Ο πολυτιμότερος [διάλογος] απ’ όλους, η Πολιτεία, είναι μια πλήρης πραγματεία –όλος ο Πλάτωνας συγκεντρωμένος σε ένα βιβλίο. Εδώ θα βρούμε τη μεταφυσική του, τη θεολογία του, την ηθική του, την ψυχολογία του, την παιδαγωγική του, την πολιτική του, τη θεωρία για την τέχνη. Εδώ θα συναντήσουμε θέματα που μοιάζουν σύγχρονα: κοινοτισμός και σοσιαλισμός, φεμινισμός, έλεγχος γεννήσεων και ευγονική, νιτσεϊκής φύσεως προβλήματα που έχουν να κάνουν με την ηθική και τη διακυβέρνηση των αρίστων, ρουσοϊκής φύσεως προβληματική περί επιστροφής στη φύση και ελευθεριακής παιδείας, η μπερξονική élan vital και η φροϋδική ψυχανάλυση – τα πάντα είναι εδώ. Είναι ένα συμπόσιο για την ελίτ, σερβιρισμένο από ένα γενναιόδωρο οικοδεσπότη. «Ο Πλάτωνας είναι η φιλοσοφία, και η φιλοσοφία είναι ο Πλάτωνας» λέει ο Έμερσον, και επαναλαμβάνει για την Πολιτεία τη φράση του Ομάρ για το Κοράνι: «Κάψτε τις βιβλιοθήκες, γιατί ό,τι αξίζει απ’ αυτές βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο».
Ας μελετήσουμε λοιπόν, την Πολιτεία.
Το ηθικό πρόβλημα
Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι του Κέφαλου, ενός πλούσιου αριστοκράτη. Παρόντες είναι, μεταξύ άλλων, ο Γλαύκωνας, και ο Αδείμαντος, αδελφοί του Πλάτωνα, καθώς και ο Θρασύμαχος, ένας απότομος και ευέξαπτος σοφιστής. Ο Σωκράτης, που λειτουργεί ως «φερέφωνο» του Πλάτωνα στον διάλογο, ρωτώντας στον Κέφαλο:
«Ποιο θεωρείς το πιο σημαντικό αγαθό που σου έχει παράσχει η μεγάλη σου περιουσία;».
Ο Κέφαλος απαντά ότι ο πλούτος είναι ευλογία γι’ αυτόν κυρίως επειδή του επιτρέπει να είναι γενναιόδωρος, έντιμος και δίκαιος. Ο Σωκράτης, με τον πονηρό τρόπο του, τον ρωτά τι ακριβώς εννοεί με τη λέξη δίκαιος – και εκεί αφήνει ελεύθερα τα σκυλιά του φιλοσοφικού πολέμου. Γιατί δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα, πιο αυστηρή δοκιμασία και εξουθενωτική άσκηση της διανοητικής σαφήνειας και δεξιότητας από τον ορισμό. Ο Σωκράτης δεν δυσκολεύεται καθόλου να καταρρίψει τον ένα μετά τον άλλο τους ορισμούς που του δίνουν. Μέχρι που, τελικά, ο Θρασύμαχος, λιγότερο υπομονετικός από τους άλλους, ξεσπά «σαν θηρίο»:
«Τι φλυαρία είναι αυτή στην οποία αναλίσκεστε τόση ώρα, Σωκράτη; Και τι ανοησία όλες αυτές οι υποχωρήσεις που κάνετε ο ένας στον άλλο! Αν θέλεις αληθινά να μάθεις τι είναι το δίκαιο, μη ρωτάς μόνο, ούτε να προσπαθείς να ανασκευάσεις την απάντηση που σου δίνουν, αφού ξέρεις ότι είναι ευκολότερο να ρωτάς παρά να απαντάς… αλλά απάντησε κι εσύ και πες τι πιστεύεις ότι είναι το δίκαιο» (336).
