Ο μαθητής του Σωκράτη Πλάτων (428-348 π.Χ.) […] ερεύνησε ακόμη πιο βαθιά την ουσία της ηθικής, […] ιδού η διδασκαλία του: οι βασικές αρχές του καλού/αγαθού και της δικαιοσύνης περιέχονται στη φύση. Υπάρχει πολύ κακό και αδικία στη συμπαντική ζωή, αλλά δίπλα τους στήνονται τα θεμέλια όλου του καλού/αγαθού.Αυτό ακριβώς το στοιχείο του Καλού/Αγαθού και της Δικαιοσύνης επιχείρησε να φανερώσει ο Πλάτων και να το προβάλλει με όλη του την ισχύ, έτσι ώστε να γίνει η καθοδηγητική αρχή της ανθρώπινης ζωής.
Δυστυχώς, αντί να ακολουθήσει τον δρόμο που είχε ήδη χαραχθεί στην Ελλάδα, αντί να δείξει σε ποια μορφή προέρχονται οι θεμελιώδεις αρχές της ηθικής από τη φύση, από την κοινωνικότητα και από τη νοημοσύνη του ανθρώπου, από την έμφυτη νοημοσύνη και από αυτή την οποία αναπτύσσει η κοινωνική ζωή, ο Πλάτων αναζήτησε τα θεμέλια της ηθικής έξω από το σύμπαν, στην «ιδέα» που υποβαστάζει τη δομή της συμπαντικής ζωής, αλλά δεν εκφράζεται εντελώς καθαρά σ’ αυτήν.
Παρά τις αναρίθμητες ερμηνείες της αφηρημένης σκέψης του Πλάτωνα, είναι δύσκολο να συλλάβουμε την ουσία της φιλοσοφίας του. Αλλά δεν θα κάνουμε λάθος, αν πούμε ότι ο μεγάλος έλληνας στοχαστής, παρά τη βαθιά του κατανόηση της στενής σχέσης της ανθρώπινης ζωής και της ζωής της φύσης εν γένει, δεν απέδωσε το ηθικό στοιχείο στον άνθρωπο στην προσπάθεια για το ιδιωτικώς αποδεκτό, όπως έκαναν οι σοφιστές. Ούτε θεώρησε την ηθική τυχαίο προϊόν της κοινωνικής ζωής, επειδή η ηθική έπαιρνε διαφορετική μορφή στους διάφορους τόπους και στις διάφορες εποχές. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί, όπως πιθανόν έκανε: πώς γίνεται και ο άνθρωπος, αν και προσπαθεί γι' αυτό που είναι αποδεκτό από τον ίδιο προσωπικά, φτάνει εν τούτοις σε ηθικές συλλήψεις που είναι εν τέλει παρόμοιες σε διαφορετικούς λαούς και σε διαφορετικές εποχές, αφού όλοι θεωρούν επιθυμητή την ευτυχία όλων; Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η ευτυχία του ατόμου ταυτίζεται με την ευτυχία της πλειονότητας των ανθρώπων; Γιατί η μεν δεν είναι εφικτή χωρίς τη δε; Και τι μετατρέπει τον άνθρωπο από εγωιστικό πλάσμα σε ον ικανό να νοιάζεται για τα συμφέροντα των άλλων και όχι σπάνια να θυσιάζει γι' αυτούς την προσωπική του ευτυχία και μέχρι τη ζωή του;
Ως μαθητής του Σωκράτη, ο Πλάτων δεν μπορούσε πια να αποδίδει τη σύλληψη του καλού/αγαθού στην αποκάλυψη από τους θεούς Κεραυνό, Ήλιο, Σελήνη κτλ., δηλαδή τις δυνάμεις της φύσης τις προικισμένες με ανθρώπινες ιδιότητες. Από την άλλη, χάρη στην υποτυπώδη κατάσταση της γνώσης για τις ανθρώπινες κοινωνίες, δεν μπόρεσε να αναζητήσει την εξήγηση του καλού/αγαθού -όπως την αναζητούμε εμείς τώρα και την βρίσκουμε- στη σταδιακή ανάπτυξη