι πάντα ἐπίκαιρα, πάντα ἐπείγοντα καί πιεστικά, πάντα ζωντανά γιά τόν ἄνθρωπο. Τά πρῶτα ἀνάγονται στήν περιφέρεια τῆς ὑπάρξεώς του. Τά δεύτερα στό κέντρο. Τά πρῶτα εἶναι ἐπιδερμικά, ἐπιφανειακά, ἐπιπόλαια, παροδικά. Τά δεύτερα εἶναι μόνιμα, χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο καί ἀναφέρονται στήν ἴδια τήν φύσι του.
Αὐτά τά αἰώνια ἀνθρωπολογικά προβλήματα ἀναδύονται πάντα μέ τήν ἴδια δύναμι στή συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσκοῦν τήν ἴδια ἀφόρητη πίεσι ἐπάνω της ζητῶντας ἐπίμονα καί λύσι. Τό αἴτημα νά δοθῆ λύσι σ᾽ αὐτά τά προβλήματα εἶναι προσωπικό. Ὁ καθένας ὀφείλει νά τά λύση γιά τόν ἑαυτό του.
Ἕνα τέτοιο καθολικό ὑπαρξιακό πρόβλημα εἶναι: οἱ ΗΔΟΝΕΣ. Ἀφ᾽ ἑνός οἱ αἰσθητές καί ἀφ᾽ ἑτέρου οἱ πνευματικές. Οἱ αἰσθητές ἡδονές εἶναι αὐτές πού γευόμαστε μέ τίς πέντε αἰσθήσεις, διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πνευματικές ἡδονές εἶναι αὐτές πού τρέφουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτές πού τρέφουν τίς νοερές οὐσίες τῶν ἀσωμάτων. Εἶναι αὐτές πού θά κάνουν εὐτυχισμένο τόν ἄνθρωπο εἰς τήν αἰωνιότητα.
Γιά τίς αἰσθητές ἡδονές ἔχετε ἀκούσει, τίς ἔχετε γευθεῖ, ἔχετε ἐμπειρία. Τώρα θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς πνευματικές ἡδονές. Θέλω νά ἐπισημάνω, ὅτι ὅλα ὅσα θά ἀκολουθήσουν εἶναι ἀπό τά πιό ὑπέροχα κεφάλαια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔλεγε: «σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις». Δηλαδή: γι᾽ αὐτά τά θέματα ὁμολογοῦμε σέ τελείους ἀνθρώπους πού εἶναι οἱ Χριστιανοί καί ἔχουν τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά κατανοοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

1. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Πρίν ἀναφερθῶ στίς πνευματικές ἡδονές νομίζω ὅτι ὀφείλω νά ἀναφερθῶ στήν κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου καί στίς δυνατότητές του, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε τό θέμα περί τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν.

α’. Πῶς κατασκευάσθηκε ὁ ἄνθρωπος.
«Τί ἐστιν ἄνθρωπος;» (Ψαλμ. κ’ 5)
Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντᾶ ἡ θεία Ἀποκάλυψις τήν ὁποία ἑρμηνεύει αὐθεντικά ἡ Πατερική διδασκαλία. Σύμφωνα μ᾽ αὐτή: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν (ὕπαρξις), στό ὁποῖο «ψυχή λογική συνέζευκται σώματι γῆθεν μέν τήν ὕπαρξιν ἔχοντι καί πρός τά κάτω βρίθοντι» (Θεοδώρου Ἐδέσσης: Θεωρητικόν, Φ, Α, 329, 26 ἑξῆς). Ἔχομε δύο συστατικά στόν ἄνθρωπο: ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεικτόν ζῶον».
Ὁ νοῦς εἶναι ὁ Ἡγεμών, ὁ Κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς ἔχει τρεῖς ἰδιαίτερες δυνάμεις γιά νά ἐκτελεῖ τό ἔργο του καί τήν ἀποστολή του: τήν νοεράν, τήν λογικήν, καί τήν θελητικήν. Κατ᾽ ἐξαίρετον τρόπον τῆς μέν νοερᾶς του ἐνεργείας ὄργανον ἔχει τόν ἐγκέφαλον, τῆς δέ λογιστικῆς καί θελητικῆς ἐνεργείας του καί δυνάμεως ἔχει τήν καρδίαν.
Ὁ Θεός ἔδωσε μία ἱκανότητα στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νά βλέπη καί νά θεωρῆ τόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ κεντρικός σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀκριβῶς, λέγουν οἱ Πατέρες, ἦταν ἡ μακαριότητα τῶν Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο: νά βλέπουν τό Πάνσοφο, τό Πάντερπνο, τό Παμπόθητο Πρόσωπο τοῦ Ἀοράτου καί Ὁρατοῦ, τοῦ Ἀπροσίτου καί Προσιτοῦ καί μεθεκτοῦ Δημιουργοῦ τους.
Πρόσωπο Θεοῦ εἶναι καί ἡ ἀόρατη καί ἀπροσπέλαστη οὐσία τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπο εἶναι καί οἱ ἄκτιστες προσιτές θεῖες ἐνέργειες.
Ὁ νοῦς ὅμως δέν θεωρεῖ μόνο τόν Θεόν, θεωρεῖ καί τά πράγματα καί τά πρόσωπα μέ τίς αἰσθήσεις ἤ μέ τήν φαντασία ἤ μέ τά νοήματα. Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ νοῦ ἀνάμεσα στά αἰσθητά τόν κάνει αἰσθητόν, ἤ αἰθησιακόν ἤ φιλήδονον, ἤ φιλάργυρον, ἤ φιλόδοξον, ἤ σαρκολατρικόν, ἤ τεχνολογικόν, ἤ παχυλόν, ἤ κτηνώδη, ἤ δαιμονειώδη.
Τό κάθε συστατικό τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ κατά τήν φύσι του χωρίς νά διασπᾶται ἡ ἑνότητά του. Τό ὑλικό σῶμα«ἐφίεται» τείνει καί προσκλίνει πρός τά ὅμοιά του ὑλικά στοιχεῖα «βρίθει πρός τά κάτω». Τά γήϊνα τοῦ εἶναι «προσφυῆ»καί «ἐράσμια», τοῦ ταιριάζουν καί τοῦ εἶναι ἀγαπητά γιά τήν ζωϊκή του φύσι.
Ἀντίθετα, γιά τήν νοερά καί πνευματική ψυχή – ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι «νοερά οὐσία» – ποθητά, ἐφετά, ἐράσμια καί«ὀρεκτά» εἶναι τά ἀντίστοιχά τους «νοητά». Καί πρός αὐτά τείνει καί αὐτά λαχταράει νά πετύχη καί νά ἀπολαύση. Μέσα στήν ψυχή τοποθετήθηκε ὁ θεῖος ἔρως, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό. Ὁ «θεῖος ἔρως» θά ἔκανε τόν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο. Γι᾽ αὐτό ὀνομάζεται «μακάριο πάθος». Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατασκευάσθηκε ὥστε μέ τόν «θεῖον ἔρωτα» νά μπορεῖ νά ἀγκαλιάση τόν Θεό.
Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἀκόμα καί ὅλα τά καλά τοῦ βίου ἄν ἐπιτύχουμε, δέν ὑπάρχει κανένας κορεσμός, τίποτε πού νά σταματᾶ τήν ἐπιθυμία, ἀλλά διψοῦμε συνεχῶς σάν νά μή ἀπολαύσαμε τίποτε, ἀπ᾽ ὅσα ἐπιθυμούσαμε. Διότι ἡ δίψα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν χρειάζεται κάποιο ἀστείρευτο νερό.
Πῶς μπορεῖ λοιπόν ὁ πεπερασμένος αὐτός κόσμος νά ἀρκέσει γιά κάτι τέτοιο; Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ὑπαινίσσεται ὁ Κύριος πρός τήν Σαμαρείτιδα λέγοντάς της: «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ᾽ ἄν πίη ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήση εἰς τόν αἰώνα» (Ἰωάν. δ’ 13-14). Αὐτό τό νερό καταπαύει τήν ἐπιθυμία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Οἱ αἰσθητές ἡδονές θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιοῦνται γιά νά ἀνάπτεται ὁ «θεῖος ἔρως» καί νά«θεοῦται» ὁ ἄνθρωπος.

β’. Ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τά αἰσθητά.
Ἡ πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου εἰς τόν Παράδεισον ἐκτός τῶν ἄλλων καταστροφῶν προκάλεσε καί αὐτή: ὑπεδούλωσε τόν νοῦν εἰς τίς αἰσθητές ἡδονές καί τοῦ ἐστέρησε τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Ἰδού πῶς: Ἀφ᾽ ὅτου γεννηθῆ ὁ ἄνθρωπος καί καθ᾽ ὅλην τήν παιδικήν ἡλικίαν ὁ ἡγεμών νοῦς, ὁ κυβερνήτης τοῦ ἀνθρώπου, εὑρίσκεται ἀποκοιμισμένος καί ἀγόμενος ὑπό τῶν πέντε αἰσθήσεων. Αὐτές τρέφουν τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἡδονικές ἀπολαύσεις τοῦ σώματος. Ἔτσι ὑποδουλώνεται ὁ ἄνθρωπος στά πάθη. Ἄν κάποτε ὅμως ὁ «νοῦς» ζητήση νά ἀναλάβη τήν διακυβέρνηση, τότε φαίνεται ἡ δύναμις τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν.