Ο Σωκράτης δεν τον φοβάται. Συνεχίζει να ρωτά αντί να απαντά. Και μετά από μερικούς διαξιφισμούς, προκαλεί τον ασύνετο Θρασύμαχο να δώσει έναν ορισμό:
«Άκου λοιπόν» λέει ο θυμωμένος σοφιστής. «Εγώ θεωρώ ότι το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο από το συμφέρον του ισχυρότερου… Κάθε εξουσία θεσπίζει τους νόμους σύμφωνα με το δικό της συμφέρον, η δημοκρατία τους κάνει δημοκρατικούς, η τυραννίδα τυραννικούς… Και θεσπίζοντας έτσι τους νόμους δηλώνουν ότι δίκαιο για τους υπηκόους τους είναι το συμφέρον των αρχόντων, και όποιον αποκλίνει από αυτό τον νόμο τον τιμωρούν ως παράνομο και άδικο. [Πάρε] την πιο μεγάλη μορφή αδικίας… Είναι το τυραννικό πολίτευμα, που κρυφά και με την βία παίρνει ό, τι ανήκει στους άλλους, τόσο τα ιερά και όσια όσο και τα ιδιωτικά και τα δημόσια, όχι λίγο λίγο αλλά όλα μαζί… Όμως αν εκτός από την περιουσία των πολιτών απαγάγει κάποιος και υποδουλώσει τους ίδιους τους πολίτες, τότε αντί γι’ αυτά τα προσβλητικά ονόματα χαρακτηρίζεται ευδαίμων και μακάριος… Γιατί αυτοί που στηλιτεύουν την αδικία δεν το κάνουν από τον φόβο μήπως αδικήσουν αλλά από το φόβο μήπως αδικηθούν» (338-344).
Αυτό, φυσικά, είναι το δόγμα που στην εποχή μας, λίγο πολύ δικαιολογημένα, το έχουμε συνδέσει με τον Νίτσε. «Πραγματικά, γέλασα πολλές φορές με τα ανθρωπάκια που θεωρούσαν ότι οι ίδιοι ήταν καλοί επειδή ήταν κουτσοί»· […] Όμως, σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, εκεί που διατυπώνεται αυτό το δόγμα καλύτερα είναι ίσως σε έναν άλλο διάλογο του Πλάτωνα, τον Γοργία (482 κ.ε.), όπου ο σοφιστής Καλλικλής καταδικάζει την ηθική ως επινόηση των αδυνάτων για να εξουδετερώσουν τη δύναμη των ισχυρών.
«Για τους ίδιους και για να υπηρετήσουν το συμφέρον τους φτιάχνουν [οι αδύνατοι] τους νόμους και απονέμουν τους επαίνους και τις επικρίσεις. Και για να τρομοκρατήσουν τους ισχυρότερους, που έχοντας τη δυνατότητα να αποκτήσουν περισσότερα, ώστε να μην υπερισχύσουν έναντι των ιδίων, τους λένε ότι το να έχουν περισσότερα από τους άλλους είναι αισχρό και άδικο, και ότι η αδικία είναι αυτή ακριβώς η προσπάθεια να έχεις περισσότερα σε σχέση με τους άλλους, ενώ οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι με την ισότητα όντας τόσο κατώτεροι… Αλλά πιστεύω πως όταν εμφανίζεται ένας άνθρωπος που από τη φύση του έχει αρκετή δύναμη (εδώ κάνει την εμφάνισή ο Υπεράνθρωπος), αποτινάζει όλα αυτά που του έχουμε μάθει, σπάει τα δεσμά του και ελευθερώνεται. Ποδοπατεί τους κώδικες και τα τεχνάσματα μας, τα ξόρκια μας και τους «νόμους» μας, που είναι όλοι ενάντιοι στη φύση… Αυτός που θέλει να ζήσει σωστά πρέπει να αφήνει τις επιθυμίες του να γίνουν όσο το δυνατόν πιο ισχυρές και να μην τις συγκρατεί, πρέπει επίσης να μπορεί να τις διαχειρίζεται όταν βρίσκονται στην κορύφωσή τους με την ανδρεία και τη φρόνηση που διαθέτει, και να ικανοποιεί κάθε επιθυμία με τη σειρά. Όμως αυτό νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν για τους πολλούς, και έτσι καταλήγουν να ψέγουν ετούτους τους ανθρώπους από ντροπή, για να κρύψουν τη δική τους αδυναμία, λέγοντας μας ότι η ακολασία είναι επονείδιστη, και με αυτό τον τρόπο υποδουλώνουν εκείνους που είναι ευγενέστεροι ως προς τη φύση τους. Και επειδή δεν μπορούν οι να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους, επαινούν την εγκράτεια και τη δικαιοσύνη, λόγω της δικής τους ανανδρίας».