της κοινωνικότητας και στη συνειδητοποίηση της ισοτιμίας. Άρα βρήκε την εξήγηση του καλού/αγαθού στην Ιδέα, σε κάτι αφηρημένο που διαποτίζει όλο το σύμπαν, συνεπώς και τον άνθρωπο. «Τίποτε δεν μπορεί να εκδηλωθεί σ’ αυτό τον κόσμο που δεν υπονοείται ήδη στη ζωή του όλου», ήταν η θεμελιώδης σκέψη του, μία γνησιότατη φιλοσοφική σκέψη. Αλλά δεν την οδήγησε ως το τέρμα της. Θα έπρεπε τότε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι, αν το ανθρώπινο λογικό αναζητά το καλό/αγαθό, τη δικαιοσύνη, την τάξη, στη μορφή των «νόμων της ζωής», το κάνει επειδή όλα αυτά τα στοιχεία περιέχονται στη ζωή της φύσης· θα έπρεπε να θα έπρεπε να συμπεράνει ότι ο νους του ανθρώπου αντλεί από τη φύση τις συλλήψεις του για τις βασικές αρχές του καλού/ αγαθού, της δικαιοσύνης, της κοινωνικής ζωής. Αντί γι' αυτό, αν και προσπάθησε να μην κάνει το λάθος των προκατόχων του, ο Πλάτων έφτασε στο συμπέρασμα ότι η αναζήτηση από τον άνθρωπο κάτι ανώτερου από την καθημερινή ζωή, δηλαδή η αναζήτηση του καλού/αγαθού και της δικαιοσύνης, έχει την εξήγηση και τη βάση της όχι στη φύση, αλλά σε κάτι που βρίσκεται πέρα από τα όρια της γνώσης, των αισθήσεων και της εμπειρίας μας: στην Οικουμενική Ιδέα.
Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε πώς, σε μεταγενέστερα χρόνια, oι «νεοπλατωνικοί» και αργότερα ο χριστιανισμός επωφελήθηκαν από αυτό το συμπέρασμα του λαμπρού και ερεθιστικού Έλληνα στοχαστή, πρώτα για την ενίσχυση του μυστικισμού και έπειτα για τη δικαιολόγηση του μονοθεϊσμού και για την εξήγηση όλων των ηθικών στοιχείων στον άνθρωπο: αυτά προέρχονται όχι από τη φυσική ανάπτυξη των κοινωνικών συναισθημάτων και της λογικής, αλλά από την αποκάλυψη, δηλαδή την επιφοίτηση από επάνω, από ένα Υπέρτατο Ον.
Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε και πώς, αφού δεν εξέτασε την αναγκαιότητα να εδραιώσει την ηθική στο γεγονός της κοινωνικής ζωής —πράγμα που πιθανόν θα τον είχε οδηγήσει να αναγνωρίσει την ισότητα των ανθρώπων—, αφού δεν τον είχε διαποτίσει η ιδέα ότι όλες οι ηθικές διδασκαλίες θα είναι ανίσχυρες αν αντιφάσκουν προς το συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικής ζωής, ο Πλάτων, όπως οι προκάτοχοι του, απεικόνισε στην Πολιτεία, ως ιδεώδες κοινωνικό σύστημα, μία αυστηρά ταξική πολιτεία, που βασίζεται στην καθυπόταξη ορισμένων τάξεων από άλλες, στη δουλεία και στη θανατική ποινή.
Αυτό εξηγεί και γιατί αργότερα, σε ολόκληρη την ιστορία της Ηθικής ως επιστήμης της ανάπτυξης των ηθικών συλλήψεων στον άνθρωπο, αρχής γενομένης από την αρχαία Ελλάδα και μέχρι την εποχή του Μπαίηκον και του Σπινόζα, επικρατεί η ίδια θεμελιώδης ιδέα της εξωανθρώπινης και εξωφυσικής προέλευσης της ηθικής.
Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι σοφιστές, προκάτοχοι του Πλάτωνα, έφτασαν σε μία φυσική εξήγηση των φαινομένων. Ήδη από τόσο παλιά, προσπάθησαν να εξηγήσουν τη ζωή της φύσης με μηχανικά αίτια, όπως ακριβώς την εξηγεί τώρα η «θετικιστική» φιλοσοφία· ορισμένοι σοφιστές μάλιστα έφτασαν να θεωρήσουν τις ηθικές συλλήψεις αναγκαία συνέπεια της φυσικής δομής του ανθρώπου. Αλλά η επιστημονική γνώση των ανθρώπων την εποχή εκείνη δεν ήταν αρκετή για να καταστήσει αποδεκτές κάτι τέτοιες ερμηνείες της ηθικής, και για πολλούς αιώνες η ηθική παρέμεινε υπό την κηδεμονία της θρησκείας. Μόνο τώρα αρχίζει να οικοδομείται πάνω στη βάση των φυσικών επιστημών.
Χάρη στο γεγονός ότι η μελέτη της φύσης είχε κάνει μόνο μικρή πρόοδο την εποχή εκείνη, η διδασκαλία του Πλάτωνα ήταν φυσικά η πιο προσιτή στους περισσότερους μορφωμένους. Πιθανόν εναρμονίστηκε και με τις νέες θρησκευτικές επιρροές από την Ανατολή, όπου αναπτυσσόταν ήδη ο βουδισμός. Αλλά μόνον αυτά δεν αρκούν για να εξηγήσουν την επιρροή του Πλάτωνα, που κράτησε έως την εποχή μας. Η ουσία είναι ότι ο Πλάτων εισήγαγε στην ηθική τις ιδεαλιστικές ερμηνείες της ηθικής. Η «ψυχή» ήταν γι' αυτόν μία ανάμειξη λογικής, συναισθήματος και θέλησης, από την οποία έρχονται σοφία, θάρρος και μετριασμός του πάθους. Το ιδεώδες του ήταν η Αγάπη/Έρως, η Φιλία· αλλά η λέξη Αγάπη/Έρως είχε τότε ευρύτερη έννοια από σήμερα, και ο Πλάτων εννοούσε με τη λέξη αυτή όχι μόνο την αμοιβαία προσκόλληση δύο όντων, αλλά και την κοινωνικότητα που βασίζεται στη συμφωνία ανάμεσα στις επιθυμίες του ατόμου και τις επιθυμίες όλων των άλλων μελών της κοινωνίας. Ο Έρως του ήταν αυτό που ονομάζουμε σήμερα κοινωνικότητα, αμοιβαία συμπάθεια, το συναίσθημα που, όπως μπορούμε να δούμε από όσα αναφέραμε προηγουμένως και πήραμε από τη ζωή των ζώων και των ανθρώπων, διαποτίζει ολόκληρο τον κόσμο των έμβιων όντων και είναι εξ ίσου αναγκαίο για τη ζωή όπως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ο Πλάτων δεν το ήξερε αυτό, αλλά ένιωσε ήδη τη σημασία αυτού του θεμελιώδους παράγοντα όλης της προοδευτικής ανάπτυξης, δηλαδή αυτού που ονομάζουμε σήμερα Εξέλιξη.
Επιπλέον, αν και ο Πλάτων δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της δικαιοσύνης στην ανάπτυξη της ηθικής, παρουσίασε τη δικαιοσύνη με τέτοια μορφή ώστε αναρωτιόμαστε γιατί οι μετέπειτα στοχαστές δεν την έθεσαν στη βάση της ηθικής. Έτσι,στον διάλογο Αλκιβιάδης (Ι § 118), που αποδίδεται στον νεαρό Πλάτωνα, ο Σωκράτης οδηγεί τον Αλκιβιάδη να αναγνωρίσει ότι, παρ’ όλο που οι άνθρωποι είναι ικανοί να διεξάγουν απελπισμένους πολέμους, υποτίθεται για χάρη της δικαιοσύνης, αγωνίζονται στην πραγματικότητα για ό,τι θεωρούν πιο ωφέλιμο για τον εαυτό τους. Εν τούτοις, το σωστό/δίκαιο είναι πάντα ωραίο· είναι πάντα καλό/αγαθό, δηλαδή πάντα πρόσφορο· έτσι, δεν μπορεί να υπάρξουν «ζητήματα ανώτερα από το σωστό/δίκαιο, το τιμημένο, το καλό/αγαθό και το πρόσφορο».