Καί ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Τά πάθη κρατοῦντα τοῦ λόγου, μορφοῦσι τάς αἰσθήσεις πρός ἁμαρτίαν», ποῖος ἔπειτα, πές μου, δύναται εὐκόλως νά τά χαλινώσῃ;
– Ἀφοῦ π.χ. οἱ ἀμφιβληστροειδεῖς χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν συνηθίσουν νά βλέπουν ἐμπαθῶς τά ὄμορφα καί ὡραῖα κάλλη τῶν ἐμψύχων σωμάτων,
– ἀφοῦ οἱ τυμπανίσκοι τῶν ὤτων γλυκανθοῦν εἰς τίς γλυκειές φωνές τῶν μελῶν (τραγουδιῶν),
– ἀφοῦ τό σινοειδές καλούμενον καί τετριχωμένον αἰσθητήριον τῆς ὀσφρήσεως ἡδυνθῆ εἰς τίς εὐωδίες τῶν μύρων καί ἀρωμάτων,
– καί τό στόμα συνηθίση εἰς τήν γεύσιν τῶν νοστίμων χυμῶν καί βρωμάτων,
– καί ἡ ἁφή χρονίση εἰς τήν ἀνάπαυσιν.
Ποῖος ὕστερα, παρακαλῶ… καί ἄν ἀκόμα εἶναι διαλεκτικότατος καί ρητορικώ τατος νά τά πείση τά αἰσθητήρια πώς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπήλαυσαν δέν εἶναι ἀληθινή καί λογική ἡδονή, ἀλλά ἀντιθέτως ὅλα αὐτά εἶναι ζωώδης, ἄλογος καί προσωρινή ἡδονή;
Ποῖος θά μπορέση νά ἀποστομώση τά αἰσθητήρια καί νά τά πείση, γιατί αὐτά ἀντιλέγουν καί φιλονεικοῦν καί δέν ὑπακού ουν, ὅτι ἡ ἡδονή πού ἐδοκίμασαν δέν πρέπει νά νομίζεται ἡδονή, ἀλλά ἄλλη εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ νοερά καί ἄϋλος;
Ποῖος; Οὐδείς δύναται νά τά ἀποκολλήση ἀπό τήν προσκόλλησιν.
Οὔτε ὁ νοῦς δύναται, ὁ ὁποῖος – ἄν καί γνωρίζη – ἐπειδή συναπήλαυσε μέ τά αἰσθητή ρια τήν ἴδια ἡδονή ἐδελεάσθη καί δέθηκε ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Οὔτε ἡ φαντασία, διότι καί αὐτή εἶναι γεμάτη ἀπό ἐμπαθεῖς εἰκόνες. Αὐτή μάλιστα ὑπενθυμίζει στό νοῦ καί τίς αἰσθήσεις τίς σαρκικές ἡδονές καί προτρέπει νά τίς ἀπολαύσουν.
Οὔτε καί ἡ καρδία, γιατί καί αὐτή εἶναι γεμάτη ὀρέξεις καί ἐπιθυμίες.
Ἀλλά καί ἐπί πλέον ὁ διάβολος γαργαλίζει καί αὐτός τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, καί τά αἰσθητήρια περισσότερον.
Καί ὅμως ὑπάρχει τρόπος νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τίς αἰσθητές ἡδονές. Αὐτό τό ἔργο τό ἀναλαμβάνει ὁ Νοῦς μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν συνεργασία τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πῶς:

γ’. Πῶς ὁ νοῦς ἐλευθεροῦται τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν.
«Λοιπόν μετά τήν παιδικήν ἡλικίαν, μετά τήν τελείαν συμπλήρωσιν τοῦ λογικοῦ, καί ὕστερον ἀφοῦ ὁ νοῦς ἤ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ γνωρίσῃ ἤ ἐξ ἀκοῆς μάθῃ ἀπό τῶν θείων Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων, ὅτι εἶναι ἄλλη ἡ φυσική καί συγγενής του ἡδονή, τί κάμνει; αὐτός ὡς λογικός καί ὡς φρόνιμος, καί ὡς φύσει φιλόκαλος ὑπάρχων, δέν ὑποφέρει νά βλέπῃ τά αἰσθητήρια τοῦ σώματός του οὕτως ᾐχμαλωτισμένα εἰς τά ἡδονικά των ἀντικείμενα· δέν ὑποφέρει νά συναιχμα λωτίζηται μετά τῶν αἰσθητηρίων καί αὐτός, καί νά γίνηται παρά τήν ἑαυτοῦ ἀξίαν, δοῦλος ὁ βασιλεύς, ἀρχόμενος ὁ ἄρχων, ὑπήκοος καί ὑποτασσόμενος ὁ κατά φύσιν αὐτοκράτωρ καί ἐξουσιαστής· οὐδέ τό ὑπομένει νά λαμβάνῃ τοιαύτην ζημίαν, ἥτις τελευταῖον αὐτόν καταντᾷ εἰς τήν ἀπώλειαν καί τήν κόλασιν.
Ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο ἵσταται ὅλος του ὁ ἀγών, ὡς λέγει ὁ προρρηθείς σοφός καί ἱερός Θεόδωρος, καί εἰς τοῦτο θεωρεῖται νά δείξῃ, ὅτι ἐκτίσθη παρά Θεοῦ βασιλεύς καί ἄρχων τοῦ σώματος· δηλ. εἰς τό νά δυνηθῇ δι᾽ ὅλης τῆς ἀνδρείας, δι᾽ ὅλης τῆς θελήσεως καί δι᾽ ὅλης τῆς γνώσεως αὐτοῦ, συνεργούσης αὐτῷ καί τῆς θείας χάριτος, νά ἐκριζώσῃ ἐκ τῶν αἰσθητηρίων τοῦ σώματός του, τάς πολυχρο νίους ἐκείνας καί δυσμοχλεύτους ἕξεις, ἅς ἔλαβον εἰς τά αἰσθητά· καί οὕτω νά τά ἐλευθερώσῃ ἀπό τῆς πικρᾶς τυραννίδος τῶν θανατηφόρων ἡδονῶν, ὧν ἐδοκίμασαν· καί ἐντεῦθεν μετ᾽ εὐκολίας νά τά ὑποτάξῃ εἰς τό ἑαυτοῦ θέλημα. «Τῷ τοι καί πολύς ὁ ἀγών, ἐπειδάν ὀψέποτε πρός τήν ἐπίγνωσιν ὁ νοῦς ἥξῃ τῆς ἀληθείας. Εἰ γάρ μηδέπω τῆς ψυχῆς ἑαλωκυίας ὑπ᾽ οὐδενός, ἔργον ἄν ἦν τό διατετηρῆσθαι ταύτην καθαράν· ὁπότε καί συνεσχέθη χαλκοῦ στερροτέροις ἅμμασι, τῆς πρός τά τῇδε πάθεσί τε καί νεύμασι πεδηθεῖσα πόσῳ μείζων ἐστίν ὁ ἀγών, ρῆξαι μέν τόν στερρόν τοῦτον δεσμόν, ἐλευθερωθῆναι δέ τῆς λατρείας τῆς ὕλης, καί τήν τῶν καλῶν ἕξιν κτήσασθαι;» Πῶς δέ; καί διά ποίου τρόπου ἡ ἐλευθερία τῶν αἰσθήσεων καί ἡ πρός τόν νοῦν ὑποταγή τούτων γίνεται; ἄκουσον.
Ὅταν βασιλεύς τις θέλῃ νά ὑποτάξῃ μετ᾽ εὐκολίας πόλιν τινά περιτετειχισμένην, ἀποστερεῖ τούς πολίτας πάντων τῶν τῆς ζωοτροφίας μέσων, καί δι᾽ αὐτῆς τῆς μεθόδου στενοχωρεῖ αὐτούς νά παραδοθῶσιν εἰς αὐτόν. Αὐτήν τήν ἰδίαν μέθοδον μεταχειρί ζεται καί ὁ νοῦς εἰς τά αἰσθητήρια· κόπτει ὀλίγον ἀπό παντός αἰσθητηρίου τάς συνηθι σμένας του σωματικάς καί ἀπολαυστικάς ἡδονάς, δέν συγχωρεῖ πλέον εἰς αὐτά νά ἀπολαύσωσιν αὐτῶν, καί τοιουτοτρόπως εὐκόλως καί εἰς ὀλίγον καιρόν, τά φέρει εἰς τήν ὑποταγήν του. Ἐν ὅσῳ δέ καιρῷ μεθοδεύεται ταύτην τήν ἐκκοπήν, αὐτός δέν ἵσταται ἀργός, ὄχι· ἀλλά λαμβάνων ἄνεσίν τινα καί ἐλευθερίαν ἀπό τῶν σωματικῶν, στρέφει εἰς τήν φυσικήν του νοεράν τροφήν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν θείων Γραφῶν· ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν· ἡ ἐργασία τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν· ἡ ἱερά προσευχή· οἱ λόγοι τῶν αἰσθητῶν καί νοητῶν κτισμάτων καί τά ἄλλα πνευματικά καί θεῖα νοήματα, τά εὑρισκόμενα εἰς τάς βίβλους τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί μάλιστα τῶν καλουμένων νηπτικῶν, ὁποῖαι εἶναι ἡ Φιλοκαλία, ὁ Εὐεργετινός, Ἰωάννης ὁ συγγραφεύς τῆς Κλίμακος, Συμεών ὁ νέος θεολόγος καί ἄλλαι…» (Ἀπό τό κεφ. Β’ στό «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον» τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).

2. ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Κατά τήν Πατερικήν παράδοσιν καί διδασκαλίαν ἕξ (6) εἶναι οἱ κυριώτερες πηγές καί τόποι καί ὗλες ἀπό τίς ὁποῖες γεννῶνται καί ἐξαντλοῦνται οἱ τοῦ νοός ἡδονές.
α’ – Ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θείου θελήματος.
β’ – Ἡ κτῆσις τῶν θεουργῶν ἀρετῶν.
γ’ – Οἱ λόγοι τῶν θείων γραφῶν.
δ’ – Οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων.
ε’ Οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας.
στ’ – Ἡ θεωρία τῶν προσόντων καί τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ἀπ᾽ αὐτές μπορεῖ νά τραφῆ ἡ ψυχή καί νά χορτάση, νά ἱκανοποιηθῆ, νά ἀναπαυθῆ. Ὅποιος τίς δοκιμάση περιφρονεῖ τίς αἰσθητές ὡς ἀνόητες καί τιποτένιες.
Ἄς ἐξετάσωμε μέ συντομία μέ ποιό τρόπο ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει πεῖραν τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν:
Α’ Ἡ πρώτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θείου θελήματος.
Ὁ πιστός ὀφείλει νά:
α’ – Ἐργάζεται τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου.
Ποῖες εἶναι οἱ ἐντολές;
– Αὐτές τοῦ Δεκαλόγου.
– Αὐτές τοῦ Εὐαγγελίου.
Νά ἐργάζεται ΟΛΕΣ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ.
Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς… διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖνπάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν.» (Ματθ. κη’ 19).
Σχολιάζει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οὐχί τά μέν τηρεῖν, τῶν δέ ἄλλων ἀμελεῖν· ἀλλά τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Εἰ γάρ μή πάντα ἡμῖν πρός τόν τῆς σωτηρίας σκοπόν ἀναγκαῖα ἦν, οὔ δ᾽ ἄν ἐγράφησαν πᾶσαι αἱ ἐντολαί, οὔ δ᾽ ἄν φυλαχθῆναι ἀναγκαίως διηγορεύθησαν».
Νά ἐργάζεται τίς ἐντολές ἐξ ὑπακοῆς, εὐαρεστήσεως (γιά νά εὐχαριστήση) καί ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί ὄχι δι᾽ ἀνθρώπινον ἔπαινον ἤ δόξαν ἤ κοσμικόν σκοπόν.
Ἀλλά ὀφείλει καί:
β’ – Νά τηρῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει τούς πιστούς: «νά διακρίνετε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τί εἶναι καλό (ἀγαθό), εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ’ 2).
«Εἶναι ἀγαθόν»: Νά πράττη τό καλό, δι᾽ ἔργου, διά λόγου καί διά τοῦ νοός.
«Εἶναι εὐάρεστον»: Νά πράττη τό καλό, ἐπειδή τό θέλει καί ἀρέσει καί εὐχαριστεῖται ὁ Θεός καί ὄχι γιά ἄλλο σκοπό.
«Εἶναι καί τέλειον»: Νά πράττη τό καλόν ὁ πιστός μέ ὅλη τήν προθυμία καί τήν δύναμι καί τόν πόθο πού διαθέτει.
Ὁ ἱερός Θεοδώρητος ἑρμηνεύει:
«Πρῶτον οὖν σκόπει (ἐξέτασε) τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἰ ἀγαθόν, εἶθ᾽ ὅταν γνωρίσῃς, σκόπει εἰ καί εὐάρεστον. Πολλά γάρ ἀγαθά ὄντα, οὐκ εὐάρεστά εἰσιν ἤ παρά τόν καιρόν (συμβαίνοντα) ἤ παρά τό πρόσωπον (ἐκδηλούμενα)… ὅταν δέ γνωρίσῃς ὅτι εἶναι ἀγαθόν καί εὐάρεστον, σπούδασον ἵνα καί τέλειον ᾖ καί ἀνελλιπές, οὕτω γενόμενον ὡς ἀπαιτεῖται καί μή κολοβῶς».
Κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμα σκηνόν καί ὅλους τούς θεολόγους Πατέρες δύο εἶναι τά θελήματα τοῦ Θεοῦ: Τόπροηγού μενον κατά τό ὁποῖο ὡς ἀγαθός θέλει τά ἀγαθά, καί τό ἑπόμενον κατά τό ὁποῖο ὡς δίκαιος ἐπιτρέπει νά ἔρχονται οἱ θλίψεις.
Ἡ ἁμαρτία οὔτε κατά τό προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται, οὔτε κατά τό ἑπόμενον! – «ἀλλά εἶναι γέννημα τῆς κακεντρε χοῦς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου» (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός).
Εἶναι ἀνάγκη νά ὑπομένουμε ὅλες τίς θλίψεις πού γεννῶνται εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, εἴτε ἐκ δαιμόνων, εἴτε ἐκ τῆς διεφθαρμένης φύσεως.

Τί ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος;
α’ – Ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί ἀπό τήν ἐκπλήρωσι τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς θά ἀπολαύση ἡδονῆς καί ἡ καρδία θά λάβη χαράν.
Αὐτά θέλοντας νά φανερώση ὁ σοφός Σειράχ ἔλεγεν: «Οὐδέν κρεῖττον φόβου Κυρίου καί οὐδέν γλυκύτερον τοῦ προσέχειν ταῖς ἐντολαῖς Κυρίου» (κγ’ 27).
β’ – Ἀκόμη διά αὐτῶν (τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν καί ἐκτελέσεως τοῦ θείου θελήματος) ἀποκτᾶται ἀκατάγνωστος συνείδησις. Ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσχύνεται, δέν ἐντρέπεται, ἀλλά λαμβάνει καί παρρησίαν πρός τόν Θεόν.
«Ἐάν ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγινώσκῃ ἡμῶν (δέν μᾶς κατακρίνει), παρρησίαν ἔχομεν πρός τόν Θεόν» (Α’ Ἰωάν. γ’ 20).
«Τότε οὐ μή αἰσχυνθῶ, ἐν τῷ μέ ἐπιβλέπειν ἐπί πάσας τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. ριη’ ).
γ’ – Ὅποιος ἱερουργεῖ τίς θεουργές καί ζωοποιές ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὁμοιοῦται καί ἑνοῦται μ᾽ Αὐτόν πού ἔδωσε τίς ἐντολές.
«Ἡ πρός Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις ταῖς τῶν σεβασμιωτάτων ἐντολῶν ἀγαπήσε σι καί ἱερουργίαις μόνως τελεῖται».
Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή τρυφή καί ἀπό λαυσις διά τόν ἄνθρωπον: Νά πλησιάζη τόν Θεόν, νά Τοῦ ὁμοιάζη, καί νά ἑνοῦται μέ Αὐτόν.

Β’. Ἄλλη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ ἀπόκτησις ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ἄρρητον ἡδονή λαμβάνει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν κατακτᾶ μίαν-μίαν τίς ὑψηλές κορυφές τῶν ἀρετῶν. Ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν θεωρεῖται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες πλοῦτος πνευματικός, ὁ ὁποῖος οὔτε φθεί ρεται, οὔτε κλέπτεται, οὔτε χάνεται ἀλλά παραμένει εἰς τήν ψυχήν παντοτεινός καί ἀθάνατος.
Ὁ Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει τούς νέους νά ἀγωνίζωνται νά ἀποκτήσουν τίς ἀρετές λέγοντάς τους ὅτι ὅσα ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι σίγουροι ὅτι θά τά κατέχουν γιά πάντα, ἀλλά «μόνη δέ κτημά των ἡ ἀρετή ἀναφαίρετον καί ζῶντι καί τελευτήσαντι παραμένει».

