Η μόνη κοινή διάλεκτος είναι η αγάπη - Point of view

Εν τάχει

Η μόνη κοινή διάλεκτος είναι η αγάπη



Μια ανάρτηση αφιερωμένη στη δύναμη της αγάπης, που γκρεμίζει τα τείχη, υπερβαίνει τον ανθρώπινο εγωϊσμό, ισοπεδώνει τα όρια της λογικής και φέρνει στο προσκήνιο το γνήσιο, το αληθινό, το θαυματουργό κι αιώνιο. Με το μοναδικό της χάρισμα η Λατινοαμερικάνα συγγραφέας Ιζαμπέλ Αλιέντε γράφει για τη νύχτα που ο Φραγκίσκο προσεύχεται μ΄όλη του τη δύναμη για να ζήσει η αγαπημένη του Ιρένε, που έχει πυροβοληθεί στην καρδιά, μέσα στη δίνη της πολιτικής κρίσης στη Χιλή.



Η ζωή 

πάντα περιμένει 

τις κρίσιμες περιστάσεις 

για να δείξει 

την καλή της πλευρά 

-Πάολο Κοέλο


Μέσα απ΄την αγωνία, τον πόνο και την αγάπη δημιουργείται για πρώτη φορά γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον Φραγκίσκο και στην Μπεατρίς, τη μητέρα της Ιρένε, που ανήκει στο αντίπαλο στρατόπεδο.



Δυο φορές στη διάρκεια αυτής της μαρτυρικής νύχτας η Ιρένε βρέθηκε τόσο κοντά στο θάνατο, ώστε το γεγονός ότι την έφεραν πίσω στον κόσμο των ζωντανών, ήταν πραγματικός άθλος. Ενώ οι γιατροί πάλευαν γύρω της να κάνουν με ηλεκτροσόκ την καρδιά της να αντιδράσει, ο Φρανσίσκο Λεάλ ένιωσε ότι έχανε τα λογικά του και γύριζε πίσω στην πιο βαθιά αρχαιότητα, στην εποχή των σπηλαίων, στο σκοτάδι, στην άγνοια, στον τρόμο. Είδε τις κακόβουλες δυνάμεις να σέρνουν την Ιρένε στα σκοτάδια και σκέφτηκε απελπισμένος πως μόνο η μαγεία, η τύχη ή μια θεϊκή επέμβαση θα εμπόδιζαν το θάνατό της.

Θέλησε να προσευχηθεί , αλλά τα λόγια, που είχε μάθει από το στόμα της μητέρας του, δεν ήρθαν στη μνήμη του. Ξετρελαμένος, προσπάθησε να τη σώσει χρησιμοποιώντας τη δύναμη του πάθους του. Εξόρκισε το μοιραίο με τη δύναμη της χαράς τους, αντιπαραθέτοντας στα σκοτάδια της αγωνίας το φως του έρωτά τους. Δεήθηκε να γίνει ένα θαύμα, έτσι που η ίδια του η υγεία, το αίμα του και η ψυχή του να περάσουν μέσα της και να τη βοηθήσουν να ζήσει.

Επανέλαβε τ’ όνομά της χίλιες φορές, ικετεύοντάς την να μην αφήσει να νικηθεί, να συνεχίσει να μάχεται, της μίλησε μυστικά από τον πάγκο του διαδρόμου, έκλαψε φανερά κι ένιωσε τσακισμένος από το βάρος των αιώνων που την περίμενε, την έψαχνε, την ποθούσε, την αγαπούσε, θυμόταν τις φακίδες της, τα αθώα της πόδια, τη φλόγα των ματιών της, το άρωμα των ρούχων της, το μετάξι της επιδερμίδας της, τη γραμμή της μέσης της, το κρύσταλλο του γέλιου της και την ήρεμη εγκατάλειψη στην αγκαλιά του μετά την ηδονή.

Κι απόμεινε έτσι, σαν παραλογισμένος, μουρμουρίζοντας ανάμεσα στα δόντια του και υποφέροντας δίχως παρηγοριά, ώσπου φάνηκε το φως της αυγής, ξύπνησε η κλινική, άκουσε τους θορύβους από τις πόρτες που χτυπούσαν, τα ασανσέρ, τα βήματα με τις παντόφλες, τα εργαλεία ν’ αντηχούν πάνω στους μεταλλικούς δίσκους και τους τρελούς χτύπους της ίδιας του της καρδιάς. Ενιωσε τότε το χέρι της Μπεατρίς Αλκάνταρα (σσ μητέρας της αγαπημένης του) μέσα στο δικό του και θυμήθηκε την παρουσία της.

Κοιτάχτηκαν εξουθενωμένοι. Είχαν περάσει όλες αυτές τις ώρες στην ίδια κατάσταση. Το πρόσωπό της Μπεατρίς ήταν σε κακό χάλι, δεν είχε μείνει ίχνος από το μακιγιάζ της και φαινόταν οι λεπτές ουλές από την πλαστική εγχείρηση, τα μάτια της ήταν πρησμένα, τα μαλλιά της κολλημένα από τον ιδρώτα και η μπλούζα της τσαλακωμένη.

“Την αγαπάς παιδί μου;”, ρώτησε.

“Πολύ”, αποκρίθηκε ο Φρανσίσκο Λεάλ.

Τότε αγκαλιάστηκαν. Επιτέλους ανακάλυπταν μια κοινή διάλεκτο.


Πηγή: Ιζαμπέλ Αλιέντε, Του έρωτα και της σκιάς, μετάφραση Μάγια-Μαρία Ρούσου, εκδόσεις Ωκεανίδα



 via

Pages