Αξίζει να επισημάνουμε ότι όταν ο Πλάτων, στον ίδιο διάλογο, μιλά με το στόμα του Σωκράτη για την ψυχή και τη θεϊκή της πτυχή, θεωρεί «θεϊκό» εκείνο το μέρος της ψυχής «που σχετίζεται με τη σοφία και τη γνώση», δηλαδή όχι με τα συναισθήματα αλλά με το λογικό. Κλείνει τον διάλογο με τα ακόλουθα λόγια του Σωκράτη: «Εσύ και η πολιτεία, αν ενεργείτε σοφό και δίκαια, ενεργείτε σύμφωνα με τη θέληση του Θεού» —και «θα βλέπετε μόνον ό,τι είναι λαμπρό και θεϊκό» (δηλαδή το λογικό που δίνει δύναμη στην ψυχή) και «σε εκείνο τον καθρέφτη θα δείτε και θα γνωρίσετε τον εαυτό σας και το καλό/ αγαθό σας» (Αλκιβιάδης, I § 134).
Ο Πλάτων έγραψε ακόμη πιο κατηγορηματικά για τη δικαιοσύνη, και την ηθική εν γένει, στον διάλογό τουΣυμπόσιον, στον οποίο οι συμμετέχοντες στο συμπόσιο εγκωμιάζουν τον θεό Έρωτα. Όχι στο πρώτο μέρος του διαλόγου, στο οποίο λέγονται κοινοτοπίες για τον θεό, αλλά στο δεύτερο μέρος, στη συζήτηση του ποιητή Αγάθωνα με τον Σωκράτη.
Οι αρετές του Έρωτα, λέει ο ποιητής, είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η γενναιότητα· η αγάπη για το κάλλος· δεν ανέχεται ασχήμια. Είναι ο θεός «που αφαιρεί από τους ανθρώπους την εχθρότητα και τους γεμίζει με οικειότητα ... που στέλνει μειλιχιότητα και διώχνει την αγριότητα- που δίνει παντοτινά καλοσύνη και δεν δίνει ποτέ κακότητα»κτλ. (Συμπόσιον, § 197).
Στο ίδιο έργο ο Πλάτων βεβαιώνει, και αποδεικνύει με τα λόγια του Σωκράτη, ότι ο Έρως είναι αδιαχώριστος από την καλοσύνη και το κάλλος. Ο έρως, λέει ο Σωκράτης, είναι «γέννηση στο κάλλος, του σώματος ή της ψυχής». Ο έρως πασχίζει να προσχωρήσει στο καλό/αγαθό και στο ωραίο, και έτσι, σε τελευταία ανάλυση, ο έρως φτάνει να είναι η αναζήτηση του καλού/αγαθού και του ωραίου. «Το κάλλος μίας μορφής συγγενεύει με το κάλλος της άλλης». Όταν ένας άνθρωπος το αντιληφθεί αυτό, «θα γίνει εραστής όλων των ωραίων μορφών- στο επόμενο στάδιο, θα θεωρεί ότι το κάλλος του νου είναι πιο τιμημένο από το κάλλος της εξωτερικής μορφής» και έτσι θα φτάσει στην ενατένιση του κάλλους που συνίσταται στο να κάνει το καθήκον του και τότε θα καταλάβει ότι «το κάλλος σε οποιαδήποτε μορφή είναι ένα και το αυτό», και το κάλλος της μορφής δεν θα είναι πια γι' αυτόν τόσο σημαντικό. Αφού φτάσει σε αυτό το στάδιο στην ερμηνεία του κάλλους -λέει ο Πλάτων- ο άνθρωπος «θα αντιληφθεί ένα κάλλος θαυμάσιας φύσεως... που είναι αιώνιο, δεν μεγαλώνει και δεν μαραίνεται, ούτε αυξάνεται και φθίνει», αλλά «είναι απόλυτο χωρίς μείωση και χωρίς αύξηση και χωρίς καμία αλλαγή» σε όλα του τα μέρη, όλες τις εποχές, από όλες τις απόψεις, σε όλους τους τόπους, για όλους τους ανθρώπους. Ο Πλάτων φτάνει στην ανώτατη βαθμίδα ιδεαλισμού, όταν προσθέτει: αυτό το κάλλος δεν θα εμφανίζεται ως κάτι που περιέχεται σε κάτι άλλο, ως κάτι «που υπάρχει λόγου χάρη σε ένα ζώο ή στον ουρανό ή στη γη ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο»· αλλά ως κάτι «που υπάρχει μόνο του, αυτοτελώς, με τον εαυτό του, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο» (Συμπόσιον, § 211).