Ὁ Χριστιανός ὀφείλει:
α’.- Νά ἀποκτήση πάσας τάς ἀρετάς. ΟΛΕΣ. Ὄχι μία ἤ δύο.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσορρήμων: «Ὥσπερ γάρ αἰσθήσεις ἡμῶν πέντε εἰσί καί πάσαις εἰς δέον κεχθῆσθαι δεῖ· οὕτω καί πάσαις ταῖς ἀρεταῖς. Ἐάν κάποιος σωφρονεῖ ἀλλ᾽ εἶναι ἀνελεήμων· ἤ ἐλεήμων ἀλλ᾽ εἶναι καί πλεονέκτης, ἤ δέν κλέπτει ἀλλά καί δέν δίδει ἀπό τά ἰδικά του, πάντα εἰκῆ (=ματαίως) γίνεται. Δέν ἀρκεῖ μία ἀρετή νά μᾶς ἀξιώση νά σταθοῦμε στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ μετά παρρησίας· ἀλλά μᾶς χρειάζεται ἡ πολλή καί ποικίλη καί παντοδαπή, ἡ ἀρετή ὅλη».
Λέγει καί ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «Οὐδεμία τῶν ἀρετῶν μόνη καθ᾽ ἑαυτήν ἀνοίγει τήν φυσικήν ἡμῶν θύραν, ἐάν μή πᾶσαι ἀλλήλων ἀκολούθως ἐξηρτῶνται».
β’. Ὁ Χριστιανός πού ἀποκτᾶ τίς ἀρετές ἀνεβαίνει εἰς τήν ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἡ ἀρετή εἶναι ἔργον Θεοῦ.
Χαροποιεῖ τόν νοῦν καί εὐφραίνει τήν καρδίαν ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν, διότι πρός τοῖς ἄλλοις πᾶσα ἀρετή καί ἐξαιρέτως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ προξενεῖ ἀκόμη γνῶσιν, φρόνησιν, σοφίαν καί ἀκολούθως κάμνει τούς ἔχοντες αὐτήν ἐναρέτους, φρονίμους, γνωστικούς καί σοφούς. Συγχρόνως ἡ ἀρετή κάνει τούς ἀνθρώπους ἐπαινετούς, εὐτυχεῖς, ζηλευτούς ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἀλλά καί πολλά ἀγαθά προκαλοῦν οἱ ἀρετές γιά τά ὁποῖα δέν ἀρκεῖ ὁ χρόνος νά ἀναφερθοῦν.
γ’. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά γνωρί ζουμε εἶναι ὅτι οἱ ἀρετές πρέπει νά κτῶνται κατά τάξιν.
Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν πρός Χίλωνα ἐπιστολή του ὅτι πρέπει νά κτώμεθα τίς ἀρετές κατά τάξιν μίαν-μίαν, δηλαδή ὄχι ὅλες μαζί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σχετικῶς: «Διανείμωμεν ἑαυτοῖς τάς ἀρετάς, καθάπερ τήν γεωργίαν οἱ γηπόνοι· ἐν τῷ μηνί τούτω κρατήσωμεν λοιδορίας, ὕβρεως ὀργῆς ἀδίκου, ἐν τῷ μηνί δέ τῷ ἄλλῳ τήν ἀνεξικακίαν ἑαυτούς παιδεύσωμεν· καί ἐν ἑτέρῳ ἄλλην ἀρετήν· καί ὅταν ἐν ἕξει ταύτης γενώμεθα τῆς ἀρετῆς ἐφ᾽ ἑτέραν ἔλθωμεν.»
Ὁ Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος μᾶς ἐξηγεῖ αὐτό πού ὅλοι μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἀρετές πρέπει νά ἀποκτῶνται κατά τάξιν καί κατά διαδοχήν μία μετά τήν ἄλλην καί ὄχι ὅλες μαζί διά νά μή γίνωνται βαριές καί δύσκολες. Ἀλλά πρέπει νά κατορθοῦνται μέ τήν σειρά γιά νά εἶναι καί ὠφέλιμες.
Οἱ ἀρετές εἶναι ποικίλες, διακρινόμενες ὅμως σέ δύο ὁμάδες – σωματικές καί ψυχικές – κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν.
Σωματικές εἶναι: ἐγκράτεια, νηστεία, πεῖνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὀρθοστασία, γονυκλι σία, ἀλουσία, ἐργόχειρο καί πᾶσα ἄλλη κακοπάθεια τοῦ σώματος.
Ψυχικές ἀρετές:
Οἱ γενικές: ἡ φρόνησις (ἡ διδάσκουσα τί πρέπει νά πράττης καί τί νά μή πράττης), ἡ σωφροσύνη (ἡ συγκρατοῦσα τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς), ἡ ἀνδρεία (ἡ ἀνθισταμένη στό διάβολο καί τήν ἁμαρτία) καί ἡ δικαιοσύνη (ἡ ἀποδίδουσα σέ κάθε μέρος τῆς ψυχῆς τά οἰκεῖα).
Ἐκ τούτων γεννῶνται: πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωσις, πραότης, μακροθυμία, ἀοργησία, γνῶσις θεία, τό εὔθυμον, ἡ ἁπλότης, ἡ ἀταραξία, ἡ ἀφιλαρ γυρία, καί πολλές ἄλλες.
Ἐξ ὅλων τούτων γεννᾶται χαρά καί εἰρήνη τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση μέ ὅλες τίς ἀπολαύσεις τοῦ σώματός του.

Γ’. Τρίτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή.
Εἰς τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς εὑρίσκεται ἄκρα ἀλήθεια, ἀπό τήν ὁποία φωτίζεται καί λαμπρύνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου· ὅστις ἐπειδή εἶναι νοῦς, ἀντικεί μενόν του ἔχει τήν ἀλήθειαν: «Ἀρχή τῶν λό γων σου ἀλήθεια» (Ψαλ. ριη’).
α’. Τίς ἅγιες Γραφές πλημμυρίζει ἄκρα γλυκύτης καί χάρις ἡ ὁποία μέ μιά ἀποτε λεσματική δύναμη ἕλκει τίς καρδιές διότι εἶναι λόγος Θεοῦ.
«Τάδε λέγει ὁ Κύριος» (Ὀβδιού α’ 1).
«Ἐγένετο λόγος Κυρίου» (Ἰωάν. α’).
«Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί» (Β’ Βασ. κγ’ 2).
β’. Πηγή ἡδονῆς τοῦ νοός καί τῆς καρδίας εἶναι: Τό ὕψος τῆς θεολογίας, τό βάθος τῆς οἰκονομίας, τό πλάτος τῆς ὠφε λείας, καί τό μῆκος τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως, πού περιέχεται στίς Γραφές.
γ’. Οἱ πιστοί ὅταν μελετοῦν τήν Ἁγίαν Γραφήν «πρέπει νά πείθωνται καί ἐνδιαθέτως νά πιστεύωσιν ὅτι πάντα τά λόγια τοῦ Κυρίου τά ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς εὑρισκόμενα εἶναι πιστά, σύμφωνα, βέβαια καί ἀληθινά, καθώς γέγραπται: «Ἀρχή τῶν λόγων σου ἀλήθεια» (Ψαλμ. ριη’ 160), καί πάλιν: «Τά λόγια Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα» (Ψαλμ. ιθ’ 11). «Καί πισταί πᾶσαι αἱ ἐντολαί αὐτοῦ πεποιημέναι ἐν ἀληθείᾳ καί εὐθύτητι» (Ψαλμ. ρι’ 7). «Γινέσθω γάρ», λέγει ὁ Παῦλος, «ὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δέ ἄνθρωπος ψεύστης» (Ρωμ. γ’ 4). Καί ὅτι πρέπει οἱ τοιοῦτοι νά πείθωνται εἰς τάς ἁγίας Γραφάς μετά τοιαύτης ἁπλότητος, καθώς πείθονται τά τέκνα εἰς τούς γονεῖς, καί τά παιδιά εἰς τούς διδασκάλους των, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος: «Τῷ Χριστῷ, τῷ τά ρήματα τοῦ Πατρός ἡμῖν ἀπαγγείλαντι, ἀναγκαῖον πιστεύειν καί σωτήριον, ὡς τέκνα τοῖς γονεῦσι, καί παιδία τοῖς διδασκάλοις, κατά τήν αὐτήν τοῦ Κυρίου φωνήν, εἰπόντος: Ἐάν μή τις δέξηται τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν» (Ἐρωτ. ιδ’ τοῦ περί Βαπτίσμ. β’ λόγ.).