Αυτή η δικαιοσύνη είναι ένας ηθικός νόμος όχι για άντρες αλλά για ανδράποδα (ουδέ γαρ ανδρός… αλλ’ ανδραπόδω τινός), μια ηθική αρχή για δούλους όχι για ήρωες. Οι πραγματικές αρετές του ανθρώπου είναι η ανδρεία και η φρόνηση.[1]
Ίσως αυτός ο σκληρός «ανηθικισμός» να αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας, και την χωρίς οίκτο αντιμετώπιση των πιο αδύναμων πόλεων. «Η ηγεμονία σας» διακηρύττει ο Περικλής στη δημηγορία που βάζει στο στόμα του ο Θουκυδίδης «βασίζεται στη δική σας δύναμη και όχι στην καλή θέληση των υποτελών σας». Ο ίδιος επίσης ιστορικός αναφέρεται στους αθηναίους αποσταλμένους που εξαναγκάζουν τη Μήλο να συνταχθεί με την Αθήνα στον πόλεμο κατά της Σπάρτης: «Γνωρίζεται, όπως κι εμείς, ότι το δίκαιο κατά την κρίση των ανθρώπων νοείται μόνο ανάμεσα σε ισοδύναμους. Οι ισχυροί κάνουν ότι τους επιτρέπει η δύναμή τους, και οι αδύναμοι υποφέρουν ότι πρέπει» (Ιστορίαι, 5, 105). Εδώ έχουμε να κάνουμε με το θεμελιώδες πρόβλημα της ηθικής συμπεριφοράς. Τι είναι δικαιοσύνη; Πρέπει να επιδιώκουμε το δίκαιο ή την απόκτηση δύναμης; Είναι προτιμότερο να είσαι καλός ή να είσαι ισχυρός;
Πως αντιμετωπίζει ο Σωκράτης –δηλαδή, ο Πλάτωνας- την προκλητική αυτή θεωρία; Στην αρχή δεν ασχολείται καθόλου.Επισημαίνει ότι η δικαιοσύνη είναι μια σχέση ανάμεσα σε άτομα, που εξαρτάται από την κοινωνική οργάνωση. Και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να μελετηθεί καλύτερα ως μέρος της δομής μιας κοινότητας παρά ως ένα χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς κάποιου. Αν, λέει, μπορούμε να φανταστούμε μια δίκαιη πολιτεία, θα είναι δυνατό να περιγράψουμε καλύτερα ένα δίκαιο άτομο. Ο Πλάτωνας δικαιολογεί αυτή την παρέκβαση με το σκεπτικό πως, όταν ελέγχουμε την όραση κάποιου, τον βάζουμε πρώτα να διαβάσει μεγάλα γράμματα και μετά μικρότερα. Έτσι, υποστηρίζει, είναι πιο εύκολο να αναλύσουμε τη δικαιοσύνη στη μεγάλη κλίμακα της κοινωνίας παρά στη μικρή κλίμακα της ατομικής συμπεριφοράς.
Όμως εδώ δεν πρέπει να ξεγελαστούμε. Στην πραγματικότητα, ο Δάσκαλος συρράπτει δύο διαφορετικά βιβλία, και χρησιμοποιεί το επιχείρημα για τη ραφή. Θέλει να πραγματευτεί όχι μόνο το πρόβλημα της προσωπικής ηθικής, αλλά και εκείνα της κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης. Έχει μια ουτοπία κρυμμένη στο μανίκι του, και είναι αποφασισμένος να την παρουσιάσει. Θα του το συγχωρήσουμε ευχαρίστως, γιατί αυτή η παρέκβαση αποτελεί τον πυρήνα και συνοψίζει όλη την αξία του βιβλίου του.
Will Durant, Η περιπέτεια της Φιλοσοφίας
(Μεταίχμιο, 2014, σελ. 20-23)