Τέτοιος είναι ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα, και συνεπώς δεν είναι να απορούμε που έχει οπαδούς και σήμερα. Από τη μία πλευρά, ανοίγει τον δρόμο για την πολυπληθή σχολή των «ευδαιμονιστών» που αποτελούν ακόμη την πλειονότητα στην ηθική και βεβαιώνουν (όπως οι σοφιστές πριν τον Πλάτωνα, και μετά απ' αυτόν ο Επίκουρος και οι οπαδοί του) πως ό,τι κάνει ο άνθρωπος, το κάνει «για την ηδονή του». Εξυπακούεται ότι ο Πλάτων κατανοούσε την «ηδονή» όχι με τη στενή έννοια των ζωωδών απολαύσεων τού ανθρώπου, αλλά με την ανώτερη έννοια την οποία όρισε στον Λάχητα και στοΣυμπόσιο, Αλλά από την άλλη, εισάγοντας συγχρόνως τις συλλήψεις «ψυχή» και «κάλλος», ως κάτι που με μία έννοια περιέχεται στη φύση και εν τούτοις στέκει πάνω απ' αυτήν, ετοίμασε το έδαφος για τη θρησκευτική ηθική και συνεπώς παραμένει και σήμερα ο αγαπημένος των θρησκευτικών στοχαστών. Ήταν ο πρόδρομός τους. Είναι εν τούτοις αξιοπρόσεκτο ότι η από μέρους του υψηλή σύλληψη της φύσης και του ηθικού κάλλους στη φύση -που εκτιμάται ανεπαρκώς έως σήμερα από τη θρησκευτική και τη μη θρησκευτική ηθική- τον διαφοροποιεί και από τις δύο.
Στο δεύτερο ήμισυ της ζωής του, όταν ο Πλάτων βρέθηκε υπό την επιρροή των πυθαγορείων, επιχείρησε, με τη βοήθεια του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου, να εγκαθιδρύσει μία πολιτεία σύμφωνα με το σχέδιο που εξέθεσε στα έργα του Πολιτικός και Νόμοι (έργο ενός μυαλού που είχε ήδη αρχίσει να γερνάει). Εκείνο τον καιρό δεν ήταν πια ο ίδιος ιδεαλιστής όπως κατά την πρώτη περίοδο της ζωής και της διδασκαλίας του. Στην Πολιτεία, όπως επισημαίνει με πίκρα ο μεγάλος θαυμαστής του Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, ο Πλάτων διατήρησε όχι μόνο τη δουλεία, αλλά και τη θανατική ποινή για δούλους που δεν ανέφεραν τις παραβάσεις άλλων, και για τους πολίτες εν γένει όταν ασεβούσαν προς την εδραιωμένη θρησκεία. Έτσι, κάλεσε τους ανθρώπους να διαπράξουν το ίδιο έγκλημα που τόσο τον είχε αγανακτήσει όταν ο δάσκαλος του Σωκράτης εκτελέστηκε εξ αιτίας της ίδιας θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Ο Έρως, τον οποίο κήρυττε ο Πλάτων τόσο υπέροχα, δεν τον εμπόδισε να εγκρίνει αυτά τα εγκλήματα. Αργότερα, τα ίδια εγκλήματα διέπραξε και η χριστιανική εκκλησία, παρά το ευαγγέλιο της αγάπης που κήρυξε ο ιδρυτής της. […]
Πιότρ Κροπότκιν, Ηθική
[ΝΗΣΙΔΕΣ, 2007, σελ. 86-92]