Ἐάν δέ τύχῃ νά ἀπαντήσωσιν εἰς τάς Γραφάς λόγον τινά ἤ νόημα, τό ὁποῖον κατά τό δοκοῦν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἀσύμφωνον ἤ καί ἐναντίον εἰς ἄλλα τῆς Γραφῆς ἤ καί εἰς τόν ὀρθόν λόγον, πρέπει οἱ τοιοῦτοι τότε κατά τόν ἴδιον Βασίλειον, ἤ νά ἀναγινώσκωσιν ὅλην τήν περικοπήν καί τά προηγούμενα καί ἑπόμενα ἐκείνου τοῦ λόγου, καί ἐκ τούτου νά εὑρίσκωσι τό ἀληθές νόημα ἤ ἐξ ἄλλων σαφεστέρων, ἐν ἄλλῳ τόπῳ εἰρημένων, νά μανθάνωσι τά ἀσαφέστερα· εἰδέ τέλος πάντων καί δέν εὑρίσκουσι λύσιν εἰς τό ἄπορον ὅπερ ἔχουσι, πρέπει, λέγει, κάλλιον νά κατηγορῶσι τόν ἑαυτόν των καί τήν ἀσθένειαν τοῦ νοός των, διότι δέν δύνανται νά τό ἐννοήσωσι, παρά νά αὐθαδιάζωσι καί νά λέγωσιν ὅτι οὐκ ὀρθῶς ἔχει τό λόγιον ἐκεῖνο τῆς Γραφῆς: «Περί δέ τῶν δοκούντων ἐναντίωσίν τινα ἔχειν, κρεῖττόν ἐστιν ἑαυτοῦ καταψηφίσασθαι, ὡς μήπω ἐλθόντος εἰς κατανόησιν τοῦ πλούτου τῆς σοφίας, καί ὅτι δύσκολον τῶν ἀνεξερευνήτων κριμάτων τοῦ Θεοῦ ἐφικέσθαι, ἤ ὑπόδικον γενέσθαι τῷ κρίματι τῆς θρασύτητος καί αὐθαδείας, καί ἀκοῦσαι: ἀσεβής ὁ λέγων βασιλεῖ παρανομεῖς (Ἰώβ λδ’ 18)» (Ἐρωτ. ιδ’ τοῦ περί Βαπτίσμ. β’ λόγ.).»
δ’. Ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά ἀπολαμβάνωμε ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν ἀληθινήν καί πλήρη ἡδονήν ἄς προσπαθοῦμε νά ἀναγινώσκωμε αὐτές ὄχι μόνον διά ψιλῶν νοημάτων (μανθάνοντες τό νόημα τῶν Γραφῶν) ἀλλά καί δι᾽ ἔργων καί πραγμάτων.
Παραγγέλλει ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής: «τῆς θείας Γραφῆς τά ρήματα διά πράξεων ἀναγίνωσκε, καί μή πλατυλόγει ἐπί ψιλοῖς τοῖς νοήμασι φυσιούμενος».
Ἔτσι κάθε φορά πού διαβάζεις τήν Ἁγίαν Γραφήν, νά σκέπτεσαι ὅτι ὅσα ἐγράφησαν, ἐγράφησαν διά τήν διόρθωσίν σου καί ὄχι διά τήν διόρθωσιν ἄλλων.
«Ὁ ταπεινόφρων, καί ἔργον ἔχων πνευματικόν, ἀναγινώσκων τάς θείας Γραφάς, πάντα εἰς ἑαυτόν νοήσει καί οὐκ εἰς ἕτερον.»
ε’. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά μιμῆται τούς ὑπερκοσμίους Ἀγγέλους καί πᾶσαν τήν οὐράνιαν ἱεραρχίαν τῶν ἀσωμάτων νοῶν.
Αὐτοί δέν ἀμελοῦν νά πληροφοροῦνται τά θεῖα πράγματα καί ἀφοῦ μανθάνουν νά ζητοῦν τά ὑψηλότερα καί ὑπερφυέστερα μυστήρια καί νά ἐλλάμπωνται ἀπό τρανώ τερες ἐλλάμψεις περί Θεοῦ. Ἔτσι καί ἐμεῖς μέ μεγάλη ἐπιθυμία καί θεῖο πόθο πρέπει νά ἐπιζητοῦμεν νά μανθάνουμε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνῶσις αὐτή γεννᾶ εὐχαρίστησι καί χαρά στήν ψυχή.
Γι᾽ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ὑμῖν δίδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Δ’. Τέταρτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῶν κτισμάτων τά ὁποῖα ὁ Θεός «ἐξ οὐκ ὄντων» διά μόνης τῆς θελήσεώς Του καί νοήσεώς Του ἐδημιούργησε.
α’. Μεγάλην ἡδονήν καί χαράν γεύεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀνακαλύπτει τό σκοπό τῶν δημιουργημάτων, τῶν αἰσθητῶν καί τῶν νοητῶν, ὅταν μαθαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούρ γησε ὅλην τήν νοητήν καί αἰσθητήν κτίσιν – τούς ἀγγέλους, τούς οὐρανούς, τούς φωστῆ ρες (τά ἄστρα), τά στοιχεῖα, τά φυτά, τά ἀναίσθητα ζῶα, τούς ἀνθρώπους μέ ἕνα Του λόγο.
Ὅλα αὐτά στοχαζόμενος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θαυμάζει καί ἐκπλήττεται.
Ἀναλόγως δέ τοῦ θαυμασμοῦ καί τῆς ἐκπλήξεως χαίρει ὁ νοῦς μέ ἀνυπέρβλητον χαράν, διότι ἔχει ἕνα τόσο μεγάλο, σοφό καί δυνατό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε μέ τόση εὐκολία, τέτοια ὡραῖα, τέτοια σοφά, τόσο μεγάλα καί θαυμαστά δημιουργήματα καί παρακινεῖται νά λέγει μαζί μέ τόν Δαυΐδ πρός τόν Θεόν: «Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης· θαυμάσια τά ἔργα Σου καί ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα» (Ψαλ. ρλη’ 13).
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου θεωρῶν τήν σοφίαν καί τήν τέχνην τοῦ Θεοῦ στήν κτίσι χαίρει καί χαίρων δοξάζει καί δοξάζων ὀνομάζει τόν Θέον τεχνίτην καί σοφόν:
ἐκ τῆς δυνάμεως Τόν ὀνομάζει, δυνατόν
ἐκ τής ἀγαθότητος, ἀγαθόν
καί οὕτω καθ᾽ ἑξῆς.
Οἱ λόγοι τῶν ὄντων προξενοῦν τήν ἕνωσιν τοῦ νοῦ μέ τόν Θεό ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης.
Εἶναι τά δῶρα τοῦ Θεοῦ γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε σφόδρα καί νά ἑλκυσθοῦμε πρός Αὐτόν, ἐπειδή εἴμαστε ἀτελεῖς καί ἀσθενεῖς. Μᾶς βοηθοῦν νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά αἰσθανθοῦμε εὐτυχία ἀπ᾽ αὐτή τήν γνῶσι.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας θά μᾶς ἐξηγήσουν τούς σκοπούς γιά τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐδημιούργησε ὅλα τά κτίσματά Του. Ἰδιαιτέ ρως μάλιστα ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὁ τρανώσας τήν φύσιν τῶν ὄντων». Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐξηγεῖ τούς λόγους τῶν νοη τῶν.
β’. Ὄχι μόνον ὁ νοῦς δοξάζει καί μεγαλύνει τόν Ποιητήν καί φιλόστοργον Πατέρα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐπειδή παρήγαγε τόσες χιλιάδες καί μυριάδες νοητῶν ἐμψύχων ἀψύχων, λογικῶν, ἀλόγων, κεκοσμη μένων μετά τόσης ποικιλίας οὐσιῶν, δυνάμε ων, ὀργάνων, ἐνεργειῶν, τελειοτήτων, ἀλλά καί πληρούμενος πανευφροσύνου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως δέν εὐχαριστεῖται νά Τόν δοξά ζει μόνος αὐτός, ἀλλά ὡς ἄρχων πάσης αἰσθη τῆς κτίσεως συναθροίζει ὅλα τά δημιουρ γήματα εἰς ἕνα χορόν παναρμόνιον διά νά δοξάζουν καί νά ὑμνολογοῦν τόν Ποιητήν.
«Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον, ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας».
«Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον». (Ψαλ. ρν’ 5).
γ’. Ἀλλά ὁ νοῦς χαίρει ἐξαιρέτως ὅταν θεωρῆ καί τήν ἰδικήν του δόξαν, ὅτι ὁ Θεός τόν ἐδημιούργησε βασιλέα τῆς κτίσεως. Αὐτός ἐτιμήθη καί ἐπλουτίσθη μέ περισσότερα χαρίσματα ἀπ᾽ ὅλα τά κτίσματα καί ἀπό αὐτούς τούς Ἀγγέλους.
Καθώς ταῦτα πάντα στοχαζόμενος ὁ διορατικός ἐκεῖνος νοῦς τοῦ προφήτου Δαβίδ, ἔλεγε περί τῆς μεγαλοπρεποῦς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου: «Δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ πρόβατα καί βόας ἁπάσας, ἔτι δέ καί τά κτήνη τοῦ πεδίου, τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τούς ἰχθύας τῆς θαλάσσης τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν» (Ψαλ. η’ 6- 9).

Ε’. Πέμπτη πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν εἶναι οἱ λόγοι τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας ἡ ὁποία εἶναι ἀνωτέρα καί ἀπό αὐτή τήν δημιουργία τῶν κτισμάτων.
α’. Χαράν, θαυμασμόν, ἀγαλλίασιν, ἔκπληξιν, σκιρτήματα καί πολλά ἄλλα εὐφρό συνα γεννῶνται εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν σκέπτεται τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας.
Τί δηλαδή;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλογισθῆ ποῖος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός:
Εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός.
Εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Εἶναι ὁ ἐπί Χερουβείμ δόξης ἐπαναπαυό μενος Θεός ὅπως Τόν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Εἶναι ὁ Υἱός ὁ ἀγαπητός – ὁ Ἐκλεκτός.
Εἶναι ὁ Σύνθρονος τοῦ οὐρανίου Πατρός – ὁ Συνάναρχος Λόγος.
Εἶναι ἡ Δημιουργική Αἰτία ἀλλά καί ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας τῶν πάντων «δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται τά σύμπαντα».
Εἶναι ὁ Νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης.
Εἶναι ἡ Πάρεδρος τοῦ Θεοῦ Σοφία καί Δύναμις.
Τό Φῶς τό ἀληθινόν.
Ἡ ζωή τοῦ κόσμου.
Ἡ μοναδική ὁδός.
Ὁ Ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰσχυρός Θεός.
Ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ὁ τῆς Μισθαποδοσίας Κύριος.
Ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος.
Ὁ Φίλος καί Ἀδελφός.
Ὁ Πατήρ καί ἡ Μήτηρ τῶν ἀνθρώπων.
Τό ἱμάτιον καί τό ἔνδυμά μας, ἡ τροφή καί τό ποτό μας. Ἡ τρυφή καί ἡ χαρά μας. Τά πάντα εἶναι.
Τί ἔκανε;
Αὐτός ἔλαβε τήν μορφή ἑνός ἀχρείου δούλου, ἑνός αἰχμαλώτου, ἑνός καταδίκου, ἑνός νεκροῦ, χάριν τοῦ ἀνθρώπου.
Διά νά τόν ἐλευθερώση, νά τόν ἀθωώση, νά τόν ἁγιάση, νά τόν ζωοποιήση, νά τόν ἀφθαρτίση, νά τόν ἐξυψώση, νά τόν υἱοθε τήση, νά τοῦ δώση κληρονομίαν αἰωνίων ἀγα θῶν, νά τόν θέση ἐπί τόν θρόνον Του, νά τόν θεώση, νά τόν ἀνεβάση πιό ψηλά καί ἀπό τούς Ἀγγέλους, νά τοῦ δώση τιμή καί ἀξία σ᾽ αὐτόν πού ἦταν ἄτιμος, νεκρός καί ἄδοξος.
Πῶς τό ἔκαμε;
«Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.»
Ταπεινούμενος ἕως ἐσχάτου.
Μετριάζων τήν μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητός Του.
Μακροθυμῶν – εὐεργετῶν, θεραπεύων, διδάσκων, ἀποθνήσκων.
Τοῦτο, ὁ θάνατός Του, ἐξέπληξε Ἀγγέ λους καί ἀνθρώπους, ἐτρόμαξε τούς δαίμονες καί τόν Ἅδην, διέλυσε τό βασίλειον τοῦ θανά του, ἀνέστησε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐδόξα σε τούς πρίν ἀτιμασμένους.
Ἔγινε ἀρχηγός καί χορηγός τῆς ἀκηρά του ζωῆς (ἀμόλυντης καί καθαρᾶς ζωῆς).
Ἐθανάτωσε τήν διεφθαρμένη φύσι τῶν ἀνθρώπων, πού κληρονομοῦν ἀπό τόν Ἀδάμ καί τούς ἔκτισε – μᾶς κτίζει –«καινούς» διά νά περιπατήσωμεν ἐν καινότητι ζωῆς.
Αὐτός ὁ Θεός τόσα κατόρθωσε, τόσα ἐπέτυχε μ᾽ ἕνα τρόπο θαυμαστό, ὑπερφυσικό, μυστικό, πού ἀποδεικνύει τό μεγαλεῖο, τήν ἀσύγκριτη σοφία Του, τήν ἀπροσμέτρητη δύναμί Του, τό κάλλος τῆς θείας μορφῆς Του.
Εἶναι δυνατόν ὅλα αὐτά νά τά στοχαζόμαστε καί νά μή γίνη ὁ νοῦς μας ἔξω ἑαυτοῦ ἐξ ἡδονῆς καί χαρᾶς;
Αὐτό τό μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας εἶναι άνώτερον καί ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τῶν τοῦ κόσμου. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Μεγίστην ἀπόδειξιν δυνάμεως ἔχει τό δυνηθῆναι Θεόν ἐν ἀνθρώπου φύσει γενέσθαι· οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις, καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές τῆς ἀνθρωπότητος συγκατάβασις» (Ἑρμην. εἰς τόν μδ’ Ψαλμ.).
Ὁ δέ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης προσθέτει καί τήν αἰτίαν, ὅτι ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία ὑπερβαίνει τήν δημιουργίαν ὅλων τῶν κτισμάτων Του, ἐπειδή ἡ δημιουργία ἔγινε κατά φύσιν, ἡ σάρκωσις ὑπέρ φύσιν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰς τόν λόγον του εἰς τήν θείαν Γέννησιν τονίζει, «ὅτι ἡ συγκατάβασις αὕτη τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν προὐξένησεν εἰς αὐτόν καμμίαν ὕφεσιν καί ἐλάττωσιν, ἀλλά μάλιστα προσθήκην δόξης καί ὕψους μείζονος, ἐπειδή γάρ ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀνώτατος καί ὕψιστος πάντων, καί δέν ἔχει νά ἀναβῇ εἰς ἀνώτερον ὕψος καί δόξαν μεγαλυτέραν, οὐδαμόθεν ἄλλοθεν ἠδύνατο νά δοξασθῇ καί νά ὑψωθῇ, εἰμή ἀπό τῶν κάτω, ἤτοι ἀπό τό νά συγκαταβῇ καί νά συνταπεινωθῇ μετά τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων· δόξα γάρ τοῦ ὑψηλοῦ ἡ πρός τά ταπεινά συγκατάβασις· διά νά δείξῃ καί εἰς αὐτά, ἅτινα ἀπό τοῦ πόθου τοῦ ὕψους καί τῆς δόξης ἐφθάρησαν, ὁδόν ἀρίστης ὑψώσεως καί δόξης ἀληθοῦς τήν ταπείνωσιν. Ὅθεν ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου, τά βρεφικά του σπάργανα, ἡ ἐν φάτνῃ ἀνάκλησίς του, ὁ ταπεινότατος νιπτήρ τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν του, ὁ ἄτιμος θάνατος τοῦ σταυροῦ του, ἡ ἐν τάφῳ κατάθεσίς του, ἡ εἰς ἅδου κάθοδος, καί ἁπλῶς ὅλα τά ταπεινά ἔργα καί πάθη, ἅπερ ἐνήργησε καί ὑπέμεινεν ἐπί τῆς γῆς, εἶναι τόσον ἔνδοξα καί τόσον ὑψηλά, ὅσον δέν εἶναι ὑψηλός καί ἔνδοξος ὁ οὐρανός καί αἱ ἐν τῷ οὐρανῷ ὑπερκόσμιοι δυνάμεις.

β’. Τά τεσσαρα (4) προσόντα τοῦ Θεοῦ καί ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι ὅταν ὁ νοῦς σκεφθῆ τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτει:
– Ἄκραν ἀγαθότητα διαπιστώνων ὅτι ὁ Θεός δέν περιφρόνησε τό πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο, ἔστω καί ἄν ἐκεῖνο τόν περιφρόνησε πού Τόν παρήκουσε. Γι᾽ αὐτό ἄν καί τό συνέτριψε ὁ διάβολος, Ἐκεῖνος τό λυπήθηκε καί τό ἀνέπλασε.
– Ἄκραν σοφίαν ὅταν ἀναλογίζεται ποῖον τρόπον ἐπενόησε ὁ Θεός διά τήν θεραπείαν τοῦ πλάσματος.
– Ἄκραν δικαιοσύνην καθότι δέν ἔσωσε τούς ἀνθρώπους τυραννικῶς ἄν καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ μέ τήν θέλησί τους ἀπό τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Τούς ἐβοήθησε νά θελήσουν τήν σωτηρία τους.
– Καί ἄκραν δύναμιν ὅτι ἐτελείωσε τό ἔργο Του ὁ Θεός χωρίς καμμίαν ἔλλειψιν ἤ ἀδυναμίαν. Κανένα ἐλάττωμα δέν μειώνει τήν θείαν φροντίδα γιά τήν σωτηρία μας.
Καί κάτι ἄλλο ἀκόμα μᾶς διδάσκει ὁ Θεοφόρος ἅγιος Πατέρας Μάξιμος ὁ Ὁμολο γητής, τό ὁποῖο μᾶς ἀφήνει ἔκπληκτους καί αὐξάνει τήν χαρά μας καί τόν θαυμασμό μας: Πῶς τό μυστήριον τῆς σαρκώσεως εἶναι τό τέλος, ὁ σκοπός, διά τόν ὁποῖον ὅλα τά κτίσματα νοητά καί αἰσθητά προωρίσθησαν καί ἐκτίσθησαν.
«Τοῦτό ἐστι τό μέγα καί ἀπόκρυφον μυστήριον· τοῦτό ἐστι τό μακάριον, διό τά πάντα συνέστησαν, τέλος τοῦτό ἐστι ὁ τῆς ἀρχῆς (αἰτίας) τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντές φαμεν προεπι νοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν τά πάντα αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα». (Λῦσις Ξ’ τῶν ἀποριῶν.)
(Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίες. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων πέρας καθ᾽ ὅ εἰς τόν Θεόν ἡ τῶν ὑπ᾽ ἑαυτοῦ πεποιημένων ἐστί ἀνακεφα λαίωσις.)
γ’. Οἱ Ἄγγελοι ἔμαθον τήν πολυποίκιλον σοφίαν τοῦ Θεοῦ.
Καί πολλά ἄλλα – εἰς τούς αἰῶνες – θά μπορούσαμε νά μανθάνωμεν καί νά κατανο οῦμεν γιά τό μέγα τοῦτο μυστήριον χωρίς νά ἐξαντλῆται ἡ γνῶσις. Ὅμως λόγῳ συντομίας μόνο τοῦτο: Εἰς τό μυστήριον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως οἱ Ἄγγελοι ἔμαθον τήν πολυποίκιλον σοφία τοῦ Θεοῦ διά τήν Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν πρότερον δέν ἐγί νωσκον.
«Ἵνα γνωρισθῆ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διά τῆς Ἐκ κλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ’ 10).
Δι᾽ αὐτό τιμοῦμε τό μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς πίστεως. Ὅσο τό γνωρίζουμε τόσο πληροῦται ὁ νοῦς χαρᾶς ἀνεκλαλήτου, ἡδονῆς δεδοξασμένης ὅτι «τοσοῦτον ἠγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλυται».

ΣΤ’. Ἕκτη καί τελευταία πηγή τῶν πνευματικῶν ἡδονῶν τοῦ νοός εἶναι ἡ θεωρία τῶν ἀρετῶν τοῦ Θεοῦ.
α’. Ἡ Ἁγία Γραφή τά προσόντα τοῦ Θεοῦ τά ὀνομάζει ἀρετές.
Οἱ δέ παλαιότεροι θεολόγοι καί ἅγιοι, τά ὀνομάζουν φυσικά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί φυσικές καί οὐσιώδεις δυνάμεις τοῦ Θεοῦ καί ἀκτίστους ἐνέργειες.
Ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τόν Λόγον περί πίστεως προσκαλεῖ καί παροτρύνει τούς ἀνθρώπους νά ἀνέβουν διά τοῦ νοός των εἰς Αὐτόν τόν Θεόν καί νά θεωρήσουν τήν δόξαν Του καί τίς ἄλλες τελειότητές Του.
Ἀναβαίνων λοιπόν ὁ νοῦς ἐπάνω ἀπό τῆς ὑδρογείου ταύτης σφαίρας, διασχίζων τόν ἀέρα, ὑπερβαίνων τόν αἰθέρα, διαπερῶν τούς φωστῆρας καί πλανήτας καί ὅλην τήν πολύαστρον σφαῖραν, ὑπεραναβάς δέ καί αὐτάς τάς ἀγγελικάς καί ὑπερκοσμίους δυνάμεις, καί ἔξω παντός τοῦ αἰσθητοῦ καί νοητοῦ κόσμου ἐκβαίνων, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν περί τόν κόσμον πνευματικῶν καί ἀφῃρημένων λόγων ἔξω γενόμενος, θεωρεῖ τήν ἀσύγχυτον Μονάδα καί ἀδιαίρετον Τριάδα· τό πρῶτον καί καθαρώτατον καί ἁπλούστατον ΟΝ· τήν ἀρχήν τῶν ἀρχῶν καί αἰτίαν τῶν αἰτιῶν· τό ὑπερανῳκισμένον καί κρύφιον ΕΝ· τόν ἕνα ὄντα καί τρία, ΘΕΟΝ· θεωρεῖ δέ αὐτόν, οὐχί σχετικῶς μόνον ὡς δημιουργόν, κτίστιν καί ποιητικόν αἴτιον τοῦ παντός· ἀλλά μᾶλλον ἀσχέτως καί ἀπολύτως καί καθ᾽ ἑαυτόν, «ὡς φύσιν καί οὐσίαν ἑστῶσαν, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἄπειρον, ἄναρχον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον, ἀδιαίρετον, ἀθάνατον, φῶς ἀπρόσιτον, δύναμιν ἄφατον, μέγεθος ἀπεριόριστον, δόξαν ὑπεραστράπτου σαν, ἀγαθότητα ἐπιθυμητήν, κάλλος ἀμήχα νον, σφοδρῶς μέν καθαπτόμενον τῆς τετρω μένης ψυχῆς, λόγῳ δέ δηλωθῆναι ἀδύνατον». Καί ἁπλῶς εἰπεῖν, θεωρεῖ ὁ νοῦς διά τῶν ἀτρεμῶν καί νοερῶν καί ὀξυδερκεστάτων αὐτοῦ ὀμμάτων, ὡς ὑπερούσιον μέν ἥλιον τόν Θεόν, ὡς φυσικάς δέ καί οὐσιώδεις ἀκτίνας ἀποπάλλοντα, ἤτοι ἀποσπινθηρίζοντα, τάς συναϊδίους αὐτοῦ τελειότητας καί τά μυριόλεκτα καί ἄκτιστα αὐτοῦ προσόντα καί φυσικά ἰδιώματα.
Τότε θεωρεῖ τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ὁ νοῦς δέν γεύεται τήν χαρά, ἀλλά γίνεται χαρά: κολυμπᾶ μέσα σ᾽ ἕνα ὠκεανόν ἀγαλ λιάσεως.
Θεωρεῖ: – Τό ἄναρχον καί ἀτελεύτητον τοῦ Θεοῦ.
– Τό ἀπεριόριστον καί τήν πανταχοῦ παρουσία Του.
– Τήν παντοδυναμίαν καί τήν μεγαλωσύνην Του.
– Τήν πανσοφίαν καί τήν φιλανθρωπία Του.
– Τήν δικαιοσύνην καί τήν ταπείνωσίν Του.
– Τήν ἀγαθότητα καί τήν κρίσιν Του.
– Τήν μακαριότητα καί τήν ἁγιότητά Του.
Καί ἀκόμα χαίρει ὅταν γευθῆ, δοκιμάση, λάβῃ γεῦσιν τῶν ἀρετῶν Του, διότι ὁ Θεός μεταδίδει ἀπό τά ἀγαθά Του στά ὄντα.
Τότε κατά τόν Ἅγιον Ἰ. Χρυσόστομον: «Καί ἐρωτοληπτεῖται ὁ Νοῦς· καί πάσχει θάμβος ὑπέρ ἔννοιαν καί σκιρτᾷ τῇ καρδίᾳ καί χορεύει τῷ πνεύματι· καί παιᾶνας ἱστᾷ· τοῦτο ἡδονήν κυρίαν, τοῦτο γλυκασμόν, τοῦτο πλήρωσιν πόθου κρίνων, τήν ἐν τῷ Θεῷ αὑτοῦ θεωρίαν καί ἀγαλλίασιν. Καί ἐξομολογεῖται εἰς τόν Θεόν: «Εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (τοῦ θ’ Ψαλμ.). Τί δέ ἐστιν εὐφρανθήσομαι ἐν σοί; τοιοῦτον, φησίν, ἔχων Δεσπότην· τοῦτό μοι ἡδονή, τοῦτό μοι ἀγαλλίασις· εἴτις εἶδε ταύτην τήν ἡδονήν ὡς εἰδέναι χρή, ἑτέρας ἡδονῆς οὐκ αἰσθάνεται· τοῦτο γάρ ἡδονή κυρίως· ὡς τά γε ἄλλα πάντα ὀνόματα μόνον ἐστίν ἡδονῆς· αὕτη τόν ἄνθρωπον μετάρσιον ἐργάζεται· αὕτη τοῦ σώματος ἀπαλλάττει τήν ψυχήν· αὕτη πρός οὐρανόν πτεροῖ· αὕτη τῶν βιωτικῶν ὑψηλότερον ποιεῖ· αὕτη κακίας ἀπαλλάττει».
Ἀλλά κορυφαία ἡδονή καί γλυκυτέρα ἀπόλαυσις διά τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θεωρία τοῦ θείου φωτός καί τοῦ θεϊκοῦ κάλλους. Αὐτή «εἶναι ἡ γλυκυτέρα καί ἡ ποθεινοτέρα, ὅλων τῶν ἄλλων τοῦ Θεοῦ προσόντων τε καί τελειοτήτων, καί τιτρώσκει καί πληγώνει, καί διατρυπᾷ τήν καρδίαν τῶν ἐραστῶν μέ τόξα καί βέλη, καί κέντρα δριμύτατα τοῦ πρός Θεόν πόθου, καί τοῦ παντοκρατορικοῦ ἔρωτος, καί τῆς θείας ἀγάπης· καί ἡ ἀφορμή εἶναι, διότι καθώς τό αἰσθητόν τοῦτο φῶς τοῦ ἡλίου, διαφάνειαν καί λαμπρότητα παρέχον εἰς τούς σωματι κούς ὀφθαλμούς, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι᾽ αὐτοῦ ὅλα τά ἐν τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ ὁρατά κτίσματα· οὔτω καί τό νοητόν φῶς τοῦ ὑπερουσίου ἡλίου, νοεράν ἔλλαμψιν καί διαφάνειαν εἰς τούς ψυχικούς ὀφθαλμούς χαριζόμενον, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι᾽ αὐτοῦ καί νά θεωρήσωσιν ὅλας τάς ἄλλας τοῦ Θεοῦ τελειότητας, καί πάντα τά ἐν τῷ νοερῷ κόσμῳ μακάρια θεάματα καί μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.»

3. ΝΕΚΡΩΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Ἀναφέρθηκαν οἱ πνευματικές ἡδονές τίς ὁποῖες ὁ νοῦς μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει καί νά ἐντρυφᾶ σ᾽ αὐτές.
α’. Ὁ Ἀπ. Παῦλος πού γεύθηκε ὅλα αὐτά ἔκρινε καί ἀπεκάλεσε σκύβαλα τίς αἰσθητές ἠδονές. Ὅποιος γευθῆ τόν Χριστόν περιφρονεῖ ὅλες τίς ἄλλες ἠδονές καί ἀπολαύσεις.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει: «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ, ὁ δέ ἐκείνων ἄγευστος, ἐπί προσκαίροις ἀγάλλεται». (Λόγ. στ’ κεφ. 15).
Ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος: «Σημεῖον ὅτι σχολάζει ὁ νοῦς περί τά νοητά, τό πάντων περιφρονεῖν τῶν τήν αἴσθησιν σαινόντων». (Σαίνω=κολακεύω – καλοπιάνω.)
β’. Ὅταν ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει τίς πνευματικές ἡδονές μισοῦνται οἱ αἰσθητές ἀλλά καί τά αἰσθητήρια καί τό ἐπιθυμητικόν μέρος τῆς ψυχῆς ἀπρακτοῦν καί κοιμίζονται.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ: «Ἡ ζωή ἐν Θεῷ ἡ κατάπτωσις τῶν αἰσθήσεών ἐστι· ὅτε δέ ζήσει ἡ καρδία, καταπίπτουσι αἱ αἰσθήσεις» (Λογ. σγ’ κεφ. 438).
Τά ἴδια ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Διά τήν τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν θεωρίαν πάρετός ἐστιν ὁ τοῦ σώματος ὀφθαλμός, πρός οὐδέν τῶν παρ᾽ αὐτοῦ ὑποδεικνυμένων τῆς τελειοτέρας ψυχῆς καθελκομένης, διά τό μόνα βλέπειν τῇ διανοίᾳ τά τῶν ὁρατῶν ὑπερκείμενα· οὕτω καί ἡ ἀκοή νεκρά τις καί ἀνενέργητος γίνεται πρός τά ὑπέρ λόγον τῆς ψυχῆς ἀσχολουμένης· τάς δέ κτηνωδεστέρας τῶν αἰσθήσεων, οὔτε λέγειν ἄξιον· οὕτω πόρρωθεν, καθάπερ νεκρώδης δυσωδία τῆς ψυχῆς ἀπορρίπτονται, ἥ τε ρινηλατοῦσα τάς ὀσμάς ὄσφρησις καί ἡ τῇ λατρείᾳ τῆς κοιλίας προσκαθημένη γεῦσις καί ἡ ἀφή πρός τούτους, τό ἀνδραποδῶδες καί τυφλόν αἰσθητήριον, ὅ τάχα διά τούς τυφλούς μόνον ἡ φύσις ἐποίησεν· ὤν πάντων, ὥσπερ ἐν ὕπνῳ τινί δι᾽ ἀπραξίαν κεκρατημένων, καθαρά τῆς καρδίας ἐστίν ἡ ἐνέργεια καί περί τό ἄνω βλέπει ὁ λογισμός, ἀπεριήχητος μένων ἐκ τῆς αἰσθητῆς κινήσεως καί ἀθόλωτος» (Ὁμιλ. εἰς τό ᾎσμα, τόμ. α’).
γ’. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ νοῦς ἀπολαμβάνει καί ἐντρυφᾶ εἰς τίς πνευματικές ἡδονές, μισοῦνται οἱ αἰσθητές, ἀποκοιμίζονται οἱ αἰσθήσεις διά τά αἰσθητά, καί τό σῶμα μέ τίς αἰσθήσεις ἀπολαμβάνουν τά πνευματικά καί στήν παροῦσα καί τή μέλλουσα ζωή.
«Ἐκ τῶν πνευματικῶν λοιπόν αὐτῶν ἡδονῶν τοῦ νοός, τῶν ὁποίων αἱ αἰσθήσεις ἀπολαμβάνουσι καί ὅλον τό σῶμα, ἔσωθεν καί ἔξωθεν λεπτύνεται, βελτιοῦται, ὡραΐζεται, ἐνδυναμοῦται καί μετασκευάζεται πρός τό πνευματικώτερον· καί διά τοῦτο, οὔτε τροφήν σωματικήν χρειάζεται διά νά τραφῇ, οὔτε ὕπνον διά νά κοιμηθῇ, οὔτε κόπον ὅλως αἰσθάνεται· διότι τρέφεται καί ἀναπαύεται καί εὐπαθεῖ διά θείας τροφῆς καί ἀναπαύσεως καί εὐπάθειας, καθώς τά παραδείγματα εἶναι πεπληθυσμένα εἰς χιλιάδας ἐν τῇ παλαιᾷ Γραφῇ καί ἐν τῇ νέᾳ χάριτι τοῦ Εὐαγγελίου. Οὕτω ὁ Μωϋσῆς δύο τεσσαρακοντάδας ὁλοκλήρους ἡμερῶν καί νυκτῶν διεπέρασεν ἐπάνω εἰς τό ὅρος Σινᾶ, χωρίς νά φάγῃ τελείως ἤ νά πίῃ, χωρίς νά κοιμηθῇ καί χωρίς ν᾽ ἀναπαυθῇ· οὕτω ὁ Ἠλίας ἐν τῇ δυνάμει τῆς τροφῆς ἐκείνης τῆς ὑπό ἀγγέλου δοθείσης, ἄσιτος διεπέρασε τεσσαράκοντα ἡμέρας καί νύκτας· οὕτω ὁ μέγας ὅσιος Παΐσιος, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ Θεοῦ καί Μελέτιος ὁ ὁμολογητής, πολλάς τεσσαρακοντάδας ἡμε ρῶν διῆλθον νήστεις· οὕτω ὁ Χρυσόστομος τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνας τροφήν αἰσθητήν ὅλως οὐκ ἔφαγε· καί Συμεών ὁ Στυλίτης χρόνους ὁλοκλήρους διεπέρασε τροφῆς ἀνθρωπίνης μή γευσάμενος· καί ἄλλοι πάμπολ λοι, τῶν ὁποίων καί νά ἀναφέρῃ τις καί αὐτά μόνα τά ὀνόματα εἶναι ὀχληρόν. Πάντες γάρ οὗτοι διά τῆς ἀπολαύσεως τῶν θείων καί πνευματικῶν τοῦ νοός ἡδονῶν ἔλαβον ἐντεῦ θεν ὡς ἐν ἀρραβῶνος μέρει, τήν εὐδαιμονίαν ἐκείνην καί μακαριότητα, ἥν θά ἀπολαύσωσιν ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ὅταν τό σῶμα θά γίνῃ ἀνώτερον τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν, χωρίς νά χρειάζηται τροφάς, ἤ ἐνδύματα· ἐπειδή καί Θεός ἔχει νά γίνῃ εἰς αὐτό, καί τροφή καί ποτόν καί ἔνδυμα καί φῶς καί ὅ,τι ἄλλο, καθώς λέγει ὁ Παῦλος· «Ἴνα ᾖ ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσι» (Α’ Κορ. ιε’)».
Ἐκοπίασαν πολύ – καί κοπιάζουν – Ἀρχαῖοι καί Νέοι Φιλόσοφοι νά εὕρουν εἰς ποῖα πράγματα συνίσταται ἡ εὐδαιμονία καί ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά ματαίως.
Δέν ἠδυνήθησαν – ἀπεπλανήθησαν.
Ὅσα ἐδῶ ἐλέχθησαν νομοθετοῦν καί συνιστοῦν εὐδαιμονίαν ἀληθινήν, λογικήν, Εὐαγγελικήν καί παντοτινήν. Ὅποιος ἔχει τέτοια εὐτυχία ἀπό τήν παροῦσα ζωή δέν θά τήν στερηθῇ οὔτε μέ τόν θάνατο. Μᾶλλον τελειότερον θά τήν ἀπολαύση.
via

